Για την παράσταση Μάρτυς μου ο Θεός σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη, που παρουσιάζεται στο θέατρο Vault.
Του Νίκου Ξένιου
Στην αίθουσα θεάτρου Vault είδαμε την πρεμιέρα της παράστασης Μάρτυς μου ο Θεός, σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη, με τον Ιωσήφ Ιωσηφίδη στον ρόλο του Χρυσοβαλάντη, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Μάκη Τσίτα (εκδ. Κίχλη).
Ο τολμηρά δομημένος χαρακτήρας του Χρυσοβαλάντη ακροβατεί στη λεπτή γραμμή που διαχωρίζει την αγαθότητα από την ηλιθιότητα. Το μυθιστόρημα του Μάκη Τσίτα φιλοτεχνεί τον τύπο του εθελούσιου θύματος, που εκμυστηρεύεται στον αναγνώστη τη μη πραγματωμένη δυναμική του ήθους του, την ακυρωμένη καλή του προαίρεση, τη ματαιωμένη ανθρωπιστική του πρόθεση.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, εντυπωσιακά εκτεθειμένος και συγκινητικά εστιασμένος στο σεβασμό του λογοτεχνικού κειμένου, έδωσε τον καλύτερό του εαυτό, υπηρετώντας μια καλοδουλεμένη και σοβαρή μεταφορά του χαρακτήρα στο σανίδι
Ο Χρυσοβαλάντης της παράστασης
Στην παράσταση της Σοφίας Καραγιάννη τηρήθηκαν οι κειμενικές αναλογίες, ολοκληρώθηκε ο χαρακτήρας, κορυφώθηκε η συγκίνηση. Ο πρωταγωνιστής, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, εστιασμένος στο σεβασμό του λογοτεχνικού κειμένου έδωσε τον καλύτερό του εαυτό, αφήνοντας τη δραματική κορύφωση να τον καταρρακώσει, υπηρετώντας μια καλοδουλεμένη και σοβαρή μεταφορά του χαρακτήρα στο σανίδι. Όμως, είτε γιατί ο χαρακτήρας του βιβλίου είναι πολύ πιο πολυδιάστατος, είτε γιατί ο χαρακτήρας δεν είναι σε θέση να αυτοσαρκάζεται, η εκδοχή της Σοφίας Καραγιάννη «στρίμωξε» τον ηθοποιό της ανάμεσα στην υπόδυση ενός Χρυσοβαλάντη που αγνοεί την κατάστασή του και στην «απόσταση» που αυτός ο σκηνικός Χρυσοβαλάντης τήρησε έναντι της ίδιας του της περσόνας. Σαφέστερα: το χιούμορ του συγγραφέα Μάκη Τσίτα κατά τη φιλοτέχνηση του χαρακτήρα του δεν θα ’πρεπε να συγχέεται με κάποια υποτιθέμενη χιουμοριστική αντίληψη του ίδιου του χαρακτήρα, δηλαδή ο Χρυσοβαλάντης του βιβλίου δεν θα ’πρεπε να είναι σε θέση να αυτοσαρκάζεται. Έτσι, μια αξιολογότατη παράσταση με σκηνική κορύφωση, σωστή αξιοποίηση των σιωπών, εύπλαστο πρωταγωνιστή και σοβαρότητα στην αντιμετώπιση των κοινωνικών ζητημάτων που τίθενται, χώλαινε σε ό,τι αφορά την πιστότητα προς το πρωτότυπο μυθιστόρημα.
Ο άμουσος Χρυσοβαλάντης επιστρατεύει την παραδοξολογία, κακοποιεί την ελληνική γλώσσα και θεσπίζει ένα κώδικα αταβιστικής παρερμηνείας της επαγγελματικής και κοινωνικής του καταρράκωσης.
