alt

Και ενώ ένιωθα το παγωμένο άγγιγμα της κάννης στο γυμνό μου κεφάλι θυμήθηκα τη μητέρα μου να λέει: «Ήταν δύσκολοι καιροί τότε». Πότε, όμως, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση; 

 Διήγημα του Θοδωρή Τσαπακίδη

Ένα γέλιο θα σας θάψει
(σύνθημα σε τοίχο)
Ανωνύμου

Ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Μετά τη δουλειά θα πήγαινα στον οδοντίατρο να δω για τους πονοκεφάλους μου. Ο Στρατής, που είχε αμάξι, μάς πήγαινε και τους τέσσερις το πρωί στις δουλειές μας και μας γύριζε το απόγευμα. Εκείνο το απόγευμα κάποιος πρότεινε –η Μαρία μάλλον– να πάμε παρέα στον γιατρό. Όλοι συμφώνησαν. Ούτως ή άλλως, δεν θα αργούσα. Ποτέ ένας γιατρός της Πρόνοιας δεν αργεί με ασθενή.

Με περίμεναν στο αμάξι. Μπήκα μέσα. Ήταν και οι τέσσερις, χωρίς μάσκες. Μέσα στα αυτοκίνητα νέας τεχνολογίας δεν χρειάζονται. Αλλά έξω τις φοράμε ακόμα – κυρίως για να μην μας ξεχωρίζουν. Έβγαλα κι εγώ τη δικιά μου.

Τα μάτια μου ήταν ακόμα τυφλωμένα από το σκάνερ. «Δεν φταίνε τα δόντια για τους πονοκεφάλους σου» είπε ο γιατρός και μου έβγαλε τα καλώδια. Το 3D ανάλογό μου χάθηκε από το μόνιτορ. Τελειώσαμε. Βγήκα στον χαμηλοτάβανο διάδρομο, για να κατέβω κάτω. Αναγκαζόμουν να σκύβω, γιατί είμαι πιο όρθιος από το κανονικό. Έσκυβα σε εξωτικά μέρη, φοίνικες, αισθησιακές χλωμές γκέισες, τις διαφημίσεις της Best Virtual στο δάπεδο. Με έτρωγε το μικρό δαχτυλάκι του αριστερού μου ποδιού.

Το σιωπηρό πλήθος που πηγαινοερχόταν στους διαδρόμους της Πρόνοιας δεν έδειχνε να συγκινείται απ’ αυτές τις εικόνες, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που σταματούσαν για μερικά δευτερόλεπτα πάνω από το εικονικό όνειρο της προτίμησής τους. 

Με περίμεναν στο αμάξι. Μπήκα μέσα. Ήταν και οι τέσσερις, χωρίς μάσκες. Μέσα στα αυτοκίνητα νέας τεχνολογίας δεν χρειάζονται. Αλλά έξω τις φοράμε ακόμα – κυρίως για να μην μας ξεχωρίζουν. Έβγαλα κι εγώ τη δικιά μου.

– Πιάσανε τον 2022, τον Γιώργο, μου ανακοίνωσε ο Στρατής τα δυσάρεστα.
– Πού; Ρώτησα.
– Στους στύλους του Ολυμπίου Διός.
– Και τι κάνουμε τώρα;
– …
– Γιατί τον πιάσανε;
– ...

Με έπιασε πάλι κρίση. Το γέλιο μέσα στο κεφάλι μου. Διαπεραστικό. Σαν να θέλει να βγει.

– Συγγνώμη, πρέπει να γυρίσω στο σπίτι μου. 

Μ’ αφήσανε στην 7η λεωφόρο της Νέας Αθήνας, στους πρόποδες της Πάρνηθας. Περπάτησα μέχρι την πολυκατοικία. Πάνω στον τοίχο κάποιος είχε γράψει με σπρέι: Είμαστε οι σταγόνες της καταιγίδας που έρχεται.

«Μαλακίες!»

Ανέβηκα στο διαμέρισμά μου στον δωδέκατο. Άνοιξα την πόρτα. Τα φώτα δεν άναψαν αυτόματα, όπως θα έπρεπε να είχε συμβεί. Ψαχούλεψα τον τοίχο στο σκοτάδι να βρω τον διακόπτη χειρός. Ένα φως με τύφλωσε. Ένα ισχυρό φως –μάλλον δυνατός φακός– και συγχρόνως ένιωσα να μου πιάνουν τα χέρια και να μου τα στρίβουν στην πλάτη. Δεν αντέδρασα. Έμεινα ακίνητος, όπως κάνουν εκείνα τα μικρά ζώα με τα μεγάλα αυτιά, που βλέπουμε στα ιστορικά ντοκιμαντέρ ζωολογίας.

