
Για το βιβλίο του Paollo Stellino «Νίτσε και Ντοστογιέβσκη - Στις παρυφές του μηδενισμού» (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Γκοβόστη).
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, η οριστική κατάρρευση του Φρίντριχ Νίτσε, από την οποία δυστυχώς ο φιλόσοφος δεν συνήλθε ποτέ, έλαβε χώρα όταν παρατήρησε έναν αμαξά να μαστιγώνει βάναυσα το άλογό του στον δρόμο, μέσα σε μια πλατεία του Τορίνο. Ο Νίτσε, λέγεται, έσπευσε να αγκαλιάσει το πληγωμένο άλογο και ύστερα λιποθύμησε. Η παραπάνω περιγραφή θυμίζει ένα περιστατικό από την παιδική ηλικία του ήρωα Ρασκόλνικοβ, που περιγράφεται παραστατικά από τον Ντοστογιέφσκι στο μυθιστόρημά του Έγκλημα και Τιμωρία. Πραγματικά, αυτή η εντυπωσιακή ομοιότητα ανάμεσα στα δύο περιστατικά (έστω κι αν τουλάχιστον το ένα αποτελεί μυθοπλασία), μας ωθεί σε σκέψεις που υπερβαίνουν το κοινότοπο ρητό ότι πολλές φορές η ζωή μιμείται την τέχνη. Οι δύο συγγραφείς έχουν αρκετά κοινά στοιχεία γενικότερα. Οι ζωές και των δύο υπήρξαν σύντομες, γεμάτες με πόνο και υπαρξιακή αγωνία, αλλά και πλούσιες σε πάθος και ένταση.
Οι δύο συγγραφείς έχουν αρκετά κοινά στοιχεία γενικότερα. Οι ζωές και των δύο υπήρξαν σύντομες, γεμάτες με πόνο και υπαρξιακή αγωνία, αλλά και πλούσιες σε πάθος και ένταση.
Επιπλέον, παρόλο που οι δύο στοχαστές υπήρξαν ανεξάρτητες μορφές, η σκέψη τους συχνά μελετάται σε μια ενιαία προβληματική με κοινές συνιστώσες: το πρόβλημα της ύπαρξης του Θεού, ο μηδενισμός, ο υπεράνθρωπος, η κρίση των αξιών και ο πόνος είναι μονάχα μερικά από τα κοινά θέματα που θίγονται στα έργα τους. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι ο Νίτσε είχε μεγάλη αγάπη στην τέχνη (άλλωστε το πιο εμβληματικό του έργο, ο Ζαρατούστρα, έχει τον χαρακτήρα ενός επικού ποιήματος), ενώ ο Ντοστογιέφσκι υπήρξε συγγραφέας μυθιστορημάτων που κέρδισαν επάξια τον τίτλο «φιλοσοφικά». Γνωρίζοντας ότι ο Νίτσε γνώριζε και θαύμαζε το ντοστογιεφσκικό έργο δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό επηρεάστηκε ο Νίτσε από αυτά και πώς εξηγείται αυτή η επιρροή, τη στιγμή που, όπως πιστεύεται, οι πεποιθήσεις των δύο ανδρών ήταν διαμετρικά αντίθετες.
Μέχρι σήμερα δεν υπήρχε βιβλίο που να επικεντρώνεται αποκλειστικά στο ζήτημα της ντοστογιεφσκικής επιρροής στον Γερμανό φιλόσοφο και συγγραφέα. Αυτό ακριβώς το βιβλιογραφικό κενό έρχεται τώρα να καλύψει η παρούσα μονογραφία του Ιταλού μεταδιδακτορικού ερευνητή Πάολο Στελίνο, η οποία αποτελεί αναθεωρημένη εκδοχή της διδακτορικής διατριβής του, που ολοκληρώθηκε το 2010 στο πανεπιστήμιο της Βαλένθια. Ο αναγνώστης θα βρει εδώ ένα απολαυστικό μείγμα μιας περιεκτικής παρουσίασης, μιας ενδελεχούς πληροφόρησης και ενός ζωντανού ύφους γραφής. Το βιβλίο αναπτύσσεται σε δύο μεγάλες ενότητες (με μικρές επιμέρους υποενότητες): στην πρώτη ξετυλίγεται το χρονικό της ενθουσιώδους ανακάλυψης του Ντοστογιέφσκι από τον Νίτσε και της επίδρασης του πρώτου σε αυτόν, ενώ η δεύτερη επικεντρώνεται στη σχέση των κοσμοθεωριών τους όσον αφορά το πρόβλημα του μηδενισμού, εξετάζοντας το αν και κατά πόσον μπορούμε να κάνουμε λόγο για ασυμφιλίωτη αντίθεση ανάμεσά τους. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, ο Στελίνο υποστηρίζει τη δεύτερη εκδοχή.
