Για την παράσταση του κολομβιανού θιάσου Mapa Teatro «Οι αγνοούμενοι: ένα τρίπτυχο», η οποία παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Του Νίκου Ξένιου
Είδαμε την εκρηκτική παράσταση «Οι αγνοούμενοι: ένα τρίπτυχο» του κολομβιανού θιάσου Mapa Teatro, ένα αρχείο εγκαταστάσεων εικαστικού χαρακτήρα που ως τρίπτυχο σχολιάζει τα υπολείμματα και τα ίχνη πολιτικών συνθημάτων και ιδεολογιών που ήδη έχουν περάσει στο παρελθόν. Φιλαρμονικές αυτοσχέδιες, αθώα παιδιά που παρακολουθούν καθισμένα στον καναπέ του σαλονιού τους, η οργιώδης βλάστηση που εισβάλλει στη σκηνή και ένας καθρέφτης προς το κοινό είναι οι καινοτομίες μιας εκστατικής παράστασης, που με υπερρεαλιστικά εργαλεία παραπέμπει στις απολεσθείσες σημασίες των λέξεων και με άγρια επιθετικότητα ανακεφαλαιώνει τον παραλογισμό της σύγχρονης ιστορίας της Λατινικής Αμερικής.
Εορτασμός και αίμα
Η Επανάσταση είναι ένα κενό φώνημα, ποτέ δεν ξεκινά, και η Λατινική Αμερική μένει με το φάσμα της βίας στη θέση της, επιστολισμένο με σερπαντίντες και κομφετί. Ο Εσκομπάρ έχει ανοίξει τον δρόμο για αυτές τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις, όταν απηύθυνε τον δημόσιο λόγο του στις φτωχογειτονιές του Μεντεγίν.
Αφορμή για αιματοχυσία θα μπορούσε να είναι ένα παιδικό πάρτι γενεθλίων, μια οικογενειακή γιορτή στο λίβινγκ ρουμ ενός μικροαστικού σπιτιού, εκεί όπου το ραδιόφωνο συνεχίζει να παίζει επίμονα τη φράση «Η Επανάσταση είναι γιορτή» ή τη φράση «Το καρναβάλι τέλος. Ώρα για Επανάσταση!»: όμως η Επανάσταση είναι ένα κενό φώνημα, ποτέ δεν ξεκινά, και η Λατινική Αμερική μένει με το φάσμα της βίας στη θέση της, επιστολισμένο με σερπαντίντες και κομφετί. Ο Εσκομπάρ έχει ανοίξει τον δρόμο για αυτές τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις, όταν απηύθυνε τον δημόσιο λόγο του στις φτωχογειτονιές του Μεντεγίν.
Δεύτερη αφορμή εορτασμού είναι η εθνική γιορτή σε κάποιο απόμακρο χωριό των Γκουάπι των ακτών του Ειρηνικού. Ή η θρησκευτική γιορτή: των «Αγίων Αθώων», στις 28 Δεκεμβρίου (Los santos inocentes, με τις χαρακτηριστικές αφροαμερικανικές του τελετές, γκροτέσκο μάσκες και αμφίφυλες εμφανίσεις, το γνώρισμα της έκστασης και το γνώρισμα της μέθης, με το σκηνικό μιας οργιώδους ζούγκλας να ανοίγεται στο βάθος και να κυριαρχεί στη σκηνή). Η διάνοιξη των οριζόντων του θεατή από τα ελάχιστα τετραγωνικά του συμβατικού καθολικού διαμερίσματος στη χαρακτηριστική βλάστηση της κολομβιανής ζούγκλας είναι το κύριο γνώρισμα αισθητικής που διακρίνει την παράσταση αυτήν.
