Της Μαργαρίτας Φρανέλη
Ψυχές σε κιαροσκούρο
Είδα την ταινία «Γνήσιο αντίγραφο» του Αμπάς Κιαροστάμι δύο φορές. Την πρώτη σε αυθεντικό, γνήσιο dvd. Τη δεύτερη σε αντιγραμμένο. Γιατί αυτό ένιωθα να μου υπαγορεύει μια ταινία πάνω στο original και το copy…
Δεν έκανα καθόλου άσχημα. Η ταινία φυτεύει πολλούς σπόρους για σκέψη πάνω στα ζευγάρια, ένα μόνο από τα οποία –το έναυσμα της ταινίας– είναι το δίπολο «γνήσιο-αντίγραφο». Καλά έκανα και είδα την ταινία σε original και copy dvd, ήγουν δύο φορές. Την πρώτη αναζητούσα τα αυθεντικά και τα αντίγραφα, τη δεύτερη ανακάλυψα όλα τα ζευγάρια!
Πώς δεν το είδα με την πρώτη; Αφού η ταινία το δείχνει με την πρώτη! Τίτλοι σε ένα στατικό πλάνο με ΔΥΟ μικρόφωνα, ενώ σύντομα καταλαβαίνουμε ότι το σενάριο –ο ομιλητής– δεν χρειάζεται παρά μόνο ένα! Κι όμως τα δύο αυτά μικρόφωνα δεσπόζουν, τραβούν το μάτι πολύ περισσότερο από το (αρκετά μικρό σε μέγεθος) βιβλίο για χάρη του οποίου στήθηκαν. Το βιβλίο βρίσκεται ανάμεσά τους, πνιγμένο, μικρό, σχεδόν παρείσακτο. Πατάω pause και το παρατηρώ: το εξώφυλλό του ένα ΖΕΥΓΑΡΙ όμοιων κεφαλών: έργα τέχνης, γνήσιο και αντίγραφο –ποιο είναι ποιο;– που δεν τραβούν κανένα πλέον βλέμμα. Πολύ περισσότερο ενδιαφέρει η ΣΥΖΗΤΗΣΗ γύρω από αυτά. Γι΄ αυτό, στο ζεύγος βιβλίο-μικρόφωνο, το δεύτερο έχει το πάνω χέρι. Το πρώτο «μιλά» λίγο, δημιουργήθηκε για να «δημιουργήσει» λόγο. Η δευτερογενής δημιουργία, όπως και η αντιγραφή, ίσως έχουν μεγαλύτερη αξία… γιατί χωρίς αυτά απαξιώνεται το πρωτότυπο – το εφαλτήριο για όλες τις συζητήσεις, για όλα τα αντίγραφα…
Και πού μπορεί λοιπόν να διεξαχθεί μια τέτοια συζήτηση; Πάλι η απάντηση βρίσκεται στην αρχή της ταινίας: μικρόφωνα και βιβλίο στατικά, αδιάφορα, αντιαισθητικά θα μπορούσες να τα χαρακτηρίσεις, με φόντο ένα τζάκι! Και τι τζάκι! Όχι απλώς σβησμένο… ΧΤΙΣΜΕΝΟ!!! Η τέχνη, το κοπιάρισμά της, αλλά και η συζήτηση περί τέχνης, όλα συμβαίνουν χωρίς ίχνος φλόγας στο βάθος.
Φλόγα, φωτιά, εστία (με όλες τις σημασίες της λέξης): να τι λάμπει διά της απουσίας του σε ΟΛΗ την ταινία. Η πρώτη ύλη της τέχνης απούσα, κι όμως, παρακολουθούμε μια ταινία που ποιεί τέχνη ΧΩΡΙΣ πρώτες ύλες. Μόνο με δεύτερες. Μόνο με κόπιες.
Η φλόγα δεν λείπει μόνο από το τζάκι, λείπει από παντού. Η εστία, πραγματική και οικογενειακή, αναπαύεται κάτω από τις πέτρες. Τις αρχαίες –της ιστορίας– τις νέες – της καθημερινότητας. Σ’ αυτήν τη νέα πραγματικότητα θριαμβεύει η τεχνολογία και η διάσπαση. Κάθε δραστηριότητα διασπάται, διαιρείται. Αποτέλεσμα… μηδέν εις το πηλίκον… Υπόλοιπο… η ζωή μας όλη…
Μια ζωή χωρίς φλόγα λοιπόν, αλλά και χωρίς εστία, χωρίς καν ικανότητα εστίασης! Δεν μπορείς να εστιάσεις εδώ, γιατί είσαι ταυτόχρονα ΚΑΙ εκεί: το κινητό χτυπά και σε αποσπά ό,τι κι αν κάνεις. Το αντίγραφο μιας άλλης, παράλληλης ζωής, παρεισφρέει μέσω του κινητού, μέσω του game boy. Τρυπώνει μέσα από το είδωλο στον καθρέφτη, τους αντικατοπτρισμούς στα τζάμια – βιτρινών και παραθύρων. ΚΑΘΕ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ αποσπά το ενδιαφέρον από το ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ!
