Προδημοσίευση ενός διηγήματος από τη συλλογή διηγημάτων της Κατερίνας Ζαρόκωστα «Ιστορίες οικογενειακής τρέλας», που κυκλοφορεί στις 15 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Σοκόλη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΑΧΤΥΛΟ
Είχαμε επισκεφτεί οικογενειακώς τα σπουδαιότερα, τότε, μουσεία της επικράτειας: Αρχαιολογικό Αθηνών, Ολυμπίας, Δελφών, Ηρακλείου. Στο Ηράκλειο δεν είχε αγάλματα, συνεπώς γλιτώσαμε τη δοκιμασία.
Εισβάλλαμε εν πομπή. Στην κεφαλή ο μπαμπάς, υποκινητής της εκστρατείας, με ύφος πιονιέρου που ετοιμάζεται να κατακτήσει Νέα Γη. Πίσω του η πρώτη κόρη, ακολουθούσε ο μικρότερος αδερφός μου, το ζαβό με το περίσσεμα, αν θυμάστε, και την πανηγυρική συνοδεία έκλεινε η μαμά, σύννους και εχθρική.
Η πρώτη και μοιραία επίσκεψη έγινε στο Αρχαιολογικό Αθηνών, ημέρα Κυριακή, που δεν είχαμε σχολείο. Υπήρχαν αρκετοί επισκέπτες, οικογένειες κυρίως, αλλά και τουρίστες, καθώς είχε μπει για τα καλά η άνοιξη.
Ο μπαμπάς, περιφρονώντας τα εκθέματα που συναντούσαμε στην πορεία και προτρέποντάς μας επίμονα ν’ ανοίξουμε το βήμα, τράβηξε γραμμή για το ζητούμενο, το εξαίσιο χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα του Αρτεμισίου.
«Κοιτάξτε τα πόδια του!» είπε.
Μαζευτήκαμε γύρω του. Εγώ κοίταζα μάλλον το περίσσεμα του αγάλματος κι αναρωτιόμουν αν όλα τα περισσέματα είναι τόσο μικρά. Δεν ακολουθούν κι αυτά την ανάπτυξη του υπόλοιπου σώματος;
«Τα πέλματα. Τα δάχτυλα!» επέμεινε ο μπαμπάς.
Με αστραπιαία ταχύτητα έβγαλε κάλτσα και παπούτσι του δεξιού ποδιού και μας πρόσταξε να κάνουμε το ίδιο.
«Τα χέρια δεμένα πίσω απ’ το κεφάλι. Θέα απρόσκοπτη στο αντικείμενο που μας ενδιαφέρει».
Η μαμά οπισθοχώρησε. Βρήκε καταφύγιο σε μια απομακρυσμένη κόχη κι άρχισε να βγάζει εκείνους τους τσιριχτούς ήχους, χαμηλόφωνα όμως, γιατί κυκλοφορούσε κόσμος.
Ξυποληθήκαμε κι εμείς. Παραταχθήκαμε κατά σειράν ηλικίας, το γυμνό πόδι προτεταμένο, το άλλο τραβηγμένο πίσω, έτσι που η στάση του μπαμπά κυρίως αποτελούσε ένα απροσδόκητο κράμα πρόκλησης και θεατρικής φιγούρας. Και καλά για τη θεατρικότητα, το είχε το μικρόβιο ο μπαμπάς. Αλλά πρόκληση; Ο κομψός, αρχοντικός μπαμπάς μας να εκτίθεται έτσι; Μα τίθενται ποτέ σε αμφισβήτηση οι αποφάσεις του κυβερνήτη;
Ξυποληθήκαμε κι εμείς. Παραταχθήκαμε κατά σειράν ηλικίας, το γυμνό πόδι προτεταμένο, το άλλο τραβηγμένο πίσω, έτσι που η στάση του μπαμπά κυρίως αποτελούσε ένα απροσδόκητο κράμα πρόκλησης και θεατρικής φιγούρας. Και καλά για τη θεατρικότητα, το είχε το μικρόβιο ο μπαμπάς. Αλλά πρόκληση; Ο κομψός, αρχοντικός μπαμπάς μας να εκτίθεται έτσι; Μα τίθενται ποτέ σε αμφισβήτηση οι αποφάσεις του κυβερνήτη;
«Βλέπετε;»
Κούνησε το μεγάλο δάχτυλο του γυμνού ποδιού του σαν να μας έκανε νόημα.
Σκύψαμε με τρόπο για να μη χαλάσουμε τη στάση.
«Είναι ή δεν είναι πιο κοντό απ’ το δεύτερο;»
Ήταν. Το δεύτερο περίσσευε.
«Έχω τα δάχτυλα των αρχαίων αγαλμάτων. Και τα έχεις κι εσύ!»
Στράφηκε θριαμβευτικά σε μένα.
Είχα καταγάγει νίκη περιφανή και δη αβρόχοις ποσίν. Ήμουν απόγονος των αρχαίων με βούλα. Το ζαβό ήταν απλώς Ελληνάκι.
«Η μαμά;» ρώτησα.
«Η μαμά κι ο αδερφός σου όχι. Εσύ μοιάζεις σε μένα».
Επινίκια, βουβοί πανηγυρισμοί, μορφασμοί χαράς καθώς και περιπαιχτικά πλάγια βλέμματα στο φτωχό μου το αδερφάκι (έτσι κι αλλιώς στα μάτια μου χαμένο από κούνια) επισκιάστηκαν από την εμφάνιση του φύλακα που μαρμάρωσε εμβρόντητος μπροστά στο θέαμα. Αυτή η ακινησία δευτερολέπτων έδωσε στον μπαμπά την ευκαιρία να ανασυνταχτεί. Άρπαξε κάλτσες, παπούτσια, τον μικρό απ’ το χέρι και έγιναν μπουχός, πετώντας μου en passant:
«Tη μαμά και τα μάτια σου!».