– Είστε ο κύριος Δήμας;
– Μάλιστα, τι θέλετε;
– Τίποτα σπουδαίο…

Κάποιος άναψε τα φώτα του διαμερίσματος, σηκώνοντας μάλλον τη γενική ασφάλεια, από τον πίνακα, δίπλα στην τουαλέτα, και ενεργοποιώντας τους αισθητήρες. Ήταν πέντε άτομα. Τέσσερις άντρες και μία γυναίκα. Με παλιομοδίτικη αμφίεση: εκείνες τις πρώτες γκρι στολές, που είχαν βγει πριν από πενήντα χρόνια. Ο πιο μικρόσωμος καθόταν στην μπερζέρα μου, πίσω του ένας θηριώδης τύπος, δυο άλλοι στέκονταν δίπλα μου, και η γυναίκα ήταν πλάι στον πίνακα. Οι δύο μου είχαν περάσει χειροπέδες στα χέρια, πίσω από την πλάτη. Κανείς τους δεν είχε βγάλει τη μάσκα του, πράγμα που σήμαινε πως δεν είχαν σκοπό να κάτσουν για πολύ.

– Μην ανησυχείτε, δεν θα σας ταλαιπωρήσουμε· ένας τυπικός έλεγχος.

Είχα ακούσει να λένε γι' αυτές τις ενέσεις, αλλά δεν το είχα πιστέψει. Λέγανε και άλλες ιστορίες, ότι σε πάνε σε εργαστήρια για αναμόρφωση και επεμβαίνουν στα εγκεφαλικά σου κύτταρα, και ότι δεν θυμάσαι μετά τίποτα. Αλλά ούτε αυτά τα είχα πιστέψει.

Η γυναίκα έκανε μερικά βήματα προς την πολυθρόνα που καθόταν ο κοντός, που έδειχνε για αρχηγός. Έσκυψε στο ακουστικό της μάσκας του και του ψιθύρισε κάτι. Έπειτα πήγε προς το τραπέζι, που είναι δίπλα στο παράθυρο, στα δεξιά της. Πάνω του υπήρχε μια τσάντα. Την άνοιξε. Πήρε κάτι. Κάτι μικρό, δεν μπορούσα να δω. Στράφηκε προς τους δύο που στέκονταν δίπλα μου. Με μητρική φωνή είπε:

– Κρατήστε τον.

Είχα ακούσει να λένε γι' αυτές τις ενέσεις, αλλά δεν το είχα πιστέψει. Λέγανε και άλλες ιστορίες, ότι σε πάνε σε εργαστήρια για αναμόρφωση και επεμβαίνουν στα εγκεφαλικά σου κύτταρα, και ότι δεν θυμάσαι μετά τίποτα. Αλλά ούτε αυτά τα είχα πιστέψει. Με σύρανε έξω από το διαμέρισμα. Με κατέβασαν με το ασανσέρ και με έβαλαν σ’ ένα όχημα. Ήμουν τελείως μόνος.

Μετά, ένα φως. Και θυμάμαι βρίσκομαι έξω από ένα χωριό με πέτρινα σπίτια. Χώμα σηκώνεται σαν να φυσάει, αλλά δεν νιώθω τον άνεμο στο πρόσωπό μου, αν και βλέπω τα μαλλιά μου να ανεμίζουν. Η γη είναι καφετιά, ξερή, και στα δεξιά μου θάλασσα ή μάλλον λίμνη, δεν ξέρω. Ακούγεται η ανάσα του αέρα, και οπλές, άλογα, ναι, περνούν καλπάζοντας μπροστά μου. Δεν είναι αλήθεια όλα αυτά, δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Πλησιάζω στα σπίτια. Κατσίκες και εκείνα τα άλλα με τα μεγάλα αυτιά τρέχουν πάνω κάτω στο δρόμο· είναι εικόνες. Ένα μεγαλόσωμο ζώο με δυο καμπούρες αφοδεύει. Εικόνες του μυαλού μου. Δεν μυρίζω τίποτα. 

