life graffiti 480

Της Κατερίνας Κονιδάρη

Όταν ξύπνησα η καρδιά μου ήταν ένα κομμάτι τσιμέντο που έσερνα με αλυσίδα. Έβαλα καφέ και άνοιξα την τηλεόραση. Ήταν μέσα φθινοπώρου και οι παρουσιαστές των εκπομπών είχαν γυρίσει. «Είμαστε εδώ και πάλι μαζί, άλλη μια χρονιά». Μέχρι να πάει έντεκα, είχα πιεί άλλους δυο καφέδες, είχα φάει ένα κρουασάν, είχα ανακαλύψει το τυρί, που έψαχνα στο ψυγείο, σε ένα ντουλάπι, την χτένα μου, που έψαχνα στο μπάνιο, σε ένα συρτάρι του υπνοδωματίου, ενώ μου είχαν πέσει από τα χέρια ένα πιάτο, που έσπασε και μάζεψα, το νεσεσέρ με τα φάρμακα και ένα ψαλίδι. Αυτή η παράδοξη δραστηριοποίηση γύρω από τον άξονά μου δεν κατόρθωσε παρόλα αυτά να ελαφρύνει το βάρος της καρδιάς-τσιμέντου και αποφάσισα να βγω έξω. Δεν είχα κάτι να κάνω. 

3i septembri

Της Μέμης Κατσώνη

Το τραγούδι των Κλοντ Φρανσουά και Ζακ Ρεβό Comme d'habitude (Όπως Συνήθως) ξεκίνησε την πορεία του το 1967 με στίχους πρωινής μίρλας: σηκώνομαι, δεν ξυπνάς, πίνω καφέ μόνος στην κουζίνα, μου γυρνάς την πλάτη όπως συνήθως, όλα είναι γκρίζα, έχω αργήσει, κρυώνω, σηκώνω τον γιακά μου όπως συνήθως, κλπ. Ο Πολ Άνκα άκουσε το τραγούδι, κατάλαβε πως στη δυναμική της μελωδίας δεν άξιζε τόση μιζέρια, γράφει νέους στίχους για τον Φρανκ Σινάτρα και το 1969 κυκλοφορεί το My Way. Τον επόμενο χρόνο το ακούει ο Ανδρέας Παπανδρέου, εμπνέεται και επεκτείνει την αντιστασιακή οργάνωση ΠΑΚ, προάγγελο του ΠΑΣΟΚ, που το 1981 γίνεται κυβέρνηση, ήγουν ο Πολ Άνκα έφερε την Αλλαγή στην Ελλάδα, με τον τρόπο του. 

ghost horse

Του Μιχάλη Πιτένη

Με το πρώτο σκοτάδι φάνηκε η Κοζάνη. Σε λίγα σπίτια άναβαν ηλεκτρικοί γλόμποι. Στα περισσότερα έκαιγαν εδώ και ώρα γκαζόλαμπες. Ο Γιώργος ο Κοκκαλιάρης πήρε μια βαθιά ανάσα. Του ΄φυγε το βάρος που ΄χε στο στήθος. Πρόκανε τη νύχτα πριν τον βρει στην ανοιχτή στράτα. 

Erik Johansson arms break vases dont

Του Χρόνη Καλοκαιρίδη

Όχι, ο Ευθύμης Ευγενίδης δεν έχει την καλύτερη σχέση με το γραπτό λόγο ούτε ποτέ ενδιαφέρθηκε να δημοσιεύσει άρθρο του σε κάποια εφημερίδα. 

papoutsia 6

Του Γιάννη Καρκανέβατου

Στη μνήμη του Διονύση

cartier bresson 700

Της Αλεξάνδρας Σάνδη

Έφυγε πλήρης ημερών. Αυτό είπαν όλοι. Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι. Εν πάση περιπτώσει το είπαν αρκετοί κι εγώ το άκουγα και ήθελα να τους πω ότι κάνουν λάθος, ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συνέβη, όχι σε αυτήν, ότι δεν την ήξεραν καθόλου, ότι 94 χρόνια ήταν πολλά, αλλά ίσως όχι αρκετά για να τη μάθουν.

