Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Γιώργου Παναγή «Χωριό Ποτέμκιν», που κυκλοφορεί στις 28 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Τόπος. [Η έκφραση «Χωριό Ποτέµκιν» (ρωσικά: потёмкинские деревни) περιγράφει ένα κατασκεύασµα που έχει στόχο να αποκρύψει την αλήθεια ή να εξωραΐσει µια κατάσταση].
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
1920, «Η νύχτα της Βαϊμάρης»
Το συμπόσιο. Μέρος δεύτερο
(Βερολίνου εγκώμιο)
Ο Γουίλιαμς τελείωσε την αγόρευσή του και ο ταγματάρχης, που φαινόταν να μην έχει πειστεί, στράφηκε και πάλι προς τη μεριά των καλεσμένων του.
«Εσάς ίσως ο Άντριου να σας έχει πείσει, αλλά επιτρέψτε μου να διατηρήσω προσωπικά την καχυποψία μου για κάποιους από τους ισχυρισμούς του. Στο κάτω κάτω, είναι εύκολο να περιφρονεί κανείς τη Νέα Υόρκη και να προτιμά στη θέση της αυτή τη χτυπημένη από την Ιστορία πόλη, το Βερολίνο, όταν είναι πλούσιος. Ακόμη και η πιο σκληρή πόλη μπορεί να μοιάζει παραδεισένια σε όποιον ζει σ’ αυτή χωρίς να χρειάζεται να ανησυχεί καθόλου για το μέλλον του. Γιατί ο πλούτος είναι για τον άνθρωπο ό,τι και το καβούκι για τη χελώνα: Του επιτρέπει να ζει και να χαίρεται τη ζωή χωρίς να έρχεται ποτέ σε επαφή με τη θεμελιώδη γύμνια της. Ας αφήσουμε λοιπόν τον Άντριου να έχει τις προτιμήσεις του, αλλά, προς Θεού, ας μην παίρνουμε τόσο στα σοβαρά τις απόψεις του».
Ο Αμερικάνος τον κοίταξε προσβεβλημένος. Παίρνοντας όσο το δυνατόν πιο διαλλακτικό ύφος, απάντησε:
«Με κατηγορείς, Ρίτσαρντ, ότι ο πλούτος μου, όπως τον ονομάζεις, δεν με αφήνει να σχηματίσω μια απροκατάληπτη γνώμη για τις πόλεις που εξαιτίας σου έχουμε βάλει τόση ώρα να αντιμάχονται η μία την άλλη. Έχει καλώς. Κι όμως, δεν έχεις δίκιο. Πιστεύεις ότι αν ήμουν ένας κοινός άνθρωπος, κάποιος που γύρευε να ζήσει ή να ονειρευτεί, θα έβλεπα κι εγώ με λατρεία τη Νέα Υόρκη και θα απέρριπτα το Βερολίνο ως αντίθετο στην ευτυχία μου; Δεν είναι αυτό προκατάληψη; Και δεν είναι πιο πιθανό να παρανοήσει τη Νέα Υόρκη ένας φτωχός απ’ ό,τι ένας πλούσιος;
Ναι, οι φτωχοί αγαπούν τη Νέα Υόρκη γιατί τους μπουκώνει με όνειρα, με υποσχέσεις για το μέλλον και με ελπίδα – αυτό το δωρεάν οπιούχο του μέλλοντος για όλους.
»Ναι, οι φτωχοί αγαπούν τη Νέα Υόρκη γιατί τους μπουκώνει με όνειρα, με υποσχέσεις για το μέλλον και με ελπίδα – αυτό το δωρεάν οπιούχο του μέλλοντος για όλους. Τι σημαίνει όμως το μέλλον; Ε, αυτό το έχουμε ήδη πει: Σημαίνει την επιτυχία, σημαίνει την ευτυχία, σημαίνει να ζεις σ’ ένα περιβάλλον που να εκπληρώνει όλες τις επιθυμίες σου. Απ’ αυτή την άποψη, εγώ έχω το προνόμιο να έχω γεννηθεί μέσα στο μέλλον, να περνάω τη ζωή μου μέσα σ’ αυτό και, κατά πάσα πιθανότητα, μέσα σ’ αυτό θα την τελειώσω. Ε, λοιπόν, απ’ αυτή την προνομιακή θέση σ’ το δηλώνω, κι ας διαφωνείς: Δεν υπάρχει πόλη πιο μαγευτική από το Βερολίνο.