Μια κοπέλα με ένα πολύχρωμο μαντίλι στο κεφάλι της, για να την προστατεύει από τον αέρα, βγαίνει στο μπαλκόνι ενός πέτρινου σπιτιού… Σκύβει για να μαζέψει μια καρέκλα που έπεσε, με βλέπει. Ξέρω ότι τα μάτια μου είναι κλειστά… μου χαμογελάει… και ότι αυτή τη στιγμή μου διεγείρουν το εγκεφαλικό κέντρο του οπτικού συνειρμού με μια γεννήτρια ώσεων… το φόρεμα τής γλιστράει από τον ώμο καθώς κάνει να σηκώσει την καρέκλα… Ξέρω ότι στην πραγματικότητα είμαι μάλλον ξαπλωμένος πάνω σε κάποιον ιατρικό πάγκο. Ανοιγοκλείνει το στόμα της, κάτι λέει, αλλά δεν μπορώ ν’ ακούσω, εξαιτίας του αέρα και του θορύβου που κάνει ένα αρχαίο αμάξι που περνά από τον χωματόδρομο πίσω μου, σηκώνοντας σκόνη… Ξέρω ότι δεν μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου. Η κοπέλα στήνει την καρέκλα κακήν-κακώς και μπαίνει με φούρια μέσα στο σπίτι… Ξέρω ότι αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να δω την πραγματικότητα που με περιβάλλει. Η θάλασσα ή λίμνη είναι μπροστά στο σπίτι. Υπάρχει μια μικρή προβλήτα, και ξύλινοι πάσσαλοι… Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στο πραγματικό μου σώμα. Πουλιά πετούν πάνω από το κεφάλι μου, ασημένια πουλιά… Πρέπει να εντοπίσω ένα σημείο του πραγματικού σώματός μου. Τα πουλιά βγάζουν κάτι πνιχτές κραυγές, απειλητικές, ανήσυχες… Το μικρό δάχτυλο του αριστερού μου ποδιού, αυτό που με έτρωγε

Από τα αριστερά μου πλησιάζει μια γριά γυναίκα, που φοράει κι αυτή μαντίλι, μαύρο όμως. Πίσω της είναι το χωριό, τα σπίτια… Πρέπει να ξεμπλοκάρω τη συνείδηση. Στρέφομαι προς το μέρος της. Έχει φτάσει δίπλα μου. Κρατάει μια στάμνα. Ανοίγει το στόμα της και μιλάει. Καταλαβαίνω ότι με ρωτάει αν θέλω νερό, αλλά δεν ακούω καθαρά τι λέει… Εστιάζω κάπου δεξιά και μπροστά, λίγο πίσω από τη στάμνα που έχει ακουμπήσει κάτω, ξέρω πως το γεγονός ότι δεν την ακούω καθαρά οφείλεται στο ότι βγαίνω από το «όνειρο», αλλά δεν πρέπει να το σκέφτομαι αυτό… Εκεί είναι το μικρό μου δάχτυλο, δεξιά και μπροστά, πίσω από τη γυναίκα. Το κουνάω ανεπαίσθητα, μόλις για να το νιώσω. Με κοιτάει ερωτηματικά. Από το βάθος πλησιάζει ένας τύπος με μάσκα… ελπίζω να μην με πάρουν είδηση… Τη βγάζει…

Με έπιασε πάλι κρίση. Το γέλιο μέσα στο κεφάλι μου. Διαπεραστικό. Σαν να θέλει να βγει. Για να με καλωδιώσουν θα πρέπει να μου έβγαλαν τη μάσκα. Ίσως να παρατήρησαν ότι δεν έχω τα συνηθισμένα μελανώματα από τη χρήση των αντηλιακών χαπιών. Μετά δεν θυμάμαι.

Όλα μέσα στο διαμέρισμα έδειχναν κανονικά. Τόσο κανονικά που αναρωτήθηκα αν είχα ονειρευτεί τους πέντε που με συνέλαβαν. Κοίταξα το χέρι μου στο σημείο όπου θυμόμουν την ένεση. Μπροστά στον καθρέφτη είδα και τα σημάδια πάνω στο κεφάλι –σαν μικρά καψίματα–, εκεί όπου είχαν μπει τα καλώδια. Ήταν αλήθεια. Γιατί με άφησαν όμως;

