Για το μυθιστόρημα του Ματιέ Μπελεζί [Mathieu Belezi] «Δεν είμαστε αγγελούδια» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Opera).
Γράφει η Άννα Λυδάκη
Ο στρατιώτης και η γυναίκα που «μιλούν» στο συγκλονιστικό βιβλίο του Ματιέ Μπελεζί Δεν είμαστε αγγελούδια φανερώνουν την αγριότητα των στρατιωτών και την απελπισία των Γάλλων αποίκων που βρέθηκαν στην Αλγερία γύρω στο 1840. Και διαβάζοντας το βιβλίο, πραγματικά, αναρωτιέται κανείς: Ναι, δεν είμαστε αγγελούδια, αλλά πόσο διαβολικά τέρατα μπορούμε να γίνουμε; Και πώς μπορεί κάποιος να ριζώσει σε μιαν άγνωστη χώρα, σ’ αυτή την «κακορίζικη Αφρική» που τον διώχνει βίαια;
—Γαμώ το κέρατό μου, μ’ ακούτε όταν σας λέω ότι δεν είστε αγγελούδια; Στρατιώτες είμαστε που να πάρει ο διάολος, στρατιώτες, λέει και ξαναλέει ο λοχαγός.
—Μα χρειάζονται αγγελούδια για να ειρηνεύσουν αυτές τις χώρες της Μπαρμπαριάς; Στρατιώτες χρειάζονται που να μη φοβούνται τίποτα, που οι ανώτεροί τους τους έχουν δώσει το δικαίωμα να λεηλατούν και να καίνε χωριά, να κόβουν με τσεκούρια τα δέντρα και να ρημάζουν τις σοδειές, να αρπάζουν ζώα, να βιάζουν και να ξεκοιλιάζουν γυναίκες, να τρυπούν με την ξιφολόγχη εκατοντάδες χιλιάδες βαρβαρικά στήθη, να κωφεύουν στα παρακάλια εκείνων που διώχτηκαν από τα σπίτια τους και τριγυρίζουν σαν χαμένες ψυχές τρέμοντας από το κρύο… Να μη φοβούνται τους κουρελήδες Καβύλους...
Και η Σεραφίν, Γαλλίδα άποικος στην Αλγερία, «κλαίει με όλα τα δάκρυα που έχει μέσα της» και προσεύχεται στην «Παναγιά παρθένα». Πόσο μπορεί να αντέξει σ’ αυτή «την καταραμένη γη που σε κάθε τους βήμα έψαχνε να βρει τρόπο να τους κάνει να σκοντάψουν, να πέσουν, να πνιγούν στον φοβερό πολτό της»;
Είναι γνωστές οι βαρβαρότητες των Γάλλων στην Αλγερία από το 1834 που προσάρτησαν τη χώρα ως αποικία τους, και οι μάχες των Αλγερινών για ανεξαρτησία, η οποία επιτεύχθηκε τελικά το 1962. Όμως, ο Μπελεζί δεν επικεντρώνεται στα ιστορικά γεγονότα, στους αριθμούς των νεκρών, στις χρονολογίες και στις αποφάσεις των ισχυρών. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να καταδείξει τις συνέπειες αυτών των αποφάσεων και τη βίωσή τους από τους ανθρώπους που, ηθελημένα ή αθέλητα, βρέθηκαν να ζουν μέσα σε μιαν αδιανόητη κόλαση.
Είναι γνωστές οι βαρβαρότητες των Γάλλων στην Αλγερία από το 1834 που προσάρτησαν τη χώρα ως αποικία τους, και οι μάχες των Αλγερινών για ανεξαρτησία, η οποία επιτεύχθηκε τελικά το 1962.
