Με αφορμή το βιβλίο της ψυχαναλύτριας Κλαρίσα Πίνκολα Εστές «Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους» (μτφρ. Δέσποινα Παπαγιαννοπούλου, εκδ. Κέλευθος). Στην κεντρική εικόνα, λεπτομέρεια από το έργο Wolf Alice (for Angela Carter) της Gina Litherland (2011).
Της Ιωάννας Σπηλιοπούλου
Έχοντας εκδοθεί το 1992, οι Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους της Αμερικανίδας ποιήτριας, cantadora, γιουνγκιανής ψυχαναλύτριας και ακτιβίστριας Clarissa Pinkola Estés είναι ένα ήδη κλασικό βιβλίο που περιέχει σπόρους ιστοριών για τη γυναικεία κατάσταση. Με σημείο εκκίνησης τη θέση ότι η γυναικεία ψυχή έχει απαξιωθεί και κακοποιηθεί ‒όπως και η φύση κατά την Ανθρωπόκαινο‒, αναζητεί, προσδιορίζοντας τις επιπτώσεις της εξημέρωσης (την αποψίλωση του ψυχικού οικοσυστήματος), να αφυπνίσει το αρχέτυπο της Άγριας Γυναίκας, όπως εμφανίζεται στα μυητικά όνειρα, στις ενοράσεις, στα σύμβολα, στην πρωτόγονη τέχνη και στα λαϊκά παραμύθια, στο συλλογικό ασυνείδητο. Προκειμένου να καταδείξει τη ζωτική αξία της λεπταίσθητα ανυπότακτης γυναίκας ως φύλου και ως ενέργειας («Χωρίς εμάς η Άγρια Γυναίκα πεθαίνει. Χωρίς την Άγρια Γυναίκα εμείς πεθαίνουμε»), η συγγραφέας βαδίζει επί τα ίχνη των λύκων. Σύμβολα προστασίας, μαχητικότητας και ελευθερίας, φορείς πίστης, κρατούν σε ισορροπία τον φυσικό τους βιότοπο ‒ από τους αρχαίους μύθους ως τη σύγχρονη οικο-λογοτεχνία της επαναγρίευσης (rewilding):
«Ο λύκος ζει για τη γη.
Όμως ο λύκος είναι μικρός, δεν καταλαβαίνει πολλά.
Τρέχει μπρος πίσω, κυνηγώντας τη διαίσθησή του και κλαίγοντας γοερά.
Πρέπει να ταΐσει τη γούνα του.
Η νύχτα χιονίζει άστρα και η γη ραγίζει»i.
Στο δάσος, ως τόπο μύησης στα παραμύθια, γράφεται το bildungsroman της θηλυκότητας στις πληθυντικές όψεις της. Ανέκαθεν οι γυναίκες είχαν τα κρησφύγετά τους: όταν ένιωθαν αποστεγνωμένες, καταβεβλημένες, φιμωμένες, ακινητοποιημένες λόγω της αμφιθυμίας και της ακρωτηριασμένης επιθυμίας, «κατέφευγαν στα δέντρα, στις σπηλιές, στα δάση και στις ντουλάπες» (σ. 14). Εκεί άναβε η σπίθα της επιβίωσης: οξυμμένη διαίσθηση, παιγνιώδες πνεύμα, αφοσίωση, εγρήγορση, αισθαντική ευφυΐα. Η άχρονη και οικουμενική τοπολογία αρχετύπων αναδύεται μέσα από την ανάγνωση 16 παραμυθιών. Ζωντανά πλάσματα και οι ιστορίες ‒νομάδες όπως οι λύκοι και οι γυναικείοι κύκλοι‒, διασχίζουν σύνορα, επιδημίες και πολέμους, τρέφουν τη λαχτάρα για ζωή, αποκρυσταλλώνουν βιώματα.
Το πρωταρχικό σημείο επαφής με τη φύση είναι το σώμα, ως ετερογενής επικράτεια θαυμάτων, πολύγλωσσο αποθετήριο μνήμης, αιμάτινο χνάρι και μαρμαρυγή κυττάρου.
«Ήμουν μακρινή. Ορατή όμως στα πιο απομακρυσμένα βουνά μου και στα πιο απόμακρα ποτάμια μου», Κλαρίσε Λισπέκτορii.