Ξύπνησα στο κρεβάτι του σπιτιού μου. Από εφιάλτη. Δεν τον θυμάμαι. Το ρολόι έδειχνε δέκα και μισή το πρωί. Είχα αργήσει στη δουλειά, αλλά αυτό δεν είχε σημασία τώρα. Θα έπαιρνα αργότερα να πω ότι είμαι άρρωστος. Όλα μέσα στο διαμέρισμα έδειχναν κανονικά. Τόσο κανονικά που αναρωτήθηκα αν είχα ονειρευτεί τους πέντε που με συνέλαβαν. Κοίταξα το χέρι μου στο σημείο όπου θυμόμουν την ένεση. Μπροστά στον καθρέφτη είδα και τα σημάδια πάνω στο κεφάλι –σαν μικρά καψίματα–, εκεί όπου είχαν μπει τα καλώδια. Ήταν αλήθεια. Γιατί με άφησαν όμως; Θα μου εμφύτευσαν κανέναν πομπό, για να με παρακολουθούν, να μας πιάσουν όλους. Έψαξα να βρω κάποιο σημάδι εγχείρησης. Τίποτα. Μου πέρασε από το μυαλό να πάρω κανέναν από τους άλλους τηλέφωνο. Πλησίασα τη συσκευή. Το φωτάκι του τηλεφωνητή αναβόσβηνε, είχα μήνυμα. Πάτησα το play.

«Πού είσαι, ρε άνθρωπε. Πάρε τουλάχιστον ένα τηλέφωνο να μου πεις να μην περάσω να σε πάρω».

Ο Στρατής. Δεν θα πάρω τηλέφωνο, σκέφτηκα. Ίσως να το παρακολουθούν. Περπάτησα λίγη ώρα πάνω-κάτω στο δωμάτιο, χωρίς να βρίσκω άκρη. Δεν μπορούσα να κάτσω. Αυτό που είχε συμβεί ήταν παράνομο, αλλά να έπαιρνα την αστυνομία; Όχι. Τι να τους έλεγα; Γιατί με έπιασαν όμως; Και πώς με βρήκαν; Ο Γιώργος. Τι τους είπε; Τους είπε για την ομάδα; Τους είπε ότι είχαμε καταλάβει την απάτη; Ότι ξέραμε πως παραποιούσαν τα στοιχεία, και μετέδιδαν ψευδείς ειδήσεις, για να κρατάνε σταθερή τη μόλυνση ή, πιο σωστά, την εντύπωση που είχαμε γι’ αυτή; Ότι ξέραμε γιατί το κάνουν; Τι τους είπε;

Καλύτερα θα ήταν να πάω στο γραφείο. Να μην δείξω ότι ανησυχώ. Πήρα τηλέφωνο στη Διεύθυνση Προσωπικού της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, όπου δούλευα, στο αρχείο, και τους είπα ότι ένιωθα αδιάθετος, και θ’ αργούσα λίγο. Καθώς πάταγα το ισόγειο, το μετάνιωσα. Έπρεπε να μείνω στο σπίτι, κλεισμένος μέσα, για λίγες μέρες. Να δω τι γίνεται. Όμως δεν γύρισα. Από τη δουλειά έφυγα λίγο νωρίτερα από το κανονικό, επικαλούμενος την αδιαθεσία μου, κυρίως, όμως, για να αποφύγω μια συνάντηση με τον Στρατή. Μπορεί να τον έβαζα σε κίνδυνο. Την επομένη, Σάββατο, γύρω στο μεσημέρι χτύπησε το τηλέφωνο. 

– Αυγερινέ;
– Ναι, Στρατή εσύ είσαι; 
– Ναι, ήρθαν και σε σένα;
– Ναι.
– Και στους άλλους, έχουμε μαζευτεί όλοι σπίτι μου. Ερχόμαστε να σε πάρουμε.
– Εντάξει.

Άρα αυτοί που με επισκέφτηκαν γνώριζαν και για τους άλλους, αλλά μας άφησαν όλους, γιατί; Η συνάντηση δεν μου έδωσε τις απαντήσεις που ήθελα, γιατί κανείς δεν ήξερε. Στην ουσία το μόνο καινούργιο στοιχείο ήταν ότι η αστυνομία άφησε τον Γιώργο. Αλλά δεν ήρθε στη συνάντησή μας, γιατί δεν ένιωθε καλά. Πονούσε πολύ το κεφάλι του ή κάτι τέτοιο. Κι όμως έπρεπε να τον δω. Κάτι μου έλεγε ότι αυτός θα είχε τις απαντήσεις που έψαχνα, αν όχι όλες, μερικές. Όπως το πώς μας βρήκαν. Δυο μέρες μετά πήγα από το σπίτι του να τον επισκεφτώ. Εξακολουθούσε να είναι στο κρεβάτι. Μου άνοιξε την πόρτα φορώντας τις πιτζάμες.

