Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, η Λουκία Δέρβη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ένα καλοκαίρι στο Όουκ Παρκ
Όλοι οι μόνιμοι κάτοικοι του Όουκ Παρκ στο Ιλινόι γνωρίζαμε ότι οι μόνιμοι κάτοικοι του Όουκ Παρκ ήταν καλοί άνθρωποι. Οι περισσότεροι ήμασταν Χριστιανοί, άνθρωποι συντηρητικοί, με ανοιχτές αυλές και στενά μυαλά.
Τα καλοκαίρια, όταν δεν ακολουθούσα τους γονείς μου στην εξοχή, όπου η μητέρα μελετούσε τραγούδι τα πρωινά και ο πατέρας κυνηγούσε, ψάρευε ή κατασκήνωνε με τα αδέρφια μου στα δάση και τις λίμνες του Βόρειου Μίσιγκαν, περνούσα μερικές εβδομάδες στο σπίτι του φίλου μου από το σχολείο, του Τζον.
Ο Τζον κι εγώ είχαμε το ίδιο πάθος: το ποδόσφαιρο. Το ίδιο και πολλά ακόμα παιδιά από τη γειτονιά κυρίως όμως ο Τζακ κι ο Σκοτ που μένανε κι αυτοί στου Τζον κάποια καλοκαίρια μαζί με μένα με σκοπό να δημιουργήσουμε μια μίνι ομάδα και να προπονούμαστε για το φθινόπωρο που θα άνοιγαν τα σχολεία και οι πραγματικοί αγώνες θα άρχιζαν.
Τον Ιούλιο του 1909 ο Τζον κι εγώ θα γινόμασταν δέκα χρόνων. Είχαμε δύο βδομάδες διαφορά, ο Τζον μεγαλύτερος, ενώ ο Τζακ κι ο Σκοτ ήταν κατά ένα και δύο χρόνια ακόμη μεγαλύτεροι. Ήταν η τελευταία βραδιά που θα περνούσα στο σπίτι του γιατί την επομένη ο πατέρας θα ερχόταν να με πάρει για να συνεχίσω τις θερινές μου διακοπές μαζί τους στο Μίσιγκαν.
Ήταν λοιπόν τα γενέθλια του Τζον, 7 Ιουλίου και όλα τα παιδιά από το σχολείο που είχαν ξεμείνει στο Όουκ Παρκ για το καλοκαίρι ήταν καλεσμένα, περίπου είκοσι, ίσως και παραπάνω, αγόρια και κορίτσια, ανάμεσά τους και η Σάλλυ, το πιο ωραίο κορίτσι της τάξης. Φορούσα, θυμάμαι, ένα κοντό μαύρο παντελονάκι και μια άσπρη μακριά μπλούζα, λίγο λερωμένη στα μανίκια, γιατί είχα ξεμείνει από καθαρά ρούχα και ντρεπόμουν να δανειστώ από τον Τζον. Ήμουν ράκος εκείνη τη μέρα∙ είχα χάσει όλα τα τέρματα, ο Σκοτ με είχε κατσαδιάσει άσχημα και επιπλέον άλλο ένα αγόρι (ο Χιού από την οδό Ντέσμοντ) είχε κάνει δώρο στον Τζον το ίδιο βιβλίο με μένα – έναν δερματόδετο τόμο του «Μόμπι Ντικ». Αλλά η θέα της Σάλλυ με τα μακριά καστανά μαλλιά και τα πράσινα γατίσια μάτια με κέντριζε και με παρηγορούσε γι’ αυτό προσπαθούσα να είμαι άνετος και κυρίαρχος του εαυτού μου, κυρίως να μην αφήσω την ελαφριά μελαγχολία και ηττοπάθεια που με διακατείχε εκείνη τη μέρα να φανεί. Είχα κι έναν επιπλέον λόγο να είμαι δύσθυμος στα δέκατα γενέθλια του Τζον: εγώ, στο Μίσιγκαν, δεν θα έπαιρνα τόσα πολλά δώρα ούτε θα έκανα κανένα μεγάλο πάρτι για τα γενέθλιά μου.
Όλα πήγαιναν καλά κι εγώ, φαινομενικά, ήμουν μέσα στην ενέργεια και τα χαμόγελα σαν να χαιρόμουν πραγματικά έως ότου ο Τζον μας κάλεσε όλους να σχηματίσουμε έναν κύκλο γύρω του.
