Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Δημήτρη Στεφανάκη «Πάντα η Αλεξάνδρεια», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 19 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Να πιστεύετε στον κληρονόμο» έλεγε πάντα η γιαγιά Δάφνη σε όσους αγωνιούσαν για την τύχη μιας περιουσίας όταν αυτή άλλαζε χέρια. Κι έτσι όπως χαμήλωνε το πρόσωπό της, η αδρή ράχη της μύτης της πρόβαλλε σαν αδιαπραγμάτευτη απόδειξη σοφίας.
Την εικόνα της την είχε ζωντανή μες στο μυαλό της η εγγονή της τη στιγμή που κλήθηκε να παίξει αυτό τον άχαρο ρόλο, κι ένιωσε πως δεν έπρεπε να φανεί ανάξια των περιστάσεων. Ο Κωστής Χάραμης πέθανε νωρίς το πρωί κι αυτό της έδωσε όλο τον χρόνο να ξεπεράσει το πρώτο σοκ και να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει μέσα στη μέρα. Όταν ύστερα από χρόνια αναθυμόταν εκείνες τις πρώτες κρίσιμες ώρες μετά τον θάνατο του πατέρα της, τις αποφάσεις που πάρθηκαν χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, δεν μπορούσε παρά να θαυμάσει τη νεαρή γυναίκα που η κοινωνία της Αλεξάνδρειας την είχε ήδη ξεγράψει. «Τι να σου κάνει τώρα η Δάφνη, κορίτσι πράμα;» σχολίαζαν οι περισσότεροι. Κι όμως, εκείνη στάθηκε στο ύψος της και τα κατάφερε καλύτερα από πολλούς άλλους που παρίσταναν τους καπάτσους και τους έμπειρους. Στα μικρά και μεγάλα επεισόδια αυτής της περιπέτειας άκουγε συνεχώς τα λόγια της γιαγιάς της, που ηχούσαν στα αυτιά της όπως τα λόγια του υποβολέα στον ηθοποιό.
Ξημέρωσε η μέρα της 21ης Ιουλίου του 1961 με την απατηλή αίσθηση που δίνει το φως σκορπίζοντας οποιαδήποτε αγωνία γέννησε δικαιολογημένα το ανθρώπινο μυαλό μέσα στη νύχτα. Οι άνθρωποι του σπιτιού βρίσκονταν στην ίδια θέση και έκαναν ακριβώς τα ίδια πράγματα, και από αυτή την καθησυχαστική ρουτίνα που σε διαβεβαίωνε πως δεν αναμενόταν τίποτε το συγκλονιστικό, η συμφορά αποδείχτηκε πως απείχε τόσο όσο να μετακινηθεί ο πατέρας της από το σπίτι της οδού Αββασιδών στο εργοστάσιο της Μαχμουντίας. Αν έλεγε πως εκείνο το πρωινό είχε κάποιο κακό προαίσθημα, θα ήταν ψέμα. Για έναν παράξενο λόγο αισθανόταν πιο αισιόδοξη και πιο ευδιάθετη από ποτέ. Ακόμα και όταν το κουδούνισμα του τηλεφώνου ήχησε τόσο δυσοίωνα κόβοντας στα δύο την πρωινή γαλήνη, δεν πήγε το μυαλό της στο κακό. Θυμόταν τη φωνή από την άλλη πλευρά της τηλεφωνικής γραμμής που της ανήγγειλε τον θάνατο και τη δήμευση της περιουσίας. Είχε μια επισημότητα διαγγέλματος, που της έδωσε να καταλάβει πως το νασερικό κράτος τής είχε κηρύξει τον πόλεμο. Θυμόταν επίσης ότι μέσα στις οιμωγές της Ιμάν και της Σαμίρας η πρώτη σκέψη ήταν πως σε λίγο αυτοί που εθνικοποίησαν το εργοστάσιο θα εμφανίζονταν και στο σπίτι, για να ολοκληρώσουν το έργο τους.
«Πέθανε ο πατέρας μου, το εργοστάσιο δεν μας ανήκει πια… ούτε το σπίτι» του είπε. Από την άλλη άκρη της γραμμής ήρθε ένας αναστεναγμός...