Η Άγρια Γυναίκα υπερασπίζεται τα αρχαία δάση και τις ηλικιωμένες, στο πλαίσιο των αλληλεπικαλυπτόμενων ηλικιών της ‒ «τιμώντας τη γυναίκα που είμαι/ και την ψυχή της γυναίκας που είμαι»iii. Συχνά είναι εξόριστη, πάντα περιπλανώμενη: πορεύεται μέσα από ενέδρες στην έρημο, βρίσκει μυστικά φεγγερά περάσματα και, λιώνοντας σαράντα ζευγάρια σιδερένια παπούτσια, αναζητά την κοινότητα-αγέλη της.
«Από την προϊστορία είχα ξεκινήσει την πορεία μου στην έρημο, και δίχως άστρο να με οδηγεί, μονάχα με την οδό της απωλείας να με οδηγεί, μονάχα με το ξεστράτισμα να με οδηγεί ‒ μέχρι που, μισοπεθαμένη από την έκσταση της κούρασης, φωτισμένη από πάθος, είχα επιτέλους βρει το θησαυροφυλάκιο. Και μες στο θησαυροφυλάκιο, μέσα σε σπινθηρισμούς δόξας, το κρυμμένο μυστικό» Κλαρίσε Λισπέκτορiv.
Κόρη του ανέμου και του δρόμου, αλλάζοντας ουρανούς, κινείται προς το νόστιμον ήμαρ, επιθυμώντας μια ταυτότητα που συγκροτείται από ρυθμικές μετατοπίσεις· όχι μόνο να μην εγκλωβίζεται αλλά και ενδυναμωμένη να διευρύνει συνεκτικά τη ζωή. «Περιπλανώμενη. Εγώ Σειρήνα, εγώ γουρούνι, κέδρος, αέρας, ουρανός. Δεν είχα δεκάρα τσακιστή, ούτε σπίτι, ούτε γέρικο σκυλί να θυμάται και να με περιμένει. Και όπως πήγαινα και πήγαινα και πήγαινα, ένα κύμα από αίμα, απ’ αυτά που κανένας θνητός, όσο μαθημένος και προσεχτικός να είναι, δεν φαντάστηκε» Κατερίνα Γώγουv.
Συχνά είναι εξόριστη, πάντα περιπλανώμενη: πορεύεται μέσα από ενέδρες στην έρημο, βρίσκει μυστικά φεγγερά περάσματα και, λιώνοντας σαράντα ζευγάρια σιδερένια παπούτσια, αναζητά την κοινότητα-αγέλη της.
Κατά την κυκλοτερή εναλλαγή των ψυχικών εποχών ενσωματώνονται οι αντιθέσεις, σύμφωνα με την ηρακλείτεια εναντιοδρομία (ο όρος χρησιμοποιείται από τον Γιουνγκ), όπως στον ινδιάνικο μύθο των δύο λύκωνvi εικονογραφούνται το εσώτερο φως και σκοτάδι.
«Συνεχίζω πάντα να εγκαινιάζω, ανοίγοντας και κλείνοντας κύκλους ζωής, πετώντας τους σε μιαν άκρη, μαραμένους, γεμάτους από παρελθόν» Κλαρίσε Λισπέκτορvii.
Καιρός του σπείρειν, του θερίζειν, του θνήσκειν: στο λυκόφως ανακαλούνται κομμάτια θαμμένα, καταπιεσμένα, διαμελισμένες πλευρές της ζωής, για να αναδυθεί το χρυσό φιτίλι του αρχέγονου, του ακτινοβόλου, η θάλλουσα θηλυκή ενέργεια.
«Σε μια δασωμένη εποχή κατοικούν τα κορίτσια που υπήρξα, σε μια περασμένη εξοχή, σε μια πατρίδα στο χρόνο που δεν μπορώ να επιστρέψω. Ένας καιρός ανάποδος με τραβάει στ’ ανοιχτά. Κι απομακρύνονται παραλίες και κήποι. Γερνώ, ξενιτεύομαι» Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίουviii.
