Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα Κάλεμπ Αζουμά Νέλσον [Caleb Azumah Nelson] «Μικροί κόσμοι» (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 15 Μαΐου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Book Press
1
Καθώς το μόνο πράγμα που μπορεί να λύσει τα περισσότερα από τα προβλήματά μας είναι ο χορός, είναι λογικό ότι εδώ, ακολουθώντας τη λάμψη των μαύρων χεριών σηκωμένων στον αέρα δοξαστικά, ο πάστορας προσκάλεσε εμάς, το εκκλησίασμα, να προσευχηθούμε, κι εμείς επιτρέψαμε σε αυτή την προσευχή να κάνει χώρο, επιτρέψαμε στους εαυτούς μας να εξερευνήσουν τα βάθη και τα ύψη της ύπαρξής μας, επιτρέψαμε στους εαυτούς μας να πουν πράγματα που ήταν ειλικρινή και αληθινά, θεϊκά σχεδόν. Επιτρέψαμε στους εαυτούς μας να μιλήσουν σε αυτούς που είμαστε, αλλά και στους ανθρώπους που θέλουμε να γίνουμε, επιτρέψαμε στους εαυτούς μας να μιλήσουν ήρεμα, μια έκκληση να απαλλαγούμε από την ανάγκη να είμαστε σίγουροι, και να ρωτήσουμε, πότε ήταν η τελευταία φορά που παραδοθήκαμε; Πότε ήταν η τελευταία φορά που ήμασταν τόσο ανοιχτοί; Και προτού δοκιμάσουμε να απαντήσουμε, τα τύμπανα ξεκινούν, ξαφνικά και με σιγουριά. Ακολουθεί μια πυκνή μπασογραμμή, που φτάνει στην καρδιά των πραγμάτων. Ο πιανίστας παίζει μυστικές συγχορδίες από την ψυχή του. Και προτού τελειώσει η εισαγωγή, η χορωδία εμφανίζεται ως διά μαγείας στη σκηνή, και με ένα μικρόφωνο στα χέρια και ένα πλατύ χαμόγελο η ιερέας κατεβαίνει, τραγουδώντας την προσευχή: Ανταλλάσσω τις στεναχώριες μου, ανταλλάσσω την ντροπή μου. Τραγουδάει αυτά τα λόγια, ξέροντας πως αφού βρισκόμαστε σε αυτή την αίθουσα, μάλλον έχουμε γνωρίσει τη θλίψη, έχουμε γνωρίσει την ντροπή. Γνωρίζουμε τον θάνατο σε όλη του την αφθονία, αλλά παίρνουμε πολύ στα σοβαρά τη ζωή μας. Και καθώς το μόνο πράγμα που μπορεί να λύσει τα περισσότερα από τα προβλήματά μας είναι ο χορός, μετατρέπουμε τον θρήνο μας σε κίνηση. Ξεφεύγουμε από τα όρια της σειράς, ξεχυνόμαστε στους διαδρόμους, πλησιάζουμε τον χώρο μπροστά από τη σκηνή, γλιστράμε μέσα.
Βλέπω τον πατέρα μου, πιο μπροστά, ανάμεσα στο εκκλησίασμα, το σώμα του ελεύθερο, να σπαρταράει, χαλαρό. Ανεμίζει ένα μαντίλι στον αέρα, σαν φάρος, σαν να λέει, Είμαι εδώ. Χορεύει χωρίς σταματημό και έπειτα τον βλέπουμε να επιβραδύνει λιγάκι, σαν να έχει χάσει ένα κομμάτι του εαυτού του. Αναζητάει γρήγορα τη μητέρα μου. Τη βρίσκει εύκολα και της κάνει νόημα. Εκείνη αρνείται με μια κίνηση του χεριού, αλλά εκείνος δεν το δέχεται, επιστρέφει εκεί όπου στεκόμαστε, προσπαθεί να την καλοπιάσει να βγει από τη σειρά, τα απαλά τους χέρια πιασμένα τρυφερά, την τραβάει κοντά του, τα χείλια του στο αυτί της, ψιθυρίζει, Είσαι ασφαλής εδώ· όχι μόνο σε αυτό το κτίριο ή σε αυτή την εκκλησία, αλλά στην αγκαλιά του. Χαζεύω τους γονείς μου και βλέπω ότι δύο άνθρωποι κάνουν έναν ολόκληρο κόσμο, καταλαμβάνουν έναν χώρο όπου δεν χρειάζεται να δίνουν εξηγήσεις. Όπου μπορούν να νιώσουν όμορφοι. Όπου ίσως νιώσουν ελεύθεροι.
