Για το μυθιστόρημα «Εμπούσιον» της Όλγκα Τοκάρτσουκ (μτφρ. Αναστασία Χατζηγιαννίδη), που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Γράφει η Ιωάννα Φωτοπούλου
Η νομπελίστρια Όλγκα Τοκάρτσουκ στο τελευταίο της βιβλίο εμπνέεται από την ελληνική μυθολογία και την αρχαία Ελλάδα και αναμειγνύει το Συμπόσιο του Πλάτωνα με τη μυθική μορφή της Έμπουσας απ’ όπου και προκύπτει ο τίτλος. Πατώντας πάνω στο Μαγικό βουνό του Τόμας Μαν, χτίζει μια εκπληκτική πλοκή με στοιχεία οικολογίας και φεμινισμού που εξελίσσεται σε θρίλερ και μας παραδίδει ένα γοητευτικό έργο που έχει τη γνώριμη σφραγίδα της και τη λεπταίσθητη υπογραφή της. Αρνούμενη τις ευκολίες που προσφέρουν τα μανιχαϊστικά δίπολα που δομούν την αντίληψή μας για την ύπαρξη και τον κόσμο, επιλέγει να μιλήσει για όλον αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο που υπάρχει ανάμεσα στα άκρα που ορίζουν την κοινωνία μας και στραγγαλίζουν την ύπαρξή μας.
Ήρωας του βιβλίου της είναι ο Βόινιτς, ένας φυματικός νεαρός που έρχεται σ’ ένα σανατόριο του Γκέμπερσντορφ, μιας ορεινής λουτρόπολης για θωρακικές παθήσεις, ώστε να αναζητήσει θεραπεία. Η συνταγή είναι γνωστή από το Μαγικό βουνό, καλό φαγητό, ξαπλωθεραπεία, καθαρός αέρας κι ένα πειθαρχημένο πρόγραμμα, αφού χωρίς πειθαρχία τα πάντα θα γίνονταν ρευστά κι η ρευστότητα είναι κάτι που τρομάζει. Η συγγραφέας, παρά την περιορισμένη έκταση του βιβλίου της, σε σχέση με το Μαγικό βουνό, καταφέρνει να μεταφέρει ακριβώς αυτή την αίσθηση μέσα από την αναλυτική περιγραφή των γευμάτων και των σωματικών συμπτωμάτων, τις ατελείωτες συζητήσεις για την τέχνη και τη λειτουργία της στην κοινωνία, τη Δημοκρατία, το ρόλο της θρησκείας, τον σοσιαλισμό, την Ευρώπη, το αν χρειάζεται η ανθρωπότητα την τεχνολογία, την ανθρώπινη ψυχή, τα ένστικτα, την πρόσληψη του κόσμου μέσω τον αισθήσεων κι ένα σωρό άλλα, με τις πιο καυτές συζητήσεις να τελειώνουν αναπάντεχα χωρίς κανένα συμπέρασμα.
Άντρες προερχόμενοι από διαφορετικά περιβάλλοντα και με διαφορετικές προσλαβάνουσες, γεμάτοι βεβαιότητες προσπαθούν να επιβληθούν στους συνομιλητές τους. Οι συζητήσεις τους καταλήγουν πάντοτε στις γυναίκες, που ως προς την κατωτερότητα της ύπαρξής τους, είναι όλοι σύμφωνοι. Η συγγραφέας αντλεί τις αναφορές της σχετικά με τις σεξιστικές αντιλήψεις περί γυναικών και τη θέση τους στον κόσμο από πραγματικές πηγές, τις οποίες και παραθέτει στο τέλος του βιβλίου, ενώ παράλληλα βρίσκει χώρο στις σελίδες της να μιλήσει για τις γυναίκες που ζουν μια ζωή απροσδιόριστη εκτελώντας τον βιολογικό τους ρόλο, με ότι αυτό συνεπάγεται, και πεθαίνοντας, χαράσσονται στη μνήμη των ανθρώπων σαν μορφές φευγαλέες, χωρίς περίγραμμα. Πλάσματα ακατανόητα και ως εκ τούτου τρομακτικά για τους άντρες.
Κι αν η αιτία για την υπερευαισθησία του Τίλο είναι η υπερβολική του έκθεση σε φιλοσοφικές ιδέες, οι οξυμένες αισθήσεις του Βόινιτς και η αίσθηση κινδύνου που νιώθει, δε γνωρίζουμε από πού προέρχονται.
Ανάμεσά στην παρέα του σανατορίου ξεχωρίζει με τις ιδέες του ένας σοσιαλιστής, ανθρωπιστής, κλασικός φιλόλογος και συγγραφέας από τη Βιέννη, ο Άουγκουστ, κι ένας φοιτητής καλών τεχνών από το Βερολίνο, ο Τίλο, με τον οποίο συνδέεται στενά ο Βόινιτς. Και οι δύο είναι άνθρωποι ευαίσθητοι, γεμάτοι εμμονές κι ένα αθώο σύνδρομο καταδίωξης που όμως ενεργοποιεί τις αισθήσεις τους σε σημείο, ειδικά στην περίπτωση του Τίλο, να δημιουργεί υπερευαισθησία. Κι αν η αιτία για την υπερευαισθησία του Τίλο είναι η υπερβολική του έκθεση σε φιλοσοφικές ιδέες, οι οξυμένες αισθήσεις του Βόινιτς και η αίσθηση κινδύνου που νιώθει, δε γνωρίζουμε από πού προέρχονται. Θα το μάθουμε όμως φτάνοντας στο τέλος ακολουθώντας τα μονοπάτια μιας καλά σχεδιασμένης πλοκής.
