Για τη μελέτη του Ζαν-Κλωντ Μισεά «Τζορτζ Όργουελ, ένας συντηρητικός αναρχικός – Σχετικά με το 1984» (μτφρ. Νίκος Ν. Μάλλιαρης, εκδ. Μάγμα).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Ο αυτοχαρακτηρισμός του Όργουελ ως ενός «συντηρητικού αναρχικού» (anarchist Tory), τον οποίο αξιοποιεί ο Γάλλος θεωρητικός Ζαν-Κλωντ Μισεά για να συνοψίσει τη σκέψη του σπουδαίου Άγγλου πεζογράφου και δοκιμιογράφου, μοιάζει εκ πρώτης όψεως αντιφατικός. Πώς γίνεται να είναι κανείς και συντηρητικός και αναρχικός; Άραγε συντηρητικός δεν είναι σε γενικές γραμμές αυτός που θέλει να διατηρήσει αλώβητο το παρελθόν και τις αξίες του, επιδιώκοντας έτσι το αντίθετο από ό,τι ένας αναρχικός, που αξιώνει την πλήρη ρήξη με το παρελθόν και την καθιέρωση νέων, πρωτοπόρων αξιών; Κι όμως, όπως δείχνει ο Μισεά, αυτή η έκφραση έστεκε και στέκει ακόμα. Έχει άλλωστε χρησιμοποιηθεί κι από άλλους για άλλους: ας θυμηθώ πρόχειρα τον Ουμπέρτο Έκο να χαρακτηρίζει έτσι τον Πιτιγκρίλι στην Εισαγωγή του στην Κοκαΐνα, τον Μάκη Πανώριο να αποκαλεί έτσι τον Σάμιουελ Μπάτλερ στον Πρόλογο του Έρεβον, ενώ και σε μένα έχει φανεί χρήσιμη στην ερμηνεία συγγραφέων κατά τα άλλα διαφορετικών μεταξύ τους, όπως ο Κουτσί (βλ. Ο αναρχικός συντηρητισμός στον J.M. Coetzee, Book Press, 1/10/2014), ο Ουελμπέκ, που έχει μάλιστα αυτοχαρακτηριστεί «αναρχικός της δεξιάς», και ο Μπουκόβσκι.
Ο στόχος του [Μισεά] είναι τριπλός: να αναδείξει την πρωτοτυπία, τη διορατικότητα αλλά και την ευγένεια της πολιτικής σκέψης του Όργουελ· να ανατιμήσει ένα έργο που το θεωρεί, τουλάχιστον στη Γαλλία, υποτιμημένο· να προβάλει ένα πρόταγμα ζωής και σκέψης που, με βάση το έργο του Όργουελ, να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις που θέτει ο καπιταλισμός στον 21ο αιώνα.
Τρία αλληλοσυνδεόμενα δοκίμια συγκροτούν το βιβλίο του Μισεά: «Το νόημα της ελευθερίας, δηλαδή το νόημα της γλώσσας» (1984), «Το νόημα του παρελθόντος, δηλαδή το νόημα της ηθικής» (1995) και «Σχετικά με το 1984» (1996). Ο στόχος του είναι τριπλός: να αναδείξει την πρωτοτυπία, τη διορατικότητα αλλά και την ευγένεια της πολιτικής σκέψης του Όργουελ· να ανατιμήσει ένα έργο που το θεωρεί, τουλάχιστον στη Γαλλία, υποτιμημένο· να προβάλει ένα πρόταγμα ζωής και σκέψης που, με βάση το έργο του Όργουελ, να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις που θέτει ο καπιταλισμός στον 21ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Μισεά, ο Όργουελ υπήρξε εξαρχής πολέμιος του υπαρκτού σοσιαλισμού της εποχής του, σε αντίθεση με πολλούς συμπατριώτες του (και όχι μόνο) που έβλεπαν στη Σοβιετική Ένωση το προοδευτικότερο καθεστώς. Ήταν αριστεριστής σε σχεδόν όλη τη δεκαετία του 1930, συμμετέχοντας στον Ισπανικό Εμφύλιο και γράφοντας σχετικά μυθιστορήματα και άρθρα στα οποία αναδείκνυε τα προβλήματα (κατόπιν των εμπειριών και της βαθιάς ενσυναίσθησής του, όχι της θεωρητικής μελέτης, όπως τονίζει ωραία ο Μισεά) των λαϊκών τάξεων, εργαζόμενων και μη.
