Σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη ανέβηκε, στο θέατρο «Σταθμός», το πρωτότυπο, παράλογο και σκοτεινό έργο του ιρλανδού συγγραφέα Enda Walsh «Χάπι» (“Medicine”), που έκανε μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό και τώρα έρχεται σε μετάφραση Αντώνη Γαλέου στην Ελλάδα (έργα του είναι "Η φάρσα της οδού Γουόλγουορθ", το “Μικροπράγματα” κ.ά.). Φωτογραφία: Ελίνα Γιουνανλή
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Το «Χάπι» είναι μια αλληγορική ποιητική φάρσα που θίγει τον ευάλωτο, τρωτό χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα σ’έναν κόσμο που απεχθάνεται τη διαφορετικότητα. Ο Μάνος Καρατζογιάννης ως Τζων, η Βέρα Μακρομαρίδου ως Μαρία Ένα και η Κρυστάλλη Ζαχαριουδάκη ως Μαρία Δύο ταιριάζουν σκηνικά και υποστηρίζουν μια δυναμική παράσταση. Οι φωνές των ηθοποιών που επιστρατεύονται σε voice off (Νένα Μεντή για τη φωνή της μάνας, Δημήτρης Καταλειφός για τη φωνή του μπαμπά, Σοφία Φιλιππίδου για τη φωνή της δασκάλας, ο Δημήτρης Ήμελλος για τη φωνή του Λίαμ, ο Γιάννης Νταλιάνης για τη φωνή του ερευνητή) απαρτιώνουν την πολύ καλή σκηνοθετική δουλειά του Μάνου Καρατζογιάννη.
Είτε βρισκόμαστε σε μια αληθινή ψυχιατρική κλινική, είτε μπαίνουμε σε μια ψυχοσεξουαλική φαντασίωση, ο κεντρικός ήρωας, ο Τζων, είναι σίγουρα έγκλειστος. Και, μάλιστα, έχοντας «ακουμπήσει» την ψυχική του υγεία στα χέρια κάποιων «ειδικών», με την ίδια έννοια με την οποία όλοι υπήρξαμε έγκλειστοι στη διάρκεια της πανδημίας. Οι αναλογίες είναι προφανείς. Υπάρχει, εδώ, ένας χώρος που χρησιμεύει για τη συνεδρία δραματοθεραπείας του Τζων, αλλά και ως χώρος του ετήσιου πάρτυ του προσωπικού ( η διάσταση του δωματίου αναψυχής δεν είναι τυχαία). H συνεδρία του Τζων μάς παραπέμπει σε κάποια καθημερινή μας εμπειρία της περιόδου της καραντίνας, αλλά και θέτει εκ νέου επί τάπητος την έννοια της ψυχικής υγείας, που τελικά ανάγεται στον βαθμό αποδοχής μας της διαφορετικότητας. Ο καταθλιπτικός Τζων δεν παύει να επαναλαμβάνει ποιος είναι ο πραγματικός λόγος για τον οποίο βρίσκεται αποκλεισμένος από τον κόσμο: «δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους»: αν αυτό γενικευθεί, μας αφορά όλους.
Η παρουσία και των δυο γυναικών συνιστά ένα έμμεσο, αλλά σαφές σχόλιο για το θέατρο ως προληπτικό μέσον θεραπείας και για τη θεατρικότητα των ανθρώπινων αντιδράσεων...
Επί σκηνής εισβάλλουν δύο μισθωτές ηθοποιοί δεύτερης κατηγορίας (η μία παίζει και σε παιδικά πάρτυ), που και οι δύο έχουν το όνομα «Μαρία» : τρόπον τινά, σαν τις Μαρίες που αποτελούσαν την ακολουθία του Ιησού. H Μαρία Ένα τρέφει έντονα συναισθήματα οίκτου απέναντι στον Τζων, που θυματοποιείται στην παράσταση σαν οσιομάρτυρας. Μπαίνει αρχικά στη σκηνή ντυμένη σαν γέρος, σε μια vintage εκδοχή αποκρηάς. Στη συνέχεια αλλάζει συνέχεια κοστούμια και ερμηνεύει σε play back ηχογραφημένους διαλόγους που αναπλάθουν σκηνές από τη ζωή του Τζων: το πώς οι γονείς του τον κακοποιούσαν ως μωρό, το πώς οι συνομήλικοί του τού ασκούσαν bullying, το πώς μεγάλωσε έχοντας τη διαρκή αίσθηση πως είναι περιθωριακός και παρείσακτος. Η Βέρα Μακρομαρίδου, παρά το εύθραυστο της εμφάνισής της, έχει μια μεταμορφωσιγένεια που τη βοηθά ιδιαίτερα να ερμηνεύσει, σε ρυθμούς whiplash, κάποιες ανδρικές βάναυσες προσωπικότητες της προσωπικής ιστορίας του Τζων, ενώ αργότερα ταυτίζεται με τη μορφή του εφηβικού του έρωτα και καλείται και να ενσαρκώσει και μιαν ακόμη τρόφιμο του ψυχιατρείου, με την οποία ο Τζων απαγορεύεται να έρχεται σε επαφή. Η παρουσία και των δυο γυναικών συνιστά ένα έμμεσο, αλλά σαφές σχόλιο για το θέατρο ως προληπτικό μέσον θεραπείας και για τη θεατρικότητα των ανθρώπινων αντιδράσεων: αυτό γίνεται με μια λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο τι είναι αληθινό/πηγαίο και τι είναι σκηνοθετημένο (π.χ. το ενδιαφέρον εύρημα με τον δυνατό αέρα που φυσάει μέσα στο κουβούκλιο του ηχολήπτη).