– Γεια.
– Τι γίνεται;

Τον κοίταζα δύσπιστα, σαν να έχω μπει στη φωλιά του λύκου. Τον ήξερα τόσο καιρό κι όμως αυτή τη στιγμή μου φαινόταν εχθρός.

– Δεν βλέπεις; Δεν είμαι καθόλου καλά. Με πιάνει ένα πολύ παράξενο πράγμα. Ξαφνικά ακούω ένα βουητό μέσα στο κεφάλι μου, σαν μικροφωνισμό, και πονάω πάρα πολύ, δεν ακούω τίποτα, δεν βλέπω τίποτα, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα και κρατάει όλο και περισσότερη ώρα.
– Σου έκαναν τίποτα οι μπάτσοι, όταν σε συνέλαβαν;
– Όταν με πήγαν στο τμήμα, μου έκαναν μια ένεση. Νομίζω ήταν ηρεμιστική, γιατί είχα αφηνιάσει που δεν με άφηναν να πάρω τηλέφωνο. Μετά δεν θυμάμαι τίποτα. Πρέπει να κοιμήθηκα. Και όταν ξύπνησα, μετά από ένα εικοσιτετράωρο, με άφησαν.
– Ξέρεις ότι κάτι τύποι επισκέφτηκαν και εμάς.
– Ναι, μου το είπε η Μαρία.

Εκείνη τη στιγμή με έπιασε πάλι κρίση. Το γέλιο μέσα στο κεφάλι μου. Διαπεραστικό. Σαν να θέλει να βγει.

– Θα μου περάσει, είπα, μισό λεπτό, και κάθισα σε μια καρέκλα.

– Θέλουν να μας σκοτώσουν, και να το κάνουν να φαίνεται σαν αυτοκτονία. 
– Πώς θα το κάνουν αυτό; 
– Θα είναι αυτοκτονία.

Συνήλθα μετά από μισή ώρα.

– Οι κρίσεις μου, ξέρεις.
– Ναι, είσαι καλά τώρα;
– Ελπίζω, απάντησα. Ξέρεις, λοιπόν, τι έγινε όταν μας πιάσανε.
– Όσο και εσείς, νομίζω, σχολίασε. Ήταν φανερό πως το είχε συζητήσει με τους άλλους, με τον Στρατή ίσως.
– Ναι, η αλήθεια είναι ότι δεν είναι πολύ σαφές, αποκρίθηκα. Εγώ, στην αρχή, φοβήθηκα ότι μας έβαλαν κοριούς, αλλά τελικά δεν πρέπει να είναι αυτό.
– Θέλουν να μας σκοτώσουν, και να το κάνουν να φαίνεται σαν αυτοκτονία.
– Πώς θα το κάνουν αυτό;
– Θα είναι αυτοκτονία.

Δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει.

– Και γιατί να θέλουμε να αυτοκτονήσουμε; τον ρώτησα.
– Χθες με πήρε ο Στρατής. Έχει κι αυτός πονοκεφάλους σαν τους δικούς μου.
– Και λοιπόν;
– Βλέπεις αυτά τα σημάδια στο μέτωπό μου, είπε και μου τα έδειξε. Τα είχα προσέξει, αλλά θεώρησα ότι ήταν από τη σύλληψη.
– Ναι, ήθελα να σε ρωτήσω αν σε χτύπησαν οι μπάτσοι.
– Όχι. Όταν η βουή μέσα στο κεφάλι μου κορυφώνεται, δεν αντέχω άλλο. Για να σταματήσει, χθες το βράδυ, χτυπιόμουν πάνω στον τοίχο. Και, σου είπα, επιδεινώνεται.
– …

Η έκπληξη πρέπει να ήταν φανερή στο πρόσωπό μου. Δεν έβρισκα τι να πω.

– Πριν από λίγο, πέρασε κι ο Παναγιώτης, συνέχισε, παραλίγο και θα τον προλάβαινες. Και ξέρεις, του ήρθε κι αυτουνού πονοκέφαλος, ενώ ήταν εδώ.

