Κοχύλια, βότσαλα, θαλάσσιες ανεμώνες
-όλα όσα μάζευες για να μη μένεις μόνη
τις κρύες, βαθιές βραδιές που μέτραγαν για αιώνες-
στόλιζες και μου τα 'φερνες, ενώ μια ακονισμένη
σελήνη τρόχιζε τα σώματά μας,
τα βάφτιζε στο κρύο νερό και τα οδηγούσε
για να συλλέξουν τη σποδό του ερωτά μας.
Πνιγμένη στ' όνειρο η φωνή μου σε καλούσε:
"Έλα και ψάξε να με βρεις που σ' έχω ανάγκη.
Τόσο μου έλειψες πια που ευώδιασες στη μνήμη".
Έγραψα ένα σονέτο με τις λέξεις: Ν' αγκυλώσω,
ζητιάνος, στη γυμνή σου, σκύβω, κνήμη.
Μ' έσπρωξες από τ' όνειρο με μια γερή ώση.
Σιγά μην έρθεις να με βρεις. Κι έχει νυχτώσει.