Ασυναίσθητα έβαλε τον εαυτό της στη θέση όσων συλλαμβάνονταν στις αμερικάνικες ταινίες και ενημερώνονταν πως δικαιούνται ένα τηλεφώνημα. Η ίδια επέτρεψε στον εαυτό της όχι ένα αλλά δύο τηλεφωνήματα. Το πρώτο το έκανε στον Φιλίπ. «Πέθανε ο πατέρας μου, το εργοστάσιο δεν μας ανήκει πια… ούτε το σπίτι» του είπε. Από την άλλη άκρη της γραμμής ήρθε ένας αναστεναγμός, αλλά ένας αναστεναγμός που τα έλεγε όλα, για την αγάπη, την αλληλεγγύη, την υποστήριξη, όλα όσα είχε ανάγκη να ακούσει εκείνη τη στιγμή. Ο Φιλίπ θα έμενε δίπλα στο τηλέφωνο και θα περίμενε να τον καλέσει ξανά, για να του πει πού και πότε θα βρεθούν. Το δεύτερο τηλεφώνημα ήταν στον θείο Νικήτα. Εκείνος δεν την άφησε να ολοκληρώσει τη φράση της. «Μη λες τίποτε, j’arrive!» Για πότε βρέθηκε στο κατώφλι της! Λες και ήταν απέξω την ώρα που του τηλεφωνούσε. Όλα έγιναν όπως έπρεπε, αθόρυβα και διακριτικά. Βοήθησε κι η έμπιστη Φάτμα, ήρεμη και αποφασιστική. Οι τρεις τους κατέβηκαν στο υπόγειο κι άνοιξαν το μυστικό δωμάτιο, στο οποίο η γιαγιά της έκρυβε κάποτε μια συλλογή από αρχαιότητες και πριν πεθάνει της είχε παραδώσει τα κλειδιά.
Η Δάφνη έφερνε στη μνήμη της εκείνα τα σκληρά τσουβάλια από κάνναβη με τις λίρες, τα κοσμήματα και τις ράβδους χρυσού που τα πέρασαν λαθραία από την πίσω πόρτα και τα φόρτωσαν στο αμάξι του θείου της. Αναρωτιόταν πού βρήκε τη δύναμη να σηκώσει το βάρος τους και πώς δεν ένιωσε την παραμικρή αγωνία για την τύχη τους. Θυμόταν μόνο πως μακάριζε τον εαυτό της που, κρυφά από τον πατέρα της, είχε αδειάσει σιγά σιγά τους τελευταίους μήνες τις θυρίδες τις οποίες διατηρούσε στις τράπεζες της Αλεξάνδρειας. Όλα αυτά ήταν ό,τι της άφησε η γιαγιά της και δεν θα επέτρεπε να κακοπέσουν. Για όλα τα άλλα είχε κάνει τη σκέψη να μη μετακινήσει τίποτα μέσα στο σπίτι, για να φανεί πως οι εισβολείς την είχαν καταλάβει εξαπίνης. Η διαδικασία τής θύμισε συνθήκες ναυαγίου, όπου είσαι υποχρεωμένος να εγκαταλείψεις τα πάντα πίσω σου παίρνοντας μόνο τα χρειώδη μέσα σε μια μικρή βαλίτσα – και τι να χωρέσει τώρα μια οποιαδήποτε βαλίτσα από μια ολόκληρη ζωή;
Με όλα αυτά τα πέρα δώθε, την επιχείρηση «Μικρή Δουνκέρκη», όπως την αποκάλεσε ο θείος Νικήτας, δεν πρόλαβε να κάνει μια βόλτα στον κήπο ούτε να ανέβει στο δωμάτιό της για τελευταία φορά. Έφυγε σαν κυνηγημένη από τον παράδεισο της παιδικής και εφηβικής της ζωής παίρνοντας μαζί την ανάμνηση των ανθρώπων της που ήταν πια νεκροί. Δεν είχε μυαλό ούτε να πενθήσει τον πατέρα της εκείνες τις πρώτες ώρες.
