Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, ο Διονύσης Μαρίνος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Σώμα που φεύγει
Δέκα πόντοι. Σε σχέση με τους πέντε πόντους των προηγούμενων εβδομάδων, αυτό το σπάσιμο της συμμετρίας αποτελούσε ραγδαία εξέλιξη. Τα πράγματα ακολουθούσαν πια δική τους φορά. Δεν μπορούσε να τα ελέγξει, δεν γινόταν να τα προδιαγράψει, ούτε να βρει έναν εξηγήσιμο λόγο γιατί σ’ αυτόν, γιατί τώρα, γιατί έτσι.
Η ζωή του γινόταν σιγά σιγά μια ρευστή ασυμφωνία. Έχοντας συνηθίσει για χρόνια να παρατηρεί την τοπογραφία του προσώπου του στον καθρέφτη, τις χαλαρές στιγμές του ξυρίσματος ή όταν έσπασε με επιμονή κάποιο μπιμπίκι στο μέτωπο, του φάνηκε παράξενο, εκείνη την πρώτη φορά, που η μύτη του είχε συρρικνωθεί σε βαθμό που έμοιαζε αναντίστοιχη με τα υπόλοιπα κομμάτια του φυσιογνωμικού του παζλ.
Του είχε φανεί παράξενο, αλλά δεν έδωσε περισσότερη σημασία. Το σώμα του λειτουργούσε πάντα σαν σφουγγάρι. Μάζευε και άπλωνε ανάλογα με την ψυχική του διάθεση. Σε στιγμές έντασης και αλόγιστου θυμού, τα εσωτερικά του εργαλεία συστρέφονταν, οι κλειδώσεις του γίνονταν εργαστήρια μυτερών πόνων, το στομάχι του μάζευε – τα όρια του εαυτού του μεταλλάσσονταν, σήμαιναν υποχώρηση.
Όταν, όμως, άγγιζε τις πτυχές μιας καινούργιας ευφορίας, ίσως ένας απρόσμενος έρωτας, κάποιος προβιβασμός στη δουλειά του, ένας απογευματινός περίπατος στη θάλασσα, τότε, εντελώς ξαφνικά, αισθανόταν να ξεπηδάει από μέσα του ένα πλεόνασμα εαυτού. Γινόταν ψηλός, τα δάχτυλά του ήταν τόσο μακριά σαν πόδια αράχνης, το μέτωπό του τόσο πλατύ σαν ξέφραγο χωράφι. Στο βάθος της σκέψης του ενέδρευε η σιγουριά ότι ήταν απεριόριστος και τίποτα δεν μπορούσε να τον φυλακίσει μέσα στο οικτρό του σώμα.
Ούτε η μια κατάσταση τον φόβιζε ούτε η άλλη τον έκανε να τρέφει αυταπάτες. Ήξερε πως η ηρεμία της ζωής, αυτό το ακίνητο μάγμα της καθημερινότητας, όταν θα ερχόταν ξανά, γιατί θα ερχόταν, και θα όριζε την κανονικότητά του, τότε θα επέστρεφε στις γνωστές του συντεταγμένες. Ούτε καλύτερος μήτε χειρότερος. Ούτε σφιγμένο άντερο μήτε ξετυλιγμένο κουβάρι. Θα ήταν πάλι αυτός, ο ίδιος, ο πάντα σταθερός και ακούνητος στον βατήρα της ζωής.
Ώσπου συνέβη αυτό με τη μύτη του και τότε σαν κάτι να άλλαξε. Κι ύστερα συνέβη αυτό με τα φρύδια του που άρχισαν να μικρύνουν, όχι να πέφτουν οι τρίχες, όλες έμεναν στη θέση τους, κάθε πόρος διατηρούσε αναλλοίωτο τον θύλακά του, μόνο που τα τόξα πάνω από τα μάτια του έχαναν το σχήμα τους, η έκτασή τους περιοριζόταν σε μια μικρή τούφα σαν κουκίδα πάνω από τους άδειους βολβούς του. Και δεν σταμάτησε εκεί ο περιορισμός, η ισχνότητα, ο μαρασμός – δεν ήξερα πραγματικά πώς θα το πει αυτό που του συνέβαινε.
