Για το μυθιστόρημα της Τζέννυ Έρπενμπεκ [Jenny Erpenbeck] «Kαιρός» (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: © dessau-germany.
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Κάθε ιστορία είναι τόσο ενδιαφέρουσα όσο ο αφηγητής της. Υπάρχουν βέβαια θέματα που είναι εξ ορισμού σημαντικά, θα αντιτείνει κάποιος, για να ανακαλύψει με έκπληξή του όταν ξεκινήσει ένα έργο μυθοπλασίας -γιατί σε αυτά αναφέρομαι- ότι κατά κάποιον τρόπο δεν ήταν αυτό που περίμενε, αναζητώντας τον υπαίτιο, συχνά κατηγορώντας τον εαυτό του στην περίπτωση ενός δημοφιλούς βιβλίου. Οι τακτικοί αναγνώστες, με μακροετή αναγνωστική εμπειρία, ανακαλύπτουν σταδιακά τον κανόνα: ακόμα και το πιο ενδιαφέρον θέμα θα αποδειχθεί αδιάφορο εάν ο δημιουργός δεν καταφέρει να το διαχειριστεί ανάλογα, εάν η σκηνοθετική του ματιά δεν αναδείξει το ουσιώδες, φωτίζοντας ή σκιάζοντας ανάλογα.
Ακόμα κι έτσι, κάποια θέματα είναι «πολυπαιγμένα», με συνέπεια να ισχύει ο νόμος της «φθίνουσας απόδοσης», δηλαδή ότι από πρωτότυπα μετατρέπονται σε κοινότοπα εξαιτίας της μακροχρόνιας χρήσης τους. Το γεγονός αυτό καθιστά ακόμα πιο δύσκολο το έργο του σύγχρονου δημιουργού που πρέπει να διαχειριστεί ταυτόχρονα δύο «κρίσεις»: εκείνη του «πολυφορεμένου» θέματος και την άλλη, την πιο απαιτητική, του αφηγηματικού ύφους που θα αναδείξει τις θεματικές με φρέσκο τρόπο. Ειδάλλως το εγχείρημα θα πασχίζει να κρατηθεί από τη συγκυριακή άνωση που προσφέρει η επικαιρότητα, το ιστορικό συμβάν ή το προσωπικό στοιχείο που θεωρητικά παραμένει πάντα επίκαιρο.
Καιρός παντί πράγματι…
Αυτό που επιχείρησε η Erpenbeck με τον «Καιρό» είναι κάτι εκ πρώτης θελκτικό για τον αναγνώστη και ταυτόχρονα ριψοκίνδυνο για την ίδια. Αναφέρομαι στον συγκερασμό της προσωπικής ιστορίας με το ιστορικό γεγονός. Τον τρόπο που διαπλέκεται το ένα με το άλλο, προκειμένου να αναδειχθεί η αλληλεπίδρασή τους, ούτως ώστε το επιμέρους να καταστεί καθολικό και το οριοθετημένα ρεαλιστικό να αναχθεί σε συμβολικό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ας σκεφτούμε ότι η πτώση του Τείχους, η ενοποίηση της Γερμανίας και η αιφνιδιαστική μετάβαση της πρώην ΛΔΓ στη Δύση αποτελούν κομβικά σημεία της σύγχρονης ευρωπαϊκής πραγματικότητας και η συγγραφέας έχει εκ των έσω βιώσει τα γεγονότα όσο και τις επιπτώσεις τους σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο. Αυτό από μόνο του την καθιστά αρμόδια, θεωρητικά, να μιλήσει και να γράψει ένα βιβλίο όπως αυτό, το οποίο διαδραματίζεται τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 80 στο Ανατολικό Βερολίνο (κατά κύριο λόγο), όταν τα σημάδια της παρακμής οδηγούν αναπόδραστα στην πτώση.
Τα δύο επίπεδα και η αξία του συμβολικού
Το πρώτο επίπεδο της ιστορίας παραμένει το προσωπικό. Το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από την ερωτική σχέση της δεκαεννιάχρονης Καταρίνα και του κατά τριάντα τέσσερα χρόνια μεγαλύτερού της Χανς, ο οποίος είναι δημοφιλής συγγραφέας, και εξελίσσεται ταυτόχρονα με τα τελευταία χρόνια ύπαρξης ενός κράτους με την ξεχασμένη πλέον ονομασία Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Βρισκόμαστε στο 1986 και τίποτα δεν προδιαθέτει πως θα ξεκινήσει ευοίωνα, τόσο λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας όσο και του ότι ο άντρας είναι μακροχρόνια παντρεμένος με παιδί.
