Για το μυθιστόρημα του William Faulkner «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!» (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Gutenberg).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Οι αρχαίες τραγωδίες είναι έργα με λιανό κορμί. Βλέπεις τον σκελετό κάτω από τους λεπτούς και σκληρούς μυς να πετιέται μέσ’ από τη λιγοστή σάρκα, αφήνοντας ελάχιστο περιθώριο για ποικίλματα, για εξηγήσεις, πόσον μάλλον για ψυχολογικές αναλύσεις ή περιγραφές πέρα από τις στοιχειώδεις που δίνουν μια αδρή αίσθηση του χώρου και των προσώπων – οι τραγωδίες είναι ο σκελετός τους, τούτος ο σκελετός είναι φτιαγμένος από συμβάντα κι ό,τι σάρκα ψυχολογίας θα μπορούσε να τον ντύσει την προσθέτει ο θεατής (ή ο αναγνώστης) με τη φαντασία του.
Το Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ (1936) του Ουίλιαμ Φώκνερ είναι ατόφια τραγωδία (ένας βίαιος άντρας, ο Τόμας Σάτπεν, με σκοτεινό παρελθόν φτάνει ουσιαστικά πένης στο Τζέφερσον στην επινοημένη από τον Φώκνερ κομητεία Γιοκναπατόφα στο Μισισιπί, στήνει ένα αρχοντικό και μια φυτεία από το τίποτε, παντρεύεται τη μεγάλη κόρη ενός εμπόρου την Έλεν Κόλντφιλντ, ενώ έχει ήδη μια κόρη με μια νέγρα σκλάβα κι ένα γιο από προηγούμενο γάμο, και κάνουν δυο παιδιά, τον Χένρι και την Τζούντιθ· ο Χένρι φονεύει τον καλύτερό του φίλο, ετεροθαλή του αδελφό και μνηστήρα της αδερφής του, τον Τσαρλς Μπον, ενώ γύρω από τα τραγικά πρόσωπα της ιστορίας χάνεται ο παλαιός Νότος, ένας κόσμος που η ευμάρειά του, βασισμένη στ’ όνειδος της δουλείας, κυοφορεί την καταστροφή του) και ταυτόχρονα είναι το αντίθετο μιας τραγωδίας, που το ισχνό της κορμί εδώ, με τη συστηματική πάχυνση διά του οριακά μακροπερίοδου λόγου, των πολυάριθμων ονοματικών κι επιθετικών προσδιορισμών, της απέραντης εξομολογητικής θάλασσας σε πλαγιογραφή από τη νεότερη αδερφή της Έλεν, Ρόζα Κόλντφιλντ, στο 5ο κεφάλαιο, κ.λπ., έχει γίνει αγνώριστο.
Αν με την πολυπρισματικότητά του θραύει την κλασική αφήγηση, συνάμα τη σέβεται· δε συνιστά στην ουσία του ρήξη με τη μεγάλη μυθιστορηματική παράδοση του 19ου αιώνα, αυτήν του Μέλβιλ για παράδειγμα, αλλά συνέχιση κι εκλέπτυνσή της...
Είναι λοιπόν τούτος ο γίγαντας με την πληθωρική σάρκα γύρω από τ’ άσαρκο τραγικό κουκούτσι μια όψη του «μοντέρνου», όπως όψεις του μοντέρνου είναι ο Οδυσσέας του Τζόυς, ο Βιργιλίου θάνατος του Μπροχ, ο Χαμένος χρόνος του Προυστ, η Χρυσή κούπα του Τζαίημς, τα Κύματα της Γουλφ, ο μισός 20ος αιώνας. Στη σύντομη εισαγωγή της η μεταφράστρια Μαργαρίτα Ζαχαριάδου (μόνον επαίνους έχει ο αναγνώστης να πει για τη δουλειά της σ’ αυτόν τον επιμελημένο αλλά κατά τ’ άλλα «γυμνό» τίτλο της σειράς Orbis Literae) αναφέρει τούτον τον παραλληλισμό που ενίοτε γίνεται του Αβεσσαλώμ με τον Οδυσσέα.
Αλλά τι μοντερνισμός είναι αυτός του Φώκνερ; Αν με την πολυπρισματικότητά του θραύει την κλασική αφήγηση, συνάμα τη σέβεται· δε συνιστά στην ουσία του ρήξη με τη μεγάλη μυθιστορηματική παράδοση του 19ου αιώνα, αυτήν του Μέλβιλ για παράδειγμα, αλλά συνέχιση κι εκλέπτυνσή της – και καταβύθιση στη σκοτεινή καρδιά του μύθου, εκεί που η ψυχική ύλη των ηρώων είναι πλασμένη με μυθικά υλικά. Ως τέτοιες –μορφές του μύθου– συλλαμβάνει τις φιγούρες του ο Φώκνερ, και καταρχάς αυτήν του δαιμονικού Σάτπεν:
«…αυτός ο Φάουστ που εμφανίστηκε ξαφνικά μια Κυριακή με δυο πιστόλια και είκοσι βοηθητικούς δαίμονες και ξεγέλασε έναν κακομοίρη αδαή Ινδιάνο και του πήρε εκατό τετραγωνικά μίλια γης κι έχτισε εκεί πάνω το πιο μεγάλο σπίτι που είχε δει ποτέ κανείς […], αυτός που έκρυβε τα κέρατα και την ουρά κάτω από ανθρώπινα ρούχα κι ένα καπέλο από κάστορα και διάλεξε (την αγόρασε δηλαδή, την έκανε ανταλλαγή με τον πατέρα της, έτσι δεν είναι;) μια σύζυγο […], κι επέστρεψε πέντε χρόνια αργότερα από τον πόλεμο και βρήκε την κατάσταση που τόσο καιρό απεργαζόταν πλήρη και ολοκληρωμένη: τον γιο φευγάτο για τα καλά πια με την αγχόνη ξοπίσω του, την κόρη καταδικασμένη να μείνει γεροντοκόρη – και μετά πριν καλά καλά βγάλει το πόδι του από τον αναβολέα βάλθηκε να αρραβωνιαστεί ξανά για ν’ αντικαταστήσει τους απογόνους των οποίων τις ελπίδες είχε ο ίδιος καταστρέψει…».
Και τούτη η επιδίωξη, του πλασίματος ενός μυθικού έπους, φαίνεται κι από την ίδια τη δημιουργία μιας φανταστικής νότιας πολιτείας (στο Αβεσσαλώμ έχει σχεδιάσει μάλιστα ο ίδιος τον χάρτη της) και την τοποθέτηση εκεί σχεδόν όλων του των μυθιστορημάτων και πάνω από πενήντα διηγημάτων.
Το Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! κυκλοφόρησε το 1936 και λίγα χρόνια μετά, το 1949, ο Φώκνερ έλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 1983 το βιβλίο με τα ρεκόρ Γκίνες κατέγραψε τη μεγαλύτερη πρόταση σε λογοτεχνικό έργο, η οποία βρίσκεται στο Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!, και περιλαμβάνει 1288 λέξεις. Η πρόταση βρίσκεται στο κεφάλαιο 6 και στην ελληνική έκδοση στις σελίδες 257-262. |
Η Γιοκναπατόφα είναι ο Νότος του Φώκνερ –ο σκοτεινός μυθικός του Νότος– που πλάθεται ψηφίδα-ψηφίδα από ιστορία σε ιστορία. Ίσως ζαλίζεται στην αρχή ο αναγνώστης μ’ αυτήν την εικόνα που δεν είναι αντισυμβατική, «μοντέρνα», γιατί έχει πάψει να ’ναι παραστατική, μα γιατί σε κάθε της σημείο συνωστίζονται πάμπολλες λεπτομέρειες κρυμμένες μέσα σ’ αναπάντεχα ρήματα κι επίθετα και στις φιδογυριστές απέραντες προτάσεις, και πρέπει (ο αναγνώστης/θεατής) ταυτόχρονα να κάνει πίσω για να βλέπει το σύνολο και να κολλάει σχεδόν τη μύτη στον καμβά για να διακρίνει καθετί.
Αν το κάνει με συγκέντρωση, ενώ ταυτόχρονα αφεθεί στον ρυθμό της διήγησης, κάποτε πιο πολύ «νιώθοντας» το νόημα των λέξεων παρά ερμηνεύοντάς το, θα ανταμειφθεί μ’ ένα αναντίρρητο αριστούργημα.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η επιστολική νουβέλα, την οποία συνέγραψε με την Ελένη Κοφτερού, «Άρης» (εκδ. Κίχλη).
Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!
WILLIAM FAULKNER
Μτφρ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ
GUTENBERG 2021
Σελ. 536, τιμή εκδότη €22,20
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ WILLIAM FAULKNER
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ναι, πρέπει να παραδεχτούμε πως, ακόμα και για τον άβγαλτο Χάρι, πόσω μάλλον για τον πιο πολυταξιδεμένο πατέρα, η ύπαρξη της κατά το ένα όγδοο νέγρας ερωμένης και του κατά το ένα δέκατο έκτο νέγρου γιου, ακόμα και παρά τη μοργανική τελετή –κάτι που αποτελούσε μέρος της κοινωνικής σκευής κάθε εύπορου νεαρού της καλής κοινωνίας της Νέας Ορλεάνης όσο και τα παπουτσάκια του χορού–, αποτέλεσε επαρκή λόγο, ο οποίος βέβαια οδηγεί το θέμα της τιμής λιγάκι στα άκρα ακόμα και για τα μέτρα αυτών των σκοτεινών μορφών, των προγόνων μας που γεννήθηκαν στον Νότο και έγιναν άντρες και γυναίκες γύρω στο χίλια οχτακόσια εξήντα με εξήντα ένα. Απίστευτο. Δεν εξηγείται. Ή μπορεί και να είναι απλώς έτσι: αυτοί δεν εξηγούν κι εμείς δεν γίνεται να μάθουμε. Έχουμε μερικές ιστορίες από στόμα σε στόμα· ξεθάβουμε από παλιά μπαούλα και κουτιά και συρτάρια γράμματα χωρίς προσφώνηση ή υπογραφή, όπου άντρες και γυναίκες που κάποτε ζούσαν και ανέπνεαν είναι πια σκέτα αρχικά ή παρατσούκλια βγαλμένα από μιαν ακατανόητη τώρα πια στοργή και μας φαίνονται σαν σανσκριτικά ή σαν τη γλώσσα των Τσόκτο· μόλις και διακρίνουμε αμυδρά ανθρώπους, τους ανθρώπους που στο αίμα και το σπέρμα τους λανθάναμε κι εμείς, τους βλέπουμε μέσα σ’ αυτόν τον σκιώδη χρόνο που όλο υποχωρεί, να αποκτούν πια ηρωικές διαστάσεις, να εκτελούν τις πράξεις των απλών παθών τους και της απλής βίας ανέγγιχτοι από τον χρόνο και ανεξήγητοι – ναι, η Τζούντιθ και ο Μπον και ο Χένρι και ο Σάτπεν: όλοι τους».