«Παιδιά, σας ευχαριστούμε πολύ, εγώ κι ο Τζον για τα ωραία σας δώρα που μας έδωσαν μεγάλη χαρά. Τώρα ήρθε η σειρά σας να χαρείτε…» είπε η κυρία Κόνορ εύθυμα κι έφερε μια μεγάλη γυάλα με λαχνούς απ’ όπου όλοι διαλέξαμε έναν αριθμό – εμένα μου έτυχε το δέκα.
«Παιδιά, σας ευχαριστούμε πολύ, εγώ κι ο Τζον για τα ωραία σας δώρα που μας έδωσαν μεγάλη χαρά. Τώρα ήρθε η σειρά σας να χαρείτε…» είπε η κυρία Κόνορ εύθυμα κι έφερε μια μεγάλη γυάλα με λαχνούς απ’ όπου όλοι διαλέξαμε έναν αριθμό – εμένα μου έτυχε το δέκα. Η κυρία Κόνορ ήρθε και κάθισε δίπλα σε μένα και τη Σάλλυ με τρία αμπαλαρισμένα κουτιά και παιχνιδιάρικο ύφος.
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, πρόσεξα τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα της Σάλλυ που κι εκείνη κοιτούσε τα δώρα σαν να ήταν τα πιο περιπόθητα αντικείμενα στον πλανήτη, πολύχρωμα κουτιά γεμάτα υποσχέσεις. Και θυμάμαι μετά τα νούμερα να βγαίνουν από το στόμα του Τζον, κάθε νούμερο και μια μαχαιριά, σαν να μην διάβαζε αλλά να έφτυνε.
«8, 16, 2».
Και τα παιδιά της γειτονιάς θυμάμαι, δεν θα τα ξεχάσω ποτέ, τον Φράνκι, την Πώλα, τη Σούζαν που κέρδισαν στην κλήρωση από δύο ρακέτες και δύο μπαλάκια του πινγκ-πονγκ, το πιο ονειρεμένο, πρωτότυπο και λαχταριστό δώρο που θα μπορούσε να ευχηθεί ένα παιδάκι. Η κυρία Κόνορ και ο Τζον έλαμπαν από χαρά. Ειδικά ο Τζον που έγινε αυτομάτως το πιο δημοφιλές αγόρι του σχολείου.
Η Σάλλυ, δίπλα μου, με κοίταξε απελπισμένη. Δεν ξέρω για ποιον λυπόμουν πιο πολύ, για μένα ή για κείνην. Ήμουν σίγουρος πάντως εκείνη τη στιγμή πως αν είχα κερδίσει εγώ τις ρακέτες του πινγκ-πονγκ θα της τις είχα χαρίσει, όσο κι αν κατά βάθος τις ποθούσα κι εγώ.
«Να κάνουμε άλλη μια κλήρωση!» φώναξα με θάρρος, «μια τελευταία!»
«Ναι, ναι!» είπαν όλα τα παιδιά με ενθουσιασμό.
Ο Τζον τράβηξε έναν κλήρο και νομίζω η ανάσα όλων μας κόπηκε για τα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν μέχρι να ανακοινώσει τον αριθμό: «Δέκα!». Σαν να είχα κάποιο ελατήριο από κάτω πετάχτηκα με ορμή. «Εγώ! Εγώ!» φώναξα με χαρά, «τι κερδίζω;» ρώτησα κοιτώντας στα μάτια μια την κυρία Κόνορ και μια την Σάλλυ που τα μάτια της είχαν πάρει να γκριζάρουν από την έξαψη. Και τότε ο Τζον, σηκώθηκε όρθιος, κάγχασε, και μπροστά σε όλους είπε: «Εσύ Έρνι; Εσύ κερδίζεις ένα μεγάλο τίποτα!».
Αυτό το «μεγάλο τίποτα» ήταν που με συνόδευε για χρόνια, σαν να ακύρωνε όλα όσα είχα καταφέρει στη ζωή μου, τα βιβλία που είχα γράψει, τους γάμους και τα παιδιά μου, το μετάλλιο ανδρείας για τον ηρωισμό μου στον Πόλεμο, το Πούλιτζερ ακόμα και το Νόμπελ. Σαν η βραχνή φωνή του Τζον και το «τίποτα» που τόσο αβίαστα κόλλησε δίπλα στο «μεγάλο» να με καταδίωκαν για πάντα, όπως το «Έρνεστ» καταδίωκε το «Χέμινγουεϊ».
* Η ΛΟΥΚΙΑ ΔΕΡΒΗ είναι συγγραφέας.
Τους επόμενους μήνες κυκλοφορεί το καινούργιο της μυθιστόρημα «Θέα Ακρόπολη» (εκδ. Μεταίχμιο).