
Για την παράσταση, σε κείμενο και σκηνοθεσία, του Τιάγκο Ροντρίγκες [Tiago Rodrigues] «Ο χορός των εραστών», με τον Νίκο Καραθάνο και τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, η οποία θα παρουσιάζεται μέχρι τις 19 Ιανουαρίου 2025, στη Μικρή Σκηνή της Στέγης.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Ανήκω στη ισχνή μειοψηφία των ανθρώπων που επαγγέλλονται αυτό που αγαπούν».
Τιάγκο Ροντρίγκες
Ο Τιάγκο Ροντρίγκες σκηνοθετεί (για πρώτη φορά στην Ελλάδα) στη Μικρή σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση το πρώτο του θεατρικό έργο, σε συνεργασία με την Αργυρώ Χιώτη και με τους Νίκο Καραθάνο και Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου επί σκηνής· το έξοχο αυτό έργο άρχισε να γράφεται στη Αμαντόρα το 2006 και ολοκληρώθηκε στη Λισαβόνα το 2020, με τίτλο “Lover’s Chorus” (αποδόθηκε ως «Ο χορός των εραστών»). Toν Νοέμβριο του 2023 ανέβηκε στους Bouffes-Parisiens στο Παρίσι με την Άλμα Παλάσιος και τον Ντέιβιντ Τζέζελσον στους δύο ρόλους, ενώ τον Ιανουάριο του 2024 παρουσιάστηκε στο Εθνικό Θεατρικό Κέντρο της Νορμανδίας-Ρουέν.
Αφηγείται την ιστορία ενός ζευγαριού, από τη στιγμή που αναμετράται με μια οριακή εμπειρία ζωής και θανάτου· το 2020, ο Ροντρίγκες επανέρχεται, γράφοντας ένα νέο κεφάλαιο, όπου πιάνει το νήμα της ζωής των δύο ηρώων από εκεί που το είχε αφήσει δεκατρία χρόνια πριν, εστιάζοντας στην πιο πυρηνική περιοχή της ανθρώπινης ύπαρξης, την αγάπη. Η υπέροχη, ρέουσα μετάφραση είναι της Μαρίας Παπαδήμα. Καλλιτεχνική συνεργάτις της παράστασης είναι η Αργυρώ Χιώτη. Ο σχεδιασμός των φωτισμών είναι του Ρουί Μοντέιρο και τα λιτά σκηνικά και κοστούμια της Μάγκντα Μπιζάρο (υπεύθυνης για τον διεθνή προγραμματισμό στο Φεστιβάλ της Αβινιόν). Βοηθός σκηνογράφου είναι η Μαργαρίτα Τζαννέτου. Μια μοναδική θεατρική εμπειρία που θα αφήσει εποχή στα αθηναϊκά θεατρικά πράγματα.
«Οι αισθήσεις των λέξεων γράφονται από τους ηθοποιούς»
Μια λεπτομέρεια επίπλωσης (τραπέζι και δυο καρέκλες) στη γωνία μιας σκηνής άδειας, καλυμμένης με χώμα. Το έργο ξεκινά με μια χρονομέτρηση κυριολεκτική, σαν απαγγελία ενός αμιγώς ποιητικού έργου, καθώς ο Νίκος Καραθάνος εκφωνεί ταυτόχρονα το ίδιο κείμενο με τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, αλλάζοντας απλώς το πρόσωπο: «Ξύπνησα και τον ρώτησα αν με ακούει», λέει εκείνη, «ξύπνησε και με ρώτησε αν την ακούω», λέει εκείνος. «Η φωνή μου αχνή, σβησμένη», λέει εκείνη, «η φωνή της αχνή, σβησμένη», λέει εκείνος. Παράλληλα κείμενα, που κάποια στιγμή διακλαδίζονται κι εξατομικεύονται, δίνοντας την αίσθηση μιας οργανωμένης ποιητικής σύνθεσης για δύο φωνές (κάποιοι κριτικοί την χαρακτήρισαν «φούγκα»). Ένα ντουέτο ρυθμικό εισάγει στο επεισόδιο του παρολίγον θανάτου εκείνης. Ο μικρός βαθμός εξατομίκευσης της αφήγησης μαρτυρεί υψηλό βαθμό ταύτισης του ζευγαριού, που μια πανίσχυρη αγάπη, σχεδόν εξαρτησιακή, το ενώνει στην πάλη του ενάντια στον χρόνο και στον θάνατο.
Ο μικρός βαθμός εξατομίκευσης της αφήγησης μαρτυρεί υψηλό βαθμό ταύτισης του ζευγαριού, που μια πανίσχυρη αγάπη, σχεδόν εξαρτησιακή, το ενώνει στην πάλη του ενάντια στον χρόνο και στον θάνατο.