Οι διαβατήριες τελετές λειτουργούν εν είδει πορθμείου σύνδεσης με τον κάτω κόσμο: διπλή ιθαγένεια. Μελετήτρια των παλιών σκιών, η ηλικιωμένη Γνώστρια συναρμολογεί κόκαλα τραγουδώντας ‒ τα τεθνηκότα αναγεννώνται. «Δεν ήξερα ότι αυτά τα στέρεα οστά μου, αυτά τα γλυπτά, δε θα θρυμματίζονταν» Αν Σέξτονix.
Ο σκελετός: η άφθαρτη δύναμη της γυναικείας φύσης που βιώνει απώλειες (εντέλει προσοδοφόρες ψυχικά) και αιμόφυρτη προχωρά. Στο ομότιτλο παραμύθι η Γυναίκα Σκελετός αποκτά σάρκα χάρη στην αγάπη του άντρα, χάρη στον μουσικό παλμό της καρδιάς του το σώμα της θροΐζει ‒ μεταμόρφωση και πυράκτωση.
«κάθε άνοιξη κάνω ξανά την κηδεία του εαυτού μου. κηδεύω τις άλλες προηγούμενες ανοίξεις. (…) μέρος του χρέους η εγκατάλειψη. ξανά και ξανά κάθε χρόνο κηδεύουμε αυτό εκεί που προϋπήρξαμε και πίσω το αφήνουμε ένα έκδυμα στο σχήμα του ένα μοναδικό έκδυμα διαφορετικό καθένα από τ’ άλλα πολλαπλό» Φοίβη Γιαννίσηx.
Αρνούμενη να τελεί υπό επιτήρηση, η Άγρια Γυναίκα έχει γενναία όραση: διακρίνει τους εχθρούς, μακριά από τη βελούδινη μέγγενη της κοσμιότητας και την αιχμαλωσία σε αφελείς προσδοκίες και επαιτείες για θαλπωρή («Το κοριτσάκι με τα σπίρτα»), απομαγνητίζοντας τη γοητεία που της ασκούσε το επικυρίαρχο αρπακτικό, ο δυνάμει γυναικοκτόνος Μπλαβογένης. Τα «Κόκκινα παπούτσια» γίνονται όχημα θανάτου και συρματόπλεγμα ντροπής, όπως γράφει η Αν Σέξτον μεταπλάθοντας το παραμύθι: «Δόθηκαν ως οικογενειακό κειμήλιο, αλλά μένουν κρυμμένα σαν γράμματα ντροπής» (σ. 317).
Αναζητεί, σαν το Ασχημόπαπο, παράταιρη και αποσυνάγωγη, την ταυτότητά της: είναι όμορφος κύκνος. Και, σαν άλλη Περσεφόνη, την εσωτερική μητέρα ‒ στο εκμαγείο της παιδικής ηλικίας το πνεύμα της μητρικής σοφίας ενσταλάζεται στην κούκλα («Βασιλίσα»). «Απ’ την κοιλιά μου ξετυλίγεται ο αφαλός που μ’ έκλεινε αυτή τη φορά θα γεννηθώ από μένα» Μαρία Λαϊνάxi.
Αν στην «Άχειρο» ξαναφυτρώνουν τα κομμένα χέρια έπειτα από σειρά μυητικών δοκιμασιών, παραμένει ωστόσο ανεξίτηλη η μνήμη: «Θα σε πάρω μαζί στο ταξίδι που για τόσα χρόνια τα χέρια μου ήταν άφωνα» Αν Σέξτονxii.
Χαρτογραφώντας εμπειρίες αποκλεισμού και βίας στο πλαίσιο της πατριαρχίας, αλλά και συμβιωτικής σχέσης σε συλλογικά γυναικεία δίκτυα φροντίδας, η Κλαρίσα Πίνκολα-Εστές εστιάζει στη μητρογονική κληρονομιά της γνώσης. Στο βιβλίο της Ο χορός των μεγάλων μητέρωνxiii αποθησαυρίζει μια φεμινιστική γενεαλογία: οι σοφές ηλικιωμένες ως φορείς μνήμης-κιβωτοί ενστίκτου επιφέρουν ρωγμές επιστρατεύοντας κάθε μέσο ‒ ακόμα και την αθυροστομία (όπως η Βαυβώxiv παρηγορεί τη θεά Δήμητρα).