Εντούτοις και οι δυο θα αγκαλιάσουν το δικό τους μικρό ιστορικό γεγονός της αναπάντεχης ένωσης. Η σχέση των δύο θα περάσει διάφορα στάδια, πάθους, απομάκρυνσης, επανένωσης, απιστίας, προδοσίας, τιμωρίας και εξιλέωσης, τοξικότητας και αδιαφορίας, ως το οριστικό τέλος της που θα συμπέσει με εκείνο της χώρας. Ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός της ιστορίας αναδρομικά, αφού ο Χανς έχει πλέον πεθάνει και δύο κούτες με προσωπικά του αντικείμενα περιέρχονται στην κατοχή της Καταρίνα.
Η συμβολική αξία μιας ιδέας δεν αξιολογείται αυτόνομα στην τέχνη. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί να αποδεχτούμε ότι ένα γεγονός που έχει καταγραφεί είναι συμβολικό, για να το θεωρήσουμε και άξιο λόγου και αυτόματα θετικό.
Ας κάνω μια μικρή θεωρητική παράκαμψη σε αυτό το σημείο. Η συμβολική αξία μιας ιδέας δεν αξιολογείται αυτόνομα στην τέχνη. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί να αποδεχτούμε ότι ένα γεγονός που έχει καταγραφεί είναι συμβολικό, για να το θεωρήσουμε και άξιο λόγου και αυτόματα θετικό. Η αξία του δεν στέκει αυθύπαρκτα, αλλά συναρτάται από το όλον. Συγκεκριμένα, οφείλουμε να αναρωτηθούμε εάν έχει όντως λόγο να βρίσκεται εκεί. Έρχεται ως αποτέλεσμα της εξέλιξης της ιστορίας ή ενσωματώνεται εκβιαστικά ή έντεχνα ώστε να προσδώσει κύρος σε μια αφήγηση;
Πώς όμως μπορούμε να κρίνουμε κατά πόσον το σύμβολο είναι δομικό στοιχείο της αφήγησης; Μια πρόχειρη απάντηση είναι με το να κρίνουμε αυτόνομα το πρώτο επίπεδο της ιστορίας, χωρίς να το επενδύσουμε με την αίγλη που προσφέρει ο συμβολισμός. Εάν η ιστορία στέκει από μόνη της χωρίς τα δεκανίκια των επικαλύψεων τότε πιθανότατα θα δικαιώσει τον συμβολισμό. Το αντίθετο δεν ισχύει. Ακόμα κι ο πλέον ισχυρός συμβολισμός δεν θα καλύψει τις ατέλειες της ιστορίας που δεν στέκει γερά στα πόδια της.
Το αυτό και για τη σύνδεση του προσωπικού με το ιστορικό (τα σύμβολα εδώ είναι το μέσο, η συγκολλητική ουσία, προκειμένου ο αναγνώστης να κάνει νοητικά τις απαραίτητες αναγωγές, ικανοποιημένος με τον εαυτό που ανακάλυψε όλους τους κρυφούς συσχετισμούς), οπότε το δεύτερο δεν πρέπει επουδενί να υπερκαλύπτει το πρώτο. Η αναπόφευκτη ανισορροπία θα αποδυναμώσει και τα δύο – προσωπικό και ιστορικό. Η λέξη «αποδυνάμωση» είναι κομβική σε αυτό το βιβλίο.
