Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Αθηνάς Τσάκαλου «Η κόρη και η νύχτα», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 28 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Τόπος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το κορίτσι φοράει ένα γαλάζιο όμορφο φόρεμα, τα μαλλιά του είναι μαύρα και μακριά, όμως τρέχει αλλόκοτα σαν μικρό καγκουρό και η φωνή του έτσι που συνεχίζει να λέει συνεχώς μαμά, μαμά ακούγεται περίεργη.
Αλλοπαρμένο είναι σκέφτεται η Δήμητρα και καθώς τρέχει δίπλα της προσπαθεί να την κάνει να σταματήσει, αλλά η μικρή συνεχίζει.
Σε λίγο φτάνουν στην όχθη ενός ποταμού. Ένα ποτάμι παράξενο με όχθες ψηλές κοντά δύο μέτρα και τα νερά του είναι ακίνητα, βαθιά και σκούρα. Ένα ποτάμι ήσυχο, χωρίς κανένα ήχο.
Το κορίτσι σταματάει κοντά στην όχθη. Ακουμπάει με προσοχή τα κόκκινα παπούτσια πάνω στη χλόη. Τα κοιτάζει λίγο από μακριά, ξαναπλησιάζει και τα μετακινεί ελάχιστα. Απομακρύνεται πάλι και τα ξανακοιτάζει σαν να τακτοποιεί πίνακα σε τοίχο και ελέγχει από απόσταση το ίσιο της κορνίζας. Το κάνει πάλι και μετά τα δείχνει στη Δήμητρα.
«Μαμά, μαμά», λέει και βλέπει η Δήμητρα στο πρόσωπό του μια αλλόκοτη έκφραση· το βλέπει που γυρίζει το κεφάλι του και κοιτάζει το ποτάμι. Ορμάει πάνω του και το αρπάζει στην αγκαλιά της. Το κορίτσι ουρλιάζει, δείχνει το ποτάμι και η Δήμητρα με κόπο το συγκρατεί.
«Ουρανία, Ουρανία», ακούει να φωνάζει μια γυναίκα που τρέχει προς το μέρος τους.
Γριά είναι και δύσκολα τρέχει. Μόλις ακουμπάει την Ουρανία, εκείνη ηρεμεί. Νιώθει η Δήμητρα το κορμί του κοριτσιού να χαλαρώνει και το αφήνει.
«Ουρανία, μικρούλα μου, γιατί έφυγες; Δεν αγαπάς τη γιαγιά σου; Γιατί έφυγες, μικρή μου;»
Κάνει εντύπωση στη Δήμητρα που η φωνή της γιαγιάς δεν έχει καμία αγωνία, κανέναν φόβο, μόνο θλίψη.
Η Ουρανία είναι πια ήσυχη, δίπλα στη γιαγιά της, κρατάει συνεχώς το χέρι της. Η γριά δεν φαίνεται λυπημένη ούτε θυμωμένη μ’ αυτό που της έτυχε, που έχει δίπλα της μια εγγονή που όσο θα ζήσει πρέπει κάποιο χέρι να την κρατάει, κάποια μάτια να είναι συνέχεια πάνω της. Αυτός ο χώρος με τα ερειπωμένα σπίτια, ο δρόμος με τους τεράστιους ευκάλυπτους, το σιωπηλό βαθύ ποτάμι είναι ο δικός τους τόπος, είναι το άγριο μοναχικό τους δάσος.
Η γριά βλέπει τα τοποθετημένα στην όχθη του ποταμού κόκκινα παπούτσια.
«Πάρ’ τα, πάρ’ τα γρήγορα και κρύψ’ τα», της λέει.
Η Δήμητρα παίρνει τα παπούτσια και τα κρύβει στις πτυχές του φορέματός της. Η Ουρανία είναι πια ήσυχη, δίπλα στη γιαγιά της, κρατάει συνεχώς το χέρι της. Η γριά δεν φαίνεται λυπημένη ούτε θυμωμένη μ’ αυτό που της έτυχε, που έχει δίπλα της μια εγγονή που όσο θα ζήσει πρέπει κάποιο χέρι να την κρατάει, κάποια μάτια να είναι συνέχεια πάνω της. Αυτός ο χώρος με τα ερειπωμένα σπίτια, ο δρόμος με τους τεράστιους ευκάλυπτους, το σιωπηλό βαθύ ποτάμι είναι ο δικός τους τόπος, είναι το άγριο μοναχικό τους δάσος.
