Η σύγχρονη μουσική, ένα ξεχωριστό κουαρτέτο εγχόρδων, οι Arditti String Quartet και μια ιδιαίτερη ιρλανδή καλλιτέχνις συνέθεσαν το σκηνικό μιας πολύ ενδιαφέρουσας βραδιάς στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Του Φραγκίσκου Κοντορούση
Το παγκοσμίου φήμης κουαρτέτο εγχόρδων Arditti ξεκίνησε την πορεία του το μακρινό 1974, όταν τέσσερις φίλοι, λάτρεις της σύγχρονης μουσικής και σπουδαστές της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής του Λονδίνου, συνέστησαν ένα κουαρτέτο, αρχικά από χόμπι. Οι μουσικοί επέλεξαν, ωστόσο, να εργαστούν με απόλυτο επαγγελματισμό: σε βάθος μελέτη των έργων, εξαντλητικές πρόβες, τεχνική αρτιότητα και εμπνευσμένη ερμηνεία. Το σύνολο άρχισε σύντομα να γίνεται γνωστό, προσελκύοντας σύγχρονούς του συνθέτες, οι οποίοι του εμπιστεύθηκαν τα έργα και, κυρίως, ετοίμασαν νέα έργα ειδικά για αυτό. Εκατοντάδες συνθέσεις για κουαρτέτο εγχόρδων και σύνολα μουσικής δωματίου έχουν γραφεί έκτοτε ειδικά για το συγκεκριμένο σύνολο, έργα που έχουν αφήσει ανεξίτηλο στίγμα στο ρεπερτόριο του 20ου αιώνα και έχουν εξασφαλίσει στο κουαρτέτο Arditti σταθερή θέση στην μουσική ιστορία.
Το 1999 έγινε το πρώτο και μοναδικό μέχρι σήμερα σύνολο που έχει λάβει το Μουσικό Βραβείο του Ιδρύματος Ernst von Siemens για τη «συνολική προσφορά» του στη μουσική.
Στην εξαιρετική συζήτηση που ακολούθησε τη συναυλία, ο ιδρυτής του κουαρτέτου και σήμερα πρώτος βιολονίστας Ιρβάιν Άρντιτι εξήγησε ότι, στο ξεκίνημά τους, κανείς δεν φανταζόταν πόση επίδραση θα είχε η δημιουργία του συνόλου τους στην εργογραφία της σύγχρονης μουσικής. Και βεβαίως, κανείς τους δεν μπορούσε να προβλέψει ότι το κουαρτέτο θα παρέμενε, μετά την ίδρυσή του, στην πρώτη γραμμή της πρωτοπορίας για πάνω από σαράντα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις για το έργο του. Μάλιστα, το 1999 έγινε το πρώτο και μοναδικό μέχρι σήμερα σύνολο που έχει λάβει το Μουσικό Βραβείο του Ιδρύματος Ernst von Siemens για τη «συνολική προσφορά» του στη μουσική.
Όπως είναι φυσικό, το κουαρτέτο έχει συλλέξει μέχρι σήμερα μεγάλο αριθμό διθυραμβικών κριτικών και οι μουσικοί του έχουν επαινεθεί, μεταξύ άλλων, για την «... εκπληκτική δεξιοτεχνία και την προθυμία τους να επεκτείνουν τα όρια αυτού που μπορεί κανείς να περιμένει από ένα κουαρτέτο εγχόρδων». Από την άλλη, το σύνολο έχει επικριθεί ως αυστηρό, αφυδατωμένο και διανοουμενίστικο, «με στομφώδη ρητορεία, θαρρείς σχεδιασμένη να αποδείξει ότι η "νέα μουσική" μπορεί να υπάρξει σε έναν κόσμο που πομπωδώς αυτοαπορροφάται». Κανείς πάντως δεν αμφισβητεί την αφοσίωση του κουαρτέτου στη σύγχρονη μουσική και την έμπρακτη στήριξή της, όπως αποδεικνύει η πλούσια δισκογραφία, στην οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το σύνολο των συνθέσεων για κουαρτέτα εγχόρδων των Ιάνη Ξενάκη και Άντον Βέμπερν και των αντίστοιχων των Κέιτζ, Λίγκετι, Σένμπεργκ, Στοκχάουζεν, Κάρτερ και πολλών ακόμη σπουδαίων συνθετών του 20ου και 21ου αιώνα.
