
Της Βίκυς Βασιλάτου
Τα πρώτα μου ταξίδια στην πρωτεύουσα της Καταλονίας, τη Βαρκελώνη, τα έκανα μέσα από τις σελίδες μυθιστορημάτων του Eduardo Mendoza και του Carlos Ruiz Zafón. Μου κέντρισαν το ενδιαφέρον, αλλά -όση φαντασία κι αν διαθέτεις- αν δεν την επισκεφτείς, δεν χαθείς στα γοτθικά στενάκια της, δεν πιεις ένα καφέ κάτω από τα φοινικόδεντρα της πλατείας Reial ή στη Barceloneta, δεν περπατήσεις τη Rambla, δεν ψωνίσεις φρούτα, λαχανικά και ψαρικά στη La Boqueria, αν δεν δεν δεν, πώς περιμένεις να απομνημονεύσεις εικόνες ομορφότερες κι από αυτές που διάβασες;
Εκθαμβώθηκα από τα χρώματα και τη ζωντάνια της πόλης, την αρμονική συνύπαρξη παλιάς και μοντέρνας αρχιτεκτονικής, τo μουσείο του Pablo Picasso, το Palau de la Música Catalana του εξαιρετικού αρχιτέκτονα Liuís Domènech I Montaner, την Αψίδα του Θριάμβου που ήταν η πύλη της Διεθνούς Έκθεσης του 1888, το «μαγικό βουνό» Montjuïc που φιλοξενεί την Fundació Joan Miró, το Teatre Grec, τους πέτρινους χορευτές του παραδοσιακού καταλονικού χορού, sardana…
Βέβαια όσο περισσότερο περπατάς στη Βαρκελώνη άλλο τόσο διαπιστώνεις ότι ο πρωταγωνιστής της καταλονικής σκηνής ακούει στο όνομα Antoni Gaudí. Η ιδιοφυία του σε καθηλώνει, σε ταξιδεύει σε άλλη γη κι άλλα μέρη. Δεν ξέρεις αν έχεις βυθιστεί στο απέραντο γαλάζιο ή αν βρίσκεσαι στον αριθμό 43 της Passeig de Gràcia όπου έχεις επισκεφτεί την Casa Batlló (χτισμένη μεταξύ 1904-1907) με πρόσοψη και σκεπή που παραπέμπουν σε θαλάσσιο τέρας. Στον αριθμό 92 αυτή τη φορά, αναρωτιέσαι αν είσαι ένας απλός επισκέπτης της μουσειακής πλέον La Pedrera (1906-1912) ή κάτοχος της μηχανής του χρόνου κι έχεις γυρίσει έναν αιώνα πίσω ως φιλοξενούμενος της ιδιοκτήτριας οικογένειας Milà. Όσο για τη Sagrada Família, η εκκλησία που έχτιζε ο Gaudí επί 42 συναπτά έτη (1884-1926) αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, για να είμαι ειλικρινής δεν μ’ εντυπωσίασε όσο φαντάζομαι ότι θα το έκανε αν την είχε τελειοποιήσει ο ίδιος. Έχουν επέμβει στο όραμά του σε τέτοιο βαθμό που τελικά αντικρίζεις μια χαοτική εικόνα, που φημολογείται ότι θα ολοκληρωθεί σε μια δεκαπενταετία.
Μπορεί να έμεινε ανολοκλήρωτο και το Park Güell (1900-1914), τι να πει όμως κανείς για την πόλη-κήπο των 20 εκταρίων; Εκεί τουλάχιστον θαύμασα μέχρι τελικής πτώσης το μεγαλείο αυτού του μυαλού. Αν κάποιος δεν έχει αρκετό χρόνο στη διάθεσή του, η επίσκεψη αυτού του μέρους αρκεί για να πάρει όχι απλά μια γεύση αλλά να χορτάσει την τέχνη του αρχιτέκτονα. Τι να πρωτοπείς; Από πού ν’ αρχίσεις και πού να τελειώσεις την περιήγησή σου; Τα λόγια μοιάζουν περιττά. Μια εικόνα του παραμυθένιου πάρκου ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις θαυμασμού και δέους μπροστά στην καλλιτεχνία του Gaudí. Όπου κι αν κοιτάξεις, αντικρίζεις χρώματα που θαρρείς αναδίδουν αρώματα. Όπως κι αν σταθεί το βλέμμα σου, ορθώνονται κομψοτεχνήματα σπάνιας κι επιβλητικής ομορφιάς…
Στα σκαλιά της υποδοχής, μια πολύχρωμη κεραμική σαλαμάνδρα, η οποία σου ανοίγει τις πύλες ενός κόσμου όπου φαντασία και πραγματικότητα συνοδοιπορούν τείνοντάς σου με μεγάλη γενναιοδωρία το χέρι για να σε ξεναγήσουν στο μυαλό ενός μεγάλου αρχιτέκτονα, αλλά κυρίως καλλιτέχνη. Βόλτες, πολύωρες βόλτες στο Park Güell με τη φύση όχι μόνο να επιβάλλει την παρουσία της αλλά και να είναι η κύρια εμπνεύστρια ενός μεγαλειώδους έργου, που το 1984 κηρύχτηκε Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO. Ξέρω ότι επαναλαμβάνομαι, αλλά τα λόγια είναι όντως περιττά. Ένα θα πω μόνο: εισχώρησα -και δεν λέω ακόμα να βγω- σ’ έναν άλλο κόσμο όπου όλα κυλούν φυσικά, όμορφα, χρωματιστά κάτω από τη σκιά εκατοντάδων δέντρων και το τιτίβισμα εξωτικών πουλιών.
