Για την παράσταση Δηλητήριο, σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη, η οποία παρουσιάζεται στο θέατρο Faust.
Του Νίκου Ξένιου
Τα κείμενα του βορειοευρωπαϊκού θεάτρου εντάσσουν το ψυχογράφημα στο περιβάλλον της θλίψης, που είναι οικεία συνθήκη δημιουργίας της Ρούλας Πατεράκη: το Δηλητήριο («Gif») της ολλανδής συγγραφέως Λοτ Φέικεμανς, γραμμένο το 2009, φέρει τις αποτυπώσεις μιας οδυνηρής μνήμης στην ανάκληση των στιγμών συνύπαρξης ενός ζευγαριού, με βάση ένα πρόσχημα συνάντησης μετά από πολλά χρόνια. Το Δηλητήριο, που έχει πάρει το βραβείο του καλύτερου Oλλανδικού θεατρικού έργου 2009-2010 ανεβαίνει σε μετάφραση Αργυρώς Πιπίνη και σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη, στο θέατρο Faust, με τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο και την Εύρη Σωφρονιάδου στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η επιτυχία του τόσο καλομεταφρασμένου αυτού έργου και της τόσο ξεχωριστής αυτής παράστασης συνίσταται στο ότι η υπαρξιακή κατάσταση της μελαγχολίας και της εγκατάλειψης που πραγματεύονται είναι οικουμενικού εύρους.
Εγώ είμαι η Θλίψη
Εκείνος κάθεται σε μια καρέκλα που ακουμπά στον τοίχο και κρατά ένα ποτήρι με νερό. Εκείνη μπαίνει, μουσκεμένη από τη βροχή και κάπως χαοτική.
Zuiderplantsoen 24-28. Λευκό δωμάτιο με καθίσματα σε ολλανδικό κοιμητήριο. Ένας ψύκτης νερού και μια μηχανή καφέ. Εκείνος κάθεται σε μια καρέκλα που ακουμπά στον τοίχο και κρατά ένα ποτήρι με νερό. Εκείνη μπαίνει, μουσκεμένη από τη βροχή και κάπως χαοτική. Της λέει πως δεν έχει αλλάξει. Της λέει πως έλαβε την επιστολή της. Εκείνη τον ρωτά αν επισκέφθηκε τον τάφο. Του λέει πως έχει βολβούς τουλίπας μαζί της για να φυτέψει. Του λέει πως το νεκροταφείο είναι παραμελημένο. Εκείνος λέει πως μάλλον θα φταίει αυτό το υπόγειο δηλητήριο από τα εργοστάσια. Κι εκείνη του λέει πως σκέφτονται να μετακινήσουν γύρω στα διακόσια μνήματα. Εκείνος διερωτάται γιατί αργούν να έλθουν αυτοί οι παράγοντες που τους κάλεσαν για να τους ενημερώσουν πως επίκεινται εκταφές και μετακινήσεις κάποιων μνημάτων, εφόσον κάποιο χημικό συστατικό έχει μολύνει τα υπόγεια ύδατα. Όταν εκείνη πηγαίνει αμήχανα στην τουαλέτα, το κινητό του χτυπά κι εκείνος μιλά στα Γαλλικά: λέει πως Εκείνη είναι στην τουαλέτα και πως θα τηλεφωνήσει αργότερα και το κλείνει. Εκείνη ξανάρχεται κι Εκείνος την ρωτά αν χαίρεται που τον ξαναβλέπει. Την πλησιάζει αλλά εκείνη τραβιέται και αρχίζει να τον κατηγορεί. Για τον τρόπο που έφυγε και την εγκατέλειψε, εννέα χρόνια πριν, την Πρωτοχρονιά του millennium, στις έντεκα και δέκα το βράδυ. Την Πρωτοχρονιά, τότε που συνήθως χωρίζουν τα ζευγάρια που έχουν υποστεί μιαν απώλεια. Λίγο μετά από την απώλεια. Και που ποτέ από τότε δεν της τηλεφώνησε.
Του λέει πόσο δύσκολο είναι να ξαναρχίσει κανείς από την αρχή, να διαχειριστεί το πένθος και να συνεχίσει να ζει.
Η απώλεια ήταν ο θάνατος του παιδιού τους. Που βρήκε αυτούς τους δυο ανθρώπους απροετοίμαστους, που τους αποξένωσε από τους εαυτούς τους και τον έναν από τον άλλον. Εκείνος λέει πως είναι περίεργο το ότι κάνουμε τα πράγματα που δεν θέλουμε να κάνουμε και δεν κάνουμε αυτά που θέλουμε. Εκείνη συνεχίζει να τον κατηγορεί για αναισθησία και δηλώνει πως πεινάει. Εκείνος της προσφέρει λίγη σοκολάτα και με αφορμή τη σοκολάτα εκείνη του μιλάει για τον εθισμό της στα υπνωτικά χάπια. Του λέει πόσο δύσκολο είναι να ξαναρχίσει κανείς από την αρχή, να διαχειριστεί το πένθος και να συνεχίσει να ζει. Του λέει πως ο πόνος είναι εθιστικός κι εκείνος λέει πως θα έπρεπε να υπάρχει μια Κλινική Πόνου. Εκείνη του απαντά πως θεωρεί την άποψή του ψυχρή, χαρακτηριστική της «ανδρικής δημοσιογραφικής αντίληψης» πως τάχατε μπορεί κανείς να ελέγχει τη ζωή του. Εκείνη δηλώνει πως δεν την ελέγχει. Πως η θλίψη είναι υπεράνω των δυνάμεών της. Και μοναδικό αντίδοτο στη βορειοευρωπαϊκή θλίψη είναι η ευτυχία των άλλων, που παραμένει ακατανόητη στην ηρωίδα, όπως ακατανόητο παραμένει και το σκηνικό της Νορμανδίας όπου τώρα ζει ο πρώην σύζυγός της και το σκηνικό της ηλιόλουστης Πορτογαλίας που έχει γοητεύσει τον αδελφό της. Αυτοί οι δύο άνθρωποι, που έχουν προ πολλού πατήσει τα σαράντα, μοιάζουν τελείως αποξενωμένοι. Πώς θα διαχειριστούν την απώλεια του ανθρώπου τους και την απώλεια της κοινής τους ζωής; Πόσα είναι αυτά που δεν έχουν πει ποτέ μεταξύ τους;
Στην παράσταση της Ρούλας Πατεράκη η θλίψη είναι το κυρίαρχο συναίσθημα, και αυτό αποδίδεται τόσο από τις εκπληκτικές ερμηνείες του Λάζαρου Γεωργακόπουλου και της Εύρης Σωφρονιάδου, όσο και από την ξεχωριστή παρουσία του νέου ηθοποιού Σπύρου Βάρελη στον ρόλο ενός άφυλου όντος που είναι ο ρυθμιστής της ασυναρτησίας των ανθρωπίνων.
Στην παράσταση της Ρούλας Πατεράκη η θλίψη είναι το κυρίαρχο συναίσθημα, και αυτό αποδίδεται τόσο από τις εκπληκτικές ερμηνείες του Λάζαρου Γεωργακόπουλου και της Εύρης Σωφρονιάδου, όσο και από την ξεχωριστή παρουσία του νέου ηθοποιού Σπύρου Βάρελη στον ρόλο ενός άφυλου όντος που είναι ο ρυθμιστής της ασυναρτησίας των ανθρωπίνων. Εκεί όπου όλα δείχνουν να έχουν ξαναστηθεί, έρχεται και γεμίζει τη σκηνή με χώματα, καταστρέφει τη διάταξη των αντικειμένων, που βάζει μουσική ή κάνει τις κινήσεις ενός που απαντά στις κλήσεις των ζωντανών. Και, το κυριότερο: που σκορπά τους βολβούς της τουλίπας, σκορπίζει λευκό δηλητήριο στο σκηνικό και μαύρα, πένθιμα λουλούδια, σαν τα flores para los muertos στον Μάγο έρωτα του Λόρκα. Το «Εκείνο» της Ρούλας Πατεράκη είναι ριζική παρέμβαση στο έργο της Φέικεμανς και λειτουργεί σαν τον fool των σαιξπηρικών έργων, ένα ξωτικό, ένα goblin πνεύμα του νεκροταφείου, φάντασμα του δικού τους παιδιού ή μια αλληγορία του θανάτου εν γένει. Η ταυτότητά του δεν προσδιορίζεται, γιατί πρόκειται για ρόλο βωβό, χαρακτήρα επινοημένο, μια σκηνοθετική κατασκευή που διευρύνει το έργο και του δίνει υπαρξιστικές διαστάσεις ασύλληπτες, ενώ επιτρέπει την καλαίσθητη παρέμβαση της Ρούλας Πατεράκη στο ερημωμένο σκηνικό του παρεκκλησιού του νεκροταφείου.