Ο Χρυσοβαλάντης του βιβλίου
Η άποψή μας είναι πως ο άμουσος Χρυσοβαλάντης επιστρατεύει την παραδοξολογία, κακοποιεί την ελληνική γλώσσα και θεσπίζει ένα κώδικα αταβιστικής παρερμηνείας της επαγγελματικής και κοινωνικής του καταρράκωσης γιατί δεν είναι σε θέση να κάνει διαφορετικά. Η απολύτως προσχηματική πραγματικότητα που επινοεί παράγει γνωμικές τυποποιήσεις, νεολογισμούς και κακέκτυπα ποίησης που εκ πρώτης όψεως προκαλούν τη θυμηδία, δυστυχώς όμως παραπέμπουν σε σειρά ολόκληρη καταγραφών μας από την περιρρέουσα νεοελληνική κουλτούρα, καταγραφών που κυμαίνονται από τις performance του κλήρου και τη δημόσια εκφορά λόγου των πολιτικών, έως την παραφιλολογία και την pulp λογοτεχνία που, λίγο ως πολύ, έχουν διαμορφώσει μια πεπλανημένη εικόνα της πραγματικότητας.
Θρησκόληπτος και συνειδησιακά βιασμένος, επικυρώνει την αποσπασματική και ασυνάρτητη διανοητική του κατασκευή με συνεχή κατάφαση έναντι του εαυτού του και προσφεύγει στην κληρονομικότητα της ανοϊκής γιαγιάς του για να δικαιολογήσει την ασυντέλεστη ενηλικίωσή του.
Κραυγάζοντας τη θυσία
Η θυματοποίηση του ήρωα που «μώρος αυτός μώρα λέγει» απορρέει αβίαστα από μια συνειδησιακή ροή που στέκεται με επιείκεια απέναντι στα φυσικά ελαττώματα του κρίνοντος υποκειμένου, ακριβώς γιατί η κριτική του ικανότητα είναι περιορισμένη. Τα υλικά της είναι ένα συνονθύλευμα φόβου και ηττοπάθειας, ανασφάλειας και κοινωνικής αναλγησίας, μικροαστισμού και απουσίας αισθητικής καλλιέργειας, ιστορικής άγνοιας και μεγαλόστομου εθνικισμού, εξωφρενικού αυτοεγκωμιασμού και στωϊκής αυτοακύρωσης. Η φιλαυτία του, η αεργία του, η τρυφηλή του γαστριμαργία, η επικοινωνιακή του αδυναμία με το άλλο φύλο, οι συντηρητικές πολιτικές του επιλογές και η ρατσιστική ξενοφοβία του, όλα μετατίθενται σε φαντασιωσικές «εισβολές» αδηφάγων γυναικών, κανιβαλικών εργοδοτών και απειλητικών αλλοδαπών, καθώς και στην κακοποιό επίδραση του χρόνου.
Ο κραυγάζων, μεγαλόσχημος Χρυσοβαλάντης επιφυλάσσει για τον εαυτό του το προνόμιο να επιδρά «καθαρτικώς» στο φύσει ανίερο περιβάλλον του, μετατρέποντάς το από άβυσσο Σοδόμων σε ροζ μυθιστόρημα, εφόσον ο ίδιος θεωρεί πως ενσαρκώνει την επιτομή του Καλού. Θρησκόληπτος και συνειδησιακά βιασμένος, επικυρώνει την αποσπασματική και ασυνάρτητη διανοητική του κατασκευή με συνεχή κατάφαση έναντι του εαυτού του (κλείνει τις περισσότερες φράσεις του με ένα «ναι») και προσφεύγει στην κληρονομικότητα της ανοϊκής γιαγιάς του για να δικαιολογήσει την ασυντέλεστη ενηλικίωσή του.
Στο τέλος οι αδελφές του, των οποίων την ευθύνη επωμίζεται μικρόψυχα, τον εξορίζουν από το βασίλειο της ελληνοπρεπούς -πλην άμεμπτης- οικογενειακής εστίας, αφήνοντάς τον έρμαιο στα αδηφάγα δόντια των «θηρίων» που απαρτίζουν τον εκτός οικίας κόσμο. Τότε η οιονεί ανιδιοτελής, χρηστή, ακηλίδωτη και παλαίουσα συνείδησή του θα ολισθήσει στην τρέλα και στο θρησκευτικό παραλήρημα μεγαλείου εν είδει θριαμβικής ανάρτησής του στο εικονοστάσιο των παρανοϊκών.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.