
Για τη συλλογή δοκιμίων της Βενσιάν Ντεπρέ (Vinciane Despret) «Τα πρόβατα έχουν άποψη» (μτφρ. Γιώτα Γαλαζούλα, εκδ. Κυαναυγή).
Γράφει ο Γεράσιμος Κακολύρης
Το νέο βιβλίο των εκδόσεων Κυαναυγή με τίτλο Τα πρόβατα έχουν άποψη συγκεντρώνει δύο δοκίμια της Βενσιάν Ντεπρέ, καθηγήτριας φιλοσοφίας της επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης του Βελγίου, αφιερωμένα στο πρωτοποριακό έργο της πρωτευοντολόγου Θέλμα Ρόουελ (Thelma Rowell, 1935-2024). Τα δοκίμια πλαισιώνονται από μια εκτενή συνέντευξη της Ρόουελ στον Κώστα Αλεξίου, διευθυντή των εκδόσεων, η οποία πραγματοποιήθηκε το 2012 στο