«Τέτοια παπούτσια φορούσε και η μάνα της. Εδώ ήρθανε.
Η Ουρανία ήταν τότε επτά χρονών».
Μιλάει δυνατά. Η μικρή δεν φαίνεται να παρακολουθεί αυτά που λέει η γιαγιά της.
«Έβγαλε τα κόκκινα παπούτσια της, τα άφησε στην όχθη κι έπεσε στο νερό. Άφησε το παιδί να φυλάει τα παπούτσια.
Το παιδί που δεν μιλούσε, που δεν μίλησε ποτέ, μόνο μαμά λέει, τίποτ’ άλλο, το παιδί που φοβόταν να έχει. Πώς βρέθηκες εσύ από τούτη τη μεριά; Κανένας δεν έρχεται αποδώ, όλοι πάνε από τον άλλο δρόμο».
«Ψάχνω το εργοστάσιο που φτιάχνει παπούτσια».
«Α, αποκεί είναι», είπε κι έδειξε αριστερά. «Πίσω από κείνα τα γκρεμίσματα. Πήγαινε εκεί είναι τα παιδιά μου. Μην πεις για την Ουρανία και τα παπούτσια να μη στεναχωρηθεί ο Πέτρος μου».
Η Δήμητρα στέκεται λίγο και τις παρακολουθεί.
«Ουρανία, θέλεις να παίξουμε;» προτείνει η γιαγιά και γίνεται η φωνή της νεανική, κοριτσίστικη, όχι σαν κάμωμα, όχι σαν νάζι, κοριτσίστικη σαν τις κραυγές που βγάζει η εγγονή της. Και πιάνει η Ουρανία τη γιαγιά της από τα χέρια και είναι πρόσωπο με πρόσωπο, και ανεβάζει τα πόδια της πάνω στα πόδια της γιαγιάς και αρχίζουν να περπατάνε με τα πόδια της γιαγιάς, κυματιστά με τον ρυθμό των φωνών τους, και δεν ξεχωρίζει η φωνή της γιαγιάς από της εγγονής. Η Δήμητρα τις παρατηρεί να περπατάνε έτσι παράξενα πλάι στο ποτάμι, στο βαθύ ποτάμι που δεν φαίνεται εύκολα.
Κι όπως η γριά ανασηκώνει ένα ένα τα πόδια της, βλέπει τα παπούτσια της. Φοράει κόκκινα δετά παπούτσια σαν της μάνας της.
Γίνονται παράξενες οι γυναίκες όταν αγαπάνε. Κι όταν ζουν σ’ ένα τέτοιο δάσος, όταν δίπλα τους κυλάει ένα τέτοιο ποτάμι, γίνονται λύκαινες και αποφασίζουν αυτές για τα αδύναμα μικρά τους, μόνο που ετούτες οι λύκαινες παίζουν μαζί τους μέχρι τα βαθιά τους γεράματα, μέχρι που τα πόδια τους να μπορούν να τις οδηγούν σε τούτες τις όχθες, κι έχουν πάνω στα κόκκινα παπούτσια τους τα πόδια των αγαπημένων εγγονών που δεν μεγαλώνουν ποτέ και παίζοντας πέφτουν μαζί τους στο ποτάμι που αγαπάνε, κι αυτό τις σκεπάζει με τα βαριά του νερά. Η Δήμητρα ταράζεται. Ετούτο το μέρος φταίει, ετούτο το αλλόκοτο μέρος και κάνω σκέψεις ανίερες.
Προχωράει προς το μέρος που της έδειξε η γριά. Σπρώχνει με δισταγμό μια μικρή ξύλινη πόρτα. Τόσο σκιερή αυλή δεν έχει ξαναδεί. Πέργολες φορτωμένες με βαριά αναρριχώμενα φυτά που έχουν ανθίσει εδώ και καιρό. Ένα παχύ στρώμα λουλουδιών σκεπάζει το χώμα της αυλής και το άρωμα από γιασεμί και αγιόκλημα κάνει τον αέρα βαρύ.
Αυτή θα είναι η πίσω αυλή του εργοστασίου. Πώς έμπλεξα έτσι; αναρωτιέται, αν και της αρέσει αυτή η περίεργη αυλή.