Ωστόσο, ένα γεγονός (το σύμφωνο μη επίθεσης της ναζιστικής Γερμανίας και της ΕΣΣΔ, Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, 1939) στάθηκε καθοριστικής σημασίας ώστε να αποδεχτεί οριστικά την αξία της φιλελεύθερης, αστικής δημοκρατίας μπροστά στους δύο τρομακτικούς ολοκληρωτισμούς. Έκτοτε ο Όργουελ επέλεγε σταθερά τον ελεύθερο κόσμο και τις αξίες του, δηλώνοντας ρητά «πίστη και αφοσίωση» στην πατρίδα του, ενώ η κριτική στα δεινά των δυτικών κοινωνιών θα γίνεται πάντα με το σκεπτικό ότι αυτά μπορούν και πρέπει να αντιμετωπίζονται βαθμιαία, όχι επαναστατικά. Το μη χείρον βέλτιστον, αλλιώς το «μικρότερο κακό» (μια φράση που παραπέμπει σε άλλο βιβλίο του Μισεά), είναι η μόνη λύση μπροστά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης/θανάτωσης και τα γκουλάγκ. Σύμφωνα με τον Μισεά, ο Όργουελ έδειξε πως «οι δημοκρατίες δεν συνιστούν το απόλυτο κακό που καταγγέλλει η αριστερή θεωρία»: υπάρχουν κάθε άλλο από αμελητέες «διαφορές βαθμού, έντασης ή ουσίας» που πρέπει να τονίζονται στις πολιτικές συζητήσεις. Όπως έγραψε ο Όργουελ σε μια επιστολή του το 1947, εάν το δίλημμα είναι Αμερική ή Ρωσία, «θα διάλεγα πάντοτε την Αμερική».
Ο Μισεά επιμένει στην οργουελική «common decency» (κοινή εντιμότητα/ευπρέπεια), σε μια ηθική ευαισθησία που περιλαμβάνει την έγνοια για τον άλλον, την καλοσύνη, τη φιλοφροσύνη – αυτά που για τον Όργουελ, ενώ συνιστούν γνωρίσματα των λαϊκών τάξεων, η αριστερά, στις περισσότερες εκδοχές της, διέβαλλε και διαβάλλει ως μικροαστικές τάσεις. Κι όταν μιλάμε για αριστερά, εννοούμε και τους διανοουμένους της: ο Μισεά επικρίνει τη δίψα τους για εξουσία, την εξεγερσιακότητα που πηγάζει από έλλειψη κοινωνικής αναγνώρισης και όχι από αυθεντικό ενδιαφέρον για τους προλετάριους για τους οποίους δήθεν κόπτονται, εντέλει την ιδεολογία τους που, όπως γράφει με ανατριχιαστική ευστοχία ο Όργουελ, «μπορεί να σας υποδείξει, την ίδια στιγμή, όχι μόνο σε ποιο άλογο πρέπει να ποντάρετε τα λεφτά σας αλλά και γιατί το συγκεκριμένο άλογο τελικά έχασε». Ο Όργουελ ανέλυσε την ξύλινη γλώσσα αυτής της ιδεολογίας (μιλά συγκεκριμένα για «μαρξιστικά αγγλικά») για να δείξει πώς μπορεί να οδηγήσει στον ολοκληρωτισμό, μα προπάντων το κατόρθωσε λογοτεχνικά με το 1984, όπου «ο Μεγάλος Αδερφός έχει το μουστάκι του Στάλιν» (Μισεά). Σε αυτό το σημείο ο Μισεά υπογραμμίζει την ανωτερότητα της λογοτεχνίας έναντι της θεωρίας, αφού «η λογοτεχνία επωφελείται από την ασάφεια και την πολυσημία των λέξεων προκειμένου να εκφράζει, στο μέτρο του δυνατού, τον κόσμο των πρωταρχικών αισθήσεων».
