Για το μυθιστόρημα του Orhan Pamuk «Το μαύρο βιβλίο» (μτφρ. Στέλλα Βρετού, εκδ. Πατάκη).
Της Νίκης Κώτσιου
Ένα από τα πιο συζητημένα και πολυδιαβασμένα βιβλία της σύγχρονης τουρκικής λογοτεχνίας, το Μαύρο βιβλίο (1990) του νομπελίστα Ορχάν Παμούκ (Κωνσταντινούπολη, 1952) αναπτύσσεται ευρηματικά σα μια μεταμοντέρνα ατμοσφαιρική μυθοπλασία, που διερευνά έννοιες όπως η αυθεντικότητα του εαυτού και η περιπέτεια της ύπαρξης μέσα στο θέατρο της ανθρώπινης ιστορίας.
Η ιστορία εξελίσσεται στην Ιστανμπούλ, λίγο πριν απ’ το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980. Ο Γκαλίπ, νεαρός δικηγόρος, είναι παντρεμένος με την όμορφη ξαδέρφη του Ρουγιά, μέχρι τη μέρα που αυτή τον εγκαταλείπει αφήνοντας ένα παράξενο σημείωμα. Αποφασισμένος να τη βρει, ο Γκαλίπ την ψάχνει σε κάθε γωνιά της Ιστανμπούλ, ενώ συγχρόνως διαπιστώνει ότι έχει επίσης εξαφανιστεί ο Τζελάλ, ετεροθαλής αδελφός της Ρουγιά και προβεβλημένος δημοσιογράφος της εφημερίδας Μιλλιέτ. Εικάζοντας ότι τα δυο αδέλφια είναι μαζί, ο Γκαλίπ ξεψαχνίζει τα άρθρα του Τζελάλ με την ελπίδα να βρει υπανιγμούς και σημάδια, που θα τον οδηγήσουν στην κρυψώνα τους. Συνεπαρμένος από την αρθρογραφία του Τζελάλ, ο Γκαλίπ καταλήγει να μπει σε μια διαδικασία ταύτισης μαζί του ακολουθώντας τα μυστικιστικά μονοπάτια του σουφισμού, που τον οδηγούν σε μια εμπειρία πολύπλευρης φώτισης. Έτσι, η αναζήτηση της γυναίκας του Ρουγιά παίρνει στην πορεία εντελώς απρόβλεπτες διαστάσεις και μετατρέπεται σ’ ένα ταξίδι αυτογνωσίας και ανακάλυψης του εαυτού μέσ’ από σύνθετες πνευματικές ατραπούς εσωτερικής διερεύνησης.
Στη συμβατική αστυνομική ιστορία, η διασαλευμένη τάξη πάντα αποκαθίσταται, η ασφάλεια επανέρχεται και το μυστήριο φωτίζεται. Όμως, στο Μαύρο βιβλίο η απορρύθμιση παραμένει και όλα εξακολουθούν να φαντάζουν σκοτεινά και δυσοίωνα.
Η ιστορία διαθέτει μια ψευδο-αστυνομική πλοκή καθώς ο Γκαλίπ αναπτύσσει δεξιότητες ντετέκτιβ, προκειμένου να φτάσει στον στόχο του. Κάνει μεθοδική έρευνα, ψάχνει εντατικά κι ακαταπόνητα, εξερευνά αρχεία, αναπτύσσει πιθανά σενάρια. Επισκέπετεται μάλιστα και τον πρώην σύζυγο της Ρουγιά θεωρώντας πιθανή την ανάμειξή του στην εξαφάνισή της. Ωστόσο, όλη η προσπάθεια θα αποβεί μάταιη. Ο Γκαλίπ αποτυγχάνει ως ντετέκτιβ και το εγχείρημα δεν φέρνει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Στη συμβατική αστυνομική ιστορία, η διασαλευμένη τάξη πάντα αποκαθίσταται, η ασφάλεια επανέρχεται και το μυστήριο φωτίζεται. Όμως, στο Μαύρο βιβλίο η απορρύθμιση παραμένει και όλα εξακολουθούν να φαντάζουν σκοτεινά και δυσοίωνα.
