
Για την όπερα «Ντον Κάρλο» του Τζουζέππε Βέρντι, σε μουσική διεύθυνση του Φιλίπ Ωγκέν και σε σκηνοθεσία του Σερ Νίκολας Χάιτνερ, η οποία θα παρουσιάστεί για μια τελευταία φορά στις 5 Ιανουαρίου στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Του Φραγκίσκου Κοντορούση
Στο πλαίσιο του κύκλου «Ιταλική Όπερα» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, παρακολουθήσαμε στις 28 Δεκεμβρίου 2019 την όπερα του Τζουζέππε Βέρντι «Ντον Κάρλο» στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Η παράσταση είναι μια συμπαραγωγή της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου, της Μετροπόλιταν Όπερας της Νέας Υόρκης και της Εθνικής Όπερας της Νορβηγίας (Όσλο), και πρωτοπαρουσιάστηκε στο Κόβεντ Γκάρντεν το 2008.
Είκοσι χρόνια αλλαγών
Η παγκόσμια πρεμιέρα του έργου έγινε στο Παρίσι στις 11 Μαρτίου 1867 και η όπερα έγινε δεκτή με θετικά σχόλια, αλλά όχι με ενθουσιασμό. Χαρακτηριστικά, ο νεαρός τότε Μπιζέ το σχολίασε ως «πολύ κακό έργο».
Ο Ντον Κάρλο ήταν παραγγελία της Όπερας των Παρισίων στον συνθέτη. Ο Βέρντι ολοκλήρωσε τη σύνθεση του έργου το καλοκαίρι του 1866 και στη συνέχεια ξεκίνησαν οι δοκιμές, με πολύ αργούς ρυθμούς. Στη διάρκεια των οκτώ μηνών που διήρκεσαν οι πρόβες, ο Βέρντι πραγματοποίησε πολλές περικοπές, άλλαξε τονικότητες και αφαίρεσε ή τροποποίησε άριες, ντουέτα και τερτσέτα. Η διάρκεια του έργου ωστόσο παρέμενε εξαιρετικά μεγάλη. Διαπιστώθηκε ότι, χωρίς επιπλέον περικοπές, η όπερα δεν θα τελείωνε πριν τα μεσάνυχτα (ώρα που θα ‘πρεπε να φύγουν οι θεατές προκειμένου να προλάβουν τα τελευταία τρένα για τα προάστια των Παρισίων), ενώ και η αυλαία δεν θα μπορούσε να σηκωθεί νωρίτερα του προβλεπομένου, καθώς έπρεπε να προηγηθεί χρονικά το δείπνο του κοινού. Έτσι, ο Βέρντι ενέκρινε επιπλέον περικοπές. Η παγκόσμια πρεμιέρα του έργου έγινε στο Παρίσι στις 11 Μαρτίου 1867 και η όπερα έγινε δεκτή με θετικά σχόλια, αλλά όχι με ενθουσιασμό. Χαρακτηριστικά, ο νεαρός τότε Μπιζέ το σχολίασε ως «πολύ κακό έργο», ενώ ο Ροσσίνι σημείωνε ότι «ο Βέρντι είναι ο μόνος συνθέτης που έχει την ικανότητα να γράψει μια μεγαλόπρεπη όπερα».
Στα επόμενα είκοσι χρόνια έγιναν εκ νέου περικοπές και προσθήκες στην όπερα, με αποτέλεσμα να είναι διαθέσιμες στους σκηνοθέτες και μαέστρους επτά διαφορετικές εκδοχές – όλες εγκεκριμένες από τον συνθέτη. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε με ιταλικό λιμπρέτο στην Μπολόνια, το καλοκαίρι του 1867. Αφού αναθεωρήθηκε από τον Βέρντι, ανέβηκε στη Νάπολη τον Νοέμβριο του 1872. Στη συνέχεια, η τετράπρακτη «εκδοχή του Μιλάνου» ανέβηκε στο Μιλάνο τον Ιανουάριο του 1884, ενώ η πεντάπρακτη «εκδοχή της Μόντενα» (με την προσθήκη της πρώτης, σήμερα, πράξης, του «Φονταινεμπλώ») παρουσιάστηκε σε αυτήν την πόλη τον Δεκέμβριο του 1886, είκοσι σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του έργου.