Ο στρατιώτης, τρελαμένος από το αίμα που κοκκινίζει τους τοίχους και το χώμα (ξιφολόγχες ενάντια στα γιαταγάνια, στρατιώτες ενάντια στις «κελεμπίες»), από τη φρίκη στα πρόσωπα γυναικών, παιδιών και γερόντων που κλαίνε γοερά, από το κρύο που κάνει τα μάτια να δακρύζουν και να τρέμουν, είναι «ντοπαρισμένος» από τα λόγια του λοχαγού:
—Διαόλου φάρα, κωλοαραπάδες! Σφάζετε τους καημένους τους στρατιώτες μας που ‘ρθαν απ’ τη Γαλλία μόνο και μόνο για να φέρουν την ειρήνη στην κωλοχώρα σας, να την ξεβρομίσουν, γαμώ το κέρατό μου! Κι αυτό είναι το ευχαριστώ σας! Κωλοαραπάδες, πότε θα το καταλάβει η πεισματάρικη κεφάλα σας! Πληρώνεται ακριβά να το παίζεις αντάρτης, να μην πληρώνεις τους φόρους που οφείλεις στη Γαλλία, να κάνεις συλλογή κεφάλια… Το μόνο που θέλουμε είναι να γίνετε σαν κι εμάς, να μπείτε στον κόσμο μας που από κάθε άποψη είναι καλύτερος από τον δικό σας. Κανένα έλεος…
Οι στρατιώτες πείθονται ότι το δίκιο είναι με το μέρος τους και είναι περήφανοι που υπηρετούν την πατρίδα «σ’ αυτά τα χώματα της συμφοράς». Έχουν χάσει πια τον λογαριασμό των σκοτωμένων και πίνουν γαλλική ρακή «για να ξεχάσουν για λίγο αυτό που είναι και αυτό που γίνονται σιγά σιγά…».
Η Σεραφίν με τον άνδρα της Ανρί και τα τρία παιδιά τους, και η αδελφή της Ροζέτ με τον άνδρα της Λουί έφθασαν με τη φρεγάτα Labrador στα χώματα της Μπαρμπαριάς, πιστεύοντας –μαζί με καμιά πεντακοσαριά άλλους αφελείς αποίκους– ότι η κυβέρνηση της Δημοκρατίας θα κρατήσει την υπόσχεσή της και θα τους φροντίσει όπως φροντίζει ένας πατέρας τα παιδιά του.
Ο γιατρός συμβουλεύει να χορεύουν ώστε να βράσει το αίμα στις αρτηρίες, να ιδρώσει το δέρμα και να εξαφανιστούν οι μολυσμένες εκκρίσεις. Και εκείνοι βαλσάρουν σαν φρενιασμένοι ξέροντας πως η ζωή τους κρέμεται από μια κλωστή. Μετά ήρθε ο θανάσιμος πυρετός της ελονοσίας…
Όμως, εχθρικά βλέμματα, βρώμικα παιδιά και κοκαλιάρικα σκυλιά τούς ακολουθούν μέχρι τις στρατιωτικές σκηνές, όπου θα ζούσαν μουσκεμένοι μέχρι το κόκκαλο μαζί με τη Σελεστίν που γνώρισαν εκεί, τον πατέρα της και τα δυο της αγόρια – κάποια μέρα θα χτίζονταν τα σπίτια που είχε υποσχεθεί η κυβέρνηση της Δημοκρατίας… Τώρα, ο άνεμος, η σκόνη ο ήλιος, η βροχή, το κρύο έμπαιναν ανενόχλητα. Και μετά ξαφνικά «πλάκωσε η ζέστη και χύθηκε πάνω στην αποικία σαν λιωμένο μολύβι» που δεν τους άφηνε να αναπνεύσουν και έκαιγε το δέρμα τους, ενώ «απανθράκωσε» ό,τι είχαν φυτέψει.
Τα πάντα είναι απειλητικά: «ληστές» που είναι έτοιμοι να τους σφάξουν, οχιές, λιοντάρια της ερήμου, παράξενα έντομα… Και η γαλλική σημαία, ψηλά στην περίφραξη, δεν μπορούσε να κρατήσει τίποτα σε απόσταση.