Σκουντάω τον Ρέιμοντ. Είναι χαρούμενο, αδελφικό το γέλιο που μοιραζόμαστε. Ξέρω πως η πίστη του, όπως και η δική μου, είναι μια καθημερινή πάλη, ότι χρειάστηκε να χτίσει μια εκκλησία κάπου αλλού για να γνωρίσει τον εαυτό του. Κάνουμε τις ίδιες μικρές κινήσεις, έναν μικρό χορό, γιατί, όπως και να ’χει, η μουσική είναι ακατανίκητη. Είμαι ο πραγματικός μου εαυτός μόνο μέσα στα τραγούδια, ανάμεσα σε νότες, σε κείνο το μέρος όπου η γλώσσα υπολείπεται, αλλά τα τύμπανα ίσως αρκούν, ίσως μιλήσουν εκ μέρους μας, ίσως μιλήσουν για ό,τι συμβαίνει στις καρδιές μας. Εκείνη τη στιγμή, καθώς ο ρυθμός της μουσικής επιταχύνεται, μας περικυκλώνει άλλη μια φορά, ξεπερνάει τη φρενίτιδα, πλησιάζει την έκσταση, κι η προσευχή απογειώνεται, Ανταλλάσσω τις στεναχώριες μου, ανταλλάσσω την ντροπή μου, μπαίνω στον πειρασμό να σκουντήξω ξανά τον Ρέιμοντ, να προσπαθήσω να του πω, Μακάρι να ήμασταν πάντα τόσο ανοιχτοί, μακάρι να νιώθαμε πάντα έστω λίγη απ’ αυτή την ελευθερία. Δεν ξέρω αν έχω τα λόγια. Αλλά καθώς το μόνο πράγμα που μπορεί να λύσει τα περισσότερα από τα προβλήματά μας είναι ο χορός, είναι λογικό ότι τώρα, όταν οι γονείς μας μας κάνουν νόημα, πάμε κοντά τους.
Ώσπου μου απαντάει, Δεν πάει τόσος καιρός από την τελευταία φορά που κάναμε πάρτι, κι η πόρτα της Τεζ ανοίγει διάπλατα και πολύ σύντομα δεν είμαστε μόνο ένας ή δύο, αλλά πολλοί. Πολύ σύντομα ξεκινάμε μια άγρια, οργιαστική συζήτηση, επιτρέποντας στους εαυτούς μας να πουν πράγματα που είναι ειλικρινή και αληθινά, θεϊκά σχεδόν.
Αρκετή ώρα μετά τη λειτουργία, αφού η μέρα έχει χάσει πλέον τη λάμψη της, ο ήλιος ένα αχνό φως, κάνουμε τη γνωστή σύντομη διαδρομή ως το σπίτι του θείου Τ, που μας βοηθάει να φορτώσουμε με προσοχή τα ηχεία του στα πίσω καθίσματα του Ρέιμοντ, μας δείχνει πώς να κόψουμε ένα καλώδιο με μια πένσα, να το ξεγυμνώσουμε με τα δόντια μας και να το σφηνώσουμε στο ηχείο, κι η προειδοποίησή του να τα φέρουμε πίσω άθικτα ένας μακρινός ήχος στ’ αυτιά μας καθώς οδηγούμε προς το διαμέρισμα της Τεζ στην οδό Γουόλγουερθ. Όταν παρκάρουμε, βλέπω την Αντελάιν, που τη γνωρίζω τόσο καιρό ώστε ξέρω ακόμα και πώς το φως αγκαλιάζει τον λαιμό της, ξέρω τον ρυθμό της ακόμα και όταν είναι ακίνητη, και βλέποντας την απόσταση που μας χωρίζει πηγαίνω προς το μέρος της, επιτρέποντας σε ένα χαμόγελο να αναδυθεί από τα βάθη της ύπαρξής μου, επιτρέποντας στα μάγουλά μας να αγγίξουν όσο κρατάει η τρυφερή αγκαλιά, και καθώς απομακρυνόμαστε τη ρωτάω, Πότε