»Μέσα στη δυστυχία σας οι Γερμανοί είστε τυχεροί. Ένας πραγματικά έξυπνος, δυναμικός λαός. Μέσα στην εύθραυστη και μπερδεμένη δημοκρατία σας έχετε καταφέρει να δημιουργήσετε αυτή την πόλη θαύμα, όπου ο καθένας, όσο φτωχός κι αν είναι, μπορεί να ζήσει χωρίς κόπο τις φαντασιώσεις του. Με την ακατάβλητη ευθυμία σας, τα καμπαρέ σας και τις κραιπάλες σας, έχετε δημιουργήσει μια νησίδα ευτυχίας και απόλαυσης προσιτή σε όλους. Εσείς φτιάξατε και ζείτε ήδη το μέλλον το οποίο η Νέα Υόρκη αναβάλλει με τόσους κόπους για αύριο. Άκουσέ με: Δεν χρειάζεται καθόλου να μας ζηλεύετε. Και όταν η δημοκρατία σας ξεπεράσει τη φτώχεια και τους κινδύνους, κοιτάξτε μη σας πιάσει και γίνετε σαν τα μούτρα μας! Η Νέα Υόρκη θα ’πρεπε τότε να μιμηθεί το Βερολίνο, όχι το αντίθετο!»
Αποτελείωσε το ποτό του και συνέχισε: «Γιατί το Βερολίνο είναι η πρώτη αληθινή πόλη του μέλλοντος και σίγουρα το πρότυπο για όσες θα ακολουθήσουν. Το Βερολίνο είναι πιο μοντέρνο από τη Νέα Υόρκη. Στη Νέα Υόρκη οι άνθρωποι έρχονται για να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Στο Βερολίνο έρχονται για να πραγματοποιήσουν τις φαντασιώσεις τους. Τα όνειρα, τώρα, είναι πιο θνητά και βραχύβια απ’ αυτούς που τα ονειρεύονται, τίποτα άλλο από αξιολύπητες παρανοήσεις. Αντίθετα, οι φαντασιώσεις... Οι φαντασιώσεις είναι η πιο επίμονη αλήθεια, εμφυτευμένη στον άνθρωπο παρά τη θέληση και τις αρχές του, κι εντούτοις η μόνη από τις αλήθειες που όχι μόνο δεν τον βλάπτει, αλλά εξυπηρετεί την προσωπική του απόλαυση. Ναι. Στο μέλλον μια ανθρωπότητα πιο σοφή και θαρραλέα από την τωρινή θα είναι σε θέση να παραδεχτεί αυτή την απλή και για πολλούς τρομακτική πραγματικότητα πως το σημαντικό στη ζωή είναι οι φαντασιώσεις, και τότε οι πόλεις του κόσμου θα αρχίσουν η μία μετά την άλλη να μοιάζουν με το Βερολίνο. Στη Νέα Υόρκη κάθε κακόμοιρη καμαριέρα τρώει τη ζωή της ονειρευόμενη να γίνει μια κοσμική κοκότα, ενώ εδώ...»
Ο Άντριου έδειξε τη Μάρτα που επέστρεφε στο δωμάτιο κουβαλώντας μια τεράστια πιατέλα.
«Εδώ αρκεί απλώς να εμφανίζεται με την κατάλληλη αμφίεση και τα όνειρά της γίνονται ευθύς αληθινά!»
Και λέγοντας αυτά τσίμπησε τον πισινό της καμαριέρας, η οποία πήγε και στάθηκε πλάι του προσπαθώντας να προσγειώσει τον δίσκο στο τραπέζι.
