
Για το μυθιστόρημα της Τζόχα Αλχάρθι (Jokha Alharthi) «Νεραντζιά», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Ελένης Καπετανάκη.
Γράφει η Ιωάννα Φωτοπούλου
Οι γιαγιάδες, αυτά τα τόσο αγαπητά πρόσωπα που αγαπούν άνευ όρων, γεμίζουν τα παιδικά μας χρόνια με φροντίδα και νοιάξιμο και όλη τους η ευτυχία προέρχεται από την ευτυχία που προκαλεί στους άλλους η προσφορά τους. Αποτελούν πολλές φορές πρόσωπα που περνούν σε δεύτερη μοίρα στις προτεραιότητες μιας ζωής που τρέχει. Οι ίδιες όμως εκτός από πηγή ασφάλειας και αγάπης είναι και φορείς ενός τραύματος που μεταδίδεται διαγενεακά, συνεπώς μας συνδέουν με τον υπαρξιακό μας πυρήνα. Συνήθως είναι πολύ αργά όταν συνειδητοποιούμε αυτή την αλήθεια, όχι μόνο για να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας προς αυτές αλλά και για να αναζητήσουμε όλες τις πληροφορίες που συνθέτουν το παζλ της ζωής τους και που θα βοηθούσαν στην ερμηνεία και της δικής μας.
Αυτή είναι η περίπτωση της Ζουχούρ, μιας φοιτήτριας από το Ομάν η οποία σπουδάζει στην Αγγλία και νιώθει ενοχές για τη γιαγιά της, ένα πρόσωπο ιδιαίτερα αγαπητό σ’ εκείνη, που δεν είχε χρόνο να νοιαστεί στα γεράματά της και να ανταποκριθεί στις ανάγκες της. Η ιστορία γιαγιάς και εγγονής ξεδιπλώνεται γύρω από μια νεραντζιά στο βιβλίο της Τζόχα Αλχάρθι, ομανικής καταγωγής συγγραφέα, γνωστή στη χώρα μας από το βραβευμένο με Booker Οι κόρες της Σελήνης, που κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Gutenberg.
Η Ζουχούρ, προσπαθώντας να καταλάβει από πού προέρχεται η θλίψη της, μια θλίψη που διατρέχει τρεις γενιές γυναικών, ανατέμνει την ιστορία της γιαγιάς της, της Μπιντ Αάμιρ, μια ιστορία βγαλμένη σαν από τα παραμύθια με τις κακές μητριές, αφού όταν η μητέρα της γιαγιάς πέθανε, ο πατέρας της παντρεύτηκε μιαν άλλη γυναίκα και μαζί της έκανε δυο κόρες, τη Ράγια και τη Ραγιά. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και της συνεπακόλουθης οικονομικής κρίσης ο πατέρας, έπειτα από προτροπή της δεύτερης γυναίκας του, διώχνει τα παιδιά απ’ τον πρώτο του γάμο και τα στέλνει να βγάλουν μόνα τους το ψωμί τους. Εκείνα δουλεύουν σκληρά κι ο αδερφός της γιαγιάς εξαιτίας των κακουχιών πεθαίνει, η ίδια όμως επιβιώνει, φιλοξενείται στο σπίτι ενός συγγενή, γίνεται φίλη με τη γυναίκα του, μεγαλώνει τα παιδιά τους και ζει μαζί τους όλη της τη ζωή. Ο μικρός γιος της οικογένειας, ένα παιδί που κυριολεκτικά σώθηκε από την Μπιντ Αάμιρ, όταν η μητέρα του πάσχοντας από επιλόχειο κατάθλιψη αρνιόταν ακόμα και να το ταΐσει, είναι ο πατέρας της ηρωίδας του βιβλίου.