ήταν η τελευταία φορά που το κάναμε αυτό; Ώσπου μου απαντάει, Δεν πάει τόσος καιρός από την τελευταία φορά που κάναμε πάρτι, κι η πόρτα της Τεζ ανοίγει διάπλατα και πολύ σύντομα δεν είμαστε μόνο ένας ή δύο, αλλά πολλοί. Πολύ σύντομα ξεκινάμε μια άγρια, οργιαστική συζήτηση, επιτρέποντας στους εαυτούς μας να πουν πράγματα που είναι ειλικρινή και αληθινά, θεϊκά σχεδόν. Πολύ σύντομα, από μέσα, ακούμε μια μουσική που αναγνωρίζουμε, ξεφεύγουμε από τα όρια των δωματίων, ξεχυνόμαστε στον κήπο, πλησιάζουμε τον χώρο μπροστά από τον dj, γλιστράμε μέσα σε αυτό τον χώρο, πλαστικά ποτήρια στο χέρι, σηκωμένα πάνω από τα κεφάλια μας, σαν φάροι, σαν να λέμε, Είμαστε εδώ. Πολλοί από μας που έχουμε μαζευτεί εδώ έχουμε χάσει από καιρό την πίστη μας, αλλά πιστεύουμε στ’ αλήθεια στον ρυθμό. Πιστεύουμε στην ικανότητα ενός τετράλεπτου κομματιού να εκτείνει τον χρόνο, μέχρι που να γίνει αγνώριστος, μέχρι που κάθε δευτερόλεπτο να είναι μια αιωνιότητα από μόνο του. Ενώ το «Buy Out Da Bar» του Τσαρμζ παίζει άλλη μία φορά, αυτή η πράξη μια νοσταλγία από μόνη της, μια προσευχή από μόνη της, κι ενώ θέλεις να είσαι το άτομο που ήσουν πριν από λίγο, σκέφτομαι, μακάρι να μπορούσαμε να ήμασταν πάντα τόσο ανοιχτοί, με τρυφερές κινήσεις, ώμο με ώμο, καρδιά με καρδιά, energy energy, gimme that energy, energy.
Πολύ σύντομα φτάνουμε στο Bagel King, το μόνο μαγαζί που ξέρουμε ότι είναι πάντα ανοιχτό. Πολύ σύντομα ο Ρέιμοντ έχει το χέρι του γύρω από τον ώμο μου, το στόμα του στο αυτί μου, μου λέει, Είσαι καλά ρε, και γνέφω μέσα στον χώρο που έχει δημιουργήσει.
Νοσταλγούμε ήδη το χτες, και πολύ σύντομα η Αντελάιν παίζει γκράιμ από τη θέση του dj. «Too Many Man», «I Spy», «21 Seconds». Το «Pow!» αρχίζει να παίζει, μια μπότα ξεκινάει, ξαφνικά και με σιγουριά. Ακολουθεί μια πυκνή μπασογραμμή, που φτάνει στην καρδιά των πραγμάτων. Απόκοσμες συγχορδίες αντηχούν σε όλο τον κήπο. Προτού τελειώσει η εισαγωγή, ο Ρέιμοντ βρίσκεται ως διά μαγείας δίπλα μου, ζητώντας να ξαναμπεί το τραγούδι. Δεν έχω αρκετό χρόνο να του πω αυτό που θέλω πριν το τραγούδι ξαναρχίσει, η εισαγωγή γυμνή, χωρίς λόγια, μας κάνει χώρο. Η πίστα αδειάζει, γυμνή, χωρίς σώματα, ένας κύκλος σχηματίζεται γύρω μας, κάτι κυριεύει τον Ρέιμοντ και μένα καθώς σπρώχνουμε τα όριά του προς κάθε γωνιά του κήπου. Άκου, προσπαθώ να σου πω τι σημαίνει να βρίσκεσαι στη μέση ενός μόσπιτ: Ένας μικρός όμορφος κόσμος στο κέντρο του χάους, ελεύθερος, ανάμεσα σε άκρα που