Στα επόμενα είκοσι χρόνια έγιναν εκ νέου περικοπές και προσθήκες στην όπερα, με αποτέλεσμα να είναι διαθέσιμες στους σκηνοθέτες και μαέστρους επτά διαφορετικές εκδοχές – όλες εγκεκριμένες από τον συνθέτη.
Καμιά άλλη όπερα του Βέρντι δεν υπάρχει σε τόσες πολλές εκδοχές. Στην πλήρη διάρκειά της (με το μπαλέτο και τις περικοπές που έγιναν πριν από την παγκόσμια πρεμιέρα), περιέχει περίπου 4 ώρες μουσικής και αποτελεί τη μεγαλύτερη σε διάρκεια από όλες τις όπερες του Βέρντι. Οι παραστάσεις του κατά το πρώτο μισό τού 20ού αιώνα ήταν σπάνιες, αλλά στη μεταπολεμική περίοδο άρχισε να ανεβαίνει τακτικά, ιδιαίτερα στην τετράπρακτη «εκδοχή του Μιλάνου». Μετά από ένα αξιόλογο ανέβασμα το 1958 της πεντάπρακτης «εκδοχής της Μόντενα» στην ιταλική γλώσσα (σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι), η αξία του έργου επανεκτιμήθηκε και σήμερα ο Ντον Κάρλο θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του Βέρντι, όχι μόνο για την ωριμότητα του ύφους της μουσικής του, αλλά και επειδή αναδεικνύει τα πολλαπλά πρόσωπα των χαρακτήρων μέσα από μια μοναδική μουσική σκιαγράφηση. Η πεντάπρακτη «εκδοχή της Μόντενα» που παρουσιάζει η ΕΛΣ για πρώτη φορά στην Ελλάδα, θεωρείται αυτή που έχει αποτυπώσει τις τελευταίες σκέψεις του συνθέτη για το έργο αυτό, το οποίο τον απασχόλησε επί δύο δεκαετίες.
Μεγαλοπρεπής όπερα με πολιτική χροιά
Στον Ντον Κάρλο ο Βέρντι αξιοποιεί πλήρως τις εξαιρετικές συνθετικές και ενορχηστρωτικές του ικανότητες. Εισάγει μάλιστα και αρκετές καινοτομίες, εκμεταλλευόμενος (όπως και πολλοί σύγχρονοί του συνθέτες) τις απεριόριστες δυνατότητες της Όπερας των Παρισίων για κατασκευή και αγορά νέων και τεχνολογικά άρτιων μουσικών οργάνων.
Η σύγκρουση ανάμεσα στην κοσμική εξουσία και την εκκλησία κι ανάμεσα στον φιλελευθερισμό και την απολυταρχία, απασχόλησε ιδιαίτερα τον Βέρντι σε μεγάλο μέρος της εργογραφίας του. Το λιμπρέτο του Ντον Κάρλο είναι βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Φρήντριχ Σίλλερ και στο θεατρικό Φίλιππος Β’ – Βασιλιάς της Ισπανίας του Εζέν Κορμόν. Η όπερα δεν έχει μεγάλη σχέση με ιστορικά γεγονότα, αλλά μπλέκει πραγματικά με φανταστικά πρόσωπα. Η υπόθεση βασίζεται στη ζωή του Καρόλου, πρίγκιπα των Αστουριών (1545–1568), μετά τον γάμο της αρραβωνιαστικιάς του, Ελισάβετ των Βαλουά, με τον πατέρα του, βασιλιά Φίλιππο Β'. Αυτός ο γάμος ήταν μέρος της συνθήκης ειρήνης που έληξε τον Πόλεμο του 1551–1559 ανάμεσα στους Οίκους των Αψβούργων και των Βαλουά. Η δράση εκτυλίσσεται παράλληλα σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορά τους ίδιους τους ήρωες, που αγωνίζονται να ισορροπήσουν ανάμεσα στα συναισθήματά τους και στο καθήκον. Το δεύτερο είναι πολιτικό και αφορά, αφενός τον αυταρχικό τρόπο με τον οποίο διοικούσαν οι Ισπανοί τη Φλάνδρα, αφετέρου την απροσχημάτιστη –και ενίοτε φρικαλέα– εμπλοκή της καθολικής εκκλησίας σε θέματα κοσμικής εξουσίας.
