Leonardo Da Vinci, Leon-Battista Alberti, Andrea Posso
Μτφρ. Παναγιώτης Δοξαράς
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2016
Σελ. 622, τιμή εκδότη €50,00
Στις αρχές του 18ου αιώνα μεταξύ Μοριά, Επτανήσων και, πιθανότατα, Βενετίας, ο ζωγράφος και στρατιωτικός Παναγιώτης Δοξαράς αποφάσισε να αποδώσει στα ελληνικά τις σημειώσεις Περί Ζωγραφικής του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Μαζί με τη μετάφραση των σημειώσεων αυτών, που είχαν εκδοθεί για πρώτη φορά το 1651 στο Παρίσι, μετέφρασε την εξίσου πολυσήμαντη πραγματεία Περί Ζωγραφικής του φλωρεντινού ουμανιστή Λεόν Μπαττίστα Αλμπέρτι και, ακόμα, μερικές οδηγίες περί τοιχογραφίας, συνταγμένες από τον ιησουίτη ζωγράφο Αντρέα Πότσο. Συνάμα, εξελλήνισε χιλιάδες ονόματα ζωγράφων που περιλαμβάνονταν στο πρώτο καλλιτεχνικό λεξικό, σε μια έκδοση που είχε κυκλοφορήσει στα ιταλικά το 1719. Ο Δοξαράς συγκέντρωσε όλες αυτές τις μεταφράσεις σε ένα εικονογραφημένο χειρόγραφο, περίπου 200 φύλλων, υπό τον τίτλο «Τέχνη Ζωγραφίας», το οποίο, μαζί με την απαραίτητη Αφιέρωση και ένα προοίμιο κάποιου ιερομόναχου, ονόματι Λεόντιου, είχε τη σαφή πρόθεση να το εκδώσει (να τελειώσει το έργο του «διὰ χαλκοτυπίας», όπως γράφει ο ίδιος). Στόχος του, να μεταδώσει στους ομοτέχνους του όλα όσα αφορούν «τὸν σχεδιασμόν, ἀπαρτισμὸν καὶ τελείοσιν τῶν σεβασμίων καὶ ἁγίων εἰκόνων καὶ πάσης τῆς γραφικῆς ἐμπειρίας καὶ τέχνης». Άγνωστο για ποιους λόγους, το χειρόγραφο δεν εκδόθηκε και έφτασε σε εμάς σε δύο απόγραφα. Το ένα φέρει τη χρονολογία 1720 και βρίσκεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, το δεύτερο ολοκληρώθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα και φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος.
Εφόσον η έκδοση δεν πραγματοποιήθηκε, δεν κατέστησαν γνωστά ούτε τα ακριβή περιεχόμενα του χειρογράφου ούτε ο τρόπος με τον οποίο εργάστηκε ο Δοξαράς –ο οποίος έλαβε μεν από τους Βενετούς τον τίτλο του ιππότη, ωστόσο, όπως δηλώνει ο ίδιος, δεν κατείχε ιδιαίτερη μόρφωση· πώς δηλαδή απέδωσε λέξεις που αντιστοιχούσαν σε όρους ξένους προς την πραγματικότητα των ζωγράφων που δρούσαν στις βενετοκρατούμενες ή τουρκοκρατούμενες ελληνικές χώρες και τα Βαλκάνια, και στους οποίους απευθυνόταν με το σύγγραμμά του, όπου προσέθεσε, κάπως παράταιρα εκ πρώτης όψεως, τη μετάφραση ενός λόγου του πιο διάσημου ιησουίτη ιεροκήρυκα της εποχής, του Πάολο Σένιερι. Με αυτή την έννοια, η σύνταξη του κώδικα συνιστούσε δίχως αμφιβολία έναν σημαντικό νεωτερισμό. Γενικότερα, η πρωτοβουλία του ζωγράφου Δοξαρά να συγκεντρώσει και να τυπώσει, σε έναν τόμο, θεμελιώδη κείμενα για τη «δυτική» εικαστική κουλτούρα δηλώνει με σαφήνεια την πρόθεση παρέμβασής του στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι των ελληνόφωνων πληθυσμών.
Εκτός από την ίδια την επιλογή των κειμένων που περιλαμβάνονται στο «Τέχνη Ζωγραφίας», οι όροι που εισηγήθηκε ο Δοξαράς, οι λύσεις που επέλεξε να δώσει, ακόμα και οι τροποποιήσεις στις οποίες κατέφυγε, αφενός μαρτυρούν ώς έναν βαθμό τις επιδιώξεις του, αφετέρου μάς δείχνουν πολλά για το περιβάλλον από το οποίο προερχόταν και στο οποίο απευθυνόταν. Γι' αυτό και η εξέταση των περιεχομένων του χειρογράφου υπερβαίνει τη μεμονωμένη περίπτωση του ζωγράφου και μεταφραστή Δοξαρά. Ο τελευταίος αναμετρήθηκε το δίχως άλλο με δυσκολίες που σε πολλές περιπτώσεις τον ξεπερνούσαν, προτείνοντας, ωστόσο, τις περισσότερες φορές εύστοχες, ενίοτε και εμπνευσμένες αποδόσεις. Αρκεί εδώ να αναφέρουμε ότι ανάμεσα στους νεολογισμούς που συναντούμε στο πόνημά του περιλαμβάνεται, για πρώτη φορά στα ελληνικά, η λέξη «προοπτική» ή, επίσης, ότι μεταφράζει με γνώση λέξεις που κουβαλούν ένα ειδικό βάρος στα συμφραζόμενα της τέχνης της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, όπως για παράδειγμα το περίφημο «sfumato» του Λεονάρντο, το οποίο ο Δοξαράς αποδίδει ως «απογλυκασμό».