Κάπως έτσι ονειρικά τελείωσε το κεφάλαιο Βαρκελώνη για να ανοίξει ένα άλλο εξίσου γευστικό, όσο τα ώριμα σύκα. Σε απόσταση 140 χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα της Καταλονίας, βρίσκεται η «Πόλη των Σύκων» alias Φιγκέρας. Όχι δεν πήγα για να μαζέψω σύκα, αλίμονο, πήγα να επισκεφτώ το μεγαλύτερο σουρεαλιστικό αντικείμενο στον κόσμο, το Teatre-Museu Dalí. Αφέθηκα στα ταλαντούχα χέρια του Salvador και πήρα το Βροχερό Ταξί του για να ταξιδέψω προς ένα σουρεαλιστικό σύμπαν.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: γιατί Θέατρο-Μουσείο; Γιατί το μουσείο αυτό, που εγκαινιάστηκε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1974, άρχισε να χτίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ’60 πάνω στα ερείπια του παλιού θεάτρου του Φιγκέρας, το οποίο πυρπολήθηκε το 1939 στον εμφύλιο πόλεμο. Και, συμπληρώνω, γιατί ο Dalí διατήρησε τη θεατρικότητα του χώρου με διάφορες φιγούρες να ξεπροβάλλουν είτε στην πλατεία μπροστά από την είσοδο, είτε πάνω στην οροφή, είτε στην εσωτερική αυλή. Και κάθε μία θαρρείς περιμένει από τον δημιουργό της να της δώσει ζωή με το μαγικό ραβδί του για να συμμετάσχει σ’ έναν άλλον Ανδαλουσιανό Σκύλο.
Αφού απήλαυσα τον εξωτερικό διάκοσμο του μουσείου κι ευχαρίστησα τις διάφορες μορφές για το καλωσόρισμά τους, άρχισα να εισχωρώ όχι μέσα σε καθρέφτη, αλλά μέσα σε «λιωμένα» ρολόγια περνώντας στην χώρα των δικών του θαυμάτων. Έχασα την επαφή με τον χωροχρόνο. Δεν ξέρω πόσες ώρες πέρασα μέσα σε αυτό το σκηνικό απερίγραπτης γοητείας με τα 1500 έργα. Χάζεψα πίνακες, κοσμήματα, τοιχογραφίες, κοστούμια, έπιπλα, το υπνοδωμάτιό του, τον τάφο του, τις προσωπογραφίες του. Ακολούθησα κατά πόδας τη διαδρομή του καλλιτέχνη που με αφετηρία τον εμπρεσιονισμό και στάσεις στον φουτουρισμό και τον κυβισμό τερμάτισε στον σουρεαλισμό. Μια διαδρομή που με οδήγησε στους δαιδάλους ενός πολυσχιδούς μυαλού και με βοήθησε να κατανοήσω πολλά όπως την απέχθεια του στα μυρμήγκια, τη συμπάθειά του στις μύγες, τον θαυμασμό του στον Diego Velázquez, την υπέρμετρη αγάπη του στη Gala, την αδυναμία του στη Mae West, την εμμονή του με τη σεξουαλικότητα και τον Δον Κιχώτη του Miguel de Cervantes.
Με το που επέστρεψα από την χώρα των θαυμάτων του, συνειδητοποίησα ότι το ταξίδι μου δεν τελείωσε κι ούτε θα τελειώσει γιατί κάθε έργο που συνάντησα στο διάβα μου συνεχίζει -ακόμα και τώρα που κάθομαι στο γραφείο μου και γράφω αυτό το κείμενο- να μου διηγείται ιστορίες. Ίσως ν’ ακούγεται υπερβολικό μα δεν είναι για τον εξής, απλούστατο λόγο: τα έργα του είναι ζωντανά πλάσματα που κατοικούν το μυαλό και το γεμίζουν δημιουργικότητα. Γίνονται αναπόφευκτα πηγή έμπνευσης. Τα έργα του Dalí είναι σπάνιας βαρύτητας και μόνο όταν κάποιος απελευθερώσει την παιδικότητα και την φαντασία του από τον ζυγό της καθημερινότητας θα κατανοήσει πόσο σημαντική είναι η τέχνη στην γκρίζα ζωή μας.
Μ’ αυτές τις σκέψεις να τριβελίζουν το μυαλό μου διπλοκλείδωσα σ’ ένα από τα συρταράκια του μυαλού και της καρδιάς μου ως ένα άλλο ιερό Γκράαλ: τους θαυμαστούς κόσμους του Dalí και του Gaudí…