Η κοιλιά του από λίγο πεταχτή, αποτέλεσμα των ακατάστατων γευμάτων του και της καθιστικής ζωής που του είχαν επιβάλει οι υποχρεώσεις του στο γραφείο, έγινε ίσαλος γραμμή, ακύμαντη παρουσία που δεν ζητούσε να ξανακερδίσει χώρο από τα στενά του παντελόνια, τις ζώνες που σαν σώμα φιδιού τού τύλιγαν τη μέση, τα πουκάμισα που υπό άλλες συνθήκες θα περιόριζαν το ζωτικό της περιβάλλον. Η κοιλιά του δεν υπήρχε πλέον. Μόνο που δεν είχε ακολουθήσει ποτέ κάποιο περιοριστικό διαιτολόγιο, ούτε είχε σταματήσει να καταναλώνει λιπαρά φαγητά και σωρούς από τα πατατάκια και ξηρούς καρπούς. Μην πει και για τις μπίρες που αποτελούσαν καθημερινή του συνήθεια σαν μια βουβή δοκιμασία πνιγμού μέσα σε αφρούς αλκοόλ. Τίποτα από όλα αυτά δεν επενέργησε αρνητικά στη φυσιολογία του σώματός του. Μίκραινε πόντο πόντο. Μετρούσε τον εαυτό του με τη μεζούρα. Είχε αποκτήσει τον πικρό ψυχαναγκασμό των ανορεκτικών δίχως τις αιτίες που προκαλούσαν τα πάθη τους. Με εξαίρεση τα φρύδια που ήταν ένας ευδιάκριτος κρίκος στην αλυσίδα της προσωπικότητάς του, οι άλλες αλλαγές δεν ήταν εμφανείς από τους γύρω του. Κι αν ήταν, τουλάχιστον γίνονταν δεκτές με επευφημίες: «Πακίτο, πώς αδυνάτισες έτσι;», «Πάκο, ξεκίνησες γυμναστική; Σε βλέπω σε εκπληκτική φόρμα», «Καλός είσαι τώρα, μην χάσεις άλλα κιλά».
Κούτσαινε εμφανώς, μπατάριζε απροσχημάτιστα, το αριστερό του πόδι υπολειπόταν του δεξιού, έχανε στα σημεία, χώλαινε δίχως ελπίδα. Χρειάστηκε να γεμίσει το αριστερό του παπούτσι με μια Καινή Διαθήκη τσέπης που του είχε χαρίσει η μάνα του. Ποτέ δεν ξέρεις πού μπορεί να σου φανεί χρήσιμη η πίστη.
Έχασε κι άλλα.
Όχι μόνο κιλά, αλλά και κομμάτια του εαυτού του.
Το πρόβλημα άρχισε να γίνεται δυσεπίλυτο όταν ξύπνησε ένα πρωί και το ένα του πόδι, το αριστερό, δεν στεκόταν στην ίδια ευθεία με το δεξί. Προς στιγμήν νόμισε πως η νύστα τον έκανε να παραπατήσει. Στάθηκε όρθιος αναπνέοντας ήρεμα, σαν στρατιώτης στη σκοπιά, θεωρώντας πως έτσι ό,τι ήταν να διορθωθεί θα διορθωνόταν δίχως τη δική του συνδρομή. Το ίδιο το σώμα του θα έβρισκε πάλι την ισορροπία του.
Δεν συνέβη.
Στο πρώτο βήμα που έκανε παραπάτησε. Σηκώθηκε, έκανε νέα προσπάθεια και το αποτέλεσμα ήταν ξανά το ίδιο. Κούτσαινε εμφανώς, μπατάριζε απροσχημάτιστα, το αριστερό του πόδι υπολειπόταν του δεξιού, έχανε στα σημεία, χώλαινε δίχως ελπίδα. Χρειάστηκε να γεμίσει το αριστερό του παπούτσι με μια Καινή Διαθήκη τσέπης που του είχε χαρίσει η μάνα του. Ποτέ δεν ξέρεις πού μπορεί να σου φανεί χρήσιμη η πίστη. Πονούσε, ναι, πονούσε φρικτά εκείνη την ημέρα στο γραφείο. Οι σκληρές άκρες του βιβλίου τού πλήγωναν τη φτέρνα. Κάθε βήμα ανέβαζε προς τα πάνω και μια σουβλιά, του τσάκιζε τα κόκαλα, έτρεμαν τα γόνατά του, ίδρωνε από την προσπάθεια. Το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις τέλειωσε τη δουλειά του ήταν να πάει στο σούπερ μάρκετ και να αγοράσει διπλούς πάτους.