Τις καινοτομίες που εισηγείται ο Δοξαράς, τις είχε υιοθετήσει ο ίδιος στη ζωγραφική του παραγωγή και αφορούσαν νεωτερισμούς στην εικονογραφία, την τεχνική και το ύφος, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τα λίγα γνωστά και σωζόμενα έργα του. Τις ίδιες καινοτομίες ενδεχομένως –και ώς έναν βαθμό– είχαν αποδεχθεί και άλλοι, λίγο-πολύ συγκαιρινοί του, ζωγράφοι, τουλάχιστον στα Επτάνησα. Κανείς όμως, σύμφωνα με τις έως τώρα γνώσεις μας, δεν έφτασε στο σημείο να θελήσει να τις μεταδώσει, «εἰς κοινὴν ὠφέλειαν» με δημόσιο γραπτό λόγο. Η κίνηση αυτή του Δοξαρά θα σηματοδοτούσε μια βασική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο ο ζωγράφος και ο καλλιτέχνης γενικότερα αντιλαμβάνεται τον ρόλο του εντός του κοινωνικού συνόλου στο οποίο ζει και επιθυμεί να επηρεάσει.
Μέχρι τώρα, η πρωτοβουλία αυτή του Δοξαρά, να μεταφράσει βασικά κείμενα της ευρωπαϊκής τέχνης, και δίχως αμφιβολία δυσνόητα και μάλιστα στην καθομιλουμένη της εποχής –ας σημειωθεί, ειδικά για τις σημειώσεις του ντα Βίντσι, ότι η μετάφραση του Δοξαρά είναι από τις πρώτες που εκπονούνται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο – έχει αντιμετωπιστεί, στον βαθμό που έχει γίνει αντικείμενο μελέτης, μέσα στα ίδια ιδεολογικά πλαίσια στα οποία ο ζωγράφος έχει χαρακτηριστεί πότε ως πρώτος νεοέλληνας ζωγράφος, πότε ως ο «μεταβυζαντινός» που έγινε «δυτικός», πότε ακόμα ως προπαγανδιστής της τέχνης των ιησουιτών και γενικότερα του Καθολικισμού. Όλες αυτές οι θεωρήσεις, ωστόσο, έχουν διατυπωθεί ερήμην των περιεχομένων του κώδικα, ο οποίος μέχρι σήμερα παρέμενε ανέκδοτος. (Είδαμε το δέντρο, χάσαμε το δάσος).
Στον παρόντα τόμο εκδίδεται το σύγγραμμα του Παναγιώτη Δοξαρά «Τέχνη Ζωγραφίας» όπως περιλαμβάνεται στην, πληρέστερη, μορφή του απογράφου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος. Της διπλωματικής έκδοσης προηγείται εκτενής εισαγωγή –στην οποία παρουσιάζονται τα βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία του ζωγράφου και εξετάζονται τα περιεχόμενα του χειρογράφου, οι πηγές τους, η μεταφραστική τακτική του Δοξαρά και οι πιθανοί αποδέκτες και στόχοι του– και έπεται ένα γλωσσάριο, κατά κύριο λόγο τεχνικών και καλλιτεχνικών όρων.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΟΞΑΡΑΣ
Ο ζωγράφος και στρατιωτικός Παναγιώτης Δοξαράς γεννήθηκε στη Μάνη το 1662 και πέθανε στην Κέρκυρα το 1729. Παράλληλα με τη ζωγραφική του ιδιότητα, προσέφερε στρατιωτικές υπηρεσίες στη Βενετία που την ίδια εποχή ανακατέλαβε τον Μοριά, από το 1685 έως το 1715. Μεγάλο μέρος της ζωής του, ο Δοξαράς το πέρασε στα νησιά του Ιονίου, συγκεκριμένα στη Ζάκυνθο, τη Λευκάδα και την Κέρκυρα. Στην τελευταία άφησε και το σημαντικότερο έργο του, τους πίνακες της οροφής του ναού του αγίου Σπυρίδωνα, σύνολο που ολοκλήρωσε το 1727 και το οποίο θεωρείται ορόσημο για την ιστορία της τέχνης στις ελληνικές χώρες καθώς σε αυτό έχει πλήρως απορροφηθεί ο «δυτικός», μπαρόκ, τρόπος ζωγραφικής οροφών. Στον Παναγιώτη Δοξαρά οφείλουμε και την πρώτη συστηματική ενασχόληση με τη μετάφραση βασικών ιταλικών κειμένων περί τέχνης τόσο θεωρητικού όσο και πρακτικού χαρακτήρα.