Πού να εστιάσεις; Στη φύση ή την κατασκευή; Στην κλασική ή τη σύγχρονη (εν πολλοίς αντιγράφουσα) τέχνη; Στα παραδομένα ή τα νέα μοντέλα; Στο γάμο ή τη διάσταση; Στο ζευγάρι ή τη μονάδα;
Ανίκανοι να εστιάσουν οι ήρωες, μεταφέρουν αυτή τους την αδυναμία στον θεατή. Σαν να του λένε: «Κοίταξέ μας και αποφάσισε. Εσύ διαλέγεις πού θα εστιάσεις». Οι ίδιοι, αυτό το ζευγάρι που δεν εντάσσεται ακριβώς πουθενά, χρησιμοποιούν το μόνο μέσον που ταιριάζει στην περίσταση, γιατί δεν στέκεται πουθενά: ένα αυτοκίνητο που κυκλοφορεί σε χιλιάδες γνήσια αντίγραφα ανά τον κόσμο, ένα απαστράπτον Focus.
Αυτό ακριβώς το μέσον αποδεικνύεται διεστιακό (και επί δύο): ένας άντρας και μια γυναίκα μέσα, δυο παράλληλες διαδρομές έξω, στο παρμπρίζ. Όλη η πόλη, όλος ο πολιτισμός περνά/αντιγράφεται σε δυο παράλληλες λωρίδες, σαν δύο φιλμ που ξετυλίγονται παράλληλα και δεν συναντιούνται ποτέ. Ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα υπάρχει πάντα ένας δρόμος: μια αγεφύρωτη διαχωριστική νησίδα ανάμεσα στις ταινίες που προβάλλονται στο πρόσωπο καθενός. Ταινίες-αντίγραφα μιας πραγματικότητας γεμάτης πέτρες και τοίχους. Κάτω από τους οποίους κοιμάται, εσβεσμένη, κάθε εστία – πλην της μηχανικής.
Η έννοια του αντιγράφου, αλλά και της διττής δράσης, μεταφράζεται σε εικόνα με κάθε τρόπο: οι ήρωες μπαίνουν συχνά πίσω από τζάμια όπου «κάτι άλλο» προβάλλεται ή συμβαίνει. Στο φαστφουντάδικο, στο αυτοκίνητο, στις βιτρίνες των μουσείων, στους καθρέφτες, στο τζάμι του παραθύρου στο τέλος…
Η έννοια του ζεύγους είναι πανταχού παρούσα: ζευγάρι τα μικρόφωνα αλλά και τα πρόσωπα του εξωφύλλου στην αρχή, ζευγάρι τα πέδιλα στο αυτοκίνητο, ζευγάρι και τα άλλα πέδιλα, αυτά που φοράει η ηρωίδα και αναγκάζεται κάποια στιγμή να τα βγάλει, όπως και τον στηθόδεσμο, όπως και τα σκουλαρίκια της, γιατί τα ζευγάρια κουράζουν αν πολυφορεθούν... Διπλός και ο χρυσός πέλεκυς που κρέμεται στο λαιμό της, και κάθε άλλο παρά απαρατήρητος περνά. Ζευγάρια παντού και από παντού! Ζευγάρια νιόπαντρα, ζευγάρια ώριμα, ζευγάρια ανήμπορα και γερασμένα (φόρος τιμής στον Κισλόφσκι;).
Ζευγάρια και οι έννοιες πρωτότυπο-αντίγραφο, αλήθεια-ψέμα. Κι όμως ο γάμος, που «καθαγιάζει» αυτή την έννοια του ζεύγους, παρουσιάζεται σαν μια ασήμαντη σκηνογραφία – οι νύφες κάθονται μπροστά σε μια αφίσα που γράφει Carnaval, αν έχεις τον (Καθολικό) Θεό σου! Γιατί το έργο που παρακολουθούμε δεν είναι η αποθέωση του δύο, αλλά η κρίση του. Το «δύο», προφανώς, δημιουργεί κόπωση. Παπούτσια, στηθόδεσμοι, δεσμοί...
Το ζευγάρι δείχνει ανίκανο να υποδυθεί τον ρόλο του. Ο άντρας, για να ακουμπήσει το χέρι του στον ώμο της γυναίκας, χρειάζεται να το δει και να το αντιγράψει από την τέχνη, από ένα γλυπτό. Γι’ αυτό ΚΑΙ αυτή, όπως και όλες οι κινήσεις του, δείχνει άψυχη, κίβδηλη.
Ώρα της μονάδας να θριαμβεύσει; Ο θρίαμβος, αγαπημένοι μου Δυτικοί, εξαρτάται από το γένος, νιώθω να λέει ο Κιαροστάμι.
Μονάδα γένους αρσενικού: ο άντρας (Γουίλιαμ Σίμελ). Έχει όχι μόνο όνομα, αλλά και επώνυμο. Και μάλιστα... «επώνυμα» και τα δύο!!! Τζέιμς Μίλερ. Δύο διάσημα επίθετα των δυτικών γραμμάτων (ζεύγος και η επωνυμία) δίνουν κύρος σε αυτόν που θέλουν οι γυναίκες. Φόντο του πάντα η ζωή, οι άνθρωποι, οι συνήθειές τους. Πίσω του, πάντα ζωντανός, ένας ιμπρεσιονιστικός πίνακας.