«Χαίρετε, φρόιλαϊν Μάρτα», της φώναξε ο Αμερικάνος και αναλύθηκε σ’ ένα νευρικό γέλιο. Εκείνη, χωρίς να καταλαβαίνει τι γίνεται, άρχισε με τη σειρά της να γελάει κολακευμένη και σύντομα όλη η ομήγυρη τη μιμήθηκε. Ο Γκερτ γέλασε άθελά του και ο ίδιος, ώσπου πρόσεξε το σοβαρό, ανέκφραστο πρόσωπο του ταγματάρχη.
«Λοιπόν, στην υγειά του βερολινέζικου αέρα!»
Ο Γκερτ παρέλειψε να υψώσει το ποτήρι του μαζί με τους υπόλοιπους. Κοιτούσε μαγεμένος το ζώο που η Μάρτα είχε αποθέσει στο κέντρο του τραπεζιού.
Μέσα στη μεταλλική πιατέλα, πάνω σε ένα χαλί από πρασινάδα, ξάπλωνε με την κοιλιά ένα πελώριο γουρουνόπουλο. Το στόμα του ήταν μπουκωμένο με ένα πράσινο μήλο. Τα μάτια του ζώου ήταν κλειστά, έδειχνε να κοιμάται χάρη σε μια τελική και ακατανίκητη εξάντληση.
Μέσα στη μεταλλική πιατέλα, πάνω σε ένα χαλί από πρασινάδα, ξάπλωνε με την κοιλιά ένα πελώριο γουρουνόπουλο. Το στόμα του ήταν μπουκωμένο με ένα πράσινο μήλο. Τα μάτια του ζώου ήταν κλειστά, έδειχνε να κοιμάται χάρη σε μια τελική και ακατανίκητη εξάντληση. Η σήψη είχε προχωρήσει ραγδαία και το δέρμα του, αποψιλωμένο από το τρίχωμα, είχε πάρει ένα μαύρο χρώμα και είχε σκληρύνει σε μια τραγανή και σε σημεία ραγισμένη κρούστα. Στα απλωμένα ποδαράκια του φορούσε κάτι γελοία σοσόνια από μαρούλι, και από τα ορθωμένα αυτάκια του κρέμονταν κλωνιά από κεράσια, παράξενα κτερίσματα που το ζώο έφερε μαζί του στην τελευταία του εμφάνιση.
Ο ηθοποιός με τον εραστή του έδειχναν το γουρουνόπουλο και χασκογελούσαν. Ο Γκερτ δεν μπορούσε να γελάσει, παρά την κωμικότητα του θεάματος. Αντίθετα, έκλεισε με δυσπιστία πολλές φορές τα μάτια μέχρι αυτή η κραυγαλέα εικόνα ενός χλιδάτου θανάτου να τον εγκαταλείψει και να δει με καθαρότητα αυτό που κειτόταν πραγματικά μπροστά τους: το βραδινό τους.
Σιγά σιγά η Μάρτα κουβάλησε από την κουζίνα τα υπόλοιπα πιάτα (δύο εξεζητημένα διακοσμημένες σαλάτες, μπούτια κοτόπουλου, μερικά σνίτσελ, ορεκτικά με μελιτζάνες και σπαράγγια μαζί με τις αλοιφές τους, διάφορα είδη ψωμιού) και έδωσε το σύνθημα για την αρχή του δείπνου.
Η Μάργκοτ έτεινε ήδη τα χέρια με την ανυπομονησία του πεινασμένου προς τη μεριά των φαγητών, προσπαθώντας παράλληλα, με τις απαλές κινήσεις της και το γοητευτικό της χαμόγελο, να διατηρήσει την ψευδαισθητική χάρη της αξιοπρεπούς προσκεκλημένης.