Η (τυχαία, όπως έχει πει ο ίδιος) ανακάλυψη και ανάγνωση του Ντοστογιέφσκι ήρθε μάλλον χρονικά αργά στη ζωή του Νίτσε. Συγκεκριμένα, ήρθε τα δύο τελευταία χρόνια πριν χάσει οριστικά τα λογικά του.
Αρχικά, όμως, πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα ποια έργα του Ντοστογιέφσκι διάβασε ο Νίτσε. Σύμφωνα με τον Πάολο Στελίνο, γνωρίζουμε με βεβαιότητα πως ο Νίτσε διάβασε (σε γαλλική μετάφραση) τα εξής πέντε ντοστογιεφσκικά έργα: Σπιτονοικοκυρά και Υπόγειο (σε μια ενιαία έκδοση με πλαστό πρόλογο και περικοπές, υπό τον τίτλο L’ Esprit Souterrain), Αναμνήσεις απ’ το σπίτι των πεθαμένων, Ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι, Δαιμονισμένοι, ενώ είναι πολύ πιθανό να διάβασε επίσης δύο: τον Ηλίθιο και ίσως το Έγκλημα και τιμωρία. Η (τυχαία, όπως έχει πει ο ίδιος) ανακάλυψη και ανάγνωση του Ντοστογιέφσκι ήρθε μάλλον χρονικά αργά στη ζωή του Νίτσε. Συγκεκριμένα, ήρθε τα δύο τελευταία χρόνια πριν χάσει οριστικά τα λογικά του. Πρόκειται για την περίοδο 1886/1887, όταν η ανάγνωση του Ντοστογιέφσκι ήταν μόδα στη Γαλλία. Ο φιλόσοφος είχε ήδη ώς τότε διατυπώσει ορισμένες από τις βασικές του ιδέες και είχε γράψει τα περισσότερα έργα του. «Συναντώντας» τον Ρώσο συγγραφέα, ο Νίτσε αγαλλίαζε, θεωρώντας ότι έχει βρει σε αυτόν ένα πνεύμα συγγενικό με το δικό του, ένα νέο «ασκί» για να τοποθετήσει εκεί το παλιό «κρασί», δηλαδή έναν νέο τρόπο έκφρασης για τη δική του φιλοσοφία.
![]() |
Ο Paolo Stellino είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Nova Institute of Philosophy (IFILNOVA), του New University of Lisbon της Λισαβόνας και μέλος του Nietzsche International Lab (NIL). Εργασίες του, επικεντρωμένες στη φιλοσοφία του Νίτσε, έχουν περιληφθεί σε τέσσερις συλλογικές εκδόσεις και διεθνής ακαδημαϊκές επιθεωρήσεις. |
Όντας ένας ιδιαίτερα προσεκτικός και διορατικός αναγνώστης, ο Νίτσε συνάντησε στον Ντοστογιέφσκι ορισμένα οικεία, για τον ίδιο, ψυχολογικά μοτίβα: την αγάπη ως εξουσιαστική τυραννία, την αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίσει ουσιαστικά τον εαυτό του, την ψυχολογία της μνησικακίας, την απόλυτη απουσία ενοχών στους καταδίκους των φυλακών, καθώς και τη σκιαγράφηση του Ιησού Χριστού ως μια πράα, αγνή και εντελώς απόκοσμη προσωπικότητα, που χαρακτηρίζεται από την «πτωχεία του πνεύματος». Παρεμπιπτόντως, μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι ότι ο Ντοστογιέφσκι γνώριζε μια πρώιμη εκδοχή των νιτσεϊκών ιδεών, αυτή που ο Μαξ Στίρνερ (ένας διανοητής που έχουν συχνά παραβάλλει με τον Νίτσε) είχε εκφράσει στο βιβλίο Ο Μοναδικός και η ιδιοκτησία του, και είχε αποκτήσει αρκετή απήχηση στα μέσα του 19ου αιώνα.