Μονάδα γένους θηλυκού: η γυναίκα (Ζιλιέτ Μπινός). ΕΝΤΕΛΩΣ ανώνυμη! Ούτε μία φορά δεν προφέρεται το όνομά της! Καθορίζεται από τα ονόματα, τις ζωές, τις ιστορίες των άλλων. Η ομορφιά της δεν αρκεί για να ομορφύνει τη ζωή της. Το πέρασμα των χρόνων τής δείχνει τι ΔΕΝ έζησε, όχι τι έζησε! Φόντο της τοίχοι, τοίχοι και μπουκάλια. Μια γυναίκα ρευστή, ποιος θα την εμφιαλώσει αυτήν; Ποιος θα την τοποθετήσει ευλαβικά στη νεκρή φύση του βάθους;
Ο άντρας δημιουργεί κόσμους, η γυναίκα μοιάζει να δημιουργεί μόνο τον εαυτό της. Τον οποίο και προσπαθεί να προσαρμόζει στις περιστάσεις. Πώς να προλάβει να αποκτήσει το δικό της trade mark...?
Η χρυσή πεταλούδα στο λαιμό της, σύμβολο της μεταμόρφωσης και της ψυχής από αρχαιοτάτων, συμπυκνώνει, κατά την ανάγνωσή μου, όλη την ταινία, όπου οι μεταμορφώσεις είναι συνεχείς, οι αλλαγές των ρόλων και των συμβάσεων ασταμάτητες, και όπου τα περάσματα από το «εδώ» στο «εκεί» και από το «τώρα» στο «τότε» συνιστούν το υφάδι της αφήγησης.
Πώς περνάνε από τη μία πραγματικότητα στην άλλη; Με τον περισπασμό. Συνήθως εξαιτίας κινητού, αλλά και game boy, και ανθρώπων, και τουριστών, και νιόπαντρων. Η ταινία αποθεώνει τον περισπασμό, τη διάσπαση της προσοχής. Από την αρχή κιόλας, η ηρωίδα απαξιοί να παρακολουθήσει τη διάλεξη του συγγραφέα – κι όμως, το βιβλίο του το έχει ήδη αγοράσει σε ΕΞΙ ΑΝΤΙΤΥΠΑ!!! Όπως και εκείνη, έτσι και η κάμερα, προτιμά να περισπάται και να παρακολουθεί άλλες, τριτεύουσες δράσεις.
Ο περισπασμός γκρεμίζει τη συγκέντρωση, αλλάζει την εστίαση, κατακερματίζει τους χαρακτήρες. Μετά από κάθε τηλεφώνημα, η πραγματικότητα είναι άλλη. Και η πρωταγωνίστρια είναι «η ίδια και μια άλλη» ταυτόχρονα – πόσα ονόματα θα χρειαζόταν για τις ανάγκες όλων αυτών των ρόλων;
Σίγουρα περισσότερα από τις γλώσσες που ακούμε: ιταλικά, αγγλικά, γαλλικά. Όλα ανακατεύονται στο ευρωπαϊκό μπλέντερ. Πολλά συστατικά, λίγη ουσία. Η αλήθεια δεν εξαρτάται από τη γλωσσική της επιφάνεια. Κι όπως όλες οι γλώσσες έχουν ΜΙΑ βαθεία δομή, όλα τα ζευγάρια είναι, κατά βάθος, ΕΝΑ ζευγάρι. Το αρχετυπικό. Το απλούστερο.
«Δεν είναι απλό να είσαι απλός» λέγεται στην ταινία. Και ακόμα λιγότερο απλό είναι να είσαι διπλός, θα πρόσθετα.
Φυσικό είναι, αυτή η πολλών διαστάσεων ταινία να έχει και πολυδιάστατο τέλος. Ένα τέλος ανοιχτό, όπως και το παράθυρο του ξενοδοχείου, όπου πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Μα, μήπως όλη η ταινία δεν είναι ανοιχτή; Κάθε στιγμή, όλα τα ενδεχόμενα (και όλα τα κινητά) δεν είναι ανοιχτά; Πώς θα μπορούσε να είναι κλειστό το τέλος;
Θα ήθελα, ωστόσο, να καταγράψω δύο κλειστά, προσωπικά συμπεράσματα:
- Η αίγλη του πρωτοτύπου είναι ευθέως ανάλογη προς την ποσότητα των αντιγράφων του.
Όσο πιο πολλά –και πιο ένδοξα– τα αντίγραφα, τόσο πιο πολύ focus στο πρωτότυπο!
- Μια αληθινή ιστορία μπορεί να γεννηθεί από πολλές ψευδείς. Η αντιγραφή είναι σε θέση να γεννήσει γνησιότητα.
Γι’ αυτό, το «Γνήσιο αντίγραφο» είναι δείγμα γνήσιας τέχνης. Είναι αντιγραφή με υπογραφή.