Προδημοσίευση από το βιβλίο της Cory Taylor Αυτοβιογραφία του θανάτου μου (μτφρ. Θάνος Ζυγουλιάνος) που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Ροπή.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
[...]
Το ένιωθα ότι έτσι θα ήταν. Ακόμα δεν έχω συναντήσει κάποιον στην παρηγορητική φροντίδα που να μην είναι εναντίον του. Η μοναχή όμως μου αρέσει και δεν σκοπεύω να μαλώσω μαζί της. Μου αρέσει το πόσο γαλήνια είναι και το ότι με κοιτάει στα μάτια όταν μιλάει. Αποφάσισα κιόλας να την καλέσω στην κηδεία μου για να πει μια προσευχή, μία που διάλεξε από Το Θιβετιανό Βιβλίο για τη Ζωή και τον Θάνατο. Θεωρώ ότι αυτό μπορεί να προσφέρει ένα στοιχείο τελετουργίας στην περίσταση, που αλλιώς ίσως να έλειπε.
Έχουμε χάσει τα κοινά μας τελετουργικά και την κοινή μας γλώσσα για τον θάνατο και πρέπει είτε να αυτοσχεδιάζουμε είτε να ανατρέχουμε σε παραδόσεις, για τις οποίες οι απόψεις μας διχάζονται. Μιλάω, ειδικά, για ανθρώπους σαν κι εμένα, που δεν έχουν θρησκευτική πίστη.
Διότι αυτή είναι μία από τις πιο λυπηρές συνέπειες του δισταγμού μας να μιλάμε για τον θάνατο. Έχουμε χάσει τα κοινά μας τελετουργικά και την κοινή μας γλώσσα για τον θάνατο και πρέπει είτε να αυτοσχεδιάζουμε είτε να ανατρέχουμε σε παραδόσεις, για τις οποίες οι απόψεις μας διχάζονται. Μιλάω, ειδικά, για ανθρώπους σαν κι εμένα, που δεν έχουν θρησκευτική πίστη. Φαίνεται ότι, για μας, ο θάνατος καταδεικνύει τους περιορισμούς της κοσμικότητας όσο τίποτα άλλο. Το ένιωσα πιο έντονα, όταν στράφηκα στην ψυχολογία για μερικές συμβουλές.
Ο οικογενειακός μας γιατρός είχε αναφέρει ότι είχα δικαίωμα δωρεάν ψυχολογική υποστήριξησ από το Συμβούλιο Καρκινοπαθών, αν τη χρειαζόμουν.
Γύρισε την οθόνη προς το μέρος μου για να το δω με τα μάτια μου.
Κάθισα με την ψυχολόγο σ’ ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρο, επιπλωμένο με ανοιχτόχρωμες πολυθρόνες. Ένα κουτί χαρτομάντιλα βρισκόταν πρόχειρο στο τραπεζάκι, μαζί με ένα ποτήρι παγωμένο νερό. Η ψυχολόγος φαινόταν τριάντα και κάτι, όμορφη, καλοντυμένη. Κρατούσε σημειώσεις όσο της έλεγα την ιστορία της αρρώστιας μου ως τώρα. Μου έκανε μερικές ερωτήσεις για τη ζωή μου στο σπίτι, για τον σύζυγο και τα παιδιά μου, για την καθημερινότητά μου.
Ρώτησε αν κοιμόμουν, αν έτρωγα, αν έκανα γυμναστική, αν είχα φόβους.
Είχα ακούσει για την ενσυνειδητότητα. Μία σύμβουλος με επισκέφτηκε στο νοσοκομείο μετά την εγχείρηση στον εγκέφαλο. Μου έμαθε μερικές από τις βασικές ασκήσεις: πώς να αναπνέω, πώς να ακούω τους ήχους γύρω μου, πώς να παρατηρώ τις σκέψεις μου καθώς περνούσαν από το μυαλό μου.
«Είναι καλό» είπε «να διαθέτεις χρόνο κάθε μέρα για να απολαμβάνεις απλώς τα μικρά πράγματα, τη γεύση ενός μήλου, το παιχνίδι του ήλιου πάνω στο νερό, τη μυρωδιά της βροχής». «Το ξέρω» είπα, ενώ ένιωσα την ξαφνική ανάγκη να φύγω από το δωμάτιο.
Δεν ήρθα εδώ για να μου πει αυτό. Σίγουρα, αυτή η εξαιρετικά μορφωμένη, πανέξυπνη κοπέλα θα έκρυβε κι άλλους άσσους στο επαγγελματικό της μανίκι, πέρα από τις βασικές συμβουλές χαλάρωσης που θα μπορούσα να βρω καθημερινά στο διαδίκτυο. Έχω διαβάσει ότι το επάγγελμα του ψυχολόγου είναι ένα από τα περίπου σαράντα που προβλέπεται να εξαφανιστούν στο εγγύς μέλλον, μαζί με τους οδηγούς λεωφορείων και τους ρεσεψιονίστ. Η έρευνα έλεγε ότι οι άνθρωποι μιλάνε τώρα πιο ανοιχτά για τα προβλήματά τους, όταν επικοινωνούν εικονικά απ’ ό,τι πρόσωπο με πρόσωπο. Ή ίσως διότι άνθρωποι σαν κι εμένα περιμένουν περισσότερα από τους ψυχολόγους απ’ όσα αυτοί μπορούν να προσφέρουν, μια ανώτερη σοφία σχετικά με τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου. Ευτυχώς δεν πλήρωνα για τις συνεδρίες μου, σκέφτηκα, γιατί αλλιώς μπορεί να ζητούσα τα λεφτά μου πίσω.