Βέβαια, η ανάγνωση του Ντοστογιέφσκι ως όψιμη επιβεβαίωση των δικών του θεωριών είχε ως συνέπεια να τον παρερμηνεύσει μερικές φορές ο Γερμανός φιλόσοφος. Όταν, λόγου χάρη, ο Ντοστογιέφσκι εγκωμίαζε τις αρετές των Ρώσων καταδίκων στα κάτεργα της Σιβηρίας, δεν είχε υπόψη του την αμοραλιστική τους συμπεριφορά (όπως νόμιζε ο Νίτσε), αλλά μάλλον την ψυχική ανθεκτικότητα και όρεξη για ζωή που εκείνοι επεδείκνυαν ακόμη και υπό τις σκληρότερες και πιο αντίξοες συνθήκες. Επιπλέον, όταν ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς έβαζε τον ήρωά του να μιλά για τον θεό της Ρωσίας, εξέφραζε τη μεσσιανική επιθυμία εξάπλωσης της Ορθοδοξίας και όχι, όπως πίστευε ο Νίτσε, την αποκάλυψη της θέλησης για δύναμη μέσα από την ηθική σχετικότητα, γράφει ο Στελίνο. Πιθανότατα τέτοιες παρερμηνείες ήταν σκόπιμες, αφού ο Νίτσε είχε επίγνωση των διαφορετικών ιδανικών που εξέφραζε ο Ντοστογιέφσκι. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που ο ίδιος είχε πει πως τα χριστιανικά Ευαγγέλια, τα οποία τόσο περιφρονούσε, μοιάζουν, ως προς το ύφος τους, με τα ντοστογιεφσκικά μυθιστορήματα.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που ο ίδιος είχε πει πως τα χριστιανικά Ευαγγέλια, τα οποία τόσο περιφρονούσε, μοιάζουν, ως προς το ύφος τους, με τα ντοστογιεφσκικά μυθιστορήματα.
Σύμφωνα με τον Στελίνο, ο Νίτσε θαύμαζε τον Ντοστογιέφσκι όχι μονάχα ως έναν διεισδυτικό ψυχολόγο αλλά και ως έναν μεγάλο καλλιτέχνη. Για τον Νίτσε, κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα φέρει εντός της μια αισιοδοξία, μια κατάφαση προς τη ζωή. Αυτό ήταν που ύψωνε τον Ντοστογιέφσκι στα μάτια του. Παρόλο που μάλλον απεχθανόταν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του, τις οποίες μάλιστα θεωρούσε θλιβερές και παρακμιακές, αναγνώριζε στον τελευταίο τη δημιουργική δυνατότητα να απεικονίζει τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Πρώτος ο Δανός ακαδημαϊκός Georg Brandes, που αλληλογραφούσε με τον Νίτσε, έγραψε ένα έργο σύγκρισης ανάμεσα σε εκείνον και τον Ντοστογιέφσκι. Ωστόσο, ο πρώτος που εξέτασε αντιθετικά τους δύο στοχαστές ήταν ο Ρώσος φιλόσοφος Νικολάι Γκροτ, γύρω στο 1893. Τελικά, τον καθοριστικότερο ρόλο για την εδραίωση αυτής της άποψης, περί ασυμβατότητας, έπαιξε η μελέτη Λ. Τολστόη και Ντοστογιέβσκη (1901), του Ρώσου στοχαστή Μεζερκόβσκι. Σύμφωνα με τον Μεζερκόβσκι, οι Ντοστογιέφσκι και Νίτσε αποτελούν ένα είδος «αντιπόδων», δύο ασυμβίβαστες και αντικρουόμενες κοσμοθεωρίες και πολιτισμούς. Στον Μεζερκόβσκι στηρίχθηκαν επίσης ο Ρώσος φιλόσοφος Νικολάι Μπερντιάεφ, ο οποίος αντιπροέβαλε στον ωφελιμισμό της Δύσης τον ορθόδοξο χριστιανισμό που εξέφραζε ο Ντοστογιέφσκι εκ μέρους της Ρωσίας.