«Το Δέντρο των Εγχόρδων»
Η εκτέλεση, τεχνικά αρτιότατη και ερμηνευτικά σχολαστική, έδωσε τη μοναδική ευκαιρία στο ακροατήριο να γνωρίσει ένα έργο γραμμένο εξ' αρχής για το ίδιο το σύνολο που το ερμήνευσε ζωντανά επί σκηνής.
Ο Σερ Χάρισον Μπέρτγουιστλ γεννήθηκε το 1934 και σπούδασε κλαρινέτο και σύνθεση στο Βασιλικό Κολέγιο Μουσικής του Μάντσεστερ. Η αλληλεπίδραση με σπουδαίους σύγχρονούς του συνθέτες, όπως οι Πίτερ Μάξγουελ Ντέιβις και Τζον Όγκντον, επηρέασε τον Μπέρτγουιστλ σε τέτοιο βαθμό που, το 1965, πούλησε τα κλαρινέτα του και αφοσιώθηκε εξ ολοκλήρου στη σύνθεση. Η εργογραφία του περιλαμβάνει 12 όπερες, έργα για συμφωνική ορχήστρα, για ορχήστρα χάλκινων πνευστών και για φωνητικά σύνολα, καθώς και έργα για σύνολα δωματίου. Αν και πολυγραφότατος, ο Μπέρτγουιστλ απέφευγε να συνθέσει για κουαρτέτο εγχόρδων, θεωρώντας ότι δεν γνωρίζει επαρκώς τις δυνατότητες των οργάνων. Χρειάστηκε η επίμονη ενθάρρυνσή του από τον Ιρβάιν Άρντιτι ώστε να ολοκληρώσει, το 1995, το πρώτο του κουαρτέτο εγχόρδων, Pulse Shadows (Σκιές Παλμών).
Στη συναυλία της Στέγης παρουσιάστηκε το δεύτερο κουαρτέτο εγχόρδων του συνθέτη, The Tree of Strings («Το Δέντρο των Εγχόρδων» - 2007). Στο έργο αυτό, μέρη απόλυτης ακινησίας εναλλάσσονται με περάσματα μεγάλης ρυθμικής ενέργειας και με εκτεταμένες, συνεχώς εξελισσόμενες, μελωδικές γραμμές. Η γραφή του Μπέρτγουιστλ χαρακτηρίζεται γενικά από θεατρικότητα και δεν δομείται πάνω στις κλασικές φόρμες, όπως η σονάτα, αλλά μάλλον ως σκηνική μουσική. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι εμφανή και στο Δέντρο των Εγχόρδων, ιδιαίτερα προς το τέλος του έργου, όπου οι τέσσερις εκτελεστές απομακρύνονται σταδιακά από τη σκηνή, έως ότου παραμείνει μόνος του ο τσελίστας για να ολοκληρώσει το έργο, μεταφέροντας στον ακροατή μιαν αίσθηση ερήμωσης. Η εκτέλεση, τεχνικά αρτιότατη και ερμηνευτικά σχολαστική, έδωσε τη μοναδική ευκαιρία στο ακροατήριο να γνωρίσει ένα έργο γραμμένο εξ' αρχής για το ίδιο το σύνολο που το ερμήνευσε ζωντανά επί σκηνής.
«ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ»
Σημαντικό στοιχείο της προσέγγισης των έργων και της ερμηνείας τους από το κουαρτέτο είναι η στενή συνεργασία με τους συνθέτες, όπως ακριβώς συνέβη με το δεύτερο έργο που παρουσιάσθηκε στη Στέγη, το EVERYTHING IS IMPORTANT (ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ), που συνέθεσε η ιρλανδή Τζένιφερ Γουόλς το 2016. Η, γεννημένη στο Δουβλίνο το 1974, Γουόλς θεωρείται σήμερα η πιο πρωτότυπη συνθετική φωνή που έχει αναδείξει η Ιρλανδία τα τελευταία 20 χρόνια. Τα έργα της έχουν παρουσιαστεί ζωντανά και αναμεταδοθεί σε όλον τον κόσμο. Για το συνθετικό της έργο έχει τιμηθεί με διεθνή βραβεία, ενώ εμφανίζεται συχνά ως βοκαλίστρια, ειδικευμένη στις εκτεταμένες φωνητικές τεχνικές.