Η πόλη και ο πρωταγωνιστής
Η χειμερινή Ιστανμπούλ με το αδιάκοπο χιόνι γίνεται ατμοσφαιρικό σκηνικό και μαζί πρωταγωνιστικός χαρακτήρας. Μουντή και μυστηριώδης ξεδιπλώνεται σα λαβύρινθος και δεν παύει να παγιδεύει τον Γκαλίπ στα περάσματα, τις κόγχες και τα ανύποπτα σοκάκια της. Μεγάλο μέρος της δράσης λαμβάνει χώρα υπογείως, μέσα σε μυστικές στοές που κρύβουν μυστικά και στεγάζουν παράξενους τύπους. Ο Γκαλίπ, μόνος και αποξενωμένος, καταρρακωμένος από την εξαφάνιση της γυναίκας του, πορεύεται αμήχανος και μπερδεμένος μέσα στον δαιδαλώδη αστικό ιστό προσπαθώντας να βρει άκρη. Επιχειρεί να διαβάσει και να ερμηνεύσει τα σημάδια που βλέπει κωδικοποιημένα πάνω στο σώμα της πόλης αλλά πάντα του διαφεύγουν κρίσιμες λεπτομέρειες και γνώσεις. Χρησιμοποιεί τα δημοσιογραφικά κείμενα του Τζελάλ για να ξεκλειδώσει τα μυστήρια και καταφεύγει στα μυστικιστικά κείμενα της Aνατολής για να γνωρίσει τον εαυτό του. Η πόλη, σχεδόν εχθρική, γίνεται κι αυτή με τη σειρά της ένα ακόμη απροσπέλαστο, γριφώδες «κείμενο».
Η αδιάκοπη μετακίνησή του Γκαλίπ μέσα σ’ έναν λαβυρινθώδη αστικό χώρο σηματοδοτεί συγχρόνως μια παράλληλη χαρτογράφηση ενός περιπεπλεγμένου εσώτερου εαυτού, που αφυπνίζεται και διεκδικεί τα δικαιώματά του.
Μοναχικός κι επίμονος περιπατητής ανάμεσα σε σκυθρωπούς συμπατριώτες, ο Γκαλίπ βλέπει τα σημάδια μιας προαιώνιας δυστυχίας να διαχέονται παντού. Τα αποτυπώματα της Ιστορίας μένουν ανεξίτηλα και δεν παύουν να συνομιλούν μεταξύ τους μέσ’ από τα ερεβώδη βάθη των αιώνων. Οι σκοτεινές πλευρές της Ιστανμπούλ δημιουργούν ένα διαρκώς ενεργό μυστήριο, που ανθίσταται σθεναρά στην όποια προσπάθεια αποκρυπτογράφησης. Χαοτική, δυσοίωνη και αδιαπέραστη, ενίοτε τρομακτική, η Πόλη του Μαύρου βιβλίου δεν προσφέρει διαφυγές αλλά παγιδεύει και συσκοτίζει. Η αδιάκοπη μετακίνησή του Γκαλίπ μέσα σ’ έναν λαβυρινθώδη αστικό χώρο σηματοδοτεί συγχρόνως μια παράλληλη χαρτογράφηση ενός περιπεπλεγμένου εσώτερου εαυτού, που αφυπνίζεται και διεκδικεί τα δικαιώματά του.
Το ζήτημα της ταυτότητας: ατομικής και συλλογικής
Το πρόβλημα της ταυτότητας κατέχει κεντρική θέση στο Μαύρο βιβλίο. Ο Γκαλίπ ξεκινά να βρει την εξαφανισμένη γυναίκα του και καταλήγει να ανακαλύψει τον εαυτό του. Συχνά διερωτάται ποιος πραγματικά είναι και τι είναι αυτό που τον διαμορφώνει. Συγχρόνως προβληματίζεται και για τη φυσιογνωμία της Ιστανμπούλ, που γεφυρώνει δύο κόσμους και δύο κουλτούρες συγχωνεύοντας στοιχεία από Ανατολή και Δύση, που παραμένουν όμως ασυμφιλίωτα και αντικρουόμενα. Η ίδια η ταυτότητα της Τουρκίας είναι ένα μείζον θέμα όχι μόνο στο Μαύρο βιβλίο αλλά σε όλο το έργο του Ορχάν Παμούκ. Ο εκδυτικισμός απέναντι στην επιμονή του ισλάμ, οι παλιές νοοτροπίες και αξίες απέναντι στον εκσυγχρονισμό και τα νέα ήθη, τα κατάλοιπα μιας παρακμιακής αυτοκρατορίας που συνεχίζουν να στοιχειώνουν το κοσμικό κράτος.
Η ίδια η ταυτότητα της Τουρκίας είναι ένα μείζον θέμα όχι μόνο στο Μαύρο βιβλίο αλλά σε όλο το έργο του Ορχάν Παμούκ.