Πέμπτη, τρεις μέρες μετά, δεν είχαν ενοχλήσει ξανά κανέναν από εμάς. Στις δύο το μεσημέρι, ο Γιώργος όρμησε σ’ ένα από τα παράθυρα του σπιτιού του, στον έκτο, το τζάμι έσπασε κι αυτός εκτινάχτηκε έξω, στο κενό.

Πέμπτη, τρεις μέρες μετά, δεν είχαν ενοχλήσει ξανά κανέναν από εμάς. Στις δύο το μεσημέρι, ο Γιώργος όρμησε σ’ ένα από τα παράθυρα του σπιτιού του, στον έκτο, το τζάμι έσπασε κι αυτός εκτινάχτηκε έξω, στο κενό. Με πήρε ο Στρατής στο γραφείο να μου το πει.

– Στο δωδέκατο νεκροταφείο. Στις 11 το πρωί.

Όταν κλείσαμε το τηλέφωνο, ήταν η πρώτη φορά που άκουσα κι εγώ το βουητό. Στην αρχή νόμιζα ότι βουίζει τ’ αυτί μου, και το έτριψα. Το πάτησα, μήπως είναι από κάποια πίεση, κάτι τέτοιο. Αλλά δεν ήταν το αυτί. Και δυνάμωνε. Έπιασα το κούτελό μου. Μετά πέρασε.

Τις επόμενες μέρες τα πράγματα χειροτέρεψαν και για τους πονοκεφάλους μου και για την ομάδα. Κυριακή σκοτώθηκε η Ηλέκτρα σε αυτοκινητιστικό, αλλά όλοι ξέραμε από τι ήταν. Δευτέρα ο Γιάννης, από υπερβολική δόση ηρεμιστικών. Οι πονοκέφαλοι μέσα στην εβδομάδα εντάθηκαν και έρχονταν όλο και συχνότερα, χωρίς να έχουν γίνει, όμως, ακόμη αφόρητοι. Παρατήρησα, μάλιστα, ότι μειώθηκαν οι κρίσεις μου. Δεν μειώθηκαν ακριβώς. Όταν αρχίζει ο πονοκέφαλος, το βουητό, σχεδόν αμέσως αρχίζει και το γέλιο, σαν να θέλει να βγει, σαν να αντισταθμίζονται.

Πέντε κηδείες μέσα σε δέκα μέρες. Ο Στρατής, τελευταίος. Από τότε πέρασε ένα εξάμηνο. Όταν ξανάρθαν αυτοί με τις παλιομοδίτικες στολές, είχα απομείνει πια μόνο εγώ. Μόνος. Είχα πιστέψει ότι δεν θα τους ξαναδώ. Ότι τελειώσαμε.

Δεν άκουσα πυροβολισμό. Είδα όμως, σκυμμένος ακόμα, το όπλο να πέφτει δίπλα στο γόνατό μου. Σήκωσα το κεφάλι μου. Ο καινούργιος κρατούσε το ακουστικό της μάσκας του με το ένα χέρι και με το άλλο την πίεζε εκεί που πρέπει να ήταν το αριστερό του αυτί. Το ίδιο και οι άλλοι.

Αυτή τη φορά δεν μου έκαναν ένεση. Με κατέβασαν σπρώχνοντας κάτω, όπου μας περίμενε μια κλούβα. Με βάλαν πίσω, στο χώρο των κρατουμένων και φύγαμε. Δεν μπορούσα να δω πού πηγαίνουμε. Μετά από περίπου μία ώρα ταξίδι, σταματήσαμε. Όταν άνοιξαν πάλι την πόρτα, αναγνώρισα γύρω μου τη νεκρή ζώνη της Ελευσίνας. Με έσυραν σχεδόν έξω.

– Αυτός ο πούστης είναι που αντέχει, είπε ο μικρόσωμος σε έναν τύπο που έβλεπα για πρώτη φορά. 

Εκείνος έβγαλε μέσα από την γκρίζα φόρμα του ένα αυτόματο και όπλισε. Οι δυο γεροδεμένοι με γονάτισαν κάτω και μ’ ανάγκασαν να σκύψω το κεφάλι μου. Ο κοντός μου έβγαλε τη μάσκα.

– Δεν θα τη χρειαστείς εκεί που πας.