Η Αλχάρθι, με μια συνειρμική ροή, που όμως δεν στερείται συνοχής, περνάει από τη μία διήγηση στην άλλη εγκιβωτίζοντας μέσα στο κείμενό της πολλές διαφορετικές ιστορίες που όλες μαζί συνθέτουν αυτή της γιαγιάς της. Παράλληλα όμως, με τον ίδιο συνειρμικό τρόπο, αφηγείται και τα γεγονότα που αφορούν τη δική της ζωή, όπου και πάλι μέσω των αναμνήσεων περνά απ’ το ένα θέμα στο άλλο κινούμενη με άνεση μέσα στον χρόνο. Το ίδιο κάνει και με τις ιστορίες των συγκαιρινών ανθρώπων που πλαισιώνουν τη ζωή της, δηλαδή των συμφοιτητών της, της αδελφής της, των δύο αδελφών από το Πακιστάν -που σπουδάζουν επίσης στην Αγγλία και με τις οποίες συνδέεται φιλικά-, καθώς και του συντρόφου της φίλης της. Οι λέξεις αναδύονται μέσα από μνήμες, εικόνες και συναισθήματα και ανακινούν ασυνείδητο περιεχόμενο, φέρνοντας στην επιφάνεια το τραύμα που μεταδόθηκε από τη γιαγιά στην εγγονή και το οποίο μέσω της αφήγησης επανατοποθετείται κι εξηγεί εν μέρει την τωρινή κατάσταση της ηρωίδας.
Παράλληλα αναδεικνύονται και ζητήματα πολιτισμικών ταυτοτήτων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ιδιαίτερα σύνθετα αφού ένας φοιτητής από μια χώρα της Ανατολής που σπουδάζει στη Δύση κουβαλά μέσα του την κουλτούρα της πατρίδας του
Παράλληλα αναδεικνύονται και ζητήματα πολιτισμικών ταυτοτήτων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ιδιαίτερα σύνθετα αφού ένας φοιτητής από μια χώρα της Ανατολής που σπουδάζει στη Δύση κουβαλά μέσα του την κουλτούρα της πατρίδας του, ενώ κινείται σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο τελείως διαφορετικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πώς βλέπει η Ζουχούρ την αγγλίδα φίλη της Κριστίν αλλά και το πώς αντιλαμβάνεται τους ξένους η φίλη της γιαγιάς, η οποία τους θεωρεί άπιστους. Όμως τα πράγματα συνήθως είναι πιο σύνθετα από αυτό που νομίζουμε τόσο εμείς όσο και οι άλλοι κι έτσι αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή η σχετικά άγνωστη σ’ εμάς κουλτούρα της Ανατολής δεν είναι ενιαία, αφού κάθε άνθρωπος φέρει τα ίχνη των ατομικών του ιστοριών που διαμορφώνονται τόσο από εξωτερικούς όσο και από εσωτερικούς παράγοντες και δυσκολεύουν επιπλέον τα υποκείμενα που έχουν παράλληλα να προσαρμοστούν και σε μια νέα πολιτισμική συνθήκη. Συνεπώς το ρήγμα που δημιουργείται δεν αφορά μόνο τις διαφορετικές γενιές και τα παρελθοντικά τραύματά τους αλλά προκύπτει και από το χάσμα μεταξύ των διαφορετικών εθνοτικών ταυτοτήτων.
Σε αυτό το πολιτισμικό πλαίσιο η ηρωίδα βιώνει μια μεταιχμιακή κατάσταση και νιώθει πως δεν ανήκει τελικά πουθενά, ένα συναίσθημα που ένιωθε και η γιαγιά της, η οποία διωγμένη από τον πατέρα της έχασε την πρώτη οικογένειά της κι ούτε δημιούργησε ποτέ δική της, αλλά χρειάστηκε να ενταχθεί και να προσαρμοστεί σε μια ήδη υπάρχουσα. Το φιλικό τρίγωνο που έχει δημιουργήσει η Ζουχούρ με την Κόχλ και τον σύντροφό της, τον Ιμράν, θυμίζει το αντίστοιχο τρίγωνο της γιαγιάς της με τον Σαλμάν και την Αθοραγιά.