Ολοένα και λαβωνόταν το κύρος του αρχηγού. Το έβαζε στα πόδια, μονοσάνδαλος, κι άφηνε δυο γυναίκες ν’ αντιμετωπίσουν την κατάσταση!
Ο φύλακας, θεωρώντας μάταιο να κυνηγήσει τους φυγάδες απ’ τη στιγμή που είχε στα χέρια του ομήρους –χώρια που τα λίπη τού τσίτωναν έως σκασμού το πουκάμισο της στολής στην περιοχή της κοιλιάς, ενώ ο μπαμπάς είχε το πλεονέκτημα της αδυναμίας και ο αδερφός μου της νιότης–, πλησίασε συγκρατημένος, άξεστος και ύπουλος.
Έστρεψα με αγωνία το βλέμμα στη μαμά που εξακολουθούσε να βγάζει εκείνους τους περίεργους ήχους.
«Τι έχει;»
«Πνίγηκε μ’ ένα φιστίκι» έσπευσα. «Θα της φέρετε, παρακαλώ, λίγο νερό;»
Τι τον έκανε να προθυμοποιηθεί στη στιγμή; Το μειλίχιο «παρακαλώ» ή το γεγονός ότι η αδυναμία των γυναικών είναι ένεση αδρεναλίνης για τους αρσενικούς;
Χάιδεψα το πρόσωπο της μαμάς όπως είχα δει να κάνει η γιαγιά. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Εκείνη τη στιγμή μού ήταν πολύ αγαπητή. Την κρατούσα εξημερωμένη στα χέρια μου. Παρά λίγο και θα ένιωθα σαν τον Ποσειδώνα. Θεϊκή. Η σωματική αδυναμία του γονιού κάνει το παιδί να ωριμάζει μια ώρα αρχύτερα.
Ο μπαμπάς μάς περίμενε στο σπίτι κάτωχρος απ’ την αγωνία και τις τύψεις. Έκλεισε σφιχτά τη μαμά στην αγκαλιά του, τη γέμισε φιλιά, εμένα δεν μου έδωσε καμιά σημασία. Και να την πάλι εκείνη η αίσθηση του κενού, της ανυπαρξίας μάλλον. Ήμουν το περίσσεμα. Το ερπετό της ζήλιας δάγκωσε τα σωθικά μου, κι ήταν πιο αρχαίο κι απ’ το δεύτερο δάχτυλο των αρχαίων αγαλμάτων. Ήθελα να γλιστρήσω ανάμεσά τους σαν δυνατός αέρας, σαν κύμα, σαν μαχαίρι.
«Και γιατί, παρακαλώ, το έβαλες στα πόδια;» ρώτησα με αναίδεια.
Δεν καταδέχτηκε να διακόψει τους εναγκαλισμούς και να μου απαντήσει.
«Μας παράτησες κι έφυγες. Και τι είναι αυτή η βλακεία με το αρχαίο δάχτυλο; Τέτοιο ρεζιλίκι δεν…»
Μου άστραψε το σκαμπίλι και σώπασα. Ταυτοχρόνως αποσπάστηκε απ’ τη μαμά κι άρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο. Με πλησίασε. Εγώ ύψωσα το χέρι διπλωμένο για να προστατεύσω το πρόσωπό μου και οπισθοχώρησα. Όμως εκείνος με συγκράτησε απαλά, με σήκωσε και μου ’σκασε δυο από κείνα τα φιλιά που μόνο ο μπαμπάς ήξερε να δίνει. Ηχηρά, χορταστικά. Ένα στο κάθε μάγουλο.
«Όταν ήρθαμε απ’ την Πόλη, ήμουν λίγο πιο μεγάλος από σένα. Με έγραψαν στη Λεόντειο – και στην Πόλη στους Φρέρηδες πήγαινα. Μιλούσα άπταιστα γαλλικά αλλά ήμουν πολύ μελαχρινός, σκούρος, πώς το λένε; Μερικοί συμμαθητές μου με φώναζαν “τουρκόσπορο”, άλλοι “φραγκολεβαντίνο”. Ήμουν πρόσφυγας, ξένος κι ερχόμουν απ’ την αναχρονιστική Ανατολή. Έψαχνα έναν τρόπο να αποδείξω πως είμαι Έλληνας όσο κι εκείνοι. Και μόνο τελευταία παρατήρησα τα δάχτυλα των αγαλμάτων. Όχι πως θα τους έδειχνα ποτέ τα πόδια μου, ακόμη και να το ’ξερα από τότε, ούτε πρόκειται να τα δείξω και τώρα. Μου φτάνει που το ξέρω εγώ… και το ξέρετε κι εσείς. Να το ’χετε φυλαχτό. Για να μην μπορεί κανείς ποτέ να σας προσβάλει.
«Κι ο αδερφός μου;» ρώτησα με την ψυχή στο στόμα; «Θα μπορούν να τον προσβάλουν;»
«Όχι, γιατί ξέρει τη γενιά του τώρα πια».
Κι απομακρύνθηκε σφυρίζοντας χαρούμενα την άρια Ritorna vincitor.
Ήταν κομμάτι φραγκολεβαντίνος, πώς να το κάνουμε!