Όταν βλέπω ταινίες κινουμένων σχεδίων της Pixar, παλινδρομώ στην παιδική ηλικία: το 2002 προσκολλήθηκα τόσο στο «Mπαμπούλας A.E.», ώστε αγόρασα δύο φορές την κούκλα Boo (μια σε μικρό μέγεθος, μια δεύτερη σε μεγαλύτερο) και ξαναείδα την ταινία, με την Boo καθισμένη δίπλα μου στην κινηματογραφική αίθουσα. Η Boo, ένα παραμυθένιο κοριτσάκι με κοτσιδάκια, τρομοκρατούσε, άθελά του, τριχωτά τέρατα στο χρώμα του λάχανου και παράδοξα πλάσματα σε σχήμα πιπιλιστής καραμέλας. Στο «Ψάχνοντας τον Νίμο» έμεινα με το στόμα ανοιχτό μπροστά στον φαντασμαγορικό
Δεν ταυτίζεσαι μόνο με τα τέλεια ανθρωπομορφικά σχέδια, συμπάσχεις στις πιο εξωπραγματικές περιστάσεις
Η επιτυχία της Pixar: δεν ταυτίζεσαι μόνο με τα τέλεια ανθρωπομορφικά σχέδια· συμπάσχεις στις πιο εξωπραγματικές περιστάσεις («θα βρει άραγε ο μπαμπάς-Κοραλλόψαρο το γιο του-Κοραλλόψαρο στους απέραντους ωκεανούς;»)· τα ομιλούντα ζώα, οι τρισδιάστατες καρικατούρες σού κλέβουν την καρδιά. Ο κινηματογράφος διορθώνει την αληθινή ζωή, διασκευάζει τους νόμους της φύσης, καταργεί τους κοινωνικούς κανόνες, όπως συνέβαινε στη βουβή κωμωδία, στο slapstick, προτού επικρατήσει ο κομφορμισμός, η κοινωνική συμμόρφωση. Ακόμα καλύτερα, εκφράζει ό,τι δεν έχει αποκτήσει λέξεις μέσα στο μυαλό μας, ό,τι δεν έχουμε προλάβει να φανταστούμε, επειδή η φαντασία μας είναι περιορισμένη, τα αισθήματά μας μέτρια. Άραγε τα παιχνίδια φοβούνται την εγκατάλειψη, την αντικατάσταση; Το «Toy Story» θέτει αυτή την παιδιάστικη ερώτηση γύρω από την αναπόδραστη μοίρα των παιχνιδιών.
Ψηλά στον Ουρανό
Το «Ψηλά στον ουρανό», που προβάλλεται φέτος, αποτελείται στην πραγματικότητα από δύο ταινίες. Το πρώτο μέρος αφηγείται με καταιγιστικές εικόνες μια από τις ωραιότερες ερωτικές ιστορίες στην ιστορία των ερωτικών ιστοριών: το πώς ο οκτάχρονος Καρλ Φρίντρικσεν (αναφορά στον Τομ Σόγιερ, εκτός αν πρόκειται για δική μου φαντασίωση) γνώρισε τη χαρούμενη και περιπετειώδη Έλι (σαν την Μπέκυ Θάτσερ στο βιβλίο του Μαρκ Τουέιν), την οποία αργότερα ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε· ο Καρλ και η Έλι μοιράστηκαν μια ευτυχισμένη αλλά «αληθινή» ζωή (οι ατυχίες, οι απογοητεύσεις, οι δοκιμασίες δεν έλειψαν), καθώς και το όνειρο ενός επίγειου παραδείσου, τους άγριους και ειδυλλιακούς Παραδεισένιους Καταρράκτες κάπου στη Νότια Αμερική. Το εκτενέστερο δεύτερο μέρος αφηγείται την ιστορία μιας μεγάλης φιλίας ανάμεσα στο χήρο πια Καρλ –που είναι φτυστός ο Σπένσερ Τρέισι ή ο Κάρι Γκραντ σε προχωρημένη ηλικία ή ο Ζάχος Χατζηφωτίου, όπως γράφτηκε στον ελληνικό Τύπο (ξεκαρδιστική η λεπτομέρεια αυτή)– και στον Ράσελ, ένα από τα πιο σύνθετα