Στην Αναστασία Καμβύση
Ο σκηνοθέτης μιλά για τον Κοινό Λόγο της Έλλης Παπαδημητρίου, την παράσταση που παρουσιάζει τo Θέατρο του Νέου Κόσμου την Τετάρτη 19 και την Πέμπτη 20 Ιουνίου στο Φεστιβάλ Αθηνών (Πειραιώς 260). Στη συνέχεια ο Κοινός Λόγος θα περιοδεύσει σε όλα τα μεγάλα φεστιβάλ και θέατρα της Ελλάδας.
Από το καλοκαίρι του 1997, στην αυλή της ζυθαποθήκης του ΦΙΞ, στα «χαλάσματα ενός αθηναϊκού σπιτιού» που θα γινόταν το θεατρικό σας σπίτι όλα αυτά τα χρόνια, στο Φεστιβάλ Αθηνών. Τι σας οδήγησε σε ένα νέο ανέβασμα;
Η βαθιά σχέση που έχω με τα κείμενα του Κοινού Λόγου και οι μνήμες μου από την Έλλη Παπαδημητρίου, που είναι μια από τις σημαντικές συναντήσεις της ζωής μου. Αυτά τα κείμενα, που με το ένα πόδι πατάνε στην προφορική ιστορία και με το άλλο στη λογοτεχνία, οι αφηγήσεις ανωνύμων που συγκέντρωσε η Έλλη, ο λόγος αλλά και η πραγματικότητα που μεταφέρουν, έχουν μια γνησιότητα που δεν επιτρέπει στο χρόνο να τα αγγίξει. Όπως ξέρουμε, η κάθε εποχή έχει τη δική της ματιά στην Ιστορία, τις δικές της κυρίαρχες τάσεις. Τα 16 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από το πρώτο ανέβασμα είναι αρκετός και κυρίως πυκνός χρόνος. Ένιωσα την ανάγκη να ξανακοιτάξω αυτά τα κείμενα στο φως των σημερινών δυσκολιών μας. Να δω τι έχουν να μας πουν σήμερα.
Ούτε εγώ είμαι ακριβώς ο ίδιος, ούτε η εποχή μας, ούτε το θέατρο. Το υλικό βέβαια, όπως είπα, είναι από τα πιο ανθεκτικά. Ωστόσο κάποιες αφηγήσεις αντικαταστάθηκαν από άλλες, συμπληρώσαμε κάποια κενά, θελήσαμε να αναδείξουμε κάποια θέματα που η εποχή μας τα έχει φέρει σε πρώτο πλάνο. Λόγου χάρη, τι υποδοχή βρήκαν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες; Αντιμετώπισαν προβλήματα; Αυτό το θέμα δε μας είχε απασχολήσει στο πρώτο ανέβασμα. Και φυσικά η αισθητική της παράστασης είναι προσαρμοσμένη στο σημερινό αισθητήριο. Με σκηνικό ένα μνημείο, όχι σαν κι αυτά που φτιάχνουν οι εξουσίες σε δημόσιους χώρους για τους δικούς τους σκοπούς, αλλά ένα δικό μας μνημείο, από αυτά που φτιάχνουν οι λαοί με την καρδιά, το αίμα και το δάκρυ. Και η σχέση των ηθοποιών με το κοινό είναι πιο μετωπική, κάτι που οδηγεί σε ακόμα πιο λιτή κινησιολογία και «θεατρικότητα».
Οι ηθοποιοί που έχετε αυτή τη φορά στη διάθεσή σας, οι Λυδία Κονιόρδου, Ελένη Κοκκίδου, Μαρία Κατσανδρή, Ελένη Ουζουνίδου, Τάνια Παλαιολόγου, όλες τους εκλεκτά μέλη μιας "εθνικής γυναικών της υποκριτικής", με ποιο τρόπο επηρέασαν τις σκηνοθετικές οδηγίες που δώσατε αυτή τη φορά;
Αγαπώ και τιμώ τις ηθοποιούς με τις οποίες πρωτοανέβηκε ο Κοινός Λόγος, έχω τη φωνή τους μέσα στ’ αυτιά μου, αλλά ξέρω πως με τα ίδια πρόσωπα δεν θα μπορούσα να ξαναδώ τις αφηγήσεις αυτές απ’ την αρχή. Οι καινούριες ερμηνεύτριες, με την ευαισθησία και την προσωπικότητά της η καθεμιά, ανασύρουν άλλους θησαυρούς από τα κοιτάσματα του κοινού λόγου.