Η αρρώστια, ενώ για άλλους αποτελεί την πρόφαση για να δραπετεύσουν ή να κρυφτούν απ’ τη ζωή, για τον Βόινιτς λειτουργεί σαν μια ευκαιρία. Ήρθε σε μια βολική στιγμή της νεανικής του ζωής δίνοντάς του τη δυνατότητα να απομονωθεί και να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του. Οι άνθρωποι που θα συναντήσει στη λουτρόπολη θα επηρεάσουν τη σκέψη του, οι ξαπλωθεραπείες θα παίξουν το ρόλο του ψυχαναλυτικού ντιβανιού, επιτρέποντάς του να εξετάσει τα πάντα με ακρίβεια, ενώ αυτό ακριβώς το στοιχείο που αναστατώνει τον Βόινιτς, καθιστώντας τον ευαίσθητο σε ερεθίσματα, είναι αυτό που θα αξιοποιήσει ο Τίλο για να τον μάθει να παρατηρεί σωστά. Ένας ζωγράφος συντροφεύει τον Βόινιτς στην πορεία του προς την αυτογνωσία, ένα μοτίβο που συναντάμε πολύ συχνά στη λογοτεχνία, και τον μαθαίνει να παρατηρεί πέρα από τη φαινομενική απλότητα, να διεισδύει στην αλήθεια πίσω από την επιφάνεια κι έτσι να κατανοεί βαθύτερα τον εαυτό του και τον κόσμο.
Τα διακειμενικά στοιχεία που ενσωματώνει η Τοκάρτσουκ, από τις Μεταμορφώσεις του Απουλήιου και τους Βατράχους του Αριστοφάνη, ενισχύουν τη σύνδεση με τις μάγισσες, τους γυναικείους Δαίμονες και την αλλαγή.
Τα διακειμενικά στοιχεία που ενσωματώνει η Τοκάρτσουκ, από τις Μεταμορφώσεις του Απουλήιου και τους Βατράχους του Αριστοφάνη, ενισχύουν τη σύνδεση με τις μάγισσες, τους γυναικείους Δαίμονες και την αλλαγή. Ταυτόχρονα, τα σύμβολα που χρησιμοποιεί μέσα στο κείμενό της, όπως ο βάτραχος και η σχέση του με τη γυναίκα και τον Διάβολο, η Έμπουσα, η τρομακτική, σαν άλλη έμπουσα, νοσοκόμα με τις θεραπευτικές της ενέσεις, το φθινόπωρο, η φύση ως σύμβολο ανθεκτικότητας και αλλαγής, ο θάνατος, η ίδια η φθίση ως ασθένεια, που συμβολίζει την πτώση αλλά και το αίσθημα του πνιξίματος που βιώνει ένας άνθρωπος, και που τον οδηγεί αναγκαστικά στην αλλαγή είτε μέσω του θανάτου είτε μέσω της αναγέννησης, συνεπικουρούν την πρόσληψη του κειμένου και αυξάνουν το αισθητικό αποτέλεσμα.
Η Τοκάρτσουκ με την ιδιαίτερη γυναικεία της ματιά και το βάθος της σκέψης της δημιουργεί μία συγκινητική ιστορία, γεμάτη υπέροχες ιδέες γύρω από πλήθος πράγματα που απασχολούν το σύγχρονο αναγνώστη. Mας υπενθυμίζει πως δεν υπάρχει μία καθολική αλήθεια, αλλά πολλοί τρόποι να αντιλαμβάνεται κανείς τα πράγματα.
* Η Ιωάννα Φωτοπούλου είναι εκπαιδευτικός, κάτοχος Μεταπτυχιακού στη Δημιουργική Γραφή.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Το αίσθημα κατωτερότητας επηρεάζει όλη μας τη ζωή και ειδικά τη σκέψη μας. Το ξέρατε αυτό; Επειδή δεν είμαστε σίγουροι για τον εαυτό μας, επινοούμε ένα πολύ σταθερό, άκαμπτο σύστημα που θα μπορούσε να μας κρατήσει όρθιους. Που θα απλοποιούσε κάθε περιττή -όπως τη θεωρούμε- περιπλοκή. Και η μεγαλύτερη απλοποίηση είναι να σκεφτόμαστε σε άσπρο-μαύρο, βασισμένοι σε απλές αντιθέσεις. Καταλαβαίνετε τι εννοώ; Η σκέψη ορίζει ένα σετ ακραίων αντιθέσεων: άσπρο-μαύρο, μέρα-νύχτα, πάνω-κάτω, άντρας-γυναίκα, και αυτές καθορίζουν την αντίληψή μας. Δεν υπάρχει τίποτα ενδιάμεσο. Έτσι ιδωμένος ο κόσμος είναι κατά πολύ απλούστερος, είναι εύκολο να πλοηγηθούμε ανάμεσα στους δύο πόλους, εύκολο να ορίσουμε κανόνες συμπεριφοράς, και εξαιρετικά εύκολο να αξιολογήσουμε τους άλλους, συχνά διατηρώντας για τον εαυτό μας την πολυτέλεια της αοριστίας. Αυτός ο τρόπος σκέψης προστατεύει από κάθε αβεβαιότητα, μια δυο κι όλα είναι ξεκάθαρα, ή έτσι ή αλλιώς, δεν υπάρχει τρίτη επιλογή. Είτε Αριστοτέλης είτε χρυσός μόσχος».