Fall of Liberty

Του Δημήτρη Χριστόπουλου

Μου ζήτησαν να μιλήσω για σας, γενναίοι μάρτυρες του Ισλάμ.

pexels photo 48566 large

Του Γιώργου Μπίζα

Έλα, ρε φίλε, μια ώρα σε καλώ να σου μιλήσω και έχεις πιάσει την πάρλα με την άλλη;

street art 700

Του Γιάννη Νικολούδη

Το σενάριο, όπως συνήθως, ήταν πολύ απλό. Το είχε λάβει πριν δυο μέρες με μέιλ· μια πυκνογραμμένη παράγραφος με κάμποσες λέξεις υπογραμμισμένες, όπως εξυπηρέτηση, ευγένεια, απόδειξη, καθαρό wc. Λέξεις κλειδιά, λέξεις που καθόριζαν το πεδίο δράσης του. Στο τέλος του μέιλ αναφερόταν και ο προϋπολογισμός: 50 ευρώ, τα οποία είχαν κατατεθεί ήδη στον τραπεζικό του λογαριασμό και τώρα έτριζαν στις τσέπες του με τη μορφή ενός κολαριστού πενηντάρικου.

skoupidia tzimas

Του Αντώνη Τζήμα

Μόλις είδε την στοίβα από τα άπλυτα στο νεροχύτη ένιωσε ένα βάρος να πέφτει και να κάθεται στους ώμους της. Άνοιξε τη βρύση, έβαλε σαπούνι στο σφουγγάρι και ξεκίνησε να πλένει τα πιάτα. 

Le regard gourmand Wojtek Siudmak

Της Φίλιας Μητρομάρα

Ήταν ένα κυριακάτικο πρωινό όταν ξαφνικά το κατάπια. Έτσι, στα καλά καθούμενα. Σχήμα, μορφή, υφή, μη με ρωτάτε, δεν πρόλαβα να δω, δεν ξέρω. Ένα γκλουπ άκουσα μόνον και αυτό πήγε και μου έκατσε κατευθείαν στον οισοφάγο −λίγο πιο πάνω από το διάφραγμα− και κόλλησε σαν στρείδι. Όσα κι αν κατάπια από τότε παρακάτω δεν πήγανε. Μέρα με τη μέρα, αυτό απορροφούσε τα πάντα κι εγώ στένευα, μάζευα, αφυδατωνόμουν, γινόμουν πλανήτης άνυδρος, ακατάλληλος για ζωή.

fading away

Του Γιώργου Δουατζή

Ποτέ δεν τόλμησε ανοιχτά κάτι στη ζωή του. Ήταν η προσωποποίηση της δειλίας. Έτρεμε την έκθεση και κυρίως την κριτική. Όλα στη ζωή του προσπαθούσε να γίνονται εν κρυπτώ. Ως και ειδικό λογαριασμό με ψεύτικα στοιχεία είχε ανοίξει για να στέλνει με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο τις κριτικές βιβλίου που έγραφε εβδομαδιαίως στην εφημερίδα. Είχε αποκτήσει τη φήμη του αυστηρότερου κριτικού λογοτεχνίας, αλλά και πολλούς εχθρούς, των οποίων το έργο είχε κατακρίνει. Ήταν ένα μισητό, άγνωστο όμως πρόσωπο για δεκάδες συγγραφείς.

accident

Του Αβραάμ Σεκέρογλου

Τελικά έχουν δίκιο στις ταινίες. Όταν συμβαίνει αυτό, όλα γίνονται σε αργή κίνηση. 

floor patterns brown empty room

Της Μαρίας Κώτσια

Το ασανσέρ ήταν χαλασμένο∙ έπρεπε ν' ανέβει τόσους ορόφους με τα πόδια. Ο γιατρός την προηγούμενη βδομάδα του το είχε πει ξεκάθαρα – η καρδιά του βρισκόταν σε οριακό σημείο, μια ελάχιστη παρασπονδία και δεν θα γλίτωνε το δεύτερο έμφραγμα.