Η συνθέτις παρομοίασε τον υπερβολικό όγκο πληροφοριών του δεκατετράλεπτου έργου της με 14 λεπτά περιήγησης στο διαδίκτυο κατά τα οποία ο χρήστης επιλέγει να εστιάσει σε συγκεκριμένες πληροφορίες, αγνοώντας άλλες, τις οποίες αντιλαμβάνεται μόνο υποσυνείδητα.
Το έργο ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ είναι, στην πραγματικότητα, ένα ιδιότυπο σεπτέτο: εκτός του κουαρτέτου, η συνθέτις συμμετέχει στα φωνητικά, ενώ ισότιμο αντιστικτικό ρόλο αναλαμβάνουν αφ’ ενός οι εικόνες κι αφ’ ετέρου τα κείμενα που προβάλλονται στην οθόνη. Η κεφαλαιογράμματη γραφή του τίτλου δεν είναι διόλου τυχαία: τα πάντα σε αυτό το έργο φωνάζουν – οι σκόπιμα έντονες διαφωνίες, οι ενίοτε υπερβολικές θεατρικές κινήσεις των μουσικών, οι βοκαλισμοί και η αγχώδης ερμηνεία της Γουόλς, οι συνεχείς εναλλαγές εικόνων και κειμένων, συναθροίζουν ένα μεγάλο όγκο πληροφοριών, που ο ακροατής δεν μπορεί να διαχειριστεί. Και αυτό γίνεται εσκεμμένα. Στη συζήτηση που ακολούθησε τη συναυλία, η Γουόλς υποστήριξε ότι συνέθεσε ένα επίκαιρο έργο, σε μιαν απόπειρα να περιγράψει τον σημερινό τρόπο ζωής: τεχνολογία, καταστροφική κλιματική αλλαγή, τεράστιες οικονομικές ανισότητες, διαδίκτυο. Η συνθέτις παρομοίασε τον υπερβολικό όγκο πληροφοριών του δεκατετράλεπτου έργου της με 14 λεπτά περιήγησης στο διαδίκτυο κατά τα οποία ο χρήστης επιλέγει να εστιάσει σε συγκεκριμένες πληροφορίες, αγνοώντας άλλες, τις οποίες αντιλαμβάνεται μόνο υποσυνείδητα.
Το έργο της Γουόλς πετυχαίνει εν μέρει τον στόχο του: είναι ταυτόχρονα εξαιρετικά δυσάρεστο και ανησυχητικά οικείο, ενώ τα πολλαπλά επίπεδα ερμηνείας του απαιτούν περισσότερες από μία ακροάσεις για να γίνουν κατανοητά. Πάντως, η συνεχής χρήση αρχειακού οπτικού υλικού και η υπερβολική χρήση σλόγκαν μοιάζουν τελικά αυτοσκοπός που, σε συνδυασμό με το πλήθος των θεμάτων με τα οποία το έργο καταπιάνεται, τελικά κουράζουν τον ακροατή και αδικούν την εξαιρετική αρχική ιδέα.
Το κουαρτέτο ανέλαβε έναν από τους ρόλους του έργου, και τον έφερε σε πέρας με ακρίβεια και κέφι. Η αλληλεπίδραση του συνόλου με την Γουόλς υπήρξε εξαιρετική, ενώ η ίδια η συνθέτις εντυπωσίασε το κοινό με τις φωνητικές και θεατρικές της ικανότητες. Σε κάθε περίπτωση, όσοι βρέθηκαν στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν ένα σπουδαίο σύνολο σε μια πολύ ιδιαίτερη μουσική βραδιά.
* Ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΚΟΝΤΟΡΟΥΣΗΣ είναι καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών της Μουσικής.