τινάζονται και στίχους που λέγονται φωναχτά σχεδόν. Πολύ σύντομα, έπειτα από την πέμπτη ή έκτη φορά που παίζει το τραγούδι, αρχίζουμε να κουραζόμαστε. Πολύ σύντομα εξαφανιζόμαστε μες στη νύχτα, κατεβαίνοντας κολλημένοι οι τέσσερίς μας την οδό Γουόλγουερθ, σε αναζήτηση φαγητού. Πολύ σύντομα φτάνουμε στο Bagel King, το μόνο μαγαζί που ξέρουμε ότι είναι πάντα ανοιχτό. Πολύ σύντομα ο Ρέιμοντ έχει το χέρι του γύρω από τον ώμο μου, το στόμα του στο αυτί μου, μου λέει, Είσαι καλά ρε, και γνέφω μέσα στον χώρο που έχει δημιουργήσει. Πολύ σύντομα, ένα χέρι από πίσω μου τυλίγεται γύρω από το σώμα μου, και ξέρω ότι είναι η Ντελ. Γνωριζόμαστε τόσο καιρό που ξέρει πώς το φως αγκαλιάζει τον λαιμό μου, ξέρει τον ρυθμό μου ακόμα και όταν είμαι ακίνητος. Πολύ σύντομα τραγουδάμε α καπέλα και ακούμε μουσική από ηχεία κινητών, και καθώς το μόνο πράγμα που μπορεί να λύσει τα περισσότερα από τα προβλήματά μας είναι ο χορός, χορεύουμε οι δυο μας στο πεζοδρόμιο.
Πολύ σύντομα, πάρα πολύ σύντομα, είναι ώρα να χωριστούμε. Αυτοί που είναι μαζί εξαφανίζονται μες στη νύχτα, κολλάνε πιο κοντά ο ένας στον άλλο. Όσοι είναι μόνοι λαχταρούν τα γόνατα που χτυπούν μεταξύ τους επιστρέφοντας στο σπίτι, ένα απαλό άγγιγμα στο κατώφλι, την πρόσκληση μέσα σε ένα άδειο σπίτι. Είμαστε νέοι και συχνά δυσκολευόμαστε να εκφράσουμε τι ακριβώς είναι αυτό που έχουμε ανάγκη, αλλά ξέρω πως όλοι εκτιμάμε την εγγύτητα.
Χαμογελάει με τη συστολή μου και της ανταποδίδω το χαμόγελο. Κάτι τέτοιες στιγμές, όταν είμαι μαζί της, ξέρω ότι δύο άνθρωποι κάνουν έναν ολόκληρο κόσμο, καταλαμβάνουν έναν χώρο όπου δεν χρειάζεται να δώσουν εξηγήσεις.
Αυτά σκέφτομαι καθώς η Ντελ κι εγώ παίρνουμε το νυχτερινό λεωφορείο της επιστροφής για το Πέκαμ – ο Ρέιμοντ έχει εξαφανιστεί μες στη νύχτα, οπότε μένουμε μόνο οι δυο μας. Κοιμάται, το μαλακό της μάγουλο ακουμπάει στον ώμο μου όσο κρατάει το σύντομο ταξίδι. Κατεβαίνουμε από το λεωφορείο, προχωράμε στον δρόμο του σπιτιού της, ένα απαλό φως στο κατώφλι, σαν φάρος. Είναι η πιο ήσυχη στιγμή της βραδιάς. Την κοιτάζω. Χώνω τα χέρια μου στις τσέπες, αποστρέφω για λίγο το βλέμμα κοιτάζοντας το έδαφος, κι έπειτα της ρίχνω άλλη μια ματιά. Χαμογελάει με τη συστολή μου και της ανταποδίδω το χαμόγελο. Κάτι τέτοιες στιγμές, όταν είμαι μαζί της, ξέρω ότι δύο άνθρωποι κάνουν έναν ολόκληρο κόσμο, καταλαμβάνουν έναν χώρο όπου δεν χρειάζεται να δώσουν εξηγήσεις. Όπου μπορούν να νιώσουν όμορφοι. Όπου ίσως νιώσουν ελεύθεροι.