THIRST

Της Κωνσταντίας Σωτηρίου

«Διψάω», είπε ο Καρλίτο στην Μαρίνα. «Διψάω τόσο πολύ που θα πεθάνω».

ta lismonimena

Της Νούλης Τσαγκαράκη

Ο Διονύσης βγήκε κτυπώντας την πόρτα με δύναμη. Ανέβηκε στην ταράτσα ν' ανασάνει. Το σπίτι τον έπνιγε. Νόμιζε πως θα σκάσει από το βάρος που 'χε θρονιαστεί στην ψυχή του, προσπαθώντας να βγάλει από τη μύγα ξύγκι. Δεν άντεχε άλλο. Δεν άντεχε άλλο το άγχος, την αγωνία, τον πανικό, τους λογαριασμούς, τα χρέη, τις δόσεις, τα δάνεια, τους ανέλπιδους κόπους, τη ζωή χωρίς αύριο, την γκρίνια και την ανασφάλεια της Λίτσας. Αυτή η αγκομαχούσα καθημερινότητα τον τρέλαινε. Θα 'θελε τόσο πολύ να γλιτώσει, να δραπετεύσει αδιαφορώντας για το κόστος. Άναψε ένα τσιγάρο ατενίζοντας το κενό που απλωνόταν μπροστά του. 

top ten artists 3

Του Γιάννη Καρκανέβατου

Το είχε φιλοσοφήσει το θέμα. Μια δύσκολη κατάσταση που παρατείνεται για καιρό είτε σε κάνει μαλθακό είτε σε ατσαλώνει. Μοίρα, τύχη, πεπρωμένο, όπως κι αν λέγεται. Και η τελευταία θέση αποτελούσε επώδυνη κληρονομιά για να την αψηφήσει. Πλησίασε τη μάνα. Στην αγαπημένη της θέση στο παράθυρο, παρατηρούσε τη λιγοστή κίνηση του δρόμου. Μάνα, δεν μπορώ άλλο. Το χρώμα του προσώπου κι η φωνή δεν μαρτυρούσαν ένταση. Δεν αντέχω να είμαι ο τελευταίος των τελευταίων. Δεν μας επισκέπτεται ποτέ κανείς· κι αυτός που μόλις εμφανίστηκε, το κάνει, λέει, για μια ιστορία και μετά θα μας ξεχάσει. Παιδί μου... δεν βλέπεις την αδερφή σου την Ωχρόλευκη που δεν παραπονιέται; Το όνομά της μάνα, έχει ήδη δοθεί σ' ένα μανιτάρι. Κι αν ήθελες, ας ονόμαζες αυτήν Ωχρόφαια κι εμένα Ωχρόλευκο. Έτσι θα ήμουν πιο κοντά στην οικογένεια των Ωφέλιμων. Πώς μπορείς να αποδεχτείς, χωρίς να κάνεις κάτι γι' αυτό, ότι οι αιώνες που έρχονται θα μας βρίσκουν πάντα εδώ, στην τελευταία σελίδα πριν από το λευκό της ανυπαρξίας; Κι αν ήταν προδιαγεγραμμένο, ας μη με γεννούσες. Η Ωχρότητα χλόμιασε. Κοίταξε το στρίφωμα του φορέματος, λίγο πιο πάνω από τα λεπτά της γόνατα. 

broken grey

Κανείς δεν ξέρει την αλήθεια, μόνον εμείς. Δεν υπάρχουν αρχεία απογραφής της ιστορίας, ούτε καν στο κεφάλι μας. Τόσα κουτάκια και συρτάρια, πόσοι φάκελοι και εκτυπώσεις. Ημερομηνίες και σφραγίδες και υπογραφές να επικυρώνουν αφηγήσεις. Και όμως. Για εμάς, ούτε μία. Μόνο λόγια που πετάνε στον αέρα και εικόνες αναπλασμένες κατά το δοκούν. 