και ακαταμάχητα κινούμενα σχέδια που έχω δει· καθόλου «χολιγουντιανό», καθόλου «All-American», ένα παιδί-στρόβιλος με μάτια κινέζικα. Τις δύο ιστορίες συνδέει το σπίτι όπου άνθισε ο έρωτας του Καρλ με την Έλι και το οποίο ο μοναχικός πια, γκρινιάρης και διοπτροφόρος γεράκος (η κακοριζικιά του θυμίζει τον Γουόλτερ Ματάου, τον Πίτερ Φοκ, τον Όσκαρ από το «Sesame Street» και ούτω καθ’ εξής) αποφασίζει να σηκώσει στον ουρανό, με χιλιάδες μπαλόνια, και να το μεταφέρει στον ονειρεμένο τόπο, στους Παραδεισένιους Καταρράκτες. Επειδή οι δυσκολίες της ζωής δεν επέτρεψαν στην Έλι αυτό το ταξίδι κι επειδή ο Καρλ το υποσχέθηκε στην Έλι.
Την πρώτη φορά που ο Καρλ συναντάει τον καλόγνωμο Ράσελ –ένα παχουλό αγόρι, που προσφέρει υπηρεσίες στους ηλικιωμένους από καλοσύνη, αλλά και για να κερδίσει πόντους στον προσκοπισμό–, μοιάζει με τον Κλιντ Ίστγουντ στο «Gran Torino»: Μην πατάτε το γρασίδι μου! Και: Έξω από 'δώ! Μόνο που δεν πρόκειται για γρασίδι· άλλωστε, ο Ράσελ βρίσκεται ήδη «έξω»: το σπίτι έχει ξεκολλήσει από τη γη, πετάει δεμένο στα πολύχρωμα μπαλόνια κι ο καημένος ο Ράσελ ανεμοδέρνεται στο κατώφλι.
Έτσι, «ψηλά στον ουρανό», ο βαρύθυμος Καρλ αναγκάζεται να συνταξιδέψει με τον Ράσελ, που αποδεικνύεται, εκτός από εξυπηρετικός και γλυκός, γεμάτος θάρρος και επινοητικότητα. Η τεχνογνωσία της νεότερης γενιάς (που συνδυάζει δύο φυλές και δύο πολιτισμούς: την «προσκοπική» περιπέτεια με τη μοντέρνα τεχνολογία) θα σώσει τον Καρλ από τις κακοτοπιές του εναέριου ταξιδιού και η φαντασία της θα προσδώσει χρώμα στην αποστολή του.
Παρακολουθούμε την τρελή πτήση με κομμένη την ανάσα: οι ταινίες της Pixar δανείζονται απ’ όλα τα κινηματογραφικά είδη· η αγωνία και το σασπένς συγκαταλέγονται στα συστατικά της επιτυχημένης συνταγής. Και να τι συμβαίνει μεταξύ άλλων: το παράξενο ντουέτο συναντάει ένα τροπικό πουλί, ένα σκυλί που μιλάει, καθώς και τον ιδιοκτήτη του σκυλιού, που είναι ο κακός της ιστορίας. Όπως πάντα, το Κακό αναμετράται με το Καλό: αναπόφευκτα θυμάμαι τη Χιονάτη να τρέχει στο δάσος, τα βλοσυρά δέντρα να χορεύουν γύρω της, οι κορμοί να μεταμορφώνονται σε αλιγάτορες· και οι επτά νάνοι, με τον Γκρινιάρη ανάμεσά τους, να κυνηγούν την κακιά βασίλισσα κάτω απ’ τις χρυσαύγειες του ουρανού, τις σκιές, τους βράχους και τα αρπακτικά όρνεα που εφορμούν, ενώ η βασίλισσα οδεύει προς την καταστροφή. Η Disney, αναπόσπαστο κομμάτι της παιδικής μας ηλικίας, βρίσκεται πίσω από την Pixar, που με τη σειρά της (και μαζί με την Blue Sky: «Η εποχή των παγετώνων») είναι, νομίζω, αναπόσπαστο κομμάτι της σημερινής παιδικής ηλικίας. Ο κόσμος προχωρεί· ορίστε η απόδειξη.
Παραδεισένιοι Καταρράκτες
Η ταινία απογειώνεται κυριολεκτικά, καθώς οι ήρωές μας προσπαθούν να ξεφύγουν από τον μοχθηρό Μουντς (που κι αυτός έχει την ιστορία του: δεν ήταν πάντα κακός...) και να ανατρέψουν τα σχέδιά του φτάνοντας στους Παραδεισένιους Καταρράκτες –σ’ ένα τοπίο που, όπως το όνειρο του Καρλ και της Έλι, μοιάζει βγαλμένο από το «Φιτσκαράλντο» του Βέρνερ Χέρτζογκ– και στήνοντας εκεί το παρ’ ολίγο τσακισμένο σπίτι. Η διαδρομή δεν ήταν εύκολη: υπήρχαν φυσικά εμπόδια· επικίνδυνα συναπαντήματα· τα μπαλόνια έσπαγαν και ξεφούσκωναν με ανησυχητικούς συριγμούς.
Η φιλία ξυπνάει τον Καρλ από ένα είδος χειμερίας νάρκης, στην οποία είχε πέσει θυμωμένος «σαν αρκούδα» για τον θάνατο της Έλι: τώρα, με καταλύτη τον Ράσελ, συνεχίζει την περιπέτεια της ζωής μοναχός του. Όμως, στις περιπέτειες κανείς δεν μένει μοναχός του: συναντάει πολύχρωμα πουλιά με ύψος υπερφυσικό, σκυλιά που μιλάνε, παρανοϊκούς εφευρέτες... Προχωρώντας, χάνει τον προσανατολισμό του, ύστερα τον ξαναβρίσκει..., πολλά απρόοπτα συμβαίνουν· κι όχι λιγότερα θαύματα.
Δεν ξέρουμε πόσα χρόνια έχει μπροστά του ο Καρλ· ξέρουμε όμως ότι δεν μοιάζει πια ούτε με τον Κλιντ Ίστγουντ στο «Gran Torino», ούτε με τον Γκρινιάρη Νάνο της Χιονάτης. Όσο για τον Ράσελ, δεν είναι να φοβάται κανείς για την τύχη του: ξέρει να επιβιώνει και, μετά από ένα τέτοιο ταξίδι, είναι σίγουρο ότι θα εκτοξευτεί στην κορυφή του προσκοπισμού.
To «Ψηλά στον ουρανό» είναι από τεχνική άποψη ένα αριστούργημα: δύσκολα φαντάζεται κανείς περισσότερη χάρη και ακρίβεια ακόμα και στα παραμικρά εικoνοστίγματα. Ήδη, το 1937, «Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι» φαινόταν «τέλεια», παρότι δισδιάστατη: κι όμως, η τέχνη και η τεχνολογία των κινουμένων σχεδίων έχουν διανύσει μακρύ δρόμο. Το ίδιο και η φιλοσοφία τους: βλέποντας το «Ψηλά στον ουρανό», σκεφτόμουν το θάνατο και την απώλεια, το πόσο τυχερή είμαι που βρίσκομαι εδώ και πως, αν κάποιο ατύχημα δεν ανακόψει την τρελή μου πτήση, θα ζήσω, όπως ο Καρλ και ο Ράσελ, ένα σωρό περιπέτειες.