Έφεραν κι εκείνες τις μνήμες τους στην παράσταση;
Δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Η ιστορία του 20ου αιώνα έχει σημαδέψει έμμεσα ή άμεσα τις ζωές όλων μας. Οι ηθοποιοί φέρουν τις μνήμες χαραγμένες στο σώμα τους.
Στην οικογένειά σας υπάρχει προσφυγικό στοιχείο;
Η μητέρα μου είχε καταγωγή από τη Σμύρνη, γεννήθηκε εδώ, οι συγγενείς της έμεναν στην Καισαριανή. Ο πατέρας μου ήταν Κωνσταντινουπολίτης, ήρθε στη Μυτιλήνη παιδί, τη δεκαετία του ’30.
Οι γυναίκες βιώνουν τις εθνικές καταστροφές με άλλο τρόπο απ’ ό,τι οι άνδρες, οι οποίοι συχνά πρωταγωνιστούν σε αυτές, είτε σχεδιάζοντας και προκαλώντας τες, είτε πολεμώντας σε αυτές. Τι είναι αυτό που σας συγκίνησε, ποιος είναι ο πυρήνας του Κοινού Λόγου;
Νιώθω θαυμασμό και τρυφερότητα για τις γυναίκες, που φορτώνονται το βάρος του πένθους που σκορπίζουν οι άντρες στο διάβα τους. Αλλά ο πυρήνας του Κοινού Λόγου υπερβαίνει τον γυναικείο κόσμο: είναι η μοίρα του ανθρώπου (πώς να το πω αλλιώς), το γέλιο και το δάκρυ, οι δεσμοί με τόπους και ανθρώπους, το σιδερένιο χέρι της Ιστορίας που σαρώνει ζωές, ο αγώνας του ανθρώπου για την επιβίωση και την αξιοπρέπειά του, για το δίκιο του. Με τη δύναμη που έχει ο λόγος των απλών ανθρώπων, που συναντά υπόγεια τους Τραγικούς.
Πιστεύετε πως αυτή η χώρα έχει σταματήσει να μιλά για τον εμφύλιο; Όποια απάντηση και να δώσει κανείς, γεγονός παραμένει ότι αυτή η χώρα δεν έχει ξεπεράσει εκείνη την περίοδο της ιστορίας της. Τι μας εμποδίζει από το να την επαναλάβουμε;
Πιστεύω πως υπάρχει ανάγκη να προχωρήσουμε μπροστά σαν λαός, όπως υπάρχει ανάγκη να θυμόμαστε. Αυτά τα δυο αλληλοσυμπληρώνονται. Εμείς δεν τα πάμε καλά σε κανένα. Ούτε μνήμη διαθέτουμε ούτε μπορούμε να ξεκολλήσουμε από το τέλμα. Πώς τα καταφέρνουμε;
Στις μέρες μας υπάρχει πόλωση πολιτική και οικονομική και δυστυχώς βαθειά κοινωνική. Πού βλέπετε να μας οδηγεί;
Τις συνέπειες της οικονομικής, πολιτιστικής, κοινωνικής και ανθρωπιστικής καταστροφής τις βλέπουμε ανάγλυφα στο πολιτικό επίπεδο – και δεν εννοώ μονάχα τις τερατογενέσεις. Οι πολιτικές δυνάμεις είναι διαιρεμένες και ζουν η καθεμιά στο μικρόκοσμό της (χωρίς να θεωρώ πως είναι όλες ίδιες). Η αναγέννηση πρέπει να ξεκινήσει από τα κάτω, η κατάθλιψη να δώσει τη θέση της σε πιο παραγωγικά συναισθήματα.
Θα ταξιδέψετε με τον Κοινό Λόγο σε όλη την Ελλάδα. Νιώθετε πως υπάρχουν πόλεις στις οποίες ο Λόγος αυτός θα προκαλέσει μεγαλύτερη συγκίνηση;
Οι πόλεις και τα χωριά που εγκαταστάθηκαν οι μικρασιάτες πρόσφυγες, Πόντιοι, Ανατολίτες, Σμυρνιοί και τόσοι άλλοι. Οι πόλεις και τα χωριά όπου ο Εμφύλιος άφησε πιο έντονο αποτύπωμα. Και βέβαια η Αθήνα και ο Πειραιάς.