Ο Ντόν Κάρλο αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα του είδους grand opera (μεγαλοπρεπής όπερα), είδος με κύρια χαρακτηριστικά τις πέντε πράξεις, θέματα εμπνευσμένα από την ιστορία, επιβλητικά σκηνικά και θεαματικά εφέ, ογκώδη χορωδιακά μέρη και χρήση μπαλέτου. Στον Ντον Κάρλο ο Βέρντι αξιοποιεί πλήρως τις εξαιρετικές συνθετικές και ενορχηστρωτικές του ικανότητες. Εισάγει μάλιστα και αρκετές καινοτομίες, εκμεταλλευόμενος (όπως και πολλοί σύγχρονοί του συνθέτες) τις απεριόριστες δυνατότητες της Όπερας των Παρισίων για κατασκευή και αγορά νέων και τεχνολογικά άρτιων μουσικών οργάνων. Για παράδειγμα, το πρελούδιο της Β’ πράξης είναι ενορχηστρωμένο για τέσσερα κόρνα, βασισμένο στις δυνατότητες που έδωσε στους μουσικούς η καινοτομία της εποχής με τη χρήση βαλβίδων στα χάλκινα όργανα, ενώ για την είσοδο του Μέγα Ιεροεξεταστή στην Δ’ πράξη ο Βέρντι επιλέγει, για πρώτη φορά σε έργο του, τη χρήση του σκοτεινού κόντρα φαγκότου. Στην τελευταία σκηνή του έργου, εναλλάσσει με μοναδικό τρόπο πολλές και διαφορετικές ενορχηστρωτικές ιδέες, παρουσιάζοντας με εκπληκτικό τρόπο τα πολύ διαφορετικά συναισθήματα των ηρώων του καθώς το δράμα πλησιάζει στη λύση του.
Οι συντελεστές
Ο σκηνοθέτης δημιούργησε εντυπωσιακές κινήσεις της χορωδίας στις σκηνές πλήθους, επέλεξε εντυπωσιακά κοστούμια εποχής, λιτά αλλά εξαιρετικά λειτουργικά σκηνικά, ενώ κινησιολογικά ανέδειξε την συναισθηματική απόσταση μεταξύ των ηρώων του και τις δυναμικές των σχέσεων εξουσίας.
Τη σκηνοθεσία της παράστασης ανέλαβε ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης του θεάτρου, του κινηματογράφου και της όπερας Σερ Νίκολας Χάιτνερ, καταφέρνοντας να παρουσιάσει μια εντυπωσιακή παραγωγή, φωτίζοντας τα παιχνίδια εξουσίας μεταξύ πολιτικής και θρησκείας. Ο σκηνοθέτης δημιούργησε εντυπωσιακές κινήσεις της χορωδίας στις σκηνές πλήθους, επέλεξε εντυπωσιακά κοστούμια εποχής, λιτά αλλά εξαιρετικά λειτουργικά σκηνικά, ενώ κινησιολογικά ανέδειξε την συναισθηματική απόσταση μεταξύ των ηρώων του και τις δυναμικές των σχέσεων εξουσίας.
