
Για τη νουβέλα του Ζαν ντε λα Βιλ ντε Μιρμόντ «Οι Κυριακές του Ζαν Ντεζέρ», που κυκλοφορεί στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις Αντίποδες, σε μετάφραση Μαρτίνας Ασκητοπούλου. Στην κεντρική εικόνα, πίνακας του Pierre-Victor Galland.
Γράφει ο Μιχάλης Μοδινός
Αναδρομική λογοτεχνική έκπληξη. Αυτό θα έλεγα πως αισθάνθηκα διαβάζοντας το σύντομο αυτό μυθιστόρημα, γραμμένο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα από τον άγνωστό μου Ζαν ντε λα Βιλ ντε Μιρμόντ, που μαθαίνουμε πως γεννήθηκε στο Μπορντώ το 1886 και εγκατέλειψε τον βίο τούτο μόλις στα 28 του χρόνια, στις αρχές του Μεγάλου Πολέμου. Λέω έκπληξη γιατί πρόκειται για μια περίτεχνη, πρωτότυπη, σκωπτική νουβέλα με κεντρικά θέματα τη μοναξιά, την πλήξη, τη ματαιότητα και εναλλαξιμότητα των πραγμάτων. Επιπλέον, δε, εισάγει άφθονα πρώιμα μοντερνιστικά στοιχεία στην αφήγηση.
Το εσωστρεφές και μελαγχολικό πνεύμα που αποπνέει το χρονικό αυτό της ζωής ενός ασήμαντου δημοσίου υπαλλήλου καθηλώνει από τις πρώτες αράδες. Ο νεαρός ήρωας του βιβλίου βαπτίζεται Ζαν Ντεζέρ από τον τρόπον τινά «βιογράφο» του. Το επίθετο [Desert] παραπέμπει συμβολικά στην λέξη έρημος ή ας πούμε ερημίτης, και δίνει έναν από χέρι [προσδι]ορισμό στον ήρωα. Η ζωή αυτού του Ντεζέρ είναι μετρημένη, κουρντισμένη, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες. Απλός γραφιάς σε μια δημόσια υπηρεσία στο Παρίσι, τρώει το πιάτο ημέρας ή σκέτα αυγά στο συνοικιακό μαγειρείο της γωνίας, συνδιαλέγεται με ένα ή δυο ανθρώπους για απολύτως αδιάφορα θέματα, χαζεύει από το παράθυρό του τα «γεγονότα» της γειτονιάς, ακούει τα πηγαινέλα των γειτόνων και δεν βρίσκει κίνητρο για να επιδιώξει κάτι άλλο. Διαβάζει πάντως αρκετά, και επιχειρεί ακόμη και να γράψει στίχους στις ώρες της θανατερής πλήξης στο γραφείο. Ως προς τους παρελθόντες έρωτές του, ο αφηγητής δηλώνει πως δεν γνωρίζει πολλά. Ωστόσο, υπονοούνται κάνα δυο υποτονικές περιπέτειες, εναλλάξιμες κι αυτές με κάτι άλλο άνευ μεγάλης σημασίας.
Ο ήρωας του βιβλίου αγαπάει πάντως τις Κυριακές, τις μεγάλες, άδειες αυτές μέρες όπου περιφέρεται στον Βοτανικό Κήπο ή ακολουθεί πιστά τις δραστηριότητες που του προτείνουν παμφλέτες και διαφημιστικά φυλλάδια της εποχής: Ένα μέντιουμ, ένα καμπαρέ, μια κινηματογραφική προβολή, ένα μασάζ, ένα ειδικό δείπνο, προορίζονται να προσφέρουν κάποιας μορφής ευχαρίστηση, αν και όχι τόσο σαφούς. Στο Παρίσι αυτό της μπελ επόκ, των ανανεούμενων ρευμάτων τέχνης, των μεγάλων βουλεβάρτων, της μηχανοκίνησης, των κομψών κυριών και των επιστημονικών ανακαλύψεων, ο Ντεζέρ σκιαγραφείται ως αντίστιξη στις μεγάλες ζωές των πραγματικών ηρώων.
Μόνο ο έρωτας θα μπορούσε, σκέφτεται ο αναγνώστης, να ταρακουνήσει αυτόν τον επαρχιώτη που μεταφυτεύτηκε στην μεγάλη πόλη από την ιστορική φορά των πραγμάτων, εν προκειμένω της ραγδαίας αστικοποίησης.
Η ακραία βαρεμάρα κυριαρχεί στην καθημερινότητα του βιβλίου. Το παρελθόν δεν αξίζει καν να το μνημονεύει ο Ζαν, ενώ για το μέλλον δεν δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μόνο ο έρωτας θα μπορούσε, σκέφτεται ο αναγνώστης, να ταρακουνήσει αυτόν τον επαρχιώτη που μεταφυτεύτηκε στην μεγάλη πόλη από την ιστορική φορά των πραγμάτων, εν προκειμένω της ραγδαίας αστικοποίησης. Πράγμα που μοιάζει να υλοποιείται, όταν μια Κυριακή συναντά στον Βοτανικό Κήπο μια νεαρή κοπέλα, την Ελβίρ, και της επιδεικνύει τις γνώσεις του για την καφέ αρκούδα και τον ουρακοτάνγκο της Βόρνεο. «Μα είστε εξερευνητής, λοιπόν;» αναφωνεί εκείνη.