Ο Τζων φορά πιτζάμες και αφηγείται τα παιδικά του ψυχικά τραύματα με αυξημένη θεατρικότητα, που την κατευθύνει σαν μαριονετίστας η Μαρία Δύο. Αντίθετα από τη Μαρία Ένα, η Μαρία Δύο είναι στιβαρή, άκρως ναρκισσευόμενη, θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει έως και διαταραγμένη. Φορά στολή αστακού και συνειδητά συμμετέχει στη σκηνοθετημένη προσπάθεια να παραμείνει ο Τζων αιωνίως έγκλειστος. Αντιμετωπίζει τον Τζων ως κακό συγγραφέα και παρεμβαίνει δραστικά στο κείμενό του, ενώ τον εαυτό της τον αντιμετωπίζει ως εξαιρετικό ηθοποιό, υπερτονίζοντας τις χολυγουντιανές διαστάσεις των ρόλων που διαδραματίζει στην αφήγησή του. Αντί (ως είθισται) να χρησιμοποιήσει τις συνήθεις τεχνικές του θεάτρου ως μέσο θεραπευτικής αγωγής, η Μαρία Δύο επιθυμεί να κάνει μιαν υπερπαραγωγή. Η Κρυστάλλη Ζαχαριουδάκη ενσαρκώνει με ιδιαίτερο χιούμορ τον ρόλο αυτόν, που απαιτεί χορευτικές ικανότητες και αυτοσαρκασμό, αξιοποιώντας όλα τα εκφραστικά της μέσα. Αυτό το αντιφατικό, οξύμωρο και –ως εκ τούτου- κωμικό στοιχείο αρχίζει να μεταστρέφεται, σταδιακά, σε ζοφερή συνθήκη για τον Τζων (και για το κοινό)-αυτήν την ολοένα και πιο ασφυκτική συνθήκη την επιτονίζει η παρουσία του ντράμερ Βαγγέλη Παρασκευαΐδη επί σκηνής και το «διαλυμένο» εορταστικό στούντιο του Κωνσταντίνου Χαλδαίου που χρησιμεύει ως σκηνικό. Ευφυής ο υπαινιγμός «ποντικοί» (rats) στο σπάραγμα της λέξης “congratulations” που είναι αναρτημένο, κατά το ήμισυ, σ’ένα μπάνερ.
Η συνεχής αναφορά στην παιδική ηλικία σταδιακά μετατρέπεται σε εφιαλτική, η ιδρυματοποίηση γίνεται συνώνυμη με την τρέλα, το τραύμα του Τζων παρίσταται κατ’ επανάληψιν και διαιωνίζεται σαν να πρόκειται για έναν σύγχρονο Εσταυρωμένο...
Ο Μάνος Καρατζογιάννης, πέρα από τη σκηνοθεσία, ενσαρκώνει με ιδιαίτερη ευαισθησία τη διαταραγμένη προσωπικότητα του Τζων, που το άσυλο τού έχει αφαιρέσει κάθε αυτοδυναμία, κάθε δυνατότητα αυτοδιάθεσης, κάθε προοπτική ελευθερίας: πάνω από τους ήχους της ντίσκο και τις αλλαγές κοστουμιών αποκαλύπτει μιαν εύθραυστη, βασανισμένη ψυχή που αποζητά την ηρεμία της. Η μοναδική δίοδός του προς την ελευθερία είναι το λογοτεχνικό κείμενο που γράφει (παρά το γεγονός ότι δεν θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα). Υπάρχουν κάποιες προ-ηχογραφημένες συνεδρίες, όπου ο αναλυτής φαίνεται να του έχει εκ προοιμίου επιβάλει το αυτονόητο του εγκλεισμού του. Η υποτιθέμενη ψυχοπάθεια του ήρωα αυτού υφίσταται μέσα σ’ένα θεσμικό κενό: στη διάρκεια της παράστασης σκέφτεται κανείς μήπως οι ίδιοι οι επιστήμονες της ψυχικής υγείας είναι ουσιαστικά επικίνδυνα ψυχοπαθείς. Η συνεχής αναφορά στην παιδική ηλικία σταδιακά μετατρέπεται σε εφιαλτική, η ιδρυματοποίηση γίνεται συνώνυμη με την τρέλα, το τραύμα του Τζων παρίσταται κατ’ επανάληψιν και διαιωνίζεται σαν να πρόκειται για έναν σύγχρονο Εσταυρωμένο, ενώ το συναινετικό/συνεργάσιμο ύφος που τόσο πετυχημένα υποδύεται ο Μάνος Καρατζογιάννης εγκυμονεί μιαν έκρηξη που πολύ μάς θυμίζει την έκρηξη που υποφώσκει στις ψυχές όλων μας.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).