Με την common decency εξηγείται και ο συντηρητισμός του Όργουελ, που δεν σβήνει αξίες του παρελθόντος, αλλά πασχίζει να μπολιάσει το παρόν με τις καλύτερες από αυτές. Είναι μια κληρονομιά την οποία ο Μισεά μάς καλεί να αποδεχτούμε κριτικά, να εγκολπωθούμε για να μην ξεκινάμε πάντα από το μηδέν, καθώς ενέχει μια σοφία αιώνων που δεν πρέπει έτσι εύκολα να απορρίπτεται: η αλλαγή προς το καλύτερο είναι εφικτή από τα μέσα προς τα έξω, όχι ανάποδα.
Με την common decency εξηγείται και ο συντηρητισμός του Όργουελ, που δεν σβήνει αξίες του παρελθόντος, αλλά πασχίζει να μπολιάσει το παρόν με τις καλύτερες από αυτές. Είναι μια κληρονομιά την οποία ο Μισεά μάς καλεί να αποδεχτούμε κριτικά, να εγκολπωθούμε για να μην ξεκινάμε πάντα από το μηδέν, καθώς ενέχει μια σοφία αιώνων που δεν πρέπει έτσι εύκολα να απορρίπτεται: η αλλαγή προς το καλύτερο είναι εφικτή από τα μέσα προς τα έξω, όχι ανάποδα. Για τον Μισεά, ο Όργουελ κατόρθωσε τρία σπουδαία πράγματα, και μάλιστα συγχρόνως: να είναι υπερασπιστής της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (πολέμιος του ολοκληρωτισμού), να είναι ένας αισιόδοξος ριζοσπάστης σοσιαλιστής (να μην πιστεύει στον ιστορικό ντετερμινισμό), και να είναι ένας συντηρητικός συγγραφέας (να αποδοκιμάζει την εξάλειψη του παρελθόντος). Αυτά φαίνεται να πρεσβεύει και ο ίδιος, διακατεχόμενος από έναν «γενναιόδωρο θυμό» (όπως έγραψε ο Όργουελ για τον Ντίκενς), όχι από μίσος ή μνησικακία, για τον σύγχρονο κόσμο με τις ασχήμιες και τις αδικίες του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Άγγλος συγγραφέας εκτιμούσε τον Καμί και απεχθανόταν τον Σαρτρ, ο δε σκεπτικισμός του, που πήγαζε από την επίγνωση του πόσο σύνθετα είναι τα ανθρώπινα, τον έκανε να αποφεύγει τον αντιληπτικό αυτοματισμό πολλών διανοουμένων κι έτσι να «μην αποπειράται ποτέ να εκφέρει κάποια απλή κι οριστική κρίση για τον σύγχρονο κόσμο – είτε θετική είτε αρνητική». Τέλος, θεωρώ πως ο οργουελικός «αναρχισμός» είναι λιγότερο πολιτικός (λόγου χάρη, δεν αντιτίθεται στο κράτος) και περισσότερο λογοτεχνικός: είναι ουσιαστικά ο δημιουργικός ατομικισμός κάθε συγγραφέα, αυτό που ο Τζορτζ Στάινερ λέει για κάθε μεγάλο λογοτέχνη ότι είναι μαζί «αναρχικός και αρχιτέκτονας».