Η Τζέννυ Έρπενμπεκ είναι πεζογράφος, δραματουργός και δοκιμιογράφος. Γεννήθηκε το 1967 στο Βερολίνο της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας. Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη νουβέλα Ιστορία του γερασμένου παιδιού. Με το μυθιστόρημά της Η συντέλεια του κόσμου απέσπασε τα σημαντικά Βραβεία Γιόζεφ Μπράιτμπαχ και Χανς Φάλαντα, καθώς επίσης και το Βραβείο Ξένης Λογοτεχνίας του βρετανικού Independent. Για τους Περαστικούς της απονεμήθηκαν, μεταξύ άλλων, το Βραβείο Τόμας Μαν και το Ευρωπαϊκό Βραβείο Strega. To 2017 έλαβε με το παράσημο του Σταυρού της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Με την αγγλική μετάφραση του πλέον πρόσφατου μυθιστορήματός της Καιρός κατέκτησε το Διεθνές Βραβείο Booker 2024. |
Προβληματικό μοτίβο
Στον «Καιρό», θεωρώ, ότι η συγγραφέας δεν τα πήγε τόσο καλά στο πρώτο επίπεδο, το βασικό. Καταρχάς, το μοτίβο της σχέσης ενός μεσήλικα με ένα κορίτσι που δεν έχει μπει καν στα 20 της είναι εξόχως προβληματικό εξ ορισμού και απαιτεί πολύ προσεκτική διαχείριση για να μην ξεπέσει σε γραφικότητες (μόνο ο Τιτάνας Ροθ έπαιξε τόσο ακραία, προσβλητικά, αλλά άκρως λογοτεχνικά με αυτό το θέμα). Θεωρητικά, μιας και η συγγραφέας είναι γυναίκα υπάρχουν κάποια εχέγγυα, αλλά και αυτό μένει να αποδειχτεί καθώς δεν είναι λίγα τα παραδείγματα γυναικών που γράφουν σαν…άνδρες, αναπαράγοντας τα εγνωσμένα. Εν προκειμένω δεν θεωρώ ότι αποδείχτηκε, καθώς και οι δύο μετέχοντες στο δράμα δεν ξεπέρασαν ποτέ την κλισέ ανάπτυξη των χαρακτήρων τους. Η ηθελημένα ψυχρή αντιμετώπισή τους από τη συγγραφέα, η οποία (αποστασιοποίηση) συνήθως χρησιμοποιείται ώστε να μην εκπέσει η γραφή σε έναν συγκινησιακό κυκεώνα που αδρανοποιεί τη σκέψη αλλά κινητοποιεί τα θυμικό (προάγοντας τις πωλήσεις εις βάρος συχνά της λογοτεχνικότητας) δεν λειτούργησε.
Η αιτία είναι αυτή που εξηγώ στην επόμενη παράγραφο και σχετίζεται με την εξαναγκαστική σύνδεση του προσωπικού με το ιστορικό. Οι λίγες μεν αλλά κλισέ δε σεξουαλικές σκηνές (με τους χονδροειδείς συμβολισμούς, όπως εκείνος του σαδομαζοχιστικού στοιχείου), αλλά και η τυπική ψυχολογική εξέλιξη (ο κυριαρχικός, χειριστικός και τοξικός αρσενικός vs παθητική, ανασφαλής, πειθήνια και αθώα νεαρή κοπέλα), μου άφησε την αίσθηση του ανικανοποίητου, αφού πουθενά δεν προέκυψε κάποια υπέρβαση – επίπεδα, χλιαρά και αποδυναμωμένα κύλησε το βιβλίο ως το τέλος του, ακόμα και όταν ήρθε η οριστική αποκάλυψη του ρόλου που είχε ο Χανς, σε ένα ακόμα συμβολικό επίπεδο όπως και όλα τα προηγούμενα (κρυφή ζωή, ψέματα και καθρέφτες…).
Το επιχείρημα του αντίλογου θα είναι και το βασικό μου αντεπιχείρημα: «Μα αυτό ακριβώς ήθελε η Erpenbeck, να δείξει μέσα από αυτή μεγάλης ηλικιακής διαφοράς παρακμιακή σχέση (τα μυστικά, τα ψέματα, τη διαστροφή και όλα αυτά), τη σταδιακή παρακμή μιας χώρας, την ιστορική συγκυρία…». Εδώ εδράζεται το βασικό πρόβλημα κατ’ εμέ. Εκ πρώτης, το τι «θέλει να δείξει», δηλαδή το νόημα του βιβλίου είναι κάτι δευτερεύον, μιας και σημασία έχει πώς το δείχνει, όχι οι προθέσεις της ή το μεγαλείο της ψυχής της κ.ο.κ.
Η γραφή της Erpenbeck στο συγκεκριμένο βιβλίο δεν διακρίνεται από κάποια ιδιαίτερη δεινότητα όσον αφορά τη σκιαγράφηση και εμβάθυνση των χαρακτήρων, αλλά και της πλοκής εν γένει.