Αυτή η ερμηνεία πέρασε έπειτα από τη Ρωσία στον δυτικό κόσμο και διαδόθηκε μέσα από τα ερμηνευτικά έργα των Λαβρίν, Κρακάουερ, Σούμπαρτ, Αντρέ Ζιντ και του καθολικού θεολόγου και ιερέα π. Ανρί ντε Λουμπά. Ο Ντοστογιέφσκι, θεώρησαν, είχε εν μέρει προβλέψει και εξετάσει τη φιλοσοφία του Νίτσε, πριν καν αυτή διατυπωθεί. Μάλιστα, τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι θεωρήθηκαν από ορισμένους (π.χ. π. Λουμπά) ως ένα είδος «αναίρεσης» των νιτσεϊκών ιδεών, μια λογοτεχνική απόπειρα να φανούν οι αδυναμίες και τα όριά τους.
Τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι θεωρήθηκαν από ορισμένους (π.χ. π. Λουμπά) ως ένα είδος «αναίρεσης» των νιτσεϊκών ιδεών, μια λογοτεχνική απόπειρα να φανούν οι αδυναμίες και τα όριά τους.
O Ντοστογιέφσκι αντιμετωπίστηκε έτσι ως ένα είδος προφήτη, που σκιαγράφησε το δράμα του άθεου ανθρωπισμού στον εικοστό αιώνα, πριν καν αυτό λάβει χώρα. Όσοι προσυπογράφουν τέτοιες ερμηνείες τείνουν να δίνουν έμφαση στο ασυμβίβαστο των κοσμοθεωριών τους, ενώ τονίζουν τις ομοιότητες του Νίτσε με τους άθεους ήρωες στα μυθιστορήματα του πρώτου. Απεναντίας, ο Στελίνο γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα σε Νίτσε και Ντοστογιέφσκι, αλλά οξύνει την αντίθεση μεταξύ του Νίτσε και των ντοστογιεφσκικών ηρώων. Συγκεκριμένα, οι παραλληλισμοί ανάμεσα σε ήρωες του Ντοστογιέφσκι με τον Νίτσε επικεντρώνονται κυρίως σε τρία πρόσωπα: Ρασκόλνικοβ, Κυρίλοβ και Ιβάν Καραμάζοβ.
Είναι άδικη προκατάληψη η αντιμετώπιση του Νίτσε υπό το πρίσμα των φασιστικών καθεστώτων του εικοστού αιώνα, υποστηρίζει ο Στελίνο. Ο Νίτσε πίστευε βαθιά ότι μόνο μια ιεραρχικά και αριστοκρατικά οργανωμένη κοινωνία ανυψώνει το ανθρώπινο είδος. Προσδοκούσε την έλευση του υπερανθρώπου στο μέλλον, ενώ παράλληλα θαύμαζε κάποιες προσωπικότητες που έφτασαν κοντά σε αυτό το ιδεώδες. Ορισμένες προσωπικότητες που θαύμαζε και είχε ως πρότυπα ήταν πολιτικοί ηγέτες όπως ο Αλκιβιάδης, ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Καίσαρας Βοργίας, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι και ο Φρειδερίκος Β΄ του Χοενστάουφεν, αλλά και καλλιτέχνες σαν τον Γκαίτε και τον Σαίξπηρ. Επιπλέον, τόσο ο Νίτσε όσο και ο Ντοστογιέφσκι είχαν επηρεαστεί από τον ναπολεόντειο ιδεαλισμό του 19ου αιώνα.
Παρά το προκλητικό ύφος του, δεν επεδίωκε να προβάλει τον μηδενισμό αλλά να μας προφυλάξει από τις συνέπειές του (π.χ. ανία, αρνησικοσμία), αφού τον θεωρούσε ήδη δεδομένο στην Ευρώπη και τη Ρωσία του 19ου αιώνα.
Η επιθυμία του Ρασκόλνικοβ να αναδειχτεί σε μεγάλη προσωπικότητα μέσα από ένα έγκλημα δεν ξέρουμε αν και κατά πόσον θα ικανοποιούσε τον Νίτσε, ο οποίος εν πάση περιπτώσει δεν διευκρινίζει πού ακριβώς βρίσκονται τα όρια ανάμεσα στις μεγάλες προσωπικότητες και τους κοινούς θνητούς. Σε αντίθεση με τον πρώτο, ο Νίτσε θεμελίωσε τη σκέψη του σε μια κριτική του πολιτισμού. Ο ιδιοφυής και ταλαιπωρημένος Νίτσε είδε με διορατικότητα την παρακμή του νεωτερικού ανθρώπου ύστερα από τον «θάνατο του Θεού» και αφοσιώθηκε με πάθος στο να προσφέρει νέες αξίες και ιδανικά. Αυτόν τον ρόλο έπαιξε τελικά ο νιτσεϊκός υπεράνθρωπος: πρόκειται για ένα μελλοντικό και ανώτερο είδος ανθρώπου, που θα πετύχει την πολυπόθητη συμφιλίωση με τον κόσμο μας όπως είναι.
Παρά το προκλητικό ύφος του, δεν επεδίωκε να προβάλει τον μηδενισμό αλλά να μας προφυλάξει από τις συνέπειές του (π.χ. ανία, αρνησικοσμία), αφού τον θεωρούσε ήδη δεδομένο στην Ευρώπη και τη Ρωσία του 19ου αιώνα. Το παλιό ρητό των Ασασίνων «τίποτα δεν είναι αληθινό, τα πάντα επιτρέπονται», το οποίο απαντά μερικές φορές στα έργα του Νίτσε και πρεσβεύεται από τον ντοστογιεφσκικό Ιβάν Καραμάζοβ, πόρρω απείχε από το να συνοψίζει όλη τη φιλοσοφία του.
Σύμφωνα με τον Στελίνο, ο Νίτσε δεν ασπαζόταν (άνευ όρων) αυτό το ρητό, αλλά αντίθετα αναδείκνυε τη δημιουργική ελευθερία στη μεταχριστιανική εποχή και συνάμα προειδοποιούσε για τις πιθανές παρεκτροπές της. Ο Νίτσε θέλει νέες αξίες στηριγμένες στη δική του επαναξιολόγηση των αξιών, όχι όμως και τον αμοραλισμό. Όσο για τον Κυρίλοβ, με τον φανατισμό και την επιθυμία του να αναγνωριστεί ως θεός, αποτελεί μία από τις περιπτώσεις εναντίον των οποίων προειδοποιούσε ο Νίτσε στα έργα του. Φυσικά, ο συσχετισμός των τριών ντοστογιεφσκικών ηρώων δεν είναι εντελώς αβάσιμος. Είναι γεγονός ότι ο Νίτσε έθεσε το πρόβλημα της ύπαρξης του Θεού με όμοιο τρόπο, αν και τελικά δεν υιοθέτησε την ίδια στάση με εκείνους. Υπό αυτό το πρίσμα, η ταύτιση του Νίτσε με τους ήρωες του Ντοστογιέφσκι αποδεικνύεται όχι απόλυτο ψεύδος αλλά μάλλον διαστρεβλωμένη και κακοδιατυπωμένη αλήθεια, μια άδικη υπεραπλούστευση.
Ο Στελίνο υποστηρίζει την ενδιαφέρουσα άποψη ότι τα διδάγματα των δύο στοχαστών μπορεί να λειτουργούν συμπληρωματικά: αν ο Νίτσε μάς υπέδειξε τον δρόμο προς τη θεμελίωση μιας νέας ηθικής στον κόσμο μας, μετά την εξαφάνιση της πίστης στον Θεό, ο Ντοστογιέφσκι μάς προειδοποίησε για τον εφιαλτικό χαρακτήρα του κόσμου μας, σε περίπτωση που αυτή η νέα ηθική δεν περιλαμβάνει την αγάπη, την ευσπλαχνία και το έλεος.