Τα χείλια της Ντελ φωλιάζουν για λίγο στο μάγουλό μου και τραβάμε ο ένας τον άλλον πιο κοντά. Δεν λέμε αντίο –γνωρίζουμε τον θάνατο σε όλη του την αφθονία και το αντίο ακούγεται σαν τέλος– αντί γι’ αυτό, μετά την αγκαλιά μας, χτυπάμε μαλακά τις γροθιές μας, μια κίνηση που συνοδεύεται από ένα τα λέμε σύντομα, που δεν είναι τόσο ένα αντίο όσο μια υπόσχεση να μείνουμε ζωντανοί.
2
Λίγες ώρες μετά, ηλιαχτίδες τρυπώνουν από μια χαραμάδα στις κουρτίνες. Είναι πολύ νωρίς, παρόλο που δεν έχω κοιτάξει την ώρα. Το κρεβάτι του Ρέι είναι άδειο, άστρωτο. Πιέζω τον εαυτό μου να σηκωθεί, γιατί ξέρω ότι πρέπει να πάω δουλειά. Ο κόσμος παραπαίει για μια στιγμή, έπειτα έρχεται στα ίσια του. Κάτω, ο Ρέι είναι αραχτός στον καναπέ, με ένα μπουκάλι μπίρα στο χέρι, σαν το πάρτι να μη σταμάτησε ποτέ.
«Λίγο νωρίς για ποτό» λέω γνέφοντας προς το μπουκάλι.
«Λίγο αργά για ξύπνημα».
«Τώρα με τάπωσες. Πού είναι η μαμά;»
«Έξω».
«Πού είναι ο μπαμπάς;»
«Έξω».
Στην τηλεόραση παίζουν φάσεις από το πρωτάθλημα. Ξέρω ότι ο Ρέι μπορεί να συζητάει ή να παρακολουθεί τις φάσεις, όχι όμως και τα δύο, κι έτσι εγκαταλείπω προσωρινά την προσπάθεια, προτιμώ να πάω προς την κουζίνα, να δω αν το ψυγείο έχει τίποτα για φαγητό. Τα περισσότερα τάπερ στα ράφια περιέχουν φαγητά που η μαμά κόπιασε να τα ετοιμάσει, κάτι βαρύ και σπιτικό, από κείνα τα φαγητά που γεμίζουν το σπίτι με λαχτάρα μια ολόκληρη μέρα, από κείνα που μπορείς να καταβροχθίσεις στα γρήγορα κι έπειτα να βρεθείς σε μια παράξενη κατάσταση αποχαύνωσης, όπου το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να γνέφεις και να λες πόσο υπέροχο ήταν το φαγητό. Ξέροντας ότι σε τέτοια κατάσταση δεν μπορώ να δουλέψω, συνεχίζω να ψάχνω για κάτι πιο ελαφρύ, ώσπου βρίσκω μια καφέ σακούλα παραχωμένη στην πόρτα του ψυγείου. Δύο μπιφτέκια. Τα ζεσταίνω και τα βάζω σε πιάτα, ένα για μένα, ένα για τον Ρέι. Όταν επιστρέφω, κατεβάζει τα πόδια από τον καναπέ, μου κάνει χώρο. Τρώμε, γρήγορα, κάθε μπουκιά καίει αρκετά, αλλά δεν πειράζει, τρώμε.
«Τι έχει το πρόγραμμα σήμερα;»
Ο Ρέι κουνάει το κεφάλι του, ανασηκώνει τους ώμους του.
«Δεν έχω ιδέα. Μπορεί να βγω με την Ντεμπ».
«Την Ντεμπ; Την Τεζ, θες να πεις».
«Μπα, τα ’χει πάρει μαζί μου».
«Γιατί;»
«Γιατί συνεχίζω να βγαίνω με την Ντεμπ».
«Πας γυρεύοντας, φίλε».
«Εγώ; Ποτέ» λέει με ένα παιδικό, διόλου πειστικό χαμόγελο. Βουλιάζει ξανά στον καναπέ, χασμουριέται χωρίς έλεος. «Εσύ, τι λέει;»
«Δουλεύω. Να σου πω, θέλω μια χάρη».