Ο Μισεά βάλλει κατά της αριστεράς από μια ελευθεριακή προοπτική εμποτισμένη όμως και με συντηρητικά στοιχεία. Στον δε σύγχρονο κόσμο της σόουμπιζ, της διαφήμισης, του θεάματος και των «επιταγών της παγκόσμιας αγοράς» βλέπει ορθά μια νέα σωματική και ψυχονοητική υποδούλωση των πολιτών με άλλα, πιο αστραφτερά, μέσα. Κάποιες θέσεις, ωστόσο, εγείρουν ερωτήματα. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ακραιφνής σχετικιστής προκειμένου να αναρωτηθεί για το κατά πόσο ο ηθικός κώδικας που ο Όργουελ διαβλέπει στις λαϊκές τάξεις, και τον οποίο ο Μισεά συμμερίζεται ως νοοτροπία και συμπεριφορά, είναι τόσο ενιαίος όσο παρουσιάζεται. Στην πράξη οι άνθρωποι, όχι μόνο διαφορετικών θρησκειών ή τάξεων ή φυλών, αλλά ακόμα και όσοι είναι αναθρεμμένοι με τα ίδια αξιακά πρότυπα, πολύ συχνά ακολουθούν διαφορετικούς ηθικούς κώδικες. Είναι δε δυνατόν η common decency να περιορίζεται στις λαϊκές τάξεις; Οι υπόλοιπες είναι εξ ορισμού αποκλεισμένες;
Συνάμα, είναι ο ηθικός κώδικας της common decency –που στα δικά μου μάτια φαντάζει επιθυμητός– έμφυτος ή επίκτητος; Ο Μισεά, ακολουθώντας τον Όργουελ, αφήνει το ερώτημα μετέωρο: αποφεύγοντας τη συζήτηση περί έμφυτου ή μη, μιλά πότε για «υπαρκτή προδιάθεση» και πότε για «στοιχειώδη ανθρώπινα συναισθήματα» (βλ. 1984). Όμως και το μίσος και ο φθόνος και το αίσθημα του σκληρού ανταγωνισμού για την επιβίωση και την ασφάλεια είναι «στοιχειώδη ανθρώπινα συναισθήματα», όσο κι αν μας δεν μας αρέσουν (στους άλλους…). Αυτά είναι φιλοσοφικά και ανθρωπολογικά ερωτήματα τα οποία ο Μισεά κληρονομεί από τον Όργουελ και στα οποία δεν εμβαθύνει. Πολύ φοβάμαι πως ο «κυνικός Μπέρναμ», τον οποίο ο Όργουελ σχολιάζει επικριτικά, έπεσε διάνα στο πώς εξελίχτηκε ο κόσμος μετά τη δεκαετία του 1940. Είναι σεβαστή, ακόμα και συγκινητική, η αισιόδοξη πίστη του Όργουελ στο καλό που έχει μέσα του ο άνθρωπος, αλλά είναι αδύνατο να αγνοήσουμε τη «σκοτεινή» πλευρά του. Εάν το κάνουμε, τότε η παγκόσμια ιστορία μοιάζει με ένα γιγάντιο λάθος.
Το βιβλίο του Μισεά για τον Όργουελ είναι ένα δυνατό δοκιμιακό έργο 150 σελίδων το οποίο δεν κουράζει τον αναγνώστη με υπέρμετρες πληροφορίες και σημειώσεις, ούτε καταφεύγει στη γνωστή στομφώδη θεωρητικολογία πολλών συναδέλφων του. Είναι ένα κείμενο θαρραλέο, αιχμηρό και επίκαιρο – όπως ακριβώς η λογοτεχνία και η σκέψη του συγγραφέα στον οποίο είναι αφιερωμένο.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η ανάγκη να εγκολπωθούμε έναν ορισμένο “συντηρητισμό”, την οποία τόσο συχνά νιώθει ο Όργουελ, προκύπτει ακριβώς από τούτη την έγνοια του να προστατέψει την παραδοσιακή φιλοφροσύνη και γλώσσα από τις συνέπειες της ταξικής κυριαρχίας. Διότι, όσο συνεχίζουμε ν’ ακολουθούμε την αποκαλυψιακή παράδοση που εγκαινίασαν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης κι ο Ιερός Αυγουστίνος, εξυμνώντας την έλευση του “νέου ανθρώπου” και κηρύττοντας τη δήθεν διαρκή ανάγκη για “ολική υπέρβαση του παρελθόντος”, δε θα μπορέσουμε ποτέ όχι μόνο να πραγματώσουμε αλλά ούτε καν να συλλάβουμε με τη σκέψη μας πώς θα μπορούσε να είναι μια κοινωνία αξιοπρέπειας. Στην πραγματικότητα, ο μόνος τρόπος για “ν’ αλλάξουμε τη ζωή” είναι ν’ αποδεχτούμε πως χρειάζεται να στηριχθούμε σε μια τεράστια ανθρωπολογική, ηθική και γλωσσική κληρονομιά, της οποίας ακριβώς η παράβλεψη ή η συνειδητή απόρριψη οδήγησε τους “επαναστάτες” διανοούμενους στην οικοδόμηση των πιο διεστραμμένων και αποπνικτικών πολιτικών συστημάτων».