Κι όταν ήρθε η χολέρα και σκόρπισε τον θάνατο, το άλογο μέσα στην αφόρητη ζέστη σέρνει με κόπο το κάρο με τα προχειροφτιαγμένα φέρετρα στο νεκροταφείο, όπου ένας σταυρός θα γράφει ίσως το όνομα του νεκρού. Ο γιατρός συμβουλεύει να χορεύουν ώστε να βράσει το αίμα στις αρτηρίες, να ιδρώσει το δέρμα και να εξαφανιστούν οι μολυσμένες εκκρίσεις. Και εκείνοι βαλσάρουν σαν φρενιασμένοι ξέροντας πως η ζωή τους κρέμεται από μια κλωστή. Μετά ήρθε ο θανάσιμος πυρετός της ελονοσίας…
Ο Ματιέ Μπελεζί (Mathieu Belezi) γεννήθηκε το 1953 στη Λιμόζ (Γαλλία). Σπούδασε Ιστορία και Γεωγραφία στο Πανεπιστήμιο της Λιμόζ. Εργάστηκε ως καλλιεργητής καπνού, κατασκευαστής επιτύμβιων πλακών και καθηγητής Ιστορίας (στη Λουιζιάνα-ΗΠΑ). Έζησε στο Μεξικό, στο Νεπάλ, στην Ινδία, στη Ρώμη, στα ελληνικά και τα ιταλικά νησιά. Από πατέρα στρατιωτικό που υπηρέτησε στην Αλγερία και μητέρα άποικο, αρνείται την ταύτισή του με οποιονδήποτε πολιτικό, αποζητά τη μοναχικότητα και περιλαμβάνει την Τήλο στους τόπους όπου θα μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή του. Το Δεν είμαστε αγγελούδια τιμήθηκε με το βραβείο Livre Inter και το Βραβείο Λογοτεχνίας της εφημερίδας Le Monde. |
Οι άποικοι που επέζησαν θρηνούν τους νεκρούς τους και προσπαθούν να επιβιώσουν στην άξενη χώρα, να κάνουν οικογένειες, να οργώσουν τη «σκληρή αφρικάνικη γη» με το βόδι που τους έδωσαν, μα το χώμα αντιστέκεται. Ζωσμένοι τουφέκια πηγαίνουν στους αγρούς να δουν τους σπόρους που φύτεψαν και τώρα «προσφέρουν στις ακτίνες του ήλιου πράσινα βλαστάρια».
Όταν ήρθαν ο ιερέας και η δασκάλα οι ελπίδες αναπτερώθηκαν και ο λοχαγός τους διαβεβαιώνει ότι οι Γάλλοι άποικοι είναι από τη ράτσα των δικαίων, αλλά ο Θεός δεν φαίνεται να ακούει: Οι γύρω φυλές εξεγείρονται, τους πολιορκούν και σφάζουν όποιον δεν φυλάγεται, ενώ οι στρατιώτες τούς μακελεύουν με τα σπαθιά τους και ανάβουν φωτιές στις εισόδους των σπηλιών όπου οι κρυμμένες «κελεμπίες» παγιδεύονται και πεθαίνουν από ασφυξία.
Μετά δεν ακούγεται τίποτα, τα τριζόνια δεν τραγουδούν, τα πουλιά έφυγαν και τα σκυλιά δεν γαβγίζουν… Η Σεραφίν κλαίει με δάκρυα θλίψης και οργής και μιλά σε αόρατους αγαπημένους αναζητώντας απαντήσεις στον χορό μιας πεταλούδας, στο θρόισμα των φύλλων, στο πέρασμα μιας σαύρας...
Ο Ματιέ Μπελεζί, γεννημένος από πατέρα στρατιωτικό που υπηρέτησε στην Αλγερία και μητέρα άποικο, έχει μελετήσει και έχει διδάξει ιστορία. Όμως στο βιβλίο αυτό δεν φαίνεται ο ιστορικός, αλλά ο σπουδαίος λογοτέχνης.
Ο Ματιέ Μπελεζί, γεννημένος από πατέρα στρατιωτικό που υπηρέτησε στην Αλγερία και μητέρα άποικο, έχει μελετήσει και έχει διδάξει ιστορία. Όμως στο βιβλίο αυτό δεν φαίνεται ο ιστορικός, αλλά ο σπουδαίος λογοτέχνης. Εκείνος που μπαίνει στην ψυχή των ηρώων του, «ακούει» τη φωνή τους και την καταγράφει με μια σπάνια αμεσότητα, με κομμένη –θαρρείς– την ανάσα. Και στον λόγο τους συγκεντρώνεται όλη η φρίκη ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου που έχει ακόμη σημάδια από τις πληγές που άνοιξε.
Είναι ένα βιβλίο που δείχνει τις αντιφάσεις, τη σκληρότητα και συνάμα την ευαισθησία των ανθρώπων, το τι μπορούν να κάνουν, το πού μπορούν να φθάσουν… Ένα βιβλίο που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου, που σε στοιχειώνει, που το σκέφτεσαι… Η εξαιρετική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη αποδίδει τέλεια σκέψεις, συναισθήματα και γεγονότα, ενώ οι σημειώσεις του βοηθούν τον αναγνώστη.
* Η ΑΝΝΑ ΛΥΔΑΚΗ είναι ομότιμη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τελευταίο έργο της, Ο άνθρωπος και τα άλλα ζώα (εισαγωγή, επιμέλεια, εκδ. Παπαζήση).