Η Ελβίρ
Ο ήρωάς μας δεν τολμά καν να διανοηθεί πως έχει ελπίδες μαζί της, αλλά η κοπέλα αποδεικνύεται απροσδόκητα δεκτική - μια μικροαστή περιφερόμενη, που κουβαλάει ένα μείγμα παραδοσιακών πεποιθήσεων περί αισθημάτων και γάμου, ενώ από την άλλη απολαμβάνει τους βαθμούς ελευθερίας που της εκχωρεί η σύγχρονη μεγαλούπολη. Σε μερικές λυρικές του εξάρσεις, όχι χωρίς κάποια δόση συγγραφικής ειρωνείας, ο Ντεζέρ αποθαυμάζει την ελαφρότητα που ενοικεί στο πανέμορφο κεφαλάκι της:
«Ελβίρ, Ελβίρ, δεν θα μάθεις ποτέ πόση έκπληξη μου προκαλεί, όταν με ακούω να προφέρω το όνομά σας, που κάποτε το υμνούσαν στόματα πολύ πιο άξια απ’ το δικό μου». Και αμέσως μετά: «Αιώνες πλήξης Ελβίρ, αιώνες γραφειοκρατίας παραληρούν στη θέα της απόλαυσης που εκπροσωπείς για την ψυχή ενός δημοσίου υπαλλήλου. Όπως είσαι να μείνεις, ανώριμη και αυτάρεσκη, θεσπέσια κι αστόχαστη, ο εαυτός σου να είσαι πάντα σε εκλιπαρώ, και παρηγόρησέ με γι αυτό που ο ουρανός μου χάρισε μες στη δυστυχία μου».
Ο Ζαν γνωρίζει τον πατέρα της, αρραβωνιάζονται, την επισκέπτεται τακτικά στο σπίτι της όπου εκείνη τον καθοδηγεί πώς να φέρεται, ενώ καταφέρνει μέχρι και να τον παρασύρει σε μια κοντινή εκδρομή με το τρένο. Ο Ζαν, ωστόσο, συνεχίζει να βαριέται θανάσιμα. Δεν κατανοεί όλη αυτή την ταλαιπωρία της υποχρεωτικής αναψυχής. Αναζητεί πάντως με συνέπεια την υποταγή στις βουλήσεις των άλλων, ώσπου μια μέρα η Ελβίρ αίφνης αποφασίζει ότι ποτέ δεν τον είχε παρατηρήσει [«κοιτάξει»] προσεκτικά. Η ελαφρότητα αυτού του αρραβώνα μοιάζει αίφνης να έχει ημερομηνία λήξεως, και ο ήρωάς μας συλλογίζεται ότι δεν έχει παρά δυο επιλογές: Την αυτοκτονία ή την καταφυγή στα καμπαρέ, τις σαμπάνιες, το αψέντι και τις χορεύτριες της νύχτας, πεδίο στο οποίο ο αφηγητής επιδεικνύει μια ιδιαίτερα απολαυστική, κοινωνιολογικού τύπου, ικανότητα διείσδυσης.
Ακόμη κι έτσι όμως, η άντληση απόλαυσης από τον κόσμο της νύχτας αποδεικνύεται ανέφικτη στην περίπτωσή του νεαρού ήρωα.
Ακόμη κι έτσι όμως, η άντληση απόλαυσης από τον κόσμο της νύχτας αποδεικνύεται ανέφικτη στην περίπτωσή του νεαρού ήρωα. Η τέλος πάντων κατώτερη των όποιων προσδοκιών γεννώνται υπό την καθοδήγηση της μόδας και της διαφήμισης – κάτι άλλωστε που κάνει το βιβλίο εξαιρετικά σύγχρονο. Αν είναι πάντως να αυτοκτονήσει, ο Ζαν Ντεζέρ συμπεραίνει πως πρέπει να επιλέξει μια Κυριακή, που είναι αργία! Ίσως για να μην αναστατώσει τη ζωή του γραφείου.