Η ιστορία του μάστορα Μπεντιί επανέρχεται με έμφαση δύο φορές και ρίχνει βαριά τη σκιά της σε ολόκληρο το βιβλίο θίγοντας το θέμα της τουρκικής ταυτότητας. Ο μάστορας Μπεντιί κατασκευάζει κούκλες διαφορετικές από τις κούκλες βιτρίνας των δυτικών που έχουν κατακλύσει την Ιστανμπούλ. Οι δικές του κούκλες δεν έχουν τα εκλεπτυσμένα καλούπια της δυτικής κούκλας αλλά αναπαράγουν πιστά τις κινήσεις, τις εκφράσεις και τις χειρονομίες των αυθεντικών Τούρκων, προτού αυτοί υποστούν τον βίαιο εκδυτικισμό της κουλτούρας τους. Όμως οι κούκλες του Μπεντιί παραμένουν εσαεί στα αζήτητα, καταχωνιασμένες κατά εκατοντάδες στα τρομακτικά υπόγεια του σπιτιού του. Ο Μπεντιί και οι απόγονοί του κατηγορούν το δυτικό σινεμά και τα χούγια των ευρωπαίων για τον εκφυλισμό που διαπιστώνουν τριγύρω τους κι ευαγγελίζονται μια επιστροφή στις ρίζες απηχώντας μια βαθιά συντηρητική στάση. Δέσμιος ασυμφιλίωτων αντιθέσεων, ο σύγχρονος Τούρκος παραπαίει διχασμένος ανάμεσα σε ανατολή και δύση αναζητώντας μιαν ισορροπία που φαντάζει σχεδόν ανέφικτη.
Γενική θεώρηση
Στοχαστικό, μελαγχολικό, αινιγματικό, το Μαύρο βιβλίο αναπτύσσεται σα μια σκοτεινή δίνη που καταπίνει τα εμπλεκόμενα πρόσωπα θέτοντας κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν τις βαθύτερες στοιβάδες του εαυτού. Συνομιλώντας με μυστικιστικά κείμενα της Ανατολής αλλά και με εμβληματικά Δυτικά έργα, καταδύεται με τρόπο υποβλητικό στο μυστήριο της ύπαρξης και αποτυπώνει πολύ γλαφυρά την αίσθηση του ιλίγγου, που μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια κατάδυση. Μέσα σ’ έναν κόσμο που επιμένει να μην αποκαλύπτει το νόημά του, ο ήρωας πασχίζει εναγωνίως να βρεί το χαμένο κέντρο, που θα τον προσανατολίσει και θα του δώσει προοπτική. Η αναζήτηση αυτού του κέντρου εγκαινιάζει μια επώδυνη περιπέτεια με σκοπό την ανάδυση της κρυφής αλήθειας, που πρέπει να αποκαλυφθεί και να λάμψει. Ωστόσο, αυτή η αλήθεια δεν αποκαλύπτεται ποτέ. Το τέλος είναι οδυνηρό και σφραγίζεται από την παρουσία του θανάτου. Μέσα στον ζόφο και την αγωνία ενός ασταθούς κόσμου που συνεχώς αυτοκαταστρέφεται, η γραφή γίνεται το ιδανικό καταφύγιο και η μοναδική παρηγοριά για τον χειμαζόμενο ήρωα, που ψάχνει απελπισμένα για ερείσματα. Ιδιαίτερα επιμελημένη και ρέουσα, η όμορφη μετάφραση της Στέλλας Βρετού αποδίδει την ατμόσφαιρα και το μυστήριο του βιβλίου.
* Η ΝΙΚΗ ΚΩΤΣΙΟΥ είναι φιλόλογος.
Το μαύρο βιβλίο
ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ
Μτφρ. ΣΤΕΛΛΑ ΒΡΕΤΟΥ
ΠΑΤΑΚΗΣ 2021
Σελ. 696, τιμή εκδότη €22,90
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Μια φορά, τον Φεβρουάριο του 1962, αν πρέπει να δώσουμε ημερομηνία, μία από εκείνες τις γεμάτες ένταση μέρες, όταν προετοιμαζόμασταν για ένα στρατιωτικό πραξικόπημα που θα λύτρωνε τη χώρα από την αθλιότητα, ένα χειμωνιάτικο βράδυ, σ’ έναν από τους σκοτεινούς δρόμους στο Μπέγιογλου είχατε δει να μεταφέρουν έναν πελώριο καθρέφτη με επίχρυση κορνίζα, ποιος ξέρει για ποιο παράξενο λόγο, από ένα νυχτερινό κέντρο όπου δούλευαν χορεύτριες του χορού της κοιλιάς και ταχυδακτυλουργοί σ’ ένα άλλο, και είδατε τον καθρέφτη να ραγίζει μπροστά στα μάτια σας, από το κρύο ή ίσως από κάποιον άλλο λόγο, και έπειτα να γίνεται θρύψαλα, και καταλάβατε εκείνη τη στιγμή ότι η λέξη στη γλώσσα μας για το υλικό που χρησιμοποιείται για να γίνει το γυαλί καθρέφτης είναι η ίδια με τη λέξη “μυστικό”. Και είχατε γράψει σ’ ένα άρθρο σας για εκείνη τη στιγμή έμπνευσης: Ανάγνωση σημαίνει κοιτάζω σ’ έναν καθρέφτη. Αυτοί που ξέρουν το “μυστικό” πίσω από τον καθρέφτη περνάνε στην άλλη όχθη, ενώ οι άλλοι, όσοι δεν έχουν ιδέα για το μυστικό των γραμμάτων, δεν βλέπουν στον κόσμο παρά μόνο τα δικά τους βαρετά πρόσωπα».