Προδημοσίευση αποσπάσματος από τον συλλογικό τόμο «Συγχώρεση – Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση», σε επιμέλεια του Ιωάννη Βαρτζόπουλου, που κυκλοφορεί στις 16 Απριλίου από τις εκδόσεις Αρμός.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Είναι στη φύση του ανθρώπου η δυνατότητα της συγχώρεσης ή συγχωρούμε για λόγους κοινωνικής σύμβασης, δικαίου ή θρησκευτικής επιταγής; Πόσο γνήσια μπορεί να είναι η συγχώρεση – εάν υπάρχει; Πολλοί ισχυρίζονται ότι γνήσια συγχώρεση δεν υπάρχει, αλλά και όταν προβάλλεται ως πραγματικότητα εξυπηρετεί βαθύτερα ιδιοτελή κίνητρα· π.χ., συγχωρώ για να δείξω την ανωτερότητά μου. Μας ενδιαφέρει με ποιες προϋποθέσεις και με ποια διαδρομή ο άνθρωπος συγχωρεί, εάν ως ον είναι σε θέση να συγχωρήσει γνήσια και η δυνατότητα αυτής της διαδρομής θα απαντήσει στο ερώτημα αν η συγχώρεση είναι μια ανθρώπινη εγγενής δυνατότητα.
Ας σκεφτούμε τη συγχώρεση σε σχέση με άλλα συναισθήματα. Αυτό θα μας διευκολύνει να κατανοήσουμε τη φύση της όσο και τη λειτουργία της στο υποκειμενικό και διυποκειμενικό πεδίο. Η χαρά και ο φόβος είναι ίσως τα πιο χαρακτηριστικά πρωτογενή συναισθήματα. Αποδίδουν τις άμεσες αντιδράσεις του ατόμου σε εξωτερικά ερεθίσματα καταρχάς, αλλά και σε εσωτερικά, όταν συσταθεί και αυτονομηθεί ο χώρος της ενδοψυχικής πραγματικότητας, της εσωτερικότητας του καθενός. Το χαρακτηριστικό τους είναι ο αδιαμεσολάβητος χαρακτήρας της αντίδρασης. Δεν διαμεσολαβεί η συνείδηση, δεν διαμεσολαβεί η σκέψη.
Η λύπη είναι ένα συνθετότερο συναίσθημα, διότι περιλαμβάνει πέρα από την άμεση επίδραση ενός συμβάντος και μια εσωτερίκευση των πιθανών ή πραγματικών συνεπειών του. Υπάρχει στη λύπη μια σκέψη ή μια περίσκεψη. Είναι όμως και αυτή ένα σχετικά αυθόρμητο συναίσθημα.
Η συγχώρεση βρίσκεται στο άλλο άκρο του φάσματος. Είναι η απόληξη μιας σύνθετης νοητικής και ψυχικής διεργασίας που εκκινεί από ένα γεγονός το οποίο προκαλεί σοβαρή ρήξη στη βιολογική και ψυχολογική συνέχειά μας, στη συνέχεια του υποκειμένου.
Η συγχώρεση είναι το πιο σύνθετο και πολυεπίπεδο συναίσθημα του ανθρώπου, που κατά σύμβαση μόνο, λόγω της συνθετότητας και του πολυεπίπεδου χαρακτήρα του, θα χαρακτηρισθεί ως συναίσθημα.
Εξωτερικά φαίνεται να είναι ένα δώρο προς τον άλλον, ίσως όμως είναι εξίσου ή και περισσότερο μια κίνηση του εαυτού προς τον εαυτό. Η συγχώρεση είναι η στιγμή που η σκέψη συμμειγνύεται (συμμίσγεται) αδιάλυτα με το συναίσθημα, ισότιμα και με ομοιογένεια.
Είναι από τα πιο δύσκολα και ακροτελεύτια εγχειρήματά του. Η συγχώρεση είναι η πιο εαυτοσκοπική και στοχαστική εκδήλωση του συναισθήματος, η τελική έκφραση μιας μακράς πορείας που εκκινεί από την επιθυμία στην πιο αυθεντική μορφή της. Η αναγωγή της συγχώρεσης στην επιθυμία είναι η ψυχαναλυτική συμβολή στην κατανόησή της. Είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα στην ισχυρή άποψη ότι η συγχώρεση είναι προϊόν πολιτισμού, η κατοχύρωση της δυνατότητας του ανθρώπου να χαρακτηρίζεται πολιτισμικό ον. Εξωτερικά φαίνεται να είναι ένα δώρο προς τον άλλον, ίσως όμως είναι εξίσου ή και περισσότερο μια κίνηση του εαυτού προς τον εαυτό. Η συγχώρεση είναι η στιγμή που η σκέψη συμμειγνύεται (συμμίσγεται) αδιάλυτα με το συναίσθημα, ισότιμα και με ομοιογένεια. Η σχέση αυτή γίνεται εμφανής όταν σκεφτούμε, π.χ., την λατρεία. Στην περίπτωση αυτή η σκέψη υπηρετεί το συναίσθημα, αν δεν του υποτάσσεται. Η συγχώρεση, εφόσον αφορά ένα περιστατικό που σε έβλαψε καθοριστικά, είναι η ισχυρότερη κίνηση ανάδρασης του υποκειμένου επί εαυτού, ανάδρασης της νόησης ως προς την ορμεμφυτική της υπόσταση. Είναι η στιγμή που η ορμεμφυτική βάση του άνθρώπου αποκτά την ανθρώπινη ποιότητά της. Είναι η διαχείριση της βίας, εσωτερικής και εξωτερικής.
Το κυρίαρχο πρόταγμα της επιβίωσης και του αναδιπλασιασμού υποχωρεί και ο άνθρωπος ταυτίζεται με το κακό ως ένα αναπαλλοτρίωτο σημείο της φύσης του, της δικής του ή του άλλου, της δικής του και του άλλου, καθώς και με την έλλειψη ως συστατικό μέρος της πραγματικότητάς του (η έλλειψη ως η επιθυμία που συνεθλίβη, ως ο πολύτιμος άλλος που χάθηκε), των οποίων η συγχώρεση είναι ο προσωπικά και πολιτισμικά τελικός τρόπος διαχείρισης.
Ποια είναι τα συνειδητά και ασυνείδητα κίνητρα της συγχώρεσης; Τί ωθεί έναν άνθρωπο να συγχωρήσει; Σε ποιο βαθμό η συγχώρηση απευθύνεται στον άλλον και σε ποιόν βαθμό ανταποκρίνεται σε δικές του ανάγκες; Κινείται από ένα αίτημα του άλλου ή υπακούει σε δικά του κίνητρα; Συγχωρώ κάποιον για κάτι που με έθιξε προσωπικά, για κάτι που άλλαξε τη ζωή μου, που είναι ιδιαίτερης σημασίας για μένα. Τη συγχώρεση δεν την κινεί ο άλλος, αυτός που προκάλεσε την απώλεια, έστω και αν φαινομενικά γίνεται έτσι. Ακόμη και όταν την ζητά, δεν είναι αυτός που κινητοποιεί τη διαδικασία. ‘Ένα σημαντικό μέρος της διαδικασίας έχει επιτελεσθεί στο ασυνείδητο και η συνειδητή εξωτερική έκκληση είναι απλά η αφορμή για την πιστοποίηση της τελικής έκβασης αυτής της διαδικασίας. Η συγχώρεση αφορά περισσότερο αυτόν που τη δίνει και λιγότερο αυτόν που τη ζητά. Δεν τίθεται φυσικά θέμα συγχώρεσης για κάτι που δεν σου είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Θέμα συγχώρεσης εγείρεται για κάτι που σου είναι πολύτιμο, ίσως αναντικατάστατο, ίσως χαμένο για πάντα και που έως τότε δεν σου ήταν δυνατόν να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς αυτό. Ποια είναι η σχέση σου με το απολεσθέν αντικείμενο όταν συγχαρείς, πως έχεις μέσα σου αυτό που έχασες για πάντα, αυτό που σου στέρησαν; Στη συγχώρεση το αγαπάς και το κρατάς ζωντανό μέσα σου όπως και πριν, μέσω της διαδικασίας του πένθους έχει αποκτήσει μια τόσο εναργή παρουσία μέσα σου ώστε είσαι πλέον σε θέση να παραιτηθείς από τις συνέπειες της απώλειάς του. Έτσι ώστε να μην χρειάζεται πλέον ούτε η ανάκληση του μέσω μιας στάσης οιονεί εκδίκησης. Όταν χάνεις κάτι σημαντικό, σου τίθεται το θέμα της διαχείρισης αυτής της απώλειας. Πως θα είναι η ζωή σου χωρίς αυτό που σου ήταν τόσο σημαντικό, τόσο απαραίτητο; Φαίνεται πως αυτό καθορίζεται τελικά από τα βαθύτερα συναισθήματα που είχες γι’ αυτό που έχασες, ιδιαίτερα εάν παράλληλα με τα θετικά συναισθήματα υπήρχε ένας λανθάνων θυμός, μια βαθύτερη απογοήτευση ή –και αυτό είναι σημαντικότερο– εάν ακόμη περίμενες κάτι, εάν διεκδικούσες κάτι, εάν υπήρχε αυτό που στην ψυχανάλυση ονομάζουμε αμφιθυμία ή, πολύ συχνά, αν ήταν ένα απαραίτητο ναρκισσιστικό σου συμπλήρωμα. Όταν τα αρνητικά συναισθήματα συνυπάρχουν με τα θετικά, όταν τα μεν δεν καταλαγιάζουν τα δε, έχεις μέσα σου αυτό που έχασες όχι μόνο με λύπη που το έχασες αλλά και με θυμό γι’ αυτό που δεν θα σου δώσει πιά. Αυτό που ήταν μια προσμονή, μια διεκδίκηση στην πραγματική ζωή, δεν έχει πλέον εξωτερικό αντικείμενο και μεταφέρεται ως ανεκπλήρωτη και ανεδαφική προσδοκία στην ενδοψυχική πραγματικότητα. Τί θα κάνεις τώρα που δεν έχεις το αντικείμενο για να το αγαπάς, τί θα κάνεις τώρα που δεν μπορείς πλέον να προσδοκάς, να του ζητάς; Ποιόν θα συνεχίσεις να αγαπάς, από ποιόν θα συνεχίσεις να ζητάς; Η πορεία του πένθους, και ιδιαίτερα του παθολογικού πένθους, μας δείχνει την έκβαση αυτής της μετακίνησης. Μια αγάπη στην οποία βάραινε η εξάρτηση, μια διεκδίκηση στην οποία βάραινε ο θυμός, μετατρέπονται σε αδυναμία να ακουμπήσεις κάπου μέσα σου, σε δυσκολία να ησυχάσεις το θυμό μέσα σου. Η αναντικατάστατη θέση του αντικειμένου που χάθηκε γίνεται αδυναμία να το αντικαταστήσεις με κάτι άλλο μέσα σου και έξω σου, να ησυχάσεις μέσα σου την απώλειά του· και αυτό οδηγεί σε όλες τις εκδοχές του παθολογικού πένθους. Όταν ο θυμός γίνεται ενοχή, έχουμε την κατάθλιψη, όταν η διεκδίκηση από το αντικείμενο που χάθηκε επιμένει, έχουμε π.χ. την παραπτωματική συμπεριφορά, που είναι ότι θα πάρω αυτό που θέλω, το δικαιούμαι, έστω και αν δεν θέλεις να μου το δώσεις.
Νομίζω ότι τώρα έχουμε τη δυνατότητα να καταλάβουμε τη φύση και τη λειτουργία της συγχώρεσης που αναφέρεται σε αυτόν που μας έχει κάνει το κακό, μας στέρησε αυτό που μας ήταν πολύτιμο. Συγχωράει αυτός πού έχει τη δυνατότητα να λύσει το θέμα μέσα του και δεν συγχωράει αυτός πού, επειδή δεν μπορεί να το λύσει μέσα του, το μεταφέρει ξανά έξω του.