Ο τύπος με το πιστόλι πλησίασε. Ακούμπησε την κάνη στον αριστερό μου κρόταφο. Τότε μ’ έπιασε πάλι κρίση. Η βουή στο βάθος, αδύναμη. Αλλά το γέλιο μέσα στο κεφάλι μου διαπεραστικό. Σαν να θέλει να βγει. Και βγήκε. Διαπεραστικό. Να τρυπάει τα ανθρώπινα αυτιά. Δεν άκουσα πυροβολισμό. Είδα όμως, σκυμμένος ακόμα, το όπλο να πέφτει δίπλα στο γόνατό μου. Σήκωσα το κεφάλι μου. Ο καινούργιος κρατούσε το ακουστικό της μάσκας του με το ένα χέρι και με το άλλο την πίεζε εκεί που πρέπει να ήταν το αριστερό του αυτί. Το ίδιο και οι άλλοι. 

Ο ήλιος έδυε πίσω από τα Γεράνεια Όρη.

 Στην κεντρική εικόνα: φωτογραφία © Lucas Sankey.


alt

Info
Ο Θοδωρής Τσαπακίδης γεννήθηκε το 1970 στις Βρυξέλλες από γονείς πολιτικούς πρόσφυγες. Μεγάλωσε στο Παλαιό Φάληρο και σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός στην Πάτρα. Aσχολήθηκε με τη λογοτεχνική μετάφραση και το θέατρο και στη συνέχεια με τη διδασκαλία στη μέση εκπαίδευση. Έχει γράψει θεατρικά έργα και έχει εκδώσει ποίηση, μυθιστορήματα και ένα παραμύθι. Αρθρογραφεί στον ηλεκτρονικό τύπο για πολιτιστικά θέματα.

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΤΣΑΠΑΚΙΔΗ

alt

  

***

ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η ιστορία των ματιών (διήγημα)

Η ιστορία των ματιών (διήγημα)

«Θα ήταν δέκα ή έντεκα χρονών όταν τα περιγράμματα των πραγμάτων άρχισαν να θολώνουν. Εκείνο που περισσότερο την πείραζε ήταν το ότι άρχισε να μη διακρίνει καθαρά όσα σκάλιζε ο δάσκαλος στον πίνακα· έναν αριθμό αν αντέγραφε λάθος, η άσκηση θα πήγαινε στον βρόντο – κι αυτή ήταν άριστη μαθήτρια». Kεντρική εικόνα: πίνα...

Έλλειψη (διήγημα)

Έλλειψη (διήγημα)

«Σήμερα ξύπνησα μ’ ένα αίσθημα έλλειψης. Είχα γυρίσει από ένα μεγάλο ταξίδι κι αυτό που ένιωσα ήταν ότι μου έλειπε ένας κήπος. Ήθελα να σηκωθώ και ν’ ασχοληθώ μόνο με τα τριαντάφυλλά μου». Kεντρική εικόνα: ® Josh Hild/Unsplash. 

Tης Αλίκης Καγιαλόγλου ...

Τα ρούχα της (διήγημα)

Τα ρούχα της (διήγημα)

«Κοντεύει ένας χρόνος που βρίσκεται καρφωμένη στο κρεβάτι. Βλέπει απέναντι την τηλεόραση, βλέπει το ταβάνι, βλέπει τον τοίχο, βλέπει την πόρτα που ανοίγει και κλείνει κι αν γυρίσει το κεφάλι της λίγο, βλέπει το παράθυρο κι ένα μικρό κομμάτι ουρανού, σαν μια ελάχιστη υπόμνηση όσων έχασε, που εισχωρεί σ’ αυτό το δωμάτ...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Ανορθογραφίες επιμελητών» – Μια επιστολή του Διονύση Χαριτόπουλου

«Ανορθογραφίες επιμελητών» – Μια επιστολή του Διονύση Χαριτόπουλου

Λάβαμε από τον Διονύση Χαριτόπουλο την παρακάτω επιστολή, σχετικά με την επιλογή κριτικών κειμένων του Κωστή Παπαγιώργη που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη με τον τίτλο «Κωστής Παπαγιώργης: Τα βιβλία των άλλων 1, Έλληνες συγγραφείς», το 2020. 