Η μεταβολή της θέσης των γυναικών
Μέσα από την αβίαστη αφήγηση της Αλχάρθι, χωρίς αυτό να είναι δοσμένο προγραμματικά, αποτυπώνεται η μεταβολή της θέσης των γυναικών σε βάθος τριών γενεών. Για τη γιαγιά ήταν σημαντικό να αποκτήσει ένα χωράφι. Αυτό δεν είναι τυχαίο αφού η καλλιέργεια της γης συνδέεται με τις γυναίκες ως μέσο αυτοσυντήρησης και επιβίωσης των οικογενειών τους αποτελώντας μέρος και προέκταση της οικιακής εργασίας. Το χωράφι, λοιπόν, ήταν αυτό που θα έδινε στη γιαγιά προσωπική αξία και ασφάλεια.
Επιπλέον, η συναισθηματική φροντίδα που προσφέρει στην οικογένεια της Ζουχούρ είναι κι αυτό μια μορφή εργασίας συνδεδεμένη με τις γυναίκες και την επιβίωσή τους. Στην επόμενη γενιά οι γυναίκες επιδιώκουν την εκπαίδευση, η ευτυχία τους όμως εξακολουθεί να συνδέεται μ' έναν καλό γάμο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της μητέρας των κοριτσιών από το Πακιστάν η οποία, ματαιωμένη από την προσωπική της ζωή, έχοντας αφήσει πίσω τα όνειρά της για μια καριέρα στο θέατρο, επέλεξε να γίνει μάνα προκειμένου να «στεριώσει» στην οικογένεια. Οι κόρες της αποτελούν προέκτασή της, μέρος του δικού της πλάνου ζωής, πρέπει να είναι αποδεκτές από εκείνη και τις φίλες της και να κάνουν επιλογές που θα την αξιώνουν.
Οι δυνατότητες ρήξης τόσο με το προβληματικό κομμάτι του παρελθόντος όσο και με την πατριαρχία που τις καταπιέζει είναι υπαρκτές αλλά εξίσου δύσκολες.
Στην τρίτη γενιά γυναικών, η οποία εκπροσωπείται από τη Ζουχούρ, την αδελφή της και τις φίλες της, οι ηρωίδες θα δώσουν τις δικές τους προσωπικές μάχες. Οι δυνατότητες ρήξης τόσο με το προβληματικό κομμάτι του παρελθόντος όσο και με την πατριαρχία που τις καταπιέζει είναι υπαρκτές αλλά εξίσου δύσκολες. Σε κάθε γενιά μέσα στο βιβλίο, συναντάμε γυναίκες που μάχονται με τον δικό τους τρόπο για επιβίωση, αυτοδιάθεση και ικανοποίηση των επιθυμιών τους. Οι άντρες δεν λείπουν από την αφήγηση, εκπροσωπούνται ισότιμα, ψυχογραφούνται εξίσου: φανερώνονται και τα δικά τους τραύματα κι αυτό είναι μία από τις πολλές αρετές του βιβλίου. Σύμφωνα με τον Όσκαρ Ουάιλντ, τον οποίο παραθέτει η Αλχάρθι: «Όλες οι γυναίκες μοιάζουν στις μανάδες τους και αυτή είναι η τραγωδία τους· κανένας άντρας δεν μοιάζει στον πατέρα του και αυτή είναι η δική του τραγωδία».
Τα σύμβολα
Η νεραντζιά, το δέντρο με το οποίο είναι συνδεδεμένη η γιαγιά και που τη συντρόφευε σε όλη της τη ζωή, πεθαίνει μαζί της, συμβολίζοντας τις ρίζες που χάνονται ενώ ταυτόχρονα υπογραμμίζει το γεγονός πως φεύγοντας δεν άφησε τίποτα δικό της πίσω. Ο χαρταετός, το δεύτερο σύμβολο του βιβλίου, εκφράζει την ελευθερία καθώς και την ένωση με τη γη και κατ’ επέκταση το παρελθόν. Δεν κρατούν όλοι οι άνθρωποι τα σκοινιά των χαρταετών τους με τον ίδιο τρόπο. Σύμφωνα με τη συγγραφέα κάποιοι τα κρατούν χαλαρά ενώ άλλοι τα σφίγγουν τόσο που τους πληγώνουν τα χέρια.