Τα εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια σχεδίασε ο Μπομπ Κρώλεϋ, πιστός στην εποχή του έργου και στο πνεύμα του σκηνοθέτη, αναδεικνύοντας τις αντιθέσεις εξουσίας-εκκλησίας-λαού. Εξαιρετικά υποβλητικές οι σκηνές στο εσωτερικό του μοναστηριού, με τη διάχυση του φωτός μέσα από τα στενά «παράθυρα» του σκηνικού και την αντανάκλασή του στην τεχνητή σκόνη του χώρου. Αλλά και γενικότερα, οι υπέροχοι φωτισμοί του Μαρκ Χέντερσον κατάφεραν να αναδείξουν τις σκιές, τις μικρές λεπτομέρειες και το σκοτάδι που απλώνεται στις ψυχές των ηρώων, τονίζοντας τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του εγκλεισμού μέσα από δραματικά μπλακ άουτ και δέσμες ψυχρού φωτός. Την παράσταση διηύθυνε ο διακεκριμένος αρχιμουσικός Φιλίπ Ωγκέν, έως πρότινος μουσικός διευθυντής της Κρατικής Όπερας της Ουάσινγκτον, καταφέρνοντας να αποδώσει με τρόπο εξαιρετικό τις άλλοτε λεπτές αποχρώσεις και άλλοτε μεγαλοπρεπείς κορυφώσεις της μουσικής, κρατώντας σταθερά τα ηνία της ορχήστρας, με μικρές μόνο δυσκολίες συντονισμού στα χορωδιακά μέρη της Γ’ Πράξης.
Στη διανομή της 28ης Δεκεμβρίου, απολαύσαμε ως Ντον Κάρλο τον υπέροχο αργεντίνο τενόρο Μαρσέλο Πουέντε. Ο Πουέντε, με μεστή χαμηλή περιοχή και εξαιρετικά καθαρές ψηλές νότες, κατάφερε να αναδείξει τις διαρκείς ψυχικές εναλλαγές του ήρωά του, αξιοποιώντας πλήρως την εξαιρετική του τεχνική. Ο σπουδαίος βαθύφωνος Αλεξάντερ Βινογκράντοφ, στο ρόλο του Φίλιππου Β’, υπηρέτησε με ακρίβεια τον απαιτητικό μουσικά ρόλο του, ισορροπώντας ανάμεσα στις υπόχρεώσεις της εξουσίας και στο πατρικό συναίσθημα. Η Τσέλια Κοστέα ως Ελισσάβετ και ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος ως Ροντρίγκο δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις στο ελληνικό κοινό. Είναι και οι δύο γνωστοί για τη στέρεη τεχνική τους, που τους επιτρέπει να κινούνται με ευκολία ανάμεσα στα διαφορετικά μουσικά είδη. Ο Ράφαλ Σίβεκ υπήρξε πραγματικά επιβλητικός ως υπερήλικας Μέγας Ιεροεξεταστής, ενώ η Έλενα Ζίντκοβα ως Πριγκίπισσα Έμπολι ανέδειξε κυρίως τον δυναμικό χαρακτήρα της ηρωίδας, χωρίς να πείσει στο σκοτεινό της ρόλο ως ερωμένης του βασιλιά. Τέλος, εξαιρετικά ευχάριστη έκπληξη ο Δημήτρης Κασιούμης ως Μοναχός/Κάρολος Ε’, που υπογράμμισε, με το δωρικό του παίξιμο, τον μικρό αλλά κομβικό ρόλο του ήρωά του.
Η επιλογή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής να παρουσιάσει την πεντάπρακτη εκδοχή της όπερας για πρώτη φορά στην Ελλάδα αποδείχθηκε εξαιρετική τόσο ως ιδέα όσο και ως αποτέλεσμα, καθώς τόσο οι σολίστ όσο και ο αρχιμουσικός ανταποκρίθηκαν απόλυτα στο ρόλο τους. Μια συνολικά εξαιρετική παράσταση.
* Ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΚΟΝΤΟΡΟΥΣΗΣ είναι καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών της Μουσικής.