Ο Γκερτ έπνιξε την παρόρμηση να της πει να μη βιάζεται. Ασυναίσθητα είχε εντυπωσιαστεί και ο ίδιος. Πότε είχαν φάει οι δυο τους τόσο καλά; Μπροστά σ’ αυτή την αφθονία, που γνώριζαν για πρώτη και πιθανόν τελευταία φορά, θα ήταν ανόητο να υποκριθεί και να δείξει αυτοσυγκράτηση. Ήταν το καλύτερο κομμάτι της βραδιάς και για τους δυο τους, αυτό που απευθυνόταν με τη μεγαλύτερη καθαρότητα στους ίδιους, αφού μόνο αυτοί μπορούσαν να αντιληφθούν και να εκτιμήσουν την αξία του· κι έτσι αποφάσισε να αφήσει κατά μέρος τις αναστολές και την καχυποψία με την οποία άκουγε τόση ώρα τη συζήτηση των υπολοίπων, και να χαρεί αυτό που αφειδώς του προσφερόταν.
Μέσα σε λίγα λεπτά το γουρουνόπουλο ήταν κομματιασμένο στα πιάτα όλων. Στην πιατέλα απέμενε μόνο το γερμένο λοξά κεφάλι του με το πράσινο μήλο και τη γελοία μουσούδα.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
∆εν υπάρχει άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα στο σώµα της οποίας να έχουν εγγραφεί τόσο έντονα και τόσο καθοριστικά τα ρεύµατα που επιχείρησαν να αλλάξουν την πορεία της ανθρωπότητας: δηµοκρατία, φασισµός, σοσιαλισµός. Σε αυτό το πυκνό στην υφή του και πολύµορφο σπονδυλωτό µυθιστόρηµα οι αναγνώστες βιώνουν τις µεταµορφώσεις της πόλης του Βερολίνου τα τελευταία εκατό χρόνια και γίνονται κάθε φορά µάρτυρες µιας άνευ προηγουµένου ανασύστασής του από τα ερείπια.
Στη «Νύχτα της Βαϊµάρης» (’20) η απρόσµενη πρόσκληση για δείπνο στο διαµέρισµα ενός εν αποστρατεία ταγµατάρχη εκθέτει τον νεαρό Γκερτ και τη σύντροφό του Μάργκοτ στα θέλγητρα και στους κινδύνους της περιόδου. Στην «Εποχή της ειλικρίνειας» (’40) µια γυναίκα καταγράφει σε ηµερολόγιο τον αγώνα της να επιβιώσει στη διάρκεια της ρωσικής κατοχής. Στη «Συνωµοσία αντικειµένων» (’60) ο Μάρκους φυλακίζεται από τη Στάζι όταν επιχειρεί να περάσει το Τείχος. Κατά τη δεκαετία της οικονοµικής ακµής (’80) οι κάτοικοι επιδίδονται µε µανία στη διαρκή περιποίηση των προσόψεων των κτιρίων, ενώ στον «Ιχνηλάτη» (’00) η τεχνολογία των αρχών του νέου αιώνα και η αναµέτρηση µε ένα δασόβιο πλάσµα γίνονται αφορµή για να αναθεωρήσει ο Ντίτερ τη ζωή του. Στην «Ιστορία της τελευταίας στιγµής» (2020) η καθηµερινότητα ενός ηλικιωµένου ζευγαριού διαταράσσεται από µια πρωτοφανή πανδηµία.
Έξι δεκαετίες, έξι σηµεία καµπής στην ιστορία του Βερολίνου και κατ’ επέκταση ολόκληρης της Ευρώπης σε ένα συναρπαστικό µυθιστόρηµα το οποίο ανιχνεύει τις δυνάµεις που διαµόρφωσαν την ταυτότητα του σύγχρονου Ευρωπαίου. Αποτυχίες, πόλεµοι, µαταιώσεις, ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και χαµένες προσδοκίες ενός λαµπρού µέλλοντος που ανατράπηκε αιφνιδιαστικά, ιδωµένα µέσα από τον φακό του σήµερα και της φαινοµενικής διαύγειας που επιτρέπει η απόσταση από τα περασµένα. Στο κάτω κάτω, η απόσταση αυτή είναι ένα από τα µεγαλύτερα ψέµατα της Ιστορίας.