«Αν πρόκειται για λεφτά, είμαι πανί με πανί».
«Όχι – θέλω να μου δανείσεις το κουστούμι σου. Για τον χορό της αποφοίτησης».
Ο Ρέι κάνει μια γκριμάτσα, δείχνει μπερδεμένος. «Πλάκα κάνεις, ο χορός σου είναι απόψε;»
«Ναι».
Ο Ρέιμοντ μεταμορφώνεται, γίνεται ο πατέρας μας, ξεφυσάει, ο τόνος της φωνής του είναι μπάσος και σίγουρος.
«Εσείς η νεολαία, όλα την τελευταία στιγμή, σαν να το παρακάνατε, μου φαίνεται!»
Ο Ρέιμοντ δεν θέλει και πολύ για να συνεχίσει, αλλά εκλαμβάνει το γέλιο μου ως σημάδι, και ξεκινάει τον αγαπημένο μονόλογο του πατέρα μας: «Όταν εγώ ήμουν στην ηλικία σας…» Στην ηλικία μου, τα δεκαοχτώ, ο μπαμπάς είχε ήδη μετακομίσει από την Άκκρα στο Λονδίνο, είχε ήδη αρχίσει να στήνει τη ζωή του, πράγμα που μας υπενθυμίζει συχνά. Το λογύδριο του Ρέιμοντ γίνεται όλο και πιο υπερβολικό και εξωφρενικό, λίγο το ύφος, λίγο οι χειρονομίες, λίγο το περιεχόμενο, μέχρι που πέφτουμε κι οι δυο κάτω απ’ τα γέλια, κι όταν αυτά σβήνουν, πέφτει μια σιωπή που δεν είναι καθόλου αμήχανη. Απέξω, ακούμε βήματα, μπάλες στο τσιμέντο, παιδιά που πάνε να περάσουν τις καλοκαιρινές τους μέρες στο πάρκο.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Το μόνο πράγμα που μπορεί να λύσει τα προβλήματα του Στίβεν είναι ο χορός. Χορεύει με την καλύτερή του φίλη Ντελ στο σαλόνι, σιγοτραγουδάνε χαρούμενα, τόσο κοντά που τα κεφάλια τους σχεδόν ακουμπάνε. Χορεύει μόνος του στο σπίτι, με τους δίσκους του πατέρα του, ανακαλύπτοντας τα θραύσματα ενός ανθρώπου που δεν γνώρισε ποτέ πραγματικά.
Ο Στίβεν ξέρει ποιος είναι πραγματικά μόνο μέσα από τη μουσική. Τι γίνεται όμως όταν ο ήχος της αρχίζει να χαμηλώνει και να χάνεται; Όταν ο πατέρας του μιλάει για ντροπή και θυσίες, όταν το σπίτι του δεν είναι πια δικό του; Πώς θα βρει χώρο για τον εαυτό του, ένα μέρος όπου θα νιώσει όμορφος, ένα μέρος όπου ίσως καταφέρει να νιώσει ελεύθερος;
Τρία καλοκαίρια στη ζωή του Στίβεν. Από το Λονδίνο στην Γκάνα, και πάλι πίσω. Ένα συναρπαστικό και συγκινητικό μυθιστόρημα για τους κόσμους που χτίζουμε για τον εαυτό μας, τους μικρούς κόσμους μέσα στους οποίους ζούμε, χορεύουμε και αγαπάμε.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Caleb Azumah Nelson (Κάλεμπ Αζουμά Νέλσον, γ. 1993) είναι Βρετανο-γκανέζος συγγραφέας και φωτογράφος. Ζει στο Λονδίνο. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στο Litro, ενώ ήταν στη βραχεία λίστα για το BBC National Short Story Award 2020 με το διήγημα «Pray» και επελέγη ως ένας από τους 10 καλύτερους πρωτοεμφανιζόμενους μυθιστοριογράφους του 2021 από τον Observer. Για την Ανοιχτή θάλασσα κέρδισε το βραβείο Costa 2021, το βραβείο Dylan Thomas και ήταν υποψήφιος για το National Book Award. Το μυθιστόρημα Μικροί κόσμοι βρέθηκε στη βραχεία λίστα του Orwell Prize for Political Fiction 2023.