«Εδώ, ξεβρασμένοι από κάποιο κύμα»
Η Λοτ Φέικεμανς γεννήθηκε το 1965, σπούδασε θεατρική γραφή και Κοινωνική Γεωγραφία και ξεκίνησε να γράφει θέατρο το 1995. Έργα της έχουν παρουσιαστεί με μεγάλη επιτυχία στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Αυστρία, την Ελβετία, τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο, τη Ρουμανία, τη Νότια Αφρική, τη Ναμίμπια, το Μεξικό, την Κίνα, τη Ρωσία, την Ισπανία, την Αργεντινή και τη Βραζιλία. Στο Δηλητήριο πρωτοτυπεί συγγραφικά, βάζοντας τον ένα χαρακτήρα να διερευνά λεκτικά τη μνήμη του άλλου. Και αυτό μοιάζει τόσο με πείραμα, όσο και με βασανιστήριο, είναι, όμως και τρόπος ανάκλησης της προσωπικής μνήμης μέσω της μνήμης του άλλου. Η υπαρξιακή κατάσταση «ενώπιος ενωπίω», που παραπέμπει στον Μπέκετ, αλλά και στην ιψενική παράδοση και στο θέατρο του Γιον Φόσσε, επιδιώκει να ιχνηλατήσει τις προϋποθέσεις της συναισθηματικής αποξένωσης μέσω της ανικανότητας διαχείρισης του πένθους. Το «εδώ και τώρα» της σκηνικής πραγματικότητας γίνεται μια νατουραλιστική συνθήκη ελεύθερη σε ποικίλες ερμηνείες, που στεγάζει τα σπαράγματα πρότερων, ημιτελών, ημιθανών ίσως ψυχικών καταστάσεων, την απεγνωσμένη ανάγκη για μιαν αγκαλιά και την αμεσότητα της επιβίωσης, ενώ μικρές καθημερινές απώλειες γίνονται αντικείμενο επιτυχούς διαχείρισης από όλους τους ανθρώπους, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, που νιώθουν ότι τους «έχει ξεβράσει ένα κύμα» στη ζωή τους.
Στο Δηλητήριο κύριο χαρακτηριστικό είναι η ελλειπτικότητα των λεκτικών δηλώσεων: αυτά που δεν λέγονται είναι πιο σημαντικά από όσα λέγονται.
To έργο άρχισε να γράφεται με μια συγγραφική θεατρική ομάδα του Άμστερνταμ και «πάνω» σε συγκεκριμένο ζευγάρι πρωταγωνιστών. Στο Δηλητήριο κύριο χαρακτηριστικό είναι η ελλειπτικότητα των λεκτικών δηλώσεων: αυτά που δεν λέγονται είναι πιο σημαντικά από όσα λέγονται, παρά το γεγονός ότι οι λέξεις μοιάζουν να είναι το μοναδικό υλικό ενός θεατρικού συγγραφέα. Η ευθύτητα του ολλανδικού κειμένου χρησιμοποιείται ως αμυντικό όπλο, για να καλύψει την ανασφάλεια που προκαλεί ο βαθύς πόνος, λειτουργώντας ως «ίσκιος» ή ως σκιώδες περίγραμμα των πραγματικών κινήτρων και των ειλικρινών προθέσεων των χαρακτήρων. Οι περισσότερες κουβέντες που ανταλλάσσουμε είναι ρηχές, ενώ συνήθως ανοίγουμε την καρδιά μας σε κάποιον που θα μας πει μια «βαθειά» κουβέντα. Παράλληλα, η κουβέντα χρησιμοποιείται και ως πύλη προς τη συνειδητοποίηση και τη θέσπιση μιας νέας σχέσης. Όμως, ο συναισθηματικός πόνος του πρωταγωνιστικού ζευγαριού έχει αποκλείσει κάθε πιθανή πόρτα επικοινωνίας, και αυτό δίνεται θαυμάσια με την αλληγορία της πύλης του νεκροταφείου που περιμένει να κλείσει για τους επισκέπτες.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.