Το θέμα διευθετήθηκε προς στιγμήν, μια ανήσυχη διευθέτηση βέβαια, αλλά το σίγουρο είναι ότι κανένας δεν κατάλαβε πάνω του κάποια διαφορά. Πόσα πράγματα μπορείς να κρύψεις από τους ανθρώπους. Πόσα ανείπωτα και αόρατα που ουδείς είναι σε θέση να αντιληφθεί αν δεν του το επιτρέψεις εσύ. Μα, και τότε ακόμη υπάρχει η πιθανότητα αυτός που παρατηρεί, ολότελα χωμένος στα δικά του προβλήματα, να αδιαφορήσει, να στρέψει αλλού το βλέμμα, τίποτα να μην του κάνει εντύπωση. Ένα πιο κοντό πόδι; Προς τι τόσος θόρυβος;
Τι γίνεται, όμως, όταν αυτή η παράξενη ασθένεια, –να την πει έτσι;–, στρέψει το ενδιαφέρον της σε άλλα πιο εμφανή σημεία του σώματός του; Το χέρι του. Θεέ μου, το δεξί του χέρι άρχισε να κονταίνει. Στην αρχή πέντε πόντους κάθε βδομάδα, και τώρα δέκα. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κομμάτια του που ελαττώνονταν σταδιακά, όπως το κύμα τρώει τον βράχο για χρόνια, τα χέρια του ακονίζονταν από μια αόρατη δύναμη με την επιδεξιότητα και τη σβελτάδα κάποιου ύπουλου τεχνουργού. Τώρα είχε ένα δεξί χέρι κουλό κι ένα αριστερό πόδι χωλό. Αυτή η ελαττωματική αρμονία, όμως, δεν του επέτρεπε να χαρεί κι ας ήξερε πως θα μπορούσε να είναι χειρότερα τα πράγματα. Σταμάτησε να χαιρετάει τους ανθρώπους, να γράφει με το δεξί (το χέρι του μετά βίας έφτανε στο γραφείο), να κάνει τζόκινγκ, να χορεύει, να πλένει το πρόσωπό του και με τα δύο χέρια. Σταμάτησε να σκέφτεται τον εαυτό του ως αδιαίρετη οντότητα που αλλάζει σταδιακά, μετασχηματίζεται καθώς ο χρόνος περνάει, προσγειώνεται, εντέλει, σε μια ωριμότερη ηλικία έχοντας κάτι χάσει σε σωματική ανάπτυξη, αλλά και κάτι κερδίσει σε εμπειρίες και γνώση.
Ήταν αυτός, αλλά κάποιος άλλος. Ένας ξένος στο δικό του σπίτι.
Μια βδομάδα μετά, όταν η κοπέλα του τον σκούντηξε, τάχα να τον ξυπνήσει να πάει στη δουλειά, δήθεν να δει αν ήταν καλά, έπεσε από το κρεβάτι ανήμπορος. Έβαλε τα χέρια του στήριγμα να σηκωθεί, όμως τα υποστυλώματα του κορμιού του είχαν χαθεί προ καιρού. Σύρθηκε λίγα εκατοστά, αλλά και τα πόδια του ελάχιστη δύναμη του πρόσφεραν. Φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, μόλις ένας συριγμός βγήκε από το στόμα του, σταδιακά χανόταν και η φωνή του, ζητώντας βοήθεια από την κοπέλα. Εκείνη σηκώθηκε βαρύθυμα, στάθηκε από πάνω του και πράγματι έμοιαζε γιγαντιαία, ένα βουνό που έγερνε. Το επόμενο που θυμάται είναι να σκύβει πάνω του, τα κυματιστά μαλλιά της να τον κυκλώνουν, το ρόδινο στόμα της να ανοίγει, τα άσπρα δόντια της να κροταλίζουν, να του λέει με στακάτη φωνή «όλα καλά, όλα καλά» κι ύστερα να του καταφέρνει την πρώτη δαγκωνιά.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων «Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ» (εκδ. Μελάνι).