Πιστεύετε ότι μια παράσταση μπορεί να συμβάλει στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο ο κόσμος βλέπει τα πράγματα. Θα μπορούσε μια παράσταση όπως ο Κοινός Λόγος να γίνει αφορμή για να δει η ελληνική κοινωνία με άλλο μάτι το μεταναστευτικό ζήτημα;
Ο Κοινός Λόγος απευθύνεται στο συναίσθημα και στο μυαλό, δεν είναι απλώς μια βουτιά στη μνήμη. Βλέποντας τα πάθη των παλιότερων δεν μπορεί παρά να σκεφτόμαστε τη δική μας στάση σήμερα. Το θέατρο έχει μια πολύτιμη διάσταση αυτογνωσίας, μπορεί να κινητοποιεί τη σκέψη και να επηρεάζει τις συνειδήσεις. Η στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες είναι ένα μελανό σημείο. Μακάρι το θέατρο, μέσα από τη συγκίνηση που προσφέρει, να ξυπνάει ευαισθησίες.
Τις μαρτυρίες ποιων γυναικών πιστεύετε ότι θα αναζητούσε σήμερα η Έλλη Παπαδημητρίου;
Κανείς δεν ξέρει, για να απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση θα ’πρεπε να δω την Έλλη έξω από την εποχή της, κι αυτό είναι αυθαίρετο. Έστω όμως. Πιστεύω πως θα ήταν και σήμερα στραμμένη στους απλούς ανθρώπους. Η Έλλη ήταν ισχυρή και ανεξάρτητη προσωπικότητα, πολυτάλαντη, αυστηρή, στρατευμένη στην υπόθεση της Αριστεράς και του λαϊκού πολιτισμού, χωρίς πολλή συμπάθεια για τον φεμινισμό ας πούμε ή τα σύγχρονα ρεύματα ή το Μάη του ’68. Αλλά αυτό είναι μερικές φορές το τίμημα ενός σπουδαίου έργου. Η εμμονική προσήλωση σ’ ένα στόχο, που σε κάνει λιγότερο ανοιχτό σε άλλα πράγματα. Μπορεί η Δόμνα Σαμίου να μην καταλάβαινε τον Αγγελάκα. Και τι πειράζει;
Μέσα από τις αναμνήσεις αυτών των γυναικών, τις περιγραφές και τα στιγμιότυπα από τη ζωή τους, αναδεικνύονται τα ελαττώματα και οι αρετές αυτού του λαού. Ακούγοντάς τες να τα περιγράφουν ξανά και ξανά, ποιο θα λέγατε ότι είναι ο μεγαλύτερο ελάττωμα των Ελλήνων; Και ποια η μεγαλύτερη αρετή τους;
Οι ιστορητές του Κοινού Λόγου είναι κι αυτοί άνθρωποι σαν όλους τους άλλους, με τις αδυναμίες και τα ελαττώματά τους. Ωστόσο αυτά είναι σε δεύτερο πλάνο. Η διαδικασία να μιλήσεις για τη ζωή σου, με τις συνθήκες που δημιουργούσε η Παπαδημητρίου γι’ αυτό, ήταν καθαρτήρια. Έφερνε στην επιφάνεια τον καλό εαυτό των ανθρώπων. Δύσκολο λοιπόν να μιλήσω για το ελάττωμα της φυλής, όπως συνάγεται από τις αφηγήσεις των γυναικών. Σε μια εποχή που ο γυναικείος κόσμος απείχε από τον ανδρικό περισσότερο απ’ ό,τι σήμερα, η αρετή αυτών των γυναικών είναι η αξιοπρέπεια, η αυτοθυσία, η αστείρευτη δύναμη για ζωή.
Σκέφτομαι πάντα πως οι άνθρωποι, όπως και οι λαοί, έχουν ελαττώματα, έχουν όμως και στιγμές που τα υπερβαίνουν όλα αυτά. Οι στιγμές αυτές είναι μικρά και μεγαλύτερα γεγονότα, ιστορικές συγκυρίες που μας εμπνέουν. Εκεί για μένα είναι το ζήτημα. Πώς θα φτάσουμε σε ένα κοινό όραμα όλοι όσοι θέλουμε να ζήσουμε χωρίς να πατάμε επί πτωμάτων. Περάσαμε μια φάση ατομισμού, βολέματος, χωρίς να αναλαμβάνουμε ο καθένας τις ευθύνες του. Παραδοθήκαμε σ’ ένα μοντέλο που δε μας αξίζει. Το θέμα είναι τώρα τι κάνουμε.
Η ταυτότητα της παράστασης:
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Σκηνικά - κοστούμια: Αντώνης Δαγκλίδης
Επιλογή & διδασκαλία τραγουδιών: Κώστας Βόμβολος
Επιμέλεια κίνησης: Αγγελική Στελλάτου
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Φωτογραφίες: Μαριλένα Σταφυλίδου
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Λυδία Κονιόρδου, Ελένη Κοκκίδου, Μαρία Κατσανδρή, Ελένη Ουζουνίδου, Τάνια Παλαιολόγου