Οι χλωμές, γκρίζες Κυριακές του εκκοσμικευμένου αστικού βίου από τη μια, η μετριότητα της ζωής ενός αιώνιου γραφιά από την άλλη, διεκτραγωδούνται με βαθιά ειρωνεία που ανακαλεί μνήμες από το Παλτό του Γκόγκολ, τον ανέστιο ήρωα της Πείνας του Κνουτ Χάμσουν, ίσως τους Μπουβάρ και Πεκυσέ του Φλωμπέρ, τον Μπάρτλεμπυ τον Γραφιά του Χέρμαν Μέλβιλ αλλά και μεγάλο μέρος της διηγηματογραφίας του Γκυ ντε Μωπασσάν. «Για την γενιά των πληβείων δεν έχω να πω παρά πως χρησιμεύει μόνο για να αυξάνει τον αριθμό των ζώντων», δανείζεται εισαγωγικά ο συγγραφέας ένα απόσπασμα από τον Δόν Κιχώτη του Θερβάντες. Αυτός είναι άλλωστε κι ο ίδιος ο Ζαν Ντεζέρ υπό την έννοια ότι αποδέχεται τη μοίρα του χωρίς καμιά σκέψη εξέγερσης.
Αλλά η πικρή σάτιρα συνοδεύεται εδώ από μια εξ ορισμού αμφισβήτηση του ίδιου του μυθιστορηματικού είδους.
Είναι ίσως μακρά η πραγμάτευση τέτοιου τύπου αφανών ηρώων, όπως εξηγεί στο εύστοχο, αναλυτικό επίμετρό του ο Κώστας Σπαθαράκης. Ο Μπωντλαίρ είχε φερ’ ειπείν διακρίνει την σημασία της «εξαίρεσης» στη ρουτινιέρικη ζωή των μετρίων υπάρξεων – εν προκειμένω, την αναζήτηση ευχαρίστησης στις Κυριακές. Αλλά η πικρή σάτιρα συνοδεύεται εδώ από μια εξ ορισμού αμφισβήτηση του ίδιου του μυθιστορηματικού είδους. Ο Ντεζέρ δεν αντέχει τους φλύαρους συγγραφείς που πιστεύουν ότι οι άνθρωποι άλλη δουλειά δεν έχουν απ’ το να τους διαβάζουν. Εμπιστεύεται ωστόσο κάπως περισσότερο την ποίηση και τις σύντομες αφηγήσεις. Μια σύντομη αφήγηση έχουμε κι εδώ, που σαρκάζει τους ίδιους τους τρόπους της γραφής. Οι αφηγηματικές φωνές συγχέονται διακριτικά, έτσι που ώρες ώρες ακούμε την άποψη του Ντεζέρ, μια επιλογή του, κάτι που προτιμά: «Δικαίωμά του να….» λέει ο αφηγητής, οριοθετώντας τους όρους παραγωγής του έργου. Κάποια πράγματα μαθαίνουμε γι’ αυτόν, κάποια άλλα όμως όχι. Είναι προφανές ότι εκεί στις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου, έχουν ήδη σπαρθεί οι προϋποθέσεις για την είσοδο του μοντερνισμού στο λογοτεχνικό κόρπους.
Δεν είναι άλλωστε τυχαία η παρωδιακά κλασσική δομή της νουβέλας αυτής. Τα τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου τιτλοφορούνται: Ορισμός του Ζαν Ντεζέρ, Οι ημέρες, Η περιπέτεια, Τέλος πάντων. Ειδικά ο «ορισμός» ενός αφηγηματικού ήρωα συνιστά ακραία παρωδία του επιστημονισμού και του στρατευμένου νατουραλισμού της εποχής – σαν να επιδέχεται ο άνθρωπος ταξινομική ανάλυση του τύπου εκείνου που λ.χ. οι φυσιοδίφες θα εφάρμοζαν σε ένα είδος αράχνης ή σε μια άγρια ορχιδέα.
Πέραν του σαρκαστικού, αμφίθυμου τόνου, η μορφή διασαλεύεται εκ των έσω. Θυμίζει την ρήση εκείνη του Σταντάλ, ότι ακόμη κι αν είμαστε ρομαντικοί ως προς τις ιδέες, πρέπει να παραμείνουμε κλασσικοί στις συμπεριφορές μας. Αυτό ακριβώς επιτυγχάνεται σ’ αυτό το κομψό βιβλίο.
*Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΔΙΝΟΣ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο του βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων «Τα θαύματα του κόσμου» (εκδ. Καστανιώτη).
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Ζαν ντε Λα Βιλ ντε Μιρμόντ γεννήθηκε το 1886. Ευαίσθητη κράση, με σοβαρά προβλήματα όρασης, μοναχικός και καταθλιπτικός (αποπειράθηκε κάποτε να αυτοκτονήσει καταπίνοντας μελάνι), άρχισε να γράφει ποίηση από την εφηβεία του. Το 1908 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε ως κατώτερος δημόσιος υπάλληλος. Τη ζωή αυτή αποτύπωσε στις Κυριακές του Ζαν Ντεζέρ, ένα μικρό έργο που δημοσιεύτηκε με σύντομο πρόλογο του Φρανσουά Μωριάκ το 1914, λίγους μόλις μήνες πριν από το ξέσπασμα του πολέμου. Τον Σεπτέμβριο του 1914, ο Ζαν ντε Λα Βιλ στέλνεται στο μέτωπο, όπου θα βρει το θάνατο στις 28 Νοεμβρίου, σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών.