Για το βιβλίο του Wolfram Eilenberger «Η εποχή των μάγων: Η μεγάλη δεκαετία της φιλοσοφίας, 1919-1929» (μτφρ. Γιάννης Κοιλής, εκδ. Πατάκη). Κεντρική εικόνα: Χάιντεγκερ, Κασσίρερ, Βιττγκενστάιν και Μπένγιαμιν.
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Πώς είναι η ζωή ενός φιλοσόφου; Ισχύει άραγε το στερεότυπο του ιδιόρρυθμου ακαδημαϊκού που κάνει ανακαλύψεις σε κοινωνική απομόνωση και ησυχία ή μήπως οι μεγάλες φιλοσοφικές ανακαλύψεις προκύπτουν κυρίως μέσα σε συνθήκες ταραχής και απόγνωσης; Και τι συμβαίνει όταν οι καιροί χαρακτηρίζονται από έκρηξη πολιτικών μεταβολών; Ο ρόλος των διανοουμένων σε καιρούς κρίσης είναι κάτι που εξακολουθεί να ελκύει το ευρύτερο εκδοτικό ενδιαφέρον. Μετά τα Παιδιά του Χάιντεγκερ από τον Ρίτσαρντ Γουόλιν και τη Σαγήνη των Συρακουσών του Μαρκ Λίλλα, το βιβλίο Η εποχή των μάγων: Η μεγάλη δεκαετία της φιλοσοφίας, 1919-1929 από τον ακαδημαϊκό και συγγραφέα Βόλφραμ Αϊλενμπέργκερ, έρχεται να προστεθεί στα έργα που, ιχνηλατώντας τις ζωές σημαντικών φιλοσόφων, αναδεικνύουν τη σχέση ανάμεσα στη βιογραφία με την Ιστορία και την ιστορία των ιδεών.
Το βιβλίο του Αϊλενμπέργκερ επικεντρώνεται σε τέσσερις προσωπικότητες που έγραψαν τα σημαντικότερα έργα τους κατά την εποχή του Μεσοπολέμου, και συγκεκριμένα τη δεκαετία 1919-1929, σφραγίζοντας τη σύγχρονη φιλοσοφία, ο καθένας τους με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Κασσίρερ, Βιττγκενστάιν, Χάιντεγκερ και Βάλτερ Μπένγιαμιν, τέσσερις φιλοσοφικοί «μάγοι» με αλληλοσυγκρουόμενες αντιλήψεις, μα και μερικές αξιοσημείωτες ομοιότητες στα προσωπικά τους βιώματα, παρουσιάζονται εδώ συγκριτικά και εναλλάξ. Όλοι τους επικεντρώθηκαν στη γλώσσα, την οποία θεωρούσαν ως το σημαντικότερο σύστημα συμβόλων και την αυθεντική βάση του τρόπου που ο καθένας μας αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τον κόσμο. Οι παραπάνω φιλόσοφοι υπήρξαν μάλιστα καινοτόμοι και αμφισβήτησαν τις ισχύουσες απόψεις της εποχής τους. Το πνεύμα που δέσποζε ως τότε στα γερμανικά πανεπιστήμια και στη διανόηση ήταν σε γενικές γραμμές ο νεοκαντιανισμός, ο οποίος διατεινόταν ότι συνέχιζε τη φιλοσοφία του Ιμμάνουελ Καντ, η οποία οριοθετούσε αυστηρά τα γνωστικά όρια του ανθρώπινου λογικού, θεσπίζοντας συνάμα μια αυστηρή δεοντοκρατική ηθική. Ωστόσο η καντιανή σκέψη, πίστευαν πολλοί, είχε συναντήσει τα όριά της και χρειαζόταν πια επειγόντως αναθεώρηση:
«Το κοσμοθεωρητικό και, προπαντός, το επιστημονικό θεμέλιο, πάνω στο οποίο είχε στηρίξει κάποτε ο Καντ το εντυπωσιακό φιλοσοφικό σύστημά του, είχε έντονα υπονομευθεί ή, τουλάχιστον, χρειαζόταν σημαντική αναθεώρηση. Η Κριτική του καθαρού λόγου του Καντ βασίζεται εμφανώς στη φυσική του 18ου αιώνα, μη εξαιρουμένης και της αντίληψής της σχετικά με τις μορφές θεώρησης του χώρου και του χρόνου. Όμως, το κοσμοείδωλο του Νεύτωνα είχε ξεπεραστεί από τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν (1905). Ούτε τον χώρο ούτε τον χρόνο μπορεί κανείς να δει ανεξάρτητα τον έναν από τον άλλο, ούτε υπάρχει ο χώρος και ο χρόνος σύμφωνα με κάποια ρητή a priori έννοια, δηλαδή δεδομένοι πριν από οποιαδήποτε εμπειρία». (σελ. 35-36)
Εδώ είναι που διαχωρίζονται οι δρόμοι των τεσσάρων φιλοσόφων μας. Παρότι όλοι κινήθηκαν σε δρόμους πέραν του Καντ, καθένας τους το έπραξε με διαφορετικό τρόπο. Αρχικά, για τον Βιττγκενστάιν, η λογική σκέψη μας «συντονίζει» με τον κόσμο γύρω μας, αφού μπορεί να τον «απεικονίζει» μέσω της γλώσσας (απεικονιστική θεωρία). Η γλώσσα αποτελεί «πρόπλασμα» της πραγματικότητας, την οποία μπορεί να περιγράφει με λέξεις και προτάσεις, καταφέρνοντας να συσχετίσει σε καταστάσεις τα επί μέρους πράγματα. Στόχος της φιλοσοφίας είναι το λογικό ξεκαθάρισμα των εννοιών, που οδηγεί στη διαπίστωση πως όλα όσα μπορούμε να πούμε για τον κόσμο προέρχονται από τις φυσικές επιστήμες. Οι τελευταίες είναι η μόνη πηγή έλλογης γνώσης και η συνειδητοποίηση αυτού οδηγεί ευθέως στο συμπέρασμα πως, λίγο-πολύ, όλα τα «μεταφυσικά» προβλήματα είναι στην πραγματικότητα ψευδοπροβλήματα και οφείλονται στην κακή και εσφαλμένη χρήση της γλώσσας εκ μέρους μας. Με αυτή την έννοια, θα πει ο Βιττγκενστάιν, η φιλοσοφία είναι η μάχη ενάντια στη σαγήνη που μας ασκεί η γλώσσα.
Για τον Βιττγκενστάιν, η λογική σκέψη μας «συντονίζει» με τον κόσμο γύρω μας, αφού μπορεί να τον «απεικονίζει» μέσω της γλώσσας (απεικονιστική θεωρία). Η γλώσσα αποτελεί «πρόπλασμα» της πραγματικότητας, την οποία μπορεί να περιγράφει με λέξεις και προτάσεις, καταφέρνοντας να συσχετίσει σε καταστάσεις τα επί μέρους πράγματα.
Ύστερα από τις παραπάνω παρατηρήσεις, που γράφτηκαν στο υπερβολικά σύντομο, γριφώδες και με μαθηματική λογική γραμμένο έργο του Tractatus Logicophilosophicus (γράφτηκε, κυριολεκτικά, μέσα στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου), πεπεισμένος ότι έλυσε τα προβλήματα που ταλάνιζαν τη φιλοσοφία για χιλιετίες, ο (ιδρυτής της αναλυτικής φιλοσοφίας) Βιττγκενστάιν θα αποσυρθεί από τον ακαδημαϊκό χώρο και θα προσπαθήσει να εργασθεί ως δάσκαλος, αναζητώντας τη λύτρωση από την κρίση νοήματος που τον βασάνιζε αδιάκοπα. Η πολυπόθητη λύτρωση όμως δε θα έρθει και ο ίδιος θα ζητά απεγνωσμένα τους παλιούς του φίλους από τη Μ. Βρετανία, για να συζητήσουν πάνω στα φλέγοντα ζητήματα που τον απασχολούν.
Αντίθετα με τον Βιττγκενστάιν, για τον υπαρξιστή Μάρτιν Χάιντεγκερ η φιλοσοφία όχι μόνο διαθέτει λόγο ύπαρξης έχοντας τα δικά της σοβαρά προβλήματα να λύσει, αλλά αποτελεί και ανάγκη για τη συνειδητοποίηση της αγωνιώδους στιγμής ύστερα από την εμπειρία του πολέμου και τις δυσβάσταχτες συνέπειές του για την πατρίδα του, λόγω της συνθήκης των Βερσαλλιών, σε μια εποχή που γίνονταν καίριες και ίσως μοναδικές επιστημονικές και τεχνολογικές ανακαλύψεις, με αποτέλεσμα την αμφισβήτηση της αξίας της φιλοσοφίας. Ύστερα από κόπους και οικονομική ανέχεια, ο σημαντικός εκείνος Γερμανός στοχαστής θα γράψει την περίφημη πραγματεία του Είναι και Χρόνος, η οποία θα αλλάξει το φιλοσοφικό τοπίο του εικοστού αιώνα. Μέσα στην εν λόγω πραγματεία, ο Χάιντεγκερ ονομάζει τον άνθρωπο «εδωνά-Είναι» [“Dasein”], επειδή αυτός τείνει ανέκαθεν να αυτοπροσδιορίζεται σε σχέση με τα άλλα όντα του κόσμου. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να βρίσκεται πάντα σε κάποιους είδους συσχετισμό με τα υπόλοιπα όντα, αντιλαμβανόμενος τον χώρο γύρω του όχι απλώς ως ένα αντικείμενο για μελέτη, όπως λανθασμένα νόμιζε η νεωτερική φιλοσοφία, αλλά πρωτίστως ως κάτι στενά συνδεδεμένο με εκείνον. Για τον Χάιντεγκερ, ο άνθρωπος βρίσκεται «ριγμένος», ξένος και ανέστιος σε έναν κόσμο που δεν έχει δημιουργήσει ο ίδιος και που δεν έχει επιλέξει να ζήσει. Σε αυτό το πλαίσιο, τίποτε δεν είναι ευκολότερο από την εγκατάλειψη στις μέριμνες, η οποία όμως τον οδηγεί στο να εξομοιώνεται με τους πολλούς και να λησμονεί τις ειδικές, προσωπικές του ιδιότητες, σε τελική ανάλυση τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο συγγραφέας παρουσιάζει συγκριτικά τις ζωές των τεσσάρων φιλοσόφων, αναφέροντας την πολύκροτη συνάντηση του Χάιντεγκερ με τον Κασσίρερ στο Νταβός, όπου οι δύο φιλόσοφοι αντιπαρατέθηκαν και ο πρωτότυπος και ριζοσπάστης Χάιντεγκερ φάνηκε να κερδίζει τον σοβαρό και παραδοσιακό καθηγητή Κασσίρερ, στα μάτια της γερμανικής νεολαίας.
Όσο για τον μαρξιστή Βάλτερ Μπένγιαμιν, αυτός ο βασανισμένος από τη φτώχεια, την κατάθλιψη και τις αλλεπάλληλες απορρίψεις διανοητής, αναζητά τον δικό του δρόμο μέσα από την κριτική των καλλιτεχνικών έργων, κριτική που θεωρεί ως μια γνήσια μορφή φιλοσοφικού αναστοχασμού πάνω στα όρια της γλώσσας και της σκέψης. Όπως και οι άλλοι, έτσι κι εκείνος βλέπει αυτή την κριτική ως διόρθωση σφαλμάτων της Νεωτερικότητας που είχαν δυστυχώς καθοριστική σημασία για τη σκέψη της Δύσης.
Τέλος, ο νεοκαντιανός φιλόσοφος Ερνστ Κασσίρερ φαίνεται σημαντικά διαφορετικός: αστός, πολιτικά μετριοπαθής, χωρίς τα σοβαρά οικονομικά και προσωπικά προβλήματα, ποτέ δεν βίωσε την κατάθλιψη και την πνευματική εξάντληση. Κύριο θέμα της σκέψης του Κασσίρερ αποτελεί η έννοια του συμβόλου, στις ποικίλες επιμέρους μορφές του (τέχνη, θρησκεία, επιστήμη), χάρη στις οποίες οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν με τον κόσμο γύρω τους. Βάση των συμβολικών συστημάτων, είναι οι μύθοι. Όπως υποστήριζε ο ίδιος, κατόπιν ενδελεχούς έρευνας των επιστημών της γλωσσολογίας και της κοινωνικής ανθρωπολογίας, οι μύθοι αποτελούν τη γλωσσική νοηματοδότηση της τρομαγμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς μπροστά στα γεγονότα του κόσμου μας, κυριότερο των οποίων είναι ο θάνατος. Παρόλη την ανάπτυξη της ορθολογικής σκέψης, οι μύθοι είναι εξαιρετικά ισχυροί και βρίσκονται στα κατώτερα στρώματα του ανθρώπινου ψυχισμού, χωρίς να έχουν διαλυθεί ή ξεπερασθεί από τη λογική αλλά συνυπάρχοντας μαζί της, έτοιμοι να επανεμφανιστούν στο κοινωνικό προσκήνιο με την εμφάνιση μιας ιδιαίτερα δυσάρεστης κατάστασης.
Μια τέτοια κατάσταση, θα συνειδητοποιήσει αργότερα ο Κασσίρερ, υπήρξε για τη Γερμανία η μεσοπολεμική κρίση, που θα ευνοήσει την εμφάνιση του ναζισμού και τελικά την επικράτηση του Χίτλερ. Μια άλλη μορφή τέτοιας παλινδρόμησης, είναι ο αντισημιτισμός, εμπειρίες του οποίου είχε δυστυχώς και ο ίδιος (παρεμπιπτόντως, τόσο ο Κασσίρερ, όσο ο Μπένγιαμιν και ο Βιττγκενστάιν ήταν εβραϊκής καταγωγής). Επομένως, ο πειρασμός της (συναισθηματικά ανακουφιστικής για τον άνθρωπο) παλινδρόμησης στη μυθολογική σκέψη είναι οπωσδήποτε μεγάλος, δεδομένου ότι αυτή είναι παρούσα ακόμη και στις σύγχρονες επιστημονικές τάσεις. Πραγματικά, έλεγε ο Κασσίρερ, τι άλλο είναι ο βιολογισμός, ο φυσικαλισμός, ο οικονομισμός και οι διάφοροι άλλοι «επιστημονικοί» αναγωγισμοί, αν όχι επιστροφές της ιδέας ότι πρέπει να υφίσταται μια κεντρική ιδέα-μορφή που να περιλαμβάνει το καθετί εντός της;
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου είναι ότι ο συγγραφέας παρουσιάζει συγκριτικά τις ζωές των τεσσάρων φιλοσόφων, αναφέροντας την πολύκροτη συνάντηση του Χάιντεγκερ με τον Κασσίρερ στο Νταβός, όπου οι δύο φιλόσοφοι αντιπαρατέθηκαν και ο πρωτότυπος και ριζοσπάστης Χάιντεγκερ φάνηκε να κερδίζει τον σοβαρό και παραδοσιακό καθηγητή Κασσίρερ, στα μάτια της γερμανικής νεολαίας. Η εποχή δεν ευνοούσε νηφάλιες και μετριοπαθείς τοποθετήσεις. Η εικονοκλαστική και όλο πάθος δέσμευση σε μιαν υπαρξιακή απόφαση, ήταν ίσως περισσότερο ταιριαστή στο πνεύμα της. Εκτός των τεσσάρων φιλοσόφων όμως, από τις σελίδες του παρόντος βιβλίου περνούν και διάφορες άλλες προσωπικότητες: ο επίσης σημαντικός φιλόσοφος Καρλ Γιάσπερς, ο ιδιοφυής και σχιζοφρενής ιστορικός της τέχνης, Άμπι Βάρμπουργκ, που ταξινομούσε με έναν ιδιόρρυθμο τρόπο τη βιβλιοθήκη του με τους 30.000 τόμους, ο πανέξυπνος και πολύ πρόωρα αποθανόντας μαθηματικός Φρανκ Ράμσεϊ, με τον οποίο ο Βιττγκενστάιν ανέλυε αδιάκοπα για ώρες κάθε λέξη του βιβλίου του, η Σοβιετική επαναστάτρια ηθοποιό Άσια Λάτσις, και άλλοι. Το βιβλίο αυτό θα ικανοποιήσει όλους εκείνους που ενδιαφέρονται για τις ζωές των μεγάλων φιλοσόφων, καθώς και για το πώς και υπό ποιες συνθήκες αυτές οι ζωές ευνοούν τη συγκρότηση πρωτότυπης σκέψης, ιδιαίτερα μέσα σε καιρούς αγωνίας και κρίσης, όταν πια η ξεγνοιασιά φαίνεται να έχει ανεπίστρεπτα χαθεί.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.