Κλείνοντας, θα λέγαμε πως η Αλχάρθι μέσα σ’ όλα τελικά μιλά για τις δικαιολογίες των ανθρώπων που γεννιούνται από τις πράξεις τους
Κλείνοντας, θα λέγαμε πως η Αλχάρθι μέσα σ’ όλα τελικά μιλά για τις δικαιολογίες των ανθρώπων που γεννιούνται από τις πράξεις τους, αφού όπως λέει εκείνοι πάντα κάνουν αυτό που θέλουν βρίσκοντας τις κατάλληλες δικαιολογίες. Το βάσανο της γιαγιάς ήταν ο φθόνος, ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από την πικρή προσωπική της ιστορία, είναι όμως ιδιαίτερα συγκινητικό το πώς εκείνη προσπαθούσε πάντα να τον ελέγχει. Ήταν μια πράξη ευθύνης εκ μέρους της, όπως πράξη ευθύνης είναι και το να αφηγηθεί η Ζουχούρ τη ζωή της γιαγιάς της, αφού έτσι θα ξεπεράσει την ενοχή που νιώθει, θα διαφυλάξει τη μνήμη της και θα αποκτήσει συνειδητότητα.
Πρόκειται για ένα συγκινητικό βιβλίο, που αφηγείται τρυφερά τις ιστορίες του άλλοτε με λυρισμό κι άλλοτε με απλότητα και χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, επιτρέποντας να φανεί η συνθετότητα της ζωής και των ανθρώπων απ’ όποιο σημείο της γης κι αν προέρχονται αλλά και η κοινή τους μοίρα.
*Η ΙΩΑΝΝΑ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ είναι εκπαιδευτικός, κάτοχος Μεταπτυχιακού στη Δημιουργική Γραφή.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Αυτό το εύθραυστο πουλί που λέγεται ζωή μας σήκωσε στα φτερά του. Κρατηθήκαμε σφιχτά απ’ τα φτερά του μέχρι που, τραβώντας τα, εκείνα αποκολλήθηκαν· φορέσαμε το φτέρωμά του και ήπιαμε το αίμα του. «Θα προχωρήσουμε», είπαμε. Μολονότι το πουλί ψυχορραγούσε ανάμεσα στα δάχτυλά μας κι εμείς γευόμασταν στις γλώσσες μας το αψύ του αίμα. «Θα προχωρήσουμε», είπαμε πάλι κι ύστερα περιμέναμε να πετάξει το πουλί της ζωής σηκώνοντάς μας στα φτερά του. Φορέσαμε στο πετσί μας τη δοκιμασία, τη γύμνια της αγάπης. Ανοίξαμε το στόμα να στάξει το μέλι αλλά η γεύση του ήταν πικρή. Κρατηθήκαμε από τον αγαπημένο τόσο σφιχτά που σκίσαμε τα ρούχα του, τα κάναμε κομμάτια, μα το γυμνό σώμα δεν τύλιξε τη γύμνια μας. Η απώλεια μάς ανήκε. Ο αγαπημένος δεν μπόρεσε να λύσει τα δάχτυλά μας. Αυτές οι κραυγές μας ξεκούφαναν. Αγωνιστήκαμε να ξεφύγουμε και μείναμε χωλοί. Πόσο μας ταπείνωσε η απελπισία! Και μαζί με τον Ιώβ, ρωτήσαμε κι εμείς: «Γιατί, Κύριε, Εσύ που είσαι ο πιο ελεήμονας απ’ όλους, μες στη δοκιμασία και τη συμφορά μας δεν μας είδες που ήμασταν εξαγνισμένοι, αθώοι και ταπεινοί;»
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Τζόχα Αλχάρθι γεννήθηκε στο Ομάν το 1978. Σπούδασε κλασική αραβική λογοτεχνία στην πατρίδα της και στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και σήμερα είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Σουλτάν Καμπούς του Ομάν.
Έχει γράψει δοκίμια, μελέτες, διηγήματα, παιδικά βιβλία και τρία μυθιστορήματα, τα δύο από τα οποία έχουν βραβευτεί: το Ναρίνζα με Βραβείο Σουλτάν Καμπούς για τον Πολιτισμό, τις Τέχνες και τα Γράμματα, το 2016, και Οι κόρες της σελήνης με το International Booker 2019.