Δεν κατάλαβε τι χάπι της έδωσε αργότερα ο γιατρός. Ήταν ένα ροζ δισκίο που θύμιζε μικροσκοπικό κουφέτο και το έφερε στα χείλη της ακούγοντάς τον να της λέει: «Πάρ’ το, τώρα! Θα σου κάνει καλό». Δεν ξέρει αν ήταν αυτό που τη βοήθησε να αντικρίσει στο νεκροτομείο το άψυχο σώμα του πατέρα της. Ο θάνατος είχε αφαιρέσει διά παντός όλες εκείνες τις καθημερινές εκφράσεις που έπαιρνε το πρόσωπό του και στις οποίες συνοψίζονταν η αγάπη του για εκείνη, αλλά και το πείσμα του και οι εναλλαγές των συναισθημάτων και οι σκέψεις και οι προθέσεις του, όλα όσα αποκαλούμε ζωή και αλήθεια σ’ αυτό τον κόσμο. Στην κέρινη μορφή του πεθαμένου είχε απλωθεί μια ψεύτικη γαλήνη. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε πόσο λαθεύουν όσοι συσχετίζουν τον θάνατο με τον ύπνο. Ο κοιμισμένος πέρα από τη ρυθμική ανάσα του δεν είναι ποτέ ανέκφραστος, το πρόσωπό του πάλλεται συνεχώς, λες και η ζωή δεν εννοεί ούτε την ώρα της ανάπαυσης να κάτσει φρόνιμα.
Κι όλο της έλεγε «ça ira, ça ira», με έναν τρόπο που την έπειθε πως όλα θα πάνε πράγματι καλά.
Κατέλυσε στο ξενοδοχείο «Σέσιλ», σαν να ήταν ξένη στην πόλη της, και ζήτησε ένα δωμάτιο με θέα στη θάλασσα, μολονότι όταν βγήκε στο μπαλκόνι και ατένισε την Κορνίς και το γαλάζιο νερό δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει την Αλεξάνδρεια που ήξερε. Στο φουαγέ του ξενοδοχείου συναντήθηκε με τον Φιλίπ, με τον φόβο της Αστυνομίας και με την οχλοβοή που δημιουργούσε ένα πλήθος ανθρώπων γύρω τους. Όση ώρα τού μιλούσε για όλα αυτά που έγιναν, αλλά και για όσα έπρεπε να γίνουν στη συνέχεια, μεταπηδώντας από τα αναφιλητά στην απάθεια, εκείνος της κρατούσε το χέρι πάνω στο μαρμάρινο τραπέζι κι έγερνε κάθε τόσο προς το μέρος της λες και τα λόγια που έβγαιναν από το στόμα της πετούσαν στον αέρα κι έπρεπε με κάποιο τρόπο να τα αδράξει πριν εξατμιστούν μες στη φασαρία εκείνου του μεσημεριού, που η αφρικανική ζέστη τρέλαινε τον άνθρωπο υποβάλλοντας παράξενες ιδέες και συναισθήματα. Κάθε τόσο της έσφιγγε το χέρι, αλλά ήταν ένα σφίξιμο ενθάρρυνσης, σαν να της μεταβίβαζε αποθέματα κουράγιου και δύναμης αυτή τη δύσκολη ώρα. Κι όλο της έλεγε «ça ira, ça ira», με έναν τρόπο που την έπειθε πως όλα θα πάνε πράγματι καλά. Το πρόσωπό του είχε εκείνη τη γαλήνη του εξομολόγου και μια τρυφερή θλίψη που του πήγαινε πολύ. Παρότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή, η Δάφνη σκέφτηκε πόσο όμορφος ήταν ο Φιλίπ της, και τι ωραία που είναι η ζωή, όταν αγαπιούνται έτσι δύο άνθρωποι. Αισθάνθηκε άσχημα που έκανε τέτοιες σκέψεις τη μέρα που είχε πεθάνει ο πατέρας της. Της πρότεινε αντί να διανυκτερεύσει στο «Σέσιλ» να κοιμόντουσαν μαζί στο Σίντι Γκάμπερ, αλλά προτίμησε να παραμείνει στο ξενοδοχείο.