Κατά δεύτερον, και εδώ κάνω σύνδεση με όσα έθεσα αρχικά περί συνδέσεων προσωπικού με το ιστορικό (και των αναπόφευκτων συμβολισμών), η συγγραφέας υπέταξε το πρώτο επίπεδο στο δεύτερο, με αποτέλεσμα να βρίσκεται συνεχώς στην ανάγκη όλα τα διαμειβόμενα στο προσωπικό να αναχθούν στο ιστορικό, με τη συνεχή χρήση συμβόλων (που εκ των πραγμάτων, πόσο πρωτότυπα να είναι ώστε να γίνονται κι άμεσα κατανοητά). Ευθύς αμέσως, η προβληματική σχέση των δύο δεν ξέφυγε ποτέ από το κλισέ, κατά πόδας ακολουθούμενη από εκείνη του ιστορικού γίγνεσθαι. Ο αναγνώστης, όσο προχωρά προς το τέλος, βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να προσπαθεί να κρατηθεί από κάπου, αφού δεν μπορεί να εξηγήσει πως ένα τόσο -θεωρητικά- δυνατό θέμα δεν του προξενεί αντίστοιχα έντονα συναισθήματα και σκέψεις (η αποδυνάμωση που τόνισα ήδη). Η απάντηση θεωρώ κρύβεται σε αυτό που περιέγραψα.
Αποσπασματικές σκέψεις
Συν τοις άλλοις, η γραφή της Erpenbeck στο συγκεκριμένο βιβλίο δεν διακρίνεται από κάποια ιδιαίτερη δεινότητα όσον αφορά τη σκιαγράφηση και εμβάθυνση των χαρακτήρων, αλλά και της πλοκής εν γένει. Οι πιο έμπειροι αναγνώστες, οι οποίοι έχουν έρθει σε επαφή με τους μεγάλους γερμανόφωνους προγόνους της Erpenbeck, δεν θα βρουν σε αυτό το βιβλίο κάτι ιδιαίτερο, πλην κάποιων αποσπασματικών σκέψεων εντός του κειμένου που αποδεικνύουν με τη σειρά τους δύο τινά: αφενός ότι μια έμπειρη συγγραφέας, όπως η Γερμανίδα, θα προσφέρει πάντοτε ένα μίνιμουμ ποιότητας και αφετέρου ότι ένα έργο μυθοπλασίας οφείλει να κριθεί ως σύνολο και όχι βάσει κάποιων μεμονωμένων χωρίων που μπορεί να είναι εξαιρετικά, αλλά δεν επαρκούν. Σε τελική ανάλυση, μπορώ να δεχτώ ότι στην περίπτωση, ας πούμε, του Ντοστογιέφσκι η λεκτική αμετροέπεια συνοδεύεται από κεφάλαια ανυπέρβλητου μεγαλείου. Γιατί όμως να δεχτώ ως επιχείρημα επιλογής κάποιες καλογραμμένες σελίδες εν μέσω ενός κειμένου που δεν έχει να παρουσιάσει κάτι ιδιαίτερο ούτε στις θεματικές του, όπως προανέφερα, αλλά ούτε υφολογικά;
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Κι όταν δεν ήταν έτσι ώστε το ένα να διαδέχεται το άλλο, όταν δεν υπήρχανε κύματα που ξέβραζαν κάπου τον έναν και τον άλλον τον παρασέρνανε μακριά; Όταν ήταν συγχρόνως τα πάντα παρόντα σε κάθε στιγμή που ζούσες; Εσύ ή οποιοσδήποτε άλλος. Μόνο στις μεμονωμένες ιστορίες της ζωής κρίνεται αν η σκόνη απ' την οποία ήταν φτιαγμένη η ιστορία είχε τη μορφή μιας αρχής ή ενός τέλους. Τι έκανε εκείνος άραγε όσο ο Χίμλερ έβγαζε τον λόγο του στο Πόζεν; Και τι έκαναν ο πατέρας του, η μάνα του; Τους μηχανισμούς δεν τους έψαχνες, αν εμπιστευόσουν την πρόσοψη. Να σκέφτεσαι τα πάντα που συνέβαιναν, να βγαίνεις συνεχώς απ' τη δική σου οπτική γωνία, μόνο έτσι μπορούσες να καταλάβεις τι συνέβαινε στην πραγματικότητα. Το συναίσθημα ήταν η κόλλα, που όταν δεν πρόσεχες διαολεμένα σου κολλούσε τα μάτια κι όλη σου τη σκέψη. Το να αποχωρίζεις το συναίσθημα απ' τον εαυτό σου και να το βάζεις κάτω απ' το μικροσκόπιο, σ' αυτό έγκειτο στην πραγματικότητα η τέχνη τούτον τον καταραμένο εικοστό αιώνα. Ύστερα απ' όλες τις αναποδιές.