Για την ποιητική συλλογή του Νίκου Λάζαρη «Σκοτεινός καθρέφτης» (εκδ. Κουκκίδα). Κεντρική εικόνα: © Peter H (Pixabay).
Γράφει ο Αντώνης Μακρυδημήτρης
Ι
Εισαγωγικά
1. Από μια πρώτη άποψη θα μπορούσε ίσως να λεχθεί ότι το βιβλίο υπό τον τίτλο «Σκοτεινός Καθρέφτης» του δόκιμου ποιητή και κριτικού της λογοτεχνίας Νίκου Λάζαρη αποτελεί ένα συμβολικό και περιεκτικό χρονολόγιο αναμνήσεων του βίου από πλευράς ενός πενθούντος αδελφού. Πρόκειται, θα έλεγε κανείς, περιγραφικά, για μια ευσύνοπτη ελεγεία όχι ερωτικής, αλλά αδελφικής αγάπης.
Ανάλογα ποιήματα, που έρχονται ευθύς στο νου, είναι, ενδεικτικά, «Ο Τάφος» του Κωστή Παλαμά, έργο του 1898, με στίχους αλησμόνητους, όπως – «Άφκιαστο κι αστόλιστο/ του Χάρου δεν σε δίνω/ Στάσου με τ’ ανθόνερο την όψη σου να πλύνω». Μια άλλη συναφής αναφορά, που επίσης ανακαλείται αυθόρμητα στη σκέψη, είναι το «Τραγούδι της Αδελφής μου» του Γιάννη Ρίτσου, έργο του 1937, όπου ο ποιητής θα γράψει με ασυγκράτητη θλίψη – «το λιγνό σώμα σου περιτυλίγεται τον τεφρό μανδύα της αλλοφροσύνης. Τα μάτια σου απομείνανε δυο πύργοι γυάλινοι ακατοίκητοι και από μέσα τους γυρνούν αδέσποτες οι σκιές του παρελθόντος».
«Θα είσαι τώρα μια σκιά/ ανάμεσα στις άλλες σκιές,/ ένα βαθύ ράγισμα στον καθρέφτη του σπιτιού,/ ένα μισοσβησμένο όνομα/ σ’ ένα γκρίζο, φτηνό μάρμαρο».
Φυσικά, τα παραδείγματα από την εγχώρια, όσο και τη διεθνή λογοτεχνία, θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Σε αυτή την χορεία ο Νίκος Λάζαρης στο πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής (στη δεύτερη στροφή του) γράφει: «Θα είσαι τώρα μια σκιά/ ανάμεσα στις άλλες σκιές,/ ένα βαθύ ράγισμα στον καθρέφτη του σπιτιού,/ ένα μισοσβησμένο όνομα/ σ’ ένα γκρίζο, φτηνό μάρμαρο».
2. Θα αποφύγω, ίσως δεν είμαι και ο πλέον κατάλληλος, να σχολιάσω και να αποτιμήσω γενικά την ποίηση του Νίκου Λάζαρη στο πλαίσιο της καθ’ ημάς ποιητικής παράδοσης, ας πούμε από την απελευθέρωση και μετά· όπως και την παρούσα συλλογή στο πλαίσιο της συνολικής ποιητικής παραγωγής και προσφοράς του Λάζαρη, ο οποίος, όπως έχω υποστηρίξει και παλαιότερα, ασκεί εξίσου καλά και μεθοδικά, με την ίδια ποιότητα τη συνωρίδα της ποίησης και της κριτικής της ποίησης, έχοντας ήδη καταστήσει αρκετά εμφανές το στίγμα της γραφής και της συμβολής του και στα δύο επίπεδα ή μορφές τέχνης.
Αρκεί να σημειωθεί επί του παρόντος ότι τα 23 ποιήματα ή «Ψαλμοί παρά Κεκοιμημένοις» τούτης της λιτής, αλλά μεστής συλλογής, της 1ης μετά τη συγκεντρωτική έκδοση του 2007 υπό τον τίτλο «Η ένταση είναι διαρκής», σκιαγραφούν ανάγλυφα το αίσθημα της οδύνης, την αλγηδόνα από την απώλεια αγαπημένου προσώπου, σ’ ένα χρονικό αδελφικής αγάπης που μνημειώνεται εφεξής με το υλικό της ποιητικής τέχνης. Όπως θα αναφέρει ο ίδιος στο 23ο και κατακλείδιο ποίημα της συλλογής και στην ολοστερνή στροφή του, «Και λίγο πριν πέσει η νύχτα,/ χαράζω τ’ όνομά σου στην πέτρα/ για να μη το καταπιεί η δίνη του χρόνου».
Συνάμα, εμμέσως, και με τρόπο διακριτικό αποτυπώνει και «ζωγραφίζει» έστω υπό γωνίαν και τη δική του αγάπη για εκείνο το πρόσωπο.
Τούτο το «Libro dell’ Amore», όπως θα μπορούσαμε ίσως να το αποκαλέσουμε προσφεύγοντας σ’ ένα στίχο από τα σονέτα του Μιχαήλ Άγγελου, τολμά να επιχειρήσει ένα «θαύμα» – να διαιωνίσει μέσα στο χρόνο ένα πρόσωπο, που τώρα όμως είναι χαμένο. Και να το κάνει αυτό με τη δύναμη των στίχων και των ποιητικών εικόνων, οι οποίες ωστόσο, εφόσον, είναι αληθινές, φανερώνεται πως έχουν τη δύναμη να γλιτώσουν από των πραγμάτων τη φθορά τη μορφή και την ψυχή του εκλιπόντος προσώπου.
Συνάμα, εμμέσως, και με τρόπο διακριτικό αποτυπώνει και «ζωγραφίζει» έστω υπό γωνίαν και τη δική του αγάπη για εκείνο το πρόσωπο· ούτως ώστε, μέσα από το τελικό προϊόν, το βιβλίο που κρατούμε τα χέρια, καταφαίνεται τώρα, αλλά και μετά από χρόνια, πόσο ωραία και ελκυστική ήταν εκείνη η μορφή, αλλά και πόσο τυχερός ο ποιητής που τον αγάπησε απεγνωσμένα. Όπως θα ομολογήσει ο ίδιος στο 18ο ποίημα της συλλογής, «Ναι, είμαι ο αδελφός σου./…αυτός που είδε τον κόσμο/ μέσα από τα μάτια σου·/ …αυτός που δέθηκε μαζί σου/ στον τροχό·/ αυτός που υψώνει τώρα/ ένα μνημείο από λέξεις/ - ταπεινό ανάχωμα στη λησμονιά».
ΙΙ
Flora lazariensis
3. Μιλώντας σε λόγο πεζό για την ποίηση, μάλιστα δε για μια ποίηση με έντονη συγκινησιακή φόρτιση, όπως αυτή που εμπεριέχεται στον «Σκοτεινό Καθρέφτη» του Νίκου Λάζαρη, διακινδυνεύουμε να υποκαταστήσουμε το αίσθημα που μας προξενεί η ανάγνωση και η ακρόασή της από μια στεγνή παράθεση λέξεων και προτάσεων αφηρημένων και εννοιολογικά περιπεπλεγμένων, ίσως. Καλύτερα, λοιπόν, να πιάσει κανείς το βιβλίο, σε αυτή την καλαίσθητη και ευβάστακτη έκδοση, να εγκύψει στα ίδια τα ποιήματα, που είναι ατόφια κομμάτια άφατης αγαλλίασης, αν και στιγμές στιγμές συνοδεύονται από εκδηλώσεις λύπης και απελπισίας, που συγκρατείται όμως από δωρική στιλπνότητα, δίχως να υποχωρεί σε πόνου οιμωγές.
Ο ποιητής καταφέρνει να μας συμπαρασύρει στο δικό του σκοπό και ρυθμό, μας κάνει να συμπάσχουμε μαζί του, καθώς αναπολεί και ανασκοπεί σε αυτό το μονοπάτι του ελεγχόμενου θρήνου αναμνήσεις, σκέψεις και συναισθήματα, εικόνες από το παρελθόν. Συμπάσχοντας συμμεριζόμαστε από ποίημα σε ποίημα κι από στίχο σε στίχο την εκστατική στάση απέναντι στους διάττοντες αστέρες των συναισθηματικών αποχρώσεων που ξεδιπλώνονται μπροστά μας με ακρίβεια, λιτότητα και χάρη, συμμετρία και ελεύθερα αρμονικό ρυθμό. Και τούτο συμβαίνει είτε έχουμε ανάλογες εμπειρίες και συμβάντα στη ζωή μας, είτε όχι.
Καθώς η συζήτησή μας εξελισσόταν σε διάφορα ζητήματα και, κυρίως, σε «υπόθεσες ψυχικές» (που θα έλεγε και ο Ποιητής), κάποια στιγμή ο φίλος μου αναφέρθηκε σε ανάλογο προσωπικό του βίωμα και εμπειρία με αυτή που ανατέμνει στο βιβλίο του ο Λάζαρης.
Ως προς τη δεύτερη εκδοχή, ας μου επιτραπεί να αναφέρω ένα περιστατικό του οποίου υπήρξα αυτόπτης μάρτυς εγώ ο ίδιος προσφάτως. Δειπνούσα προ ολίγου καιρού με έναν ξεχωριστό φίλο και συνάδελφό μου στο πανεπιστήμιο, επιφανή συνταγματολόγο, τον επιφανέστερο ίσως εν ζωή, αν και όχι από εκείνους συνήθους κοπής. Καθώς η συζήτησή μας εξελισσόταν σε διάφορα ζητήματα και, κυρίως, σε «υπόθεσες ψυχικές» (που θα έλεγε και ο Ποιητής), κάποια στιγμή ο φίλος μου αναφέρθηκε σε ανάλογο προσωπικό του βίωμα και εμπειρία με αυτή που ανατέμνει στο βιβλίο του ο Λάζαρης. Του ανέφερα ότι ένας επιφανής ποιητής (ο Λάζαρης) έχει συνθέσει μια συλλογή για το θέμα, και υποσχέθηκα να του στείλω το βιβλίο. Μετά από λίγες ημέρες μου τηλεφώνησε κατασυγκινημένος και συγκλονισμένος από τον «Σκοτεινό Καθρέφτη».
4. Προτού περάσω σε γενικότερους συλλογισμούς και συμπεράσματα για την ευρύτερη σημασία της πρόσφατης ποιητικής κατάθεσης του Λάζαρη και εξ αφορμής αυτής, θα ήθελα στο σημείο αυτό όχι τόσο να μιλήσω φιλολογικά για τα ποιήματα, ούτε να απορροφήσω την υγρασία του συναισθήματος πεζολογώντας, αλλά να ανθολογήσω κάποια δείγματα μιας «πορείας στον Γολγοθά» της αδελφικής αγάπης. Ιδού, λοιπόν, ένα πρόχειρο florilegium από τον κήπο της αγάπης του Λάζαρη προς τον εκλιπόντα νεότερο αδελφό του:
• «Δεν θα ακούσω ξανά το γέλιο σου στις σκάλες», γράφει στο πρώτο ποίημα,
• «Ποια σκοτεινή χοάνη αβύσσου τα έχει όλα καταπιεί», διαβάζουμε στο 2ο,
• «Σου στέλνω γράμματα που δεν θα λάβεις ποτέ», στο 3ο,
• «Έμεινες μόνος, μετέωρος/ σαν το σκοινί μιας καμπάνας στο κενό», στο 4ο,
• Κι από το υπέροχο 5ο ποίημα της συλλογής επιλέγω το καταληκτικό τρίστιχο: «Εσύ θα είσαι, αλίμονο, ο θάνατος/ κι εγώ το δάκρυ/ που στα μάγουλα πετρώνει»…Δεν κυλά, «πετρώνει»… Εδώ εμμέσως υποβάλλεται η εικόνα της Νιόβης στις περίφημες Μεταμορφώσεις του Οβιδίου.
Συνεχίζω με ορισμένα ακόμη δείγματα – «fleurs d’ amour fraternité», θα λέγαμε παραφράζοντας τον Baudelaire:
• «Ακούστε τώρα τη βραχνή φωνή του/ και σπρώξτε με τη δύναμη του ανέμου/ τον αντίλαλό της/ …να φτάσει το πικρό παράπονό του/ όσο γίνεται πιο μακριά», διαβάζουμε στο 6ο ποίημα,
• «Μαζεύεις λουλούδια κόκκινα/ για το Μαγιάτικο στεφάνι/ που πολλά χρόνια αργότερα/ φόρεσες στο κεφάλι σου/ ακάνθινο», διαβάζουμε στο 7ο ποίημα. Ιδού, λοιπόν, μια εικόνα που προοικονομεί και δικαιολογεί, ενδεχομένως, τον χαρακτηρισμό που έκανα προηγουμένως για τον Γολγοθά του μαρτυρίου της αδελφικής αγάπης, όπως ανασκοπείται ποιητικά από το εναπομείναν μέλος της συνωρίδος,
• «Έξι φορές έπεφτες κι εφτά σηκωνόσουν», λέει ένας στίχος με πυκνότητα, απλότητα και περιεκτικότητα δημοτικού τραγουδιού στο 8ο ποίημα της συλλογής,
• «Χόρευες μέσα στη βροχή./ Περπατούσες γυμνός πάνω στο χιόνι», αναφέρεται υπαινικτικά στο 9ο ποίημα,
• «Τούτη η ανάμνηση», λέει στη καταληκτική στροφή του το 11ο ποίημα, μια ανάμνηση «(που την είχα πολλά χρόνια/ βαθιά μέσα μου απωθήσει),/ έρχεται τώρα αιφνιδιαστικά/ στην επιφάνεια/ και με σφίγγει/ σαν θηλιά στον λαιμό»,
• Σ’ ένα ποίημα – ψαλμό της συλλογής, το 12ο, καθώς βλέπει ο μεγαλύτερος αδελφός τον μικρότερο να πονά και να ιδρώνει μετά από ένα ατύχημα, αισθάνεται τον πόνο να επεκτείνεται και να καταλαμβάνει κι αυτόν τον ίδιο με μια αμεσότητα άγνωστη και ανοίκεια σ’ εκείνους που δεν έχουν καταφέρει να αγαπήσουν βαθιά: «Ένιωθα τον πόνο σου», λέει, «σαν να ήταν δικός μου πόνος/ και τη ζωή μου/ να ενώνεται ξαφνικά/ με τη δική σου ζωή/ μ’ ένα δεσμό τρυφερό,/ ακατάλυτο». Διαθέτω προσωπικά ανάλογη εμπειρία με τον τραυματισμό στο χέρι του μικρότερου αδελφού μου, με δική μου μάλιστα υπαιτιότητα πάνω στο παιχνίδι, όταν ήμασταν μικρά παιδιά, και μπορώ να διαβεβαιώσω το εκλεκτό ακροατήριο για την αλήθεια των στίχων προς το αντικείμενό τους – adequatio intellectus et rei. Ο εωρακώς μεμαρτύρηκεν, κατ’ άλλη διατύπωση.
Κόβω ορισμένα άνθη, τα αποσπώ από τον κορμό και το σώμα των λουλουδιών της ποίησης, που απαντούν εδώ, για να δώσω μιαν αίσθηση από το χρώμα και το άρωμά τους [...]
Συνεχίζω με ορισμένα ακόμη δείγματα από τον κήπο της αδελφικής αγάπης, που έχει καλλιεργήσει επίμονα και υπομονετικά ο Νίκος Λάζαρης σε τούτη την πιο πρόσφατη συλλογή του, που διακόπτει σιγή δεκαπενταετίας. Κόβω ορισμένα άνθη, τα αποσπώ από τον κορμό και το σώμα των λουλουδιών της ποίησης, που απαντούν εδώ, για να δώσω μιαν αίσθηση από το χρώμα και το άρωμά τους, ελπίζοντας ότι δεν τα καταστρέφω εντελώς με αυτή την ερασιτεχνική και όχι επαγγελματική κηπουρική, στην οποία επιδίδομαι εν προκειμένω, όπως και σε άλλα πράγματα τα τελευταία χρόνια (όπως, λ.χ., η αμπελουργία στο χωριό μου). Σε κάθε περίπτωση συνιστώ ενθέρμως κα ανεπιφυλάκτως την άμεση πρόσβαση του καθενός και της καθεμιάς εξ υμών στο ίδιο το έργο για μια πλουσιότερη, βαθύτερη και πιο αδιαμεσολάβητη σχέση και απόλαυση αισθητικού και ηθικού χαρακτήρα.
Συνεχίζω, για λίγο ακόμα με την ποιητική, όσο και ποιοτική, δειγματοληψία:
• «Με μια κίνηση απρόβλεπτη/ καρφώθηκες σαν άστρο/ στον μαύρο ουρανό», διαβάζουμε στο 14ο ποίημα.
• Και το αποκορύφωμα, στο 16ο ποίημα (πρώτη στροφή): «Ήσουν ο άρτος και ο οίνος μου,/ η φόδρα στο σακάκι μου,/ το βάλσαμο πάνω στην πληγή,/ το λάδι στο πολυκάντηλό μου.».
ΙΙΙ
Τύποι του βίου
5. Τα ποιήματα της ανά χείρας συλλογής, που ήδη χαρακτήρισα επιγραμματικά ως «Διαψαλμούς παρά Κεκοιμημένοις», θα τα αδικούσαμε αν σχηματίζαμε την εντύπωση πως είναι μια σειρά από καταθλιπτικές ή μελαγχολικές και μόνο αναφωνήσεις. Ενδεχομένως, αυτά που ήδη ανέφερα ως τώρα ωθούν προς αυτή την κατεύθυνση και δίνουν αυτή την εντύπωση. Οφείλω, λοιπόν, να απολογηθώ εκ προοιμίου και να επανορθώσω, κατά το δυνατόν. Θα το επιχειρήσω δε να το κάνω αυτό προσδίδοντας μια κάπως πιο φιλοσοφική, στοχαστική θεώρηση στο ζήτημα του πενθούντος προσώπου για μια ζωή, που έχει πλέον περιέλθει σε χάλκεον ύπνον.
Στην περίφημη πραγματεία υπό τον γριφώδη τίτλο «Είτε/ Είτε» (Aut/ Αut, λατινιστί), έργο του 1843 ο Δανός φιλόσοφος, ποιητής και συγγραφέας Σέρεν Κίρκεγκωρ εξέταζε, μεταξύ άλλων, τη διανοητική, ηθική και ψυχολογική μετάβαση της ύπαρξης που αποκτά συνείδηση του εαυτού από το ένα στάδιο ή σφαίρα του βίου στο άλλο/η.
Οι έλξεις και οι σχέσεις είναι πρόσκαιρες, προσωρινές και παροδικές.
Κατά το πρώτο στάδιο, στοιχείο του αισθητικού ή αισθησιακού βίου και τρόπου ζωής είναι η αναζήτησης της ευχαρίστησης ή ηδονής, χωρίς ανάγκη ή επιδίωξη στενότερης σύνδεσης και αφοσίωσης με το εκάστοτε επιθυμητό ή ποθητό αντικείμενο ή υποκείμενο, εάν πρόκειται περί προσώπου. Ο «Δον Ζουάν», ας πούμε, ή και ο «Ιωάννης ο Διαφθορέας», κατά το σχετικό ημερολόγιο που συνέθεσε για λογαριασμό του ο Κίρκεγκωρ, δεν συνδέεται ουσιαστικά και σε βάθος με κανένα πρόσωπο. Οι έλξεις και οι σχέσεις είναι πρόσκαιρες, προσωρινές και παροδικές.
Ο «Δον Ζουάν», ως ο ιδεατός ή αναλυτικός τύπος του κατ’ εξοχήν αισθητικού ή αισθησιακού προσώπου και ανάλογου τύπου βίου (και, φυσικά, ο γνωστός Μαρκήσιος de Sade, που συγγενεύει εξ αίματος με αυτόν), δεν αποζητά παρά μόνο την ηδονή, και αφ’ ης στιγμής την αποκτήσει ή απολαύσει με οποιοδήποτε τρόπο, που δεν γνωρίζει όρια και φραγμούς (μη αποκλειομένης και της ίδιας της φυσικής βίας), το πρόσωπο που χρησιμοποιήθηκε για την άντληση της ηδονής παύει να ενδιαφέρει εντελώς. Είναι ένα αναλώσιμο «υλικό» και μπορεί ή και πρέπει, κατά τη δική του αισθησιακή αντίληψη και στάση ζωής, να αντικατασταθεί αμέσως με άλλο. Γι’ αυτόν ο έρως ή η αγάπη ταυτίζεται με την ηδονή, ώστε αφής ικανοποιηθεί η δεύτερη, αδρανεί ο πρώτος.
Την ευχαρίστηση ακολουθεί η αδιαφορία.
Κάπως διαφορετική και λίγο πιο σύνθετη, ίσως, είναι η περίπτωση του «Ιωάννη του Διαφθορέα», ως εναλλακτικού αναλυτικού τύπου, που επίσης προέρχεται από την κιρκεγκωριανή φιλοσοφία. Εδώ το ενδιαφέρον έγκειται στην άσκηση της προσέλκυσης και της καταγοήτευσης, πρωτίστως. Όσο η Κορδηλία δεν έχει κατακτηθεί, παρουσιάζει ενδιαφέρον. Μόλις όμως συμβεί το ποθητόν, εξαφανίζεται μαζί του η επιθυμία για μια ουσιαστικότερη συσχέτιση με αυτήν. Την ευχαρίστηση ακολουθεί η αδιαφορία.
6. Προς εντελώς άλλη κατεύθυνση κινείται, ωστόσο, ο τρίτος αναλυτικός τύπος στο κιρκεγκωριανής εμπνεύσεως διάγραμμά μας. Ενώ οι δυο πρώτοι σχηματικοί χαρακτήρες («Δον Ζουάν», «Ιωάννης ο Διαφθορεύς») αντιλαμβάνονται, εν τέλει, τη σχέση με ένα πρόσωπο ως παγίδευση και αιχμαλωσία – και γι’ αυτό την αποκρούουν και την αποφεύγουν – ο τρίτος τύπος, ας τον αποκαλέσουμε «ερωτικό ή ηθικό ον» και «άνθρωπο της αγάπης και της φιλίας», βλέπει την αγάπη και τη σύνδεση με ορισμένο πρόσωπο ως πύλη ελευθερίας και περιαγωγής της ψυχής στη σφαίρα όχι απλά της ηθικής ζωής, αλλά και της άφατης ικανοποίησης και ευτυχίας. Προφανώς, ο τρίτος αναλυτικός τύπος («Γουλιέλμος ο Δίκαιος», αποκαλείται από τον Κίρκεγκωρ) τιμά τις σχέσεις και τα πρόσωπα με τα οποία συνδέεται στον βίο του – είτε πρόκειται για τους γονείς και τα τέκνα του, τα αδέλφια και τον ή την σύζυγό του, τους εραστές και τους φίλους του. Δεν τους αντιμετωπίζει ως αναλώσιμα υλικά, αλλά ως διαρκή και αδιάσειστα αγαθά, που κοσμούν και λαμπρύνουν τον βίο του. Τούτα δε τα αγαθά, όπως και τα πολύτιμα μέταλλα, αποκαλύπτουν την ποιότητα και την αξία τους όσο περισσότερο αφοσιώνεται κανείς σε αυτά, τα σέβεται και τα φροντίζει, τα κατανοεί βαθύτερα, επικοινωνεί και συμμερίζεται μαζί τους νοήματα και αισθήματα ζωής.
Διαψαλμοί παρά Κεκοιμημένοις
7. Τούτο δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η απώλεια ή, φευ, ακόμα και ο χωρισμός με πρόσωπα με τα οποία συνδέθηκε κάποτε κανείς ουσιαστικά. Αλλά αυτό το ενδεχόμενο συνδέεται πάντοτε με αισθήματα απόγνωσης, ενοχής και οδύνης, αλλά και μια απορία και απογοήτευση για αυτό που έχει επέλθει και συντελεστεί. Εξ ου και οι διαψαλμοί ή τα ποιήματα ως απόπειρα διαιώνισης της μνήμης, αλλά και κάθαρσης από το επώδυνο συναίσθημα, που στην οξύτητά του μπορεί να παραλύσει την ύπαρξη και να διασαλεύσει και την ίδια τη σκέψη, έχοντας πληγώσει βαθιά την καρδιά.
Από φιλοσοφικής και υπαρξιακής απόψεως το ζήτημα είναι πελώριο και δεν μπορεί, φυσικά, να θιγεί περαιτέρω εδώ, ούτε να εξαντληθεί ο σχετικός προβληματισμός. Θεωρώ, εντούτοις, ότι ο κατά Λάζαρην «Σκοτεινός Καθρέφτης» προσφέρει αφειδώς την ευκαιρία για την διατύπωση ορισμένων πρωτοβάθμιων, έστω, συλλογισμών σχετικά με τις επιμέρους αποχρώσεις και διαστάσεις αυτών των φαινομένων, καθώς και του τρόπου που αντανακλώνται στην ποίησή μας.
Μια σχέση που έχει κατ’ εξοχήν ηθικό χαρακτήρα, αν ως «ήθος» εννοήσουμε κάθε είδους έντονο δεσμό και συσχέτιση, που δημιουργεί μια νέα ταυτότητα.
Για να καταστήσω κάπως σαφέστερο το στίγμα της σχετικής επιχειρηματολογίας, ας σκεφθούμε, εντελώς ενδεικτικά, ότι η ποίηση, ας πούμε, του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που χαρακτηρίζεται συχνά από έκδηλο ερωτισμό, ή ακόμα και αυτή του μέγιστου Καβάφη, εντάσσονται αμφότερες, κατά το ερωτικό τους περιεχόμενο, καθότι έχουν βέβαια και άλλες διαστάσεις, στον αστερισμό του ηδονισμού, δονζουανικού ή διαφθορευτικού τύπου, κατά τις ως άνω αναλυτικές διακρίσεις. Αντιθέτως, η ποίηση της αδελφικής αγάπης, όπως αποτυπώνεται στον «Σκοτεινό Καθρέφτη» του Λάζαρη, ανήκει στον τρίτο τύπο, αυτόν της έντονης, βαθιάς και αδιάπτωτης σχέσης με ένα πρόσωπο, εν προκειμένω τον εκλιπόντα νεότερο αδελφό. Μια σχέση που έχει κατ’ εξοχήν ηθικό χαρακτήρα, αν ως «ήθος» εννοήσουμε κάθε είδους έντονο δεσμό και συσχέτιση, που δημιουργεί μια νέα ταυτότητα.
8. Μια ακόμη συμπληρωματική παρατήρηση, που θα ήθελα να κάνω, αναφέρεται σε μια λανθάνουσα, πλην σημαντική, διάσταση του αδελφικού μνημολογίου στον λαζαρινό «Σκοτεινό Καθρέφτη». Διαβάζοντας και ακούγοντας τους «Διαψαλμούς παρά Κεκοιμημένοις» στο ανά χείρας εργοτέχνημα, μαθαίνουμε κάπως, γνωρίζουμε και εξοικειωνόμαστε εν τινί βαθμώ με τον ήρωα του έργου – τον Θεόδωρο Λάζαρη. Γοητευόμαστε από την ελλειπτική του προσωπικότητα, όπως φιλοτεχνείται επιδέξια από τον ποιητή αδελφό του. Μαθαίνουμε πως είχε όμορφο γέλιο, αγαπούσε το ποδόσφαιρο και τις παρέες, του άρεσε η τάξη και η πειθαρχία, όπως και να φυτεύει δέντρα και να χτίζει σπίτια· αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού και αγάπης για τα αδέλφια και τους γονείς του, που τον αποκαλούσαν «πρίγκιπα» και «Βενιαμίν». Αγαπούσε τα αγριολούλουδα της άνοιξης και καμιά φορά έπαιζε τον Μάη φορώντας μ’ αυτά ένα στεφάνι στην κεφαλή του. Ήταν ονειροπόλος, μαχητικός, πείσμων και επίμονος στην επιδίωξη του αδυνάτου. Ήταν πολύ όμορφος στην εμφάνιση, προικισμένος με υπέροχα ματοτσίνορα, «ψηλός και λιγνός σαν κυπαρίσσι», όπως γράφει σ’ ένα στίχο του ο ποιητής (12ο ποίημα).
Εκείνο που δεν μαθαίνουμε, αλλά μπορούμε να εικάσουμε, είναι εάν ήταν εξίσου εξοικειωμένος με τα ποιητικά επιτεύγματα του αδελφού του.
Ήταν, συνάμα, πληροφορούμαστε, εύθραυστος και ευάλωτος στο κακό, που όμως δεν τον πτοούσε. Κατάφερε, έτσι, να περάσει «όρθιος κι αγέρωχος, απέναντι», στην άλλη όχθη. Αυτά και άλλα πολλά μαθαίνουμε για τον ήρωα αυτού του ποιητικού έργου. Μαθαίνουμε, επίσης, και χαιρόμαστε με αυτό, ότι ο εκλιπών υπήρξε αφοσιωμένος και πιστός θαυμαστής του ποδοσφαιρικού ταλέντου του ποιητή Νίκου Λάζαρη. Μάζευε, μάλιστα, αποκόμματα από εφημερίδες για τις αθλητικές επιδόσεις του μεγαλύτερου αδελφού του, που επιδείκνυε με περηφάνεια και καμάρι σε γνωστούς και φίλους. Εκείνο που δεν μαθαίνουμε, αλλά μπορούμε να εικάσουμε, είναι εάν ήταν εξίσου εξοικειωμένος με τα ποιητικά επιτεύγματα του αδελφού του. Γιατί, όντως, ο Νίκος Λάζαρης υπήρξε στα νιάτα του σπουδαίος ποδοσφαιριστής, σημειώνοντας «εκείνα τα σπάνια γκολ», όπως και ο ίδιος δέχεται (στο 17ο ποίημα της συλλογής), αλλά είναι νομίζω ακόμα σπουδαιότερος ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας.
9. Και ιδού τώρα στη συλλογή αντιστρέφονται οι ρόλοι. Ο καταξιωμένος τέως ποδοσφαιριστής ως δόκιμος πλέον ποιητής επιστρέφει τον θαυμασμό και τον έπαινο στον μικρότερο αδελφό του, που δεν βρίσκεται όμως πια στη ζωή. Στη φυσική ζωή. Γιατί στην πνευματική ή την καλλιτεχνική γίνεται ήρωας και πρωταγωνιστής ενός σημαντικού ποιητικού έργου, που διακόπτει σιωπή ετών για να αποτίσει τον δίκαιο έπαινο σε αυτό το πρόσωπο. «Ναι, είμαι ο αδελφός σου», γράφει ο ποιητής στο 18ο ποίημα της συλλογής· είμαι αυτός, προσθέτει, «που υψώνει τώρα/ ένα μνημείο από λέξεις/ - ταπεινό ανάχωμα στη λησμονιά».
[...] διαγράφεται κατά τρόπο ευφρόσυνο, μάλιστα, το κλίμα της νεότητας του ίδιου του ποιητή, δίνοντας διάφορες πληροφορίες από την εποχή εκείνη και καταλήγοντας σ’ ένα επιγραμματικό δοξαστικό.
Έτσι, κατά μια αφανή πλην ουσιαστική αλληλουχία των εννοιών και των συναισθημάτων, μαθαίνοντας πράγματα για τον ήρωα του έργου, τον αδελφό του ποιητή, αρχίζουμε να γνωρίζουμε περισσότερο και τον ίδιο τον συγγραφέα, τον ποιητή. Στο 20ό ποίημα της συλλογής, λόγου χάριν, που είναι και το μακροσκελέστερο, μια και εκτείνεται σε τρεις σελίδες του βιβλίου, διαγράφεται κατά τρόπο ευφρόσυνο, μάλιστα, το κλίμα της νεότητας του ίδιου του ποιητή, δίνοντας διάφορες πληροφορίες από την εποχή εκείνη και καταλήγοντας σ’ ένα επιγραμματικό δοξαστικό: «Η νιότη μας/ μια πάμφωτη γιορτή/ κάτω από τον έναστρο/ ουρανό».
10. Όμως, ω! του θαύματος, συμβαίνει και κάτι άλλο πέρα από αυτό, κι εδώ η μαγεία της ποίησης αποκαλύπτεται σε όλο της το μεγαλείο και τη δυναμική. Εξετάζοντας το πορτραίτο του αδελφού του ποιητή, όπως σκιαγραφείται σε τούτο τον οικείο πια και για εμάς «καθρέφτη», διακρίνουμε στο πλάι, στο βάθος και τον ίδιο τον ποιητή, του οποίου η πνευματική και ψυχική persona όχι μόνο δεν αχνοφαίνεται, μα αποτυπώνεται αρκετά καθαρά. Συνάμα, κι εδώ τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται πιο περίπλοκα, καθώς κοιτάζουμε γεμάτοι περιέργεια αυτό τον μαγικό, πλέον, καθρέφτη, ανακαλύπτουμε έκπληκτοι ότι κάπου εκεί στο βάθος του καθρέφτη εμφανίζεται κάτι που μοιάζει αρκετά γνώριμο σ’ εμάς – είναι το δικό μας πρόσωπο, κάποιες όψεις ή γωνίες που δεν είχαμε συνειδητοποιήσει πιο πριν ότι υπήρχαν. Πρόκειται για ένα πρόσωπο που έγινε ή διαμορφώθηκε καθώς διαβάζαμε τους υπέροχους στίχους, σελίδα τη σελίδα, αράδα την αράδα σε αυτά τα ποιήματα ψαλμούς της τελευταίας ποιητικής συλλογής του Νίκου Λάζαρη.
[...] έτσι κι εμείς περιαγόμεθα σε μια ανάλογη αυτογνωσία, δεν τολμώ να πω «αποθεραπεία», αναλογιζόμενοι οικεία αισθήματα και δεινά.
Η αυτογνωσία μας συντελέστηκε παραλλήλως με αυτήν του ποιητή· όπως εκείνος αναζητώντας, μνημειώνοντας την συντελεσμένη ύπαρξη του αδελφού του αποκαλύπτει στο βάθος του ψυχικού καθρέφτη τα συναισθήματά του για εκείνον («σαν ένα σπάνιο κρύσταλλο/ αναδύεται ξαφνικά/ μπροστά στα μάτια μου,/ κάθε φορά/ που σκέφτομαι/ τον αγαπημένο μου/ απόντα», γράφει στο 13ο ποίημα της συλλογής), έτσι κι εμείς περιαγόμεθα σε μια ανάλογη αυτογνωσία, δεν τολμώ να πω «αποθεραπεία», αναλογιζόμενοι οικεία αισθήματα και δεινά.
IV
Εν κατακλείδι
11. Ο ποιητής Νίκος Λάζαρης με τη συλλογή του αυτή, όπως τουλάχιστον εγώ την προσλαμβάνω και την κατανοώ, μας ωθεί εμμέσως αλλά ουσιαστικά να ανασκοπήσουμε και να ανασύρουμε από τα βάθη της ψυχής μας ανάλογες εικόνες, ιδέες και συναισθήματα, ανάλογες αγάπες, αδελφικές, γονεϊκές, ερωτικές, κλπ.. Να μην τις εγκαταλείψουμε στα πηγάδια της λησμονιάς, όπως θα έκανε ο Δον Ζουάν, ούτε να αδιαφορήσουμε γι’ αυτά, κατά το ημερολόγιο εκείνου του μυθικού Διαφθορέα. Αλλά μάλλον να ακολουθήσουμε τον άλλο δρόμο, τον δρόμο του Γουλιέλμου του Δίκαιου της κιρκεγκωριανής φιλοσοφίας. Να σκύψουμε στο φιλιατρό του φρέατος της ψυχής και να κοιτάξουμε το είδωλο του προσώπου που σχηματίζεται στην επιφάνεια του νερού – είναι το δικό μας, είναι κάποιο άλλο; Ας αναρωτηθούμε και ας σκεφθούμε εκεί, ανασύροντας λίγο νερό μαζί με τους στίχους, ας θυμηθούμε πρόσωπα και ιδέες, συναισθήματα και καταστάσεις, που μοιάζει να έχουνε πια περάσει σε άλλη σφαίρα του υπάρχειν, σε ένα χάλκεον ύπνο, όπως ήδη ανέφερα πιο πριν.
Μακάρι να μπορούσαμε να στήσουμε ανάλογα μνημεία κι εμείς για αγαπημένα πρόσωπα, κεκοιμημένα, πλέον, σαν αυτό που ανήγειρε με τους στίχους και τα ποιήματά του στον «Σκοτεινό Καθρέφτη» ο Νίκος Λάζαρης, τέως επιφανής ποδοσφαιριστής, νυν σπουδαίος ποιητής και αιέν άνθρωπος ευαίσθητος και πνευματικός. Επεκτείνοντας, κάπως, τον συλλογισμό, θα προσθέταμε πως τέτοια μνημεία λόγου θα άξιζαν για κάθε αδελφό ή αδελφή που έχει χαθεί, για τον κάθε έρωτα ή φιλία, που έχει απωλεσθεί.
Τον συγχαίρουμε και τον ευχαριστούμε από καρδιάς για το έργο του, που στάζει ως φάρμακο στην ψυχή μας – «σαν βάλσαμο πάνω στην ψυχή», όπως γράφει ο ίδιος στο 16ο ποίημα της συλλογής.
Ως κατακλείδιο και συμβολικό αντίδωρο θα ήθελα να του προσφέρω μια παραλλαγή ενός δημοτικού τραγουδιού, που διαλέγεται εσωτερικά με το δικό του ποιητικό έργο:
Του Νεκρού Αδελφού
Πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ’ όναρ δι’ αυτόν
(Ματθ., ΚΖ, 19)
Η μάνα καθώς πέθαινε ζήτησε να της φέρουν την κόρη της που ζούσε μακριά.
Είπε στον γιό της τον πρώτο, τον μεγαλύτερο
Μου υποσχέθηκες πως θα την έφερνες μα είσαι πια νεκρός.
Είπε στον γιό της τον άλλο, τον δεύτερο
Μου είχες τάξει πως θα την έφερνες, μα είσαι τώρα πια νεκρός.
Είπε στον τρίτο γιό της, στον τέταρτο
Την κόρη μου δεν την φέρατε, γιατί είσαστε κι εσείς νεκροί.
Τότε, ο γιός της ο πρώτος, ο μεγαλύτερος βγήκε από τον τάφο του
Και πήγε να φέρει την κόρη στην μάνα τους.
Φαίνεσαι αλλιώτικος, είπε εκείνη, χλωμός και σκοτεινός.
Μη νοιάζεσαι, απάντησε αυτός, έλα, η μάνα μας περιμένει.
Στο δρόμο τα πουλιά πετάγονταν τρομαγμένα -
«Ποιος είναι αυτός;» Ρωτούσαν, «δεν είναι πεθαμένος;»
Η κόρη κάτι άκουσε, φοβήθηκε, τον ρώτησε, «τι λένε τα πουλιά;»
Μη νοιάζεσαι, αποκρίθηκε αυτός, έλα, η μάνα μας περιμένει.
Σαν έφτασαν, την βρήκαν πεθαμένη,
Κι αυτός που πήγαινε δίπλα στην κόρη ήταν ο ίσκιος του νεκρού αδελφού.
* Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΚΡΥΔΗΜΗΤΡΗΣ είναι πανεπιστημιακός, ποιητής και μεταφραστής.