Η κηδεία έγινε νωρίς το πρωί της επομένης, ημέρα Σάββατο. Είχε τρομερή ζέστη στο νεκροταφείο του Σάτμπι και το πλήθος που συνόδεψε τη σορό του Κωστή Χάραμη στην τελευταία του κατοικία –πλήθος που ξεπερνούσε κάθε προσδοκία– βάδιζε σιωπηλό και μουδιασμένο πάνω στους χαλικόστρωτους διαδρόμους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έδιναν την εντύπωση πως ήρθαν να θρηνήσουν όχι το τέλος ενός προσώπου αλλά μιας ολόκληρης εποχής κι αυτό δεν ήταν −πώς θα μπορούσε να είναι;− μια ψευδαίσθηση της Δάφνης. Εκείνη στάθηκε μπροστά στον οικογενειακό τάφο μαζί με τον Νικήτα, σε αυτό τον τάφο που δίπλα στον παππού της αναπαυόταν και η γιαγιά της. Ένιωσε περισσότερο ότι ήρθε να πενθήσει την ίδια παρά να παραδώσει στο χώμα τον νεκρό της γιο. Ποτέ δεν φανταζόταν ότι τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό της θα ακολουθούσε η ώρα του πατέρα της, του Κωστή. Ο Φιλίπ, το μεσημέρι της προηγουμένης στο ξενοδοχείο, είχε πει κάτι σωστό: «Δεν αρκεί δηλαδή που ξέρουμε πως θα πεθάνουμε; Πρέπει να μας ξεγελά ο θάνατος κάθε φορά και να μας πιάνει απροετοίμαστους;» Στην κηδεία ο ίδιος στάθηκε παράμερα με τον αδερφό του, όμως η παρουσία του συζητήθηκε.
Οι κηδείες θυμίζουν θεατρικές παραστάσεις. Περιμένεις να δεις ποιος θα κλάψει, ποιος θα φωνάξει «αιωνία η μνήμη», ποιος θα πετάξει πρώτος ένα λουλούδι, ποιος θα λυγίσει από το βάρος της συγκίνησης και θα αναζητήσει ένα πεζούλι να καθίσει, ποιος θα σπεύσει να σου κρατήσει το χέρι εκφράζοντας τη συμπαράστασή του, ποιος θα σφίξει τα χείλη μπροστά σου και θα χαμηλώσει το βλέμμα του στο χώμα. Οι κηδείες είναι πάντα ένας αποχαιρετισμός στη ζωή που ξέραμε. Αυτό έλεγε μετά στον θείο της τον Νικήτα, που την κοίταζε με μάτια κόκκινα από το κλάμα.
Ύστερα από αυτή τη δοκιμασία ήθελε να περπατήσει μόνη.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η πολυαναμενόμενη συνέχεια του μπεστ σέλερ Μέρες Αλεξάνδρειας.
Το καλοκαίρι του 1961 η Αλεξάνδρεια δεν είναι πια η πόλη της ακμής αλλά το τοπίο μιας αντιπαράθεσης με την Ιστορία. Μετά τον αδόκητο χαμό του πατέρα της και την απώλεια της οικογενειακής περιουσίας η Δάφνη Χάραμη ατενίζει τον ορίζοντα της φυγής από την Αίγυπτο του Νάσερ, νιώθοντας πως θα αφήσει πίσω της ένα πολύτιμο κομμάτι ζωής. Από έναν κόσμο που βυθίζεται στα βαθιά νερά του χρόνου ο Δημήτρης Στεφανάκης διασώζει τη φωτεινή αίσθηση για τη ζωή.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Είναι συγγραφέας δεκατριών μυθιστορημάτων και ενός δοκιμίου. Έχει μεταφράσει έργα των Σολ Μπέλοου, Ε. Μ. Φόρστερ, Γιόζεφ Μπρόντσκι, Προσπέρ Μεριμέ, Ονορέ ντε Μπαλζάκ κ.ά. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, στα ισπανικά, στα αραβικά και στα βουλγαρικά. Το μυθιστόρημά του Μέρες Αλεξάνδρειας έλαβε το Prix Méditerranée Étranger 2011. Ο ίδιος τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη 2011. Το 2014 αναγορεύτηκε από το γαλλικό κράτος Ιππότης Γραμμάτων και Τεχνών για τη συμβολή του στην ανάδειξη των Γραμμάτων και των Τεχνών στη Γαλλία και στον κόσμο. Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορούν: Μινώταυρος, Μέρες Αλεξάνδρειας, Πάντα η Αλεξάνδρεια.