Τρίτη αφορμή για φιέστα είναι ένα ιδιωτικό πάρτι όπου ο ηγέτης (ή το φάντασμα του ηγέτη) ενός από τα πιο διάσημα καρτέλ ναρκωτικών βγάζει δημόσιο λόγο υπέρ της νομιμοποίησης των παραισθησιογόνων ουσιών, ενώ από πίσω μια μπάντα παίζει μουσική. Η αγαπημένη μπάντα του Πάμπλο Εσκομπάρ (Los Incontados).
Ο εκφερόμενος λόγος και η παραφθορά της ιδεολογίας
Στους δρόμους της Μπογκοτά για δυο συνεχείς δεκαετίες τα ξεκοιλιασμένα πτώματα κυριαρχούσαν. Ο λόγος της πολιτικής είχε ήδη υποσκελιστεί από το άλεκτο του πένθους, αλλά το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν ένας φόβος που άγγιζε τα όρια της τρέλας.
Ο δημόσιος λόγος αυτού του είδους ναρκεμπόρων όπως ο Εσκομπάρ, η ανάμειξη των οποίων στην πολιτική υπήρξε βεβιασμένη και παρελκόμενη, χαρακτηρίζει και τη γενικότερη παθητικότητα των λαϊκών μαζών σε ό,τι αφορά την άσκηση βίας. Αυτά ισχύουν ως μια γενική παρατήρηση της κολομβιανής πραγματικότητας μέχρι και σήμερα. Επίσης, πολύ ενδιαφέρουσα είναι η αντιπαράθεση, από την εκφωνήτρια, των διαφορετικών εννοιολογικών φορτίσεων που προσδίδει η μεγαλοαστική τάξη της Κολομβίας σε λέξεις που οι μάζες τις προσλαμβάνουν πολύ διαφορετικά: «Επανάσταση», «Αντιπολίτευση», «Κοινοβουλευτισμός», «Συμβιβασμός», «Κόμμα», «Ειρήνη», «Πόλεμος», «Αξιοπρέπεια», λέξεις που συστηματικά απονοηματοδοτούνται.
Υπό μικροπολιτική σκοπιά, όπως και υπό το πρίσμα της ποίησης, το Mapa Teatro έρχεται καχύποπτα να καταγράψει και έρχεται με θάρρος και παρησία να ανακοινώσει για μιαν ακόμη φορά τον δημόσιο, τον ιδιωτικό και τον απόλυτα εμπιστευτικό λόγο διαφορετικών ειδών ανθρώπων που συγκεντρώνονται, με τη μια ή την άλλη ευκαιρία, «θεατροποιώντας» με υπερρεαλιστικό τρόπο τη βία και τα αποτελέσματά της. Ο λόγος του «βαρώνου» των ναρκωτικών ηχεί και σε εκείνα τα ιδιωτικά πάρτι των ναρκεμπόρων στη Hacienda Nápoles, όπου ένα σωρό κόσμος σφαγιάστηκε: τα νούμερα είναι τεράστια. Στους δρόμους της Μπογκοτά για δυο συνεχείς δεκαετίες τα ξεκοιλιασμένα πτώματα κυριαρχούσαν. Ο λόγος της πολιτικής είχε ήδη υποσκελιστεί από το άλεκτο του πένθους, αλλά το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν ένας φόβος που άγγιζε τα όρια της τρέλας.
Οι μορφές παρουσίασης αυτών των διαφορετικών μορφών εκφερόμενου λόγου (παραστασιακές, θεατρικές, οπτικοακουστικές), τα οπτικά και ακουστικά αρχεία, τα ντοκουμέντα και οι μαρτυρίες, τα τσιτάτα των θεωρητικών κοινωνιολόγων και τα αποσπάσματα από τα media παράγουν ένα νέο είδος, που αποκαλείται από τους ίδιους τους δημιουργούς ethno-fiction ή θεατρ-ουργία με υλικό την επικαιρότητα και την καθημερινότητα (αυτό που εμείς αποκαλούμε «θέατρο-ντοκουμέντο»). Ο σαρκασμός και ο ωμός, ανεπεξέργαστος ρεαλισμός προφανώς ανταποκρίνεται στον μέσο κολομβιανό νου, όσο δε για την περαιτέρω κοινοποίησή του, όλες οι μαρτυρίες ήδη από το δεύτερο ήμισυ του περασμένου αιώνα συνθέτουν μια τεράστια αλληγορική φιέστα αίματος και υστερίας που παίρνει μορφή εφιάλτη.