Της Λήδας Μιχαλοπούλου

 

moma 1960

Την πρώτη μέρα, όταν ο Βασίλης έπιασε δουλειά στο βενζινάδικο, φορούσε μαύρη φόρμα και κολεγιακό φούτερ. Είχε να ξυριστεί δυο μέρες και τα μάγουλά του φαίνονταν κάπως μπλάβα. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό σαν του νεκρού, λόγω της αϋπνίας που τον ταλάνιζε σταθερά, απ' όταν είχε πατήσει το πόδι του στην Γερμανία.

Του Νίκου Μ. Δημητρόπουλου 

edo plevra tis nyktas

Της Κατερίνας Ζαρόκωστα

Η πολυκατοικία είναι μικρή, πέντε διαμερίσματα όλα κι όλα, χαμηλή, τριώροφη – αυτό ήταν το επιτρεπόμενο όριο στην περιοχή. Τα πίσω μπαλκόνια, ευρύχωρα, βεράντες μάλλον θα τα ’λεγες, βλέπουν σε τέσσερις ακάλυπτους, τον δικό τους, τον εκ δεξιών, εξ ευωνύμων, και πίσω απέναντι. Τέσσερις ακάλυπτοι ενωμένοι και κατάφυτοι με παλιά δέντρα, θάμνους που έγιναν δέντρα, δάφνες, ροδιές, αγγελικές, άλλα άγρια που μοιάζουν με βελανιδιές, ευκαλύπτους, τόσο πυκνά και θρασεμένα που κτίσμα δεν ξεμυτίζει, έτσι που μπορείς να ξεχάσεις πως βρίσκεσαι μερικά χιλιόμετρα μόνο μακριά απ’ το κέντρο και να θεωρήσεις πως μεταφέρθηκες στην καρδιά της φύσης, μιας φύσης αχειροποίητης, στη χάρη του καιρού. Φαίνεται πως στους κατοίκους αρέσει το παρθένο, το αδούλευτο. Κηπουρός δεν βάζει ψαλίδι. 

peopleblackwhitehands

Της Αδαμαντινής Καβαλιεράτου

Από πού του ‘ρθε τούτο πάλι; Η ίδια εικόνα από εκείνο το όνειρο που τόσο τον είχε βασανίσει κάποτε, να ‘ρχεται ύστερα από τόσο καιρό; Ξανά; Μόνο που τώρα, να, κάπως αλλιώτικη μοιάζει η αίσθησή του. Λες και την παρακολουθεί από απόσταση· σαν μια ταινία που περνάει μπροστά στα μάτια του: Στέκεται, λέει, στην είσοδο της πολυκατοικίας και ξεδιαλέγει το ταχυδρομείο του, όταν ξαφνικά… ανοίγει η πόρτα του διαμερίσματός της και εμφανίζεται στο πλατύσκαλο εκείνη. Εκείνη! Με ένα φόρεμα λευκό και διάφανο. Τόσο διάφανο που από μέσα να μπορεί να διακρίνει γυμνό το μικροσκοπικό της κορμί. Κι έπειτα, τον τραβάει λέει με δύναμη μέσα –μα που τη βρίσκει στα αλήθεια τόση δύναμη;– τον σπρώχνει πάνω στον καναπέ κι ύστερα κάθεται στα πόδια του και αρχίζει να κλαίει πεισματάρικα και με νάζι.

secret door by cincu

Της Δήμητρας Λουκά

Σαν έμαθαμ’ ότι θα ερχούνταν η μάνα να μας δει, έπιασαμ’ να παστρέψουμε το σπίτι, δυο δωμάτια όλο όλο με χώμα καταή και πορτοπαράθυρα από σαπισμένη σανίδα που άμα τη βάραγε η βροχή, νότιζε ως την καρδιά και έκαμε τα τσαούλια μας να τρέμουν.