Δεν είχα τι άλλο να πω. Προφανώς, δεν ήμουν ιδιαίτερα απαιτητικός ασθενής, καθώς η προσαρμοστική μου διαταραχή ήταν ελαφριά ως ανύπαρκτη.
«Στην πραγματικότητα, είμαι απλώς λυπημένη» είπα προσπαθώντας να κλείσω τη συνεδρία. «Για όλα αυτά που έχασα. Θα μπορούσα να ζήσω άλλα δέκα χρόνια. Αλλά και πάλι, όπως λέει ο Σαρτρ, όλοι πεθαίνουν πολύ νωρίς ή πολύ αργά».
Η ψυχολόγος έγνεψε. Δεν είμαι σίγουρη αν είχε ακούσει τον Σαρτρ ή αν υπολόγιζε τη γνώμη του για οτιδήποτε. «Η θλίψη μπορεί να συσσωρευτεί» είπε. «Οι μικρές συνεχείς απώλειες μπορεί να γίνουν βουνό. Ίσως μπορούμε να συζητήσουμε γι’ αυτό την επόμενη φορά». Έκλεισε το τετράδιό της, για να μου δείξει ότι η ώρα μας τελείωσε.
Η ψυχολόγος ήταν σωστή σε ένα πράγμα. Οι απώλειες όντως συσσωρεύονται. Μερικές φορές, όταν κάθομαι στην μπροστινή βεράντα σε κατάσταση ενσυνειδητότητας, θα αποσπάσει την προσοχή μου ένα ζευγάρι που κάνει την βραδινή του βόλτα. Θα πηγαίνουν προς το ποτάμι κοντά στο σπίτι μας. Υπάρχει ένα πάρκο εκεί, που απλώνεται κατά μήκος της όχθης για τρία ή τέσσερα χιλιόμετρα. Περπατούσαμε με τον σύζυγό μου δίπλα στο ποτάμι κάθε πρωί και βράδυ. Έτσι κλείναμε τη μέρα μας. Το νερό δεν είναι ποτέ το ίδιο, μερικές φορές είναι ήρεμο, μερικές ταραγμένο κι άλλες φορές κυλάει ορμητικά προς τη θάλασσα. Μπορεί να σταματούσαμε, για να δούμε μια πάπια να οδηγεί τα παπάκια της στην όχθη ή έναν κορμοράνο σε αλιευτική αποστολή. Καθώς ο βραδινός ουρανός σκοτεινιάζει, εκατοντάδες φρουτοφάγες νυχτερίδες έρχονται από τις αποικίες τους στην άλλη όχθη προς τις γιγάντιες συκιές σ΄ αυτή την πλευρά. Δεν κάνουμε πια αυτόν τον περίπατο. Φοβάμαι μην πέσω και σπάσω κάτι. Ούτε κάνω βόλτα με το ποδήλατό μου εκεί, άλλη μια χαμένη απόλαυση. Κοιτάζω με ζήλια τους περαστικούς ποδηλάτες να γλιστρούν στο μονοπάτι, όπως έκανα κάποτε κι εγώ, κάνοντας δυνατά πετάλι όταν φτάνουν στον λόφο. Ζηλεύω ακόμα και τους οδηγούς. Έπρεπε να σταματήσω να οδηγώ μετά την εγχείρηση στον εγκέφαλο εξαιτίας του ρίσκου για άλλη μία κρίση. Πόσο θα ήθελα να φορτώσω το αυτοκίνητο και να φύγω σε μια έρημη παραλία για μια βουτιά. Όμως, ζυγίζω λιγότερο κι απ’ το σκύλο του γείτονα. Δεν θα κατάφερνα ποτέ να επιβιώσω μετά το πρώτο κάταγμα. Και έτσι συνεχίζεται η ατέλειωτη λίστα των πραγμάτων που δεν μπορώ πια να απολαύσω.
Βέβαια, δεν έχει νόημα να μου λείπουν αφού αυτό δεν θα μου τα φέρει πίσω, αλλά η τόση γλύκα αφήνει ένα απαίσιο κενό όταν εξαφανίζεται. Είμαι ευγνώμων που την απόλαυσα όταν είχα την ευκαιρία. Έζησα έτσι μια ευλογημένη ζωή, γεμάτη αμέτρητες απολαύσεις. Όταν πεθαίνεις, ακόμα και οι χειρότερες αναμνήσεις σού προκαλούν ένα είδος νοσταλγίας σαν να μην περιορίζεται η απόλαυση στις όμορφες στιγμές, αλλά να είναι πλεγμένη με τις μέρες σου σαν κουβάρι από χρυσή κλωστή.