Σουρρεαλιστική ανατομία της βίας: οι καλλιτέχνες
Στις 2 Δεκεμβρίου 1993 οι κυβερνητικοί σκοτώνουν τον πρώτο ναρκέμπορα, τον Πάμπλο Εσκομπάρ. Για τους Κολομβιανούς το φάσμα είναι οικείο, για το παγκόσμιο κοινό επίσης. Η πραγματικότητα είναι οδυνηρή και απογοητευτική, ενώ η Τέχνη έρχεται να απεικονίσει, να υπαινιχθεί, να ερμηνεύσει όλα αυτά.
Από το 1964 και στο εξής η ζωή στην Κολομβία, δημόσια και ιδιωτική, σφραγίζεται από τις φιγούρες των μεγαλεμπόρων κοκαΐνης. Στην πρόσφατη ιστορία της χώρας όσοι άσκησαν βία (οι αριστεροί γκερίλας του ανταρτοπόλεμου, οι διακινητές ναρκωτικών και οι δεξιές παραστρατιωτικές οργανώσεις) άντλησαν από τον εορταστικό κι εξωστρεφή χαρακτήρα της ζωής στη Λατινική Αμερική το ερέθισμα για να οργανώσουν τεράστια, εντυπωσιακά στη φρίκη τους μοτίβα εορτασμού αιματοχυσίας που παραπέμπουν σε διονυσιακή φιέστα. Στις 2 Δεκεμβρίου 1993 οι κυβερνητικοί σκοτώνουν τον πρώτο ναρκέμπορα, τον Πάμπλο Εσκομπάρ. Για τους Κολομβιανούς το φάσμα είναι οικείο, για το παγκόσμιο κοινό επίσης. Η πραγματικότητα είναι οδυνηρή και απογοητευτική, ενώ η Τέχνη έρχεται να απεικονίσει, να υπαινιχθεί, να ερμηνεύσει όλα αυτά.
Το Mapa Teatro ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1984 από τους αδελφούς Abderhalden. Η Heidi Abderhalden σπούδασε θέατρο στην Μπογκοτά, στη Λοζάννη και στο Παρίσι, καθώς και στο πλευρό της Monika Pagneux, ερευνήτρια στο κέντρο θεατρικής έρευνας του Peter Brook. Ο Rolf Abderhalden σπούδασε στο Παρίσι, στη Διεθνή Σχολή Θεάτρου και ντιζάιν Jacques Lecoq και οπτικοακουστικές τέχνες στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά. Στο Παρίσι τα δυο αδέλφια συνεργάστηκαν με τον Simon McBurney και τον William Kentridge. Επέστρεψαν στην Κολομβία το 1986 και από τότε η θεατρική κολεκτίβα Mapa Teatro (που εδράζει σε παλιό κεντρικό κτίριο της Μπογκοτά) μετατράπηκε σε εργαστήριο μελέτης όλων των μορφών σκηνικής και παραστασιακής τέχνης. Τριάντα πέντε χρόνια δουλειάς που αναμειγνύει την όπερα, το θέατρο, το καμπαρέ, το ραδιόφωνο και το βίντεο, κείμενα του Μπέκετ και της Σάρα Κέιν, θέατρο του Παραλόγου εν γένει και, κυρίως, σκηνές παραλογισμού από την καθημερινότητα της Κολομβίας. Κέρδισαν το βραβείο Γκαίτε το 2018.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).