Ο Στελίνο υποστηρίζει την ενδιαφέρουσα άποψη ότι τα διδάγματα των δύο στοχαστών μπορεί να λειτουργούν συμπληρωματικά: αν ο Νίτσε μάς υπέδειξε τον δρόμο προς τη θεμελίωση μιας νέας ηθικής στον κόσμο μας, μετά την εξαφάνιση της πίστης στον Θεό, ο Ντοστογιέφσκι μάς προειδοποίησε για τον εφιαλτικό χαρακτήρα του κόσμου μας, σε περίπτωση που αυτή η νέα ηθική δεν περιλαμβάνει την αγάπη, την ευσπλαχνία και το έλεος. Θα μπορούσε κανείς ίσως να παρατηρήσει εδώ ότι μια τέτοια λύση δεν θα ικανοποιούσε κανέναν τους: τον Ντοστογιέφσκι διότι θα απουσίαζε ο Θεός, ενώ τον Νίτσε διότι θα υπήρχε η, παρακμιακή κατά τον ίδιο, ευσπλαχνία.
Μήπως τελικά οι δύο κοσμοθεωρίες είναι ασύμβατες και ο συμβιβασμός τους μπορεί να γίνει μονάχα με το τίμημα να θυσιαστούν αμφότερες; Τότε όμως δεν θα νομιμοποιούμασταν να κάνουμε λόγο περί συμβιβασμού των δύο κοσμοθεωριών, παρά μάλλον για επιλεκτική υιοθέτηση κάποιων επιμέρους ιδεών από αυτές, βάσει μιας τρίτης και ανεξάρτητης. Ειδική μνεία αξίζει πάντως εδώ στις εκδόσεις Γκοβόστη, που πέρα από τη γνωστή τους προσφορά κλασικών μεταφράσεων του Ντοστογιέφσκι, παραδίδουν τώρα στο κοινό μια νέα σημαντική μελέτη για το έργο του Ρώσου συγγραφέα και του Νίτσε, που είναι σίγουρο ότι θα πυροδοτήσει γόνιμες συζητήσεις και προβληματισμό, όπως έκαναν και κάνουν πάντοτε τα κλασικά έργα.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτορ Φιλοσοφίας.
Νίτσε και Ντοστογιέβσκη
ΣΤΙΣ ΠΑΡΥΦΕΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ
PAOLLO STELLINO
Μτφρ. ΓΙΩΡΓΟΣ-ΊΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ
ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ 2020
Σελ. 320, τιμή εκδότη 18,00
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όπως αποδεικνύουν πολλά αποσπάσματα από την αλληλογραφία, τα εκδοθέντα έργα, και τα κατάλοιπα, από την πρώτη στιγμή της ανακάλυψής του ο Νίτσε εννόησε τον Ντοστογιέβσκη ως ψυχολόγο. Στα μυθιστορήματά του, ο Νίτσε βρήκε μια ψυχολογία που ερευνούσε τα μύχια βάθη της ανθρώπινης ψυχής και αποκάλυπτε τις πιο ανήθικες και εγωιστικές πτυχές του ανθρώπινου όντος χωρίς να κρύβει καμία πίσω από το πέπλο της ηθικής υποκρισίας. Η οξύνοια της ψυχολογικής ανάλυσης του Ντοστογιέβσκη τον γοήτευσε σε σημείο ώστε στο Λυκόφως των Ειδώλων έφτασε να χαρακτηρίσει τον μυθιστοριογράφο ως τον καλύτερο ψυχολόγο από τον οποίο είχε κάτι να μάθει. Ο Νίτσε εκτίμησε επίσης τον Ντοστογιέβσκη ως καλλιτέχνη, μολονότι, όπως δείξαμε, τον θεώρησε τυπικό εκπρόσωπο της νεωτερικής ευρωπαϊκής decadence και του ρομαντικού πεσιμισμού. Αυτό, ωστόσο, δεν τον εμπόδισε να θεωρήσει αξιόλογη την τραγική του τέχνη ενώ, ταυτοχρόνως, απεχθανόταν τις χριστιανικές και παρακμιακές πλευρές της».