«Δεν έχουμε χρόνο!». «Είπε: τι πράγμα;» «Είπα: δεν έχουμε χρόνο!» Το δυστύχημα, η εμπειρία του νοσοκομείου, η αγωνία του επίπεδου καρδιογραφήματος, η επικείμενη απώλεια του αγαπημένου προσώπου, όλα αυτά σαν σοκ επανανοηματοδοτούν την έννοια του «χαμένου χρόνου» και τις λεπτομέρειες της τετριμμένης καθημερινότητας. «Έχουμε χρόνο!» είναι η διαπίστωση που αναδύεται στο κείμενο, πότε αναιρούμενη και πότε επαληθευόμενη. Η εναρμόνιση των φωνών και των κινήσεων, η προσωπική φιλία που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές, η σκηνική τους πείρα, όλα συμβάλλουν στην ένταση, στον ηλεκτρισμό και στην αρμονία του αποτελέσματος.
Ο άντρας και η γυναίκα είναι θεατράνθρωποι – είναι «του σιναφιού», που λέμε. Αντιμετωπίζουν δυσκολίες χρηματοδότησης, παραγωγής, υλοποίησης των σχεδίων τους. Αλλά και σπαταλούν πολλές ώρες σε επουσιώδη πράγματα – τουλάχιστον έτσι νομίζουν. Κάθε βράδυ προσπαθούν να παρακολουθήσουν μια ταινία (το «Scarface» με τον Αλ Πατσίνο) αγκαλιά στο κρεβάτι, αλλά πάντα τους παίρνει ο ύπνος και δεν βλέπουν ποτέ το τέλος: ίσως από αμέλεια, ίσως και ασυνείδητα, ώστε να παρατείνουν τον χρόνο της κοινής, επίγειας ζωής τους: «Και είμαστε εμείς, εμείς στο παρόν, ενόσω η ταινία προχωράει». Ο θάνατος αναβάλλεται για σαράντα χρόνια, η κόρη τους μεγαλώνει, διέρχεται τα δικά της στάδια ωρίμανσης και απογαλακτισμού, το ζευγάρι περνά μιαν έντονη κρίση και επανενώνεται, ο χρόνος σταδιακά εξομαλύνεται και γίνεται λιγότερο ρευστός, μέχρι να επέλθει το δεύτερο-και μοιραίο- χτύπημα του θανάτου. Παρ’ όλα αυτά, για την αισιόδοξη οπτική του Ροντρίγκες ο θάνατος δεν σημαίνει και το τέλος της αγάπης: αντιθέτως, η ερωτική σχέση αποκτά μια χωμάτινη, γήινη διάσταση που προεκτείνει το πολύτιμο συναίσθημα και στο επέκεινα. Όσα έχουν γραφεί ως αμοιβαία υπόσχεση «άπλετου χρόνου» στο εσωτερικό της βέρας του γάμου, όλα αυτά θα τηρηθούν. Και ο λόγος είναι πως, φιλοσοφικά θεωρούμενος, ο χρόνος κατ’ ουσίαν δεν υπάρχει. Υπάρχουν οι καλές και οι κακές στιγμές που στρώνουν τον δρόμο για ένα «μαζί για πάντα», εφόσον η συναισθηματική φόρτιση έχει το γνώρισμα της διάρκειας.
Τα στάδια της συγγραφής και το ανέβασμα
Λέει σε συνέντευξή του ο Τιάγκο Ροντρίγκες: «Πιστεύω ότι η αγάπη είναι και πολιτικό γεγονός, αν σκεφτούμε ότι δεν έχει να κάνει με την εκμηδένιση του άλλου, αλλά με το άθροισμα της δικής του οπτικής στη δική σου, με το να βλέπεις τον κόσμο διαφορετικά, με το να αισθάνεσαι τον κόσμο μέσα από τις αισθήσεις του. Μιλάω για πράγματα που θεωρώ πολιτικά, ίσως όχι με άμεσο τρόπο, αλλά ο πολίτης που είμαι βρίσκεται πάντα μέσα στις πρόβες». Ο πειραματισμός του Ροντρίγκες με τον «Χορό των εραστών» τον οδήγησε σε αναθεώρηση του πρωτοτύπου και σε εκ νέου σκηνοθεσία του, αρχικά σε συνεργασία με Γάλλους ηθοποιούς. Τα ισχυρά αυτοβιογραφικά στοιχεία του κειμένου (λόγου χάριν, η σκηνή με το αυτοκίνητο που τρέχει για να προλάβει το νοσοκομείο) συμπληρώνονται με μεγάλο αριθμό μυθοπλαστικών λεπτομερειών, ώστε να υπηρετηθεί ο συγγραφικός στόχος: ένα από σκηνής ποιητικό δοκίμιο για την ολοκλήρωση της σχέσης ανάμεσα στα μέλη του ζευγαριού, για την αμοιβαιότητα της αφοσίωσης, για τον καθοριστικό χαρακτήρα του απρόβλεπτου και της τυχαιότητας. Για το ευμετάβολο της τύχης, της ζωής μας της ιδιωτικής, αλλά και της ζωής μας ως πολιτών (είναι χαρακτηριστικοί οι υπαινιγμοί του κειμένου για τη δυσάρεστη κι επικίνδυνη άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων στην πολιτική σκηνή της Ευρώπης, τα τελευταία χρόνια).