Οι παραμυθικές ηρωίδες εξελίσσονται και ανένδοτες διεκδικούν την ελευθερία τουςxv. Αναδύονται από τους γκρεμούς, με παράσημα τις εκδορές, τα σημάδια μαχών, μέλη μιας «φυλής της ουλής» (σ. 484) ‒ η επούλωση και η αντοχή τις καθιστούν αυτόφωτες. Όπως γράφει η ψυχαναλύτρια Μαριαλένα Σπυροπούλου, με αφορμή τη ζωή της Μαρίας Κιουρί, «Το ανήκειν στις γυναίκες έχει συνεχή πάρε-δώσε, μεγάλη εμπλοκή και τελικά καθήλωση. Γιατί ξαναμπαίνουν σε ρόλο παθητικό, ετεροαναφορικότητας, τη στιγμή κατά την οποία εκείνες χρειάζονται την ενεργητικότητά τους για να παραγάγουν αυτόνομο έργο». Συνειδητοποιώντας αφενός την εγγενή γυναικεία δυϊκότητα και αφετέρου ό,τι αποτεφρώνει τη δημιουργικότητα, αποστραγγίζοντας τον ποταμό της ενέργειας ή νοθεύοντάς τον με ιλύ, φιλοτεχνούν το βιολογικό ή συμβολικό προϊόν της φλόγας τους («και σεις, μαύρα μου συγγράμματα, ʼπού σας αγαπούσα και ήθελα το καλόν σας, ό,τι λογής μία αγαπητή μητέρα το θέλει εις τα τέκνα της» Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκουxvi).
* Η Ιωάννα Σπηλιοπούλου είναι φιλόλογος.
i Ted Hughes, «Το ουρλιαχτό των λύκων», μετάφραση: Κατερίνα Ηλιοπούλου.
ii Τα κατά Α.Γ. πάθη, μετάφραση: Μάριος Χατζηπροκοπίου, Αντίποδες, Αθήνα 2018, σ. 200.
iii Ποιήματα, εισαγωγή - μετάφραση: Δήμητρα Σταυρίδου, Printa, Αθήνα 2010, σ. 132 («Τιμώντας τη μήτρα μου»).
iv Τα κατά Α.Γ. πάθη, ό.π., σ. 153-154.
v Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε (Ποιήματα 1978-2002), Καστανιώτης, Αθήνα 2013, σ. 234.
vi Λίλη Λαμπρέλλη, Δέκα και ένα παραμύθια σοφίας για καιρούς κρίσης και άλλων δεινών, Πατάκη, Αθήνα 2012, σ. 63 («Οι δυο λύκοι»).
vii Κοντά στην άγρια καρδιά, επίμετρο, σχόλια, σημειώσεις, μετάφραση: Αμαλία Ρούβαλη, Τυπωθήτω - Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2008, σ. 118.
viii Του λιναριού τα πάθη. Ο μέγας μυρμηκοφάγος, Άγρα, Αθήνα 1993, σ. 39.
ix Ποιήματα, ό.π., σ. 100 («Εκείνες τις εποχές…»).
x Χίμαιρα, Καστανιώτης, Αθήνα 2019, σ. 43 («Προοίμιο. Γκρίζος ουρανός Μαρτίου»).
xi Σε τόπο ξερό (Ποιήματα 1970-2012), Πατάκη, Αθήνα 2015 (β΄ έκδοση), σ. 69 («Μετατόπιση»).
xii Αικατερίνη Δούκα-Καμπίτογλου, Μυθιστόρημα γυναίκας. Ποιήτριες του εικοστού αιώνα, Παπαζήσης, Αθήνα 2007, σ. 82.
xiii μετάφραση: Άννα Παπασταύρου, Κέλευθος, Αθήνα 2017.
xiv Βλ. και τη σχετική αναφορά του Γάλλου παραμυθά Henri Gougaud, Το γέλιο του βατράχου ή πώς τα παραμύθια μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή, μετάφραση: Λίλη Λαμπρέλλη, Πατάκη, Αθήνα 2020, σ. 65-68.
xv Βλ. και τις διασκευές της Άντζελας Κάρτερ «Η λύκαινα-Αλίκη» και «Παρέα με τους λύκους» στο Η ματωμένη κάμαρα, μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου, Χατζηνικολή, Αθήνα 2001.
xvi Αυτοβιογραφία, εισαγωγή - φιλολογική επιμέλεια: Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Ωκεανίδα, Αθήνα 1999, σ. 161.