Επιμέλεια: Book Press

...
«Γυναικεία Βραβεία non fiction 2024»: Ανακοινώθηκε η βραχεία λίστα

«Γυναικεία Βραβεία non fiction 2024»: Ανακοινώθηκε η βραχεία λίστα

Η νικήτρια του βραβείου Women's Prize για non-fiction βιβλία θα ανακοινωθεί στις 13 Ιουνίου. Κεντρική εικόνα, μια από τις υποψήφιες για το βραβείο: η συγγραφέας και αρθρογράφος Ναόμι Κλάιν © The University of British Columbia.

Επιμέλεια: Book Press

...
Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Για τα μυθιστορήματα «Strangers in the Night» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά) της Χέδερ Γουέμπ [Heather Webb], «Τα Μυστήρια της Μις Μόρτον Μόρτον» (μτφρ. Χρήστος Μπαρουξής) της Κάθριν Λόιντ [Catherine Lloyd] και «Κωδικός Coco» (μτφρ. Γιάννης Σπανδωνής) της Τζιόια Ντιλιμπέρτο [Gioia Diliberto]. Τρία μυθιστορήματα που μας μεταφ...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Μακγκάφιν» του Βαγγέλη Γιαννίση (προδημοσίευση)

«Μακγκάφιν» του Βαγγέλη Γιαννίση (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Γιαννίση «Μακγκάφιν», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 21 Μαρτίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ
37.947408, 23.641584

 «Αφού σου ...


«Το μποστάνι του Μποστ» του Κωνσταντίνου Κυριακού (προδημοσίευση)

«Το μποστάνι του Μποστ» του Κωνσταντίνου Κυριακού (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Κυριακού «Το μποστάνι του Μποστ – Μια σύνθεση / συμπλήρωση / διασκευή κειμένων του Μποστ», το οποίο κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...

«Όλα μαύρα» της Δήμητρας Παπαδήμα (προδημοσίευση)

«Όλα μαύρα» της Δήμητρας Παπαδήμα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Δήμητρας Παπαδήμα «Όλα μαύρα», το οποίο θα κυκλοφορήσει την επόμενη εβδομάδα από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Τι είμαστε εμείς μπροστά σε αυτά τα κτήνη, ρε; Τι είμαστε; Άγιοι. Και φόνο να...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Για τα μυθιστορήματα «Strangers in the Night» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά) της Χέδερ Γουέμπ [Heather Webb], «Τα Μυστήρια της Μις Μόρτον Μόρτον» (μτφρ. Χρήστος Μπαρουξής) της Κάθριν Λόιντ [Catherine Lloyd] και «Κωδικός Coco» (μτφρ. Γιάννης Σπανδωνής) της Τζιόια Ντιλιμπέρτο [Gioia Diliberto]. Τρία μυθιστορήματα που μας μεταφ...

Τι διαβάζουμε τώρα; 21 καλά βιβλία λογοτεχνίας που βγήκαν πρόσφατα

Τι διαβάζουμε τώρα; 21 καλά βιβλία λογοτεχνίας που βγήκαν πρόσφατα

Επιλέξαμε 21 βιβλία ελληνικής και μεταφρασμένης πεζογραφίας που κυκλοφόρησαν πρόσφατα.

Γράφει ο Κώστας Αγοραστός

Οι πρώτοι μήνες του 2024 έχουν φέρει πολλά και καλά βιβλία πεζογραφίας. Κι αν ο μέσος αναγνώστης βρίσκεται στην καλύτερη περίπτωση σε σύγχυση, στη χειρότερη σε άγχ...

Επανάσταση 1821: 11 βιβλία για τον Αγώνα των Ελλήνων

Επανάσταση 1821: 11 βιβλία για τον Αγώνα των Ελλήνων

Ενόψει της 25ης Μαρτίου, επιλέγουμε έντεκα βιβλία που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τα περίπλοκλη όσο και μοναδική διαδοχή γεγονότων που ήταν η Ελληνική Επανάσταση. Kεντρική εικόνα: έργο του Λουντοβίκο Λιπαρίνι «Ο όρκος του λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι» (περίπου 1850), μουσείο Μπενάκη.

...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

02 Απριλίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα μεγαλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών: 20 έργα-ποταμοί από την παγκόσμια λογοτεχνία

Πολύτομα λογοτεχνικά έργα, μυθιστορήματα-ποταμοί, βιβλία που η ανάγνωσή τους μοιάζει με άθλο. Έργα-ορόσημα της παγκόσμιας πεζογραφίας, επικές αφηγήσεις από την Άπω Ανατ

ΦΑΚΕΛΟΙ