![]() |
Ο Τιάγκο Ροντρίγκες (γενν. 1977, Πορτογαλία), ηθοποιός, σκηνοθέτης, θεατρικός συγγραφέας, παραγωγός και, από το 2022, διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν στη Γαλλία, έχει δημιουργήσει και παρουσιάσει περισσότερες από 30 παραστάσεις σε πάνω από 20 χώρες τα τελευταία 12 χρόνια, λαμβάνοντας πολλά βραβεία και διακρίσεις. Για πρώτη φορά συστήθηκε στο ελληνικό κοινό με το έργο “By Heart” το 2016 στη Μικρή Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Τη σεζόν 2023-24 παρουσίασε στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης το έργο του με τον προκλητικό τίτλο «Η Καταρίνα και η ομορφιά του να σκοτώνεις φασίστες», διερωτώμενος πόσο μακριά μπορούμε να φτάσουμε για να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία, σε ένα ευρύτερο σχόλιο για την άνοδο του εθνικισμού παγκοσμίως. Στην πρώτη του συνεργασία με τον ιστορικό θίασο της Comédie-Française, ο Τιάγκο Ροντρίγκες παρουσίασε τον περασμένο Ιούλιο το έργο “Hecuba, not Hecuba” στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, μετά την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ της Αβινιόν. Τώρα επιστρέφει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και για πρώτη φορά σκηνοθετεί, σε συνεργασία με την Αργυρώ Χιώτη, Έλληνες ηθοποιούς, τον Νίκο Καραθάνο και τη Μαρίσα Τριανταφυλλίδου, στο πρώτο του και πιο αυτοβιογραφικό θεατρικό έργο, το οποίο ξεκίνησε να γράφει το 2006 και ολοκλήρωσε το 2020, τον «Χορό των εραστών». Το έργο του Τιάγκο Ροντρίγκες έχει αναγνωριστεί για την ικανότητά του να καταρρίπτει τα όρια μεταξύ του θεάτρου και διαφορετικών πραγματικοτήτων, προκαλώντας την αντίληψή μας για τα κοινωνικά και ιστορικά φαινόμενα. Στη διάρκεια της καριέρας του, ο Ροντρίγκες έχει οικοδομήσει γέφυρες μεταξύ πόλεων και χωρών, ως φορέας και υπέρμαχος ενός ζωντανού θεάτρου. |
Το έργο είναι χωρισμένο σε τέσσερις ενότητες, που φέρουν τον χαρακτηρισμό «τραγούδια». Τα τρία πρώτα «τραγούδια» γράφτηκαν το 2006 και το τέταρτο το 2020, αφηγούμενο το υπόλοιπο της ζωής του ζευγαριού, που φτάνει ως το θάνατο των ηρώων, αλλά συνεχίζεται και μετά από αυτόν. Στο πρώτο «τραγούδι» γίνεται αντιληπτή η σπατάλη που όλοι μας κάνουμε στον χρόνο. Τίθεται το εύλογο ερώτημα πώς θα ήταν τα πράγματα εάν αξιολογούνταν διαφορετικά οι στιγμές μας και εάν υπολογίζαμε και ποντάραμε στην αμοιβαιότητα και στην αγάπη. Πόσο μάταιη είναι η κούρσα ενάντια στον χρόνο όταν υπάρχει η υπαρξιακή διαιώνισή του μέσω της αγάπης. «Θα ήθελα έναν κήπο!», λέει εκείνη. «Σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ!», λέει εκείνος.
Η λαχτάρα του ζευγαριού για μια βεράντα με τρεις γλάστρες ή για έναν μικρό κήπο εξελίσσεται, απρόσμενα, σε λαχτάρα για το δάσος ολόκληρο: μόνο που εδώ έρχεται να προστεθεί η διαπίστωση ότι «Το δάσος δεν είναι σιωπηλό. Εμείς είμαστε σιωπηλοί». Πέραν του προφανούς οικολογικού υπαινιγμού, το δάσος προσλαμβάνει, στο κείμενο αυτό, τη διάσταση συμβόλου. Σχεδόν ταυτίζεται με τοπίο θανάτου, με αρχετυπικό λίκνο όπου επιστρέφουμε όλοι για να γίνουμε ένα με το χώμα. Είναι προφανές ότι η επανεπίσκεψη του κειμένου έγινε με αφορμή την καραντίνα του κορωνοϊού, μια συνθήκη που έκανε όλους να επανεξετάσουν τη σχέση τους με τον χρόνο και το εφήμερο της ύπαρξής τους, υπαγορεύοντάς τους να ορίσουν εκ νέου τις προτεραιότητές τους και τη σχέση τους με τη φύση (έστω και για λίγο-καθώς πολύ σύντομα όλοι επέστρεψαν αμετανόητοι στη μάταιο κυνήγι χρόνου, καριέρας και επιτυχίας στο οποίο επιδίδονταν πριν από την πανδημία).
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.