Istanbul photography Museum2

Του Κωνσταντίνου Καπετανάκη

Η ίδια αόριστη αίσθηση, σαν κάτι να έχει ξεχάσει. Κάθεται στο πάτωμα, με την πλάτη στο κρεβάτι και κοιτάζει τα σχέδια του τρυπημένου από τσιγάρα χαλιού: πολύχρωμα φίδια σμίγουν και δαγκώνουν το ένα το άλλο, ορθάνοιχτα μάτια ξεπροβάλλουν ανάμεσα από φυλλώματα και σκελετωμένα κλαδιά δέντρων, επιβλέποντας τα ερπετά που παλεύουν με ανοιχτό το στόμα∙ πορφυρή πλέξη, αίμα. Ο ήλιος μπαίνει από την μπαλκονόπορτα και φωτίζει σαν προβολέας, πρώτα τα γυμνά του πόδια κι ύστερα διάσπαρτα γύρω τους κομμάτια από σπασμένο γυαλί. Μόλις και διακρίνει την θάλασσα, ανάμεσα από τα κάγκελα της βεράντας. Ξημερώνει και αναρωτιέται πού είναι∙ δεν έχει καμία βεβαιότητα όταν ταξιδεύει. 

maxresdefault

Της Κατερίνας Παπαντωνίου

Χθες βράδυ, λίγο μετά τις δέκα, βγήκε στη βεράντα για να καπνίσει φορώντας μια καμηλό ρόμπα σφιχτά δεμένη γύρω από τη μέση. Περισσότερη σημασία έδινε στη μυρωδιά του σπιτιού και τo λευκό των καναπέδων, ούτε τα αρωματικά κεριά, έλεγε, ούτε ο απορροφητήρας κάνουν δουλειά, παρά την υγρασία που σου κάθεται χειμωνιάτικα στα κόκκαλα. Το φεγγάρι άστραφτε ιοβόλο στα απέναντι κλειστά παράθυρα. Έσβησε τη γόπα στο πλατύφυλλο που κάλυπτε τη δυτική πλευρά του μπαλκονιού. Το είχε φυτέψει η Βικτώρια, γι’ αυτό υπέθετε πως είχε θεριέψει τόσο πολύ κι αγκάλιαζε σφιχτά, όπως εκείνη, ολόκληρο το διαχωριστικό τοίχο. Δύο αδέλφια ζούσαν στο διπλανό διαμέρισμα, δύο γερόντια τα οποία δεν μοιράζονταν σχεδόν τίποτα. Ο κύριος Νεκτάριος έβγαινε να καπνίσει στο πίσω, στενό μπαλκόνι της κουζίνας, παρέα με τον Μέφη, έναν κόκκινο κεραμιδόγατο· η γριά στο μπροστινό με τη χοντρή, βραδυκίνητη σιαμέζα – Στόλη τη φώναζε. 

WOMAN WITH STICKS

Της Όλγας Αικατερίνης Φουντέα

Άλλο ένα κι είκοσι χαμένο, σκέφτεται, όσο ψάχνει για ψιλά. Πού την έβαλε την κάρτα απεριορίστων; Στο πορτοφόλι μόνο η ταυτότητα ομογένειας, σπίτι δεν τη βρήκε κανείς. Με μια συνεχόμενη κίνηση, όσο ο μηχανισμός της κυλιόμενης καταπίνει το σκαλοπάτι στο οποίο στέκεται, κατεβάζει το φερμουάρ του μπουφάν της. Μέσα στο μετρό κάνει ζέστη. Νοέμβριο μήνα έπεσε η θερμοκρασία και μπορεί να δουλέψει σαν άνθρωπος, να καθαρίζει σπίτια χωρίς να ιδρώνει για πέντε ευρώ την ώρα. Ένα είκοσι συν ένα είκοσι το πρωινό εισιτήριο, δύο σαράντα. Μισή ώρα δουλειάς παρά δέκα λεπτά. Δεν είναι ότι την νοιάζουν και πολύ τα χρήματα, τα φέρνει βόλτα. Της έχει μείνει κουσούρι από τα λογιστικά στο εργοστάσιο στην Αλβανία, δεν μπορεί να σταματήσει τους υπολογισμούς. 

xartonia

Της Μαριγώς Ζάννου

Κάθε χρόνο στις 31 Δεκεμβρίου στις 12 το μεσημέρι μαζευόμασταν γύρω από το τραπέζι της κουζίνας, και ο πατέρας έγραφε μ' ένα μαύρο χοντρό μαρκαδόρο πάνω σε λευκά χαρτόνια όλα όσα εγώ και η αδερφή μου είχαμε πετύχει, και όλα όσα δεν καταφέραμε να κάνουμε εκείνη τη χρονιά. Έβγαινε μετά στην αυλή και τα κολλούσε στον ξύλινο πίνακα που είχε σκαλίσει ο ίδιος τις γωνίες του με περίτεχνα σχέδια. Όλοι μας οι βαθμοί από το σχολείο, οι φόβοι, οι προσπάθειες και οι έρωτες ήταν σε κοινή θέα για μια εβδομάδα. Ύστερα δίπλωνε τα χαρτόνια και τα έκαιγε στο τζάκι.

alt

Της Μαρίας Κουγιουμτζή

Η μαμά δεν δεχόταν με κανέναν τρόπο να κατέβει. Δεν γίνεται, έλεγε. Δεν πρέπει να υπάρχει. Θάψτε το με χώμα, ως επάνω. Ύστερα ρίξτε του τσιμέντο. Να μην υπάρχει είσοδος.

Ο μπαμπάς κατέβηκε και έτριψε τους τοίχους με την βούρτσα. Ύστερα τους στοκάρισε και τους πέρασε δυο χέρια ασβέστη. Φαίνονταν καθαροί. Σε λίγο καιρό οι λεκέδες έκαναν ξανά την εμφάνισή τους.

Ο μπαμπάς κατέβηκε πάλι τις σκάλες, στοκάρισε άλλες δυο φορές και πέρασε πάνω πλαστικό.

Οι λεκέδες δεν άργησαν να εμφανιστούν.

broken

Της Μέμης Κατσώνη

Δώδεκα ποτήρια σπασμένα. Όλες οι κούπες του καφέ θρύψαλα. Τα πιατάκια δεν τα πειράξανε. Η καινούργια μηχανή του καφέ λείπει. Τα μπρίκια τα πατήσανε κάτω, πίτα τα κάνανε. Τις καρέκλες τις κάψανε έξω στην αυλή, μην πάρει η φιάλη και τιναχτούνε. Τα σκυλιά δεν τα βρήκα ακόμα, δεν τα ‘χα δεμένα, φοβηθήκανε και πήρανε των οματιών τους, λέω. Το γατί καψαλισμένο στο σωρό το παραχώσανε, απ’ το κουδούνι το γνώρισα. Ναι, μύρισα φωτιά αξημέρωτα κι είπα να σηκωθώ να δω τι γίνεται. Δε φαίνεται το μαγαζί απ’ τα πέρα αλλά μ’ έτρωγε, σηκώθηκα και βγήκα κει που ξάνοιγε, είδα φωτιά και κατέβηκα. Ρώτησα γύρω, δεν είδανε τίποτα λέει, όνειρα βλέπανε. Ο Σταμάτης σαν κάτι ν’ άκουσε, είπε σάμπως είχαμε γλέντι όπως τα Σάββατα.

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

15 Δεκεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία του 2023

Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποιήματα: Επιλογή 100 βιβλίων, ελληνικών και μεταφρασμένων, από τη βιβλιοπαραγωγή του 2023. Επιλογή: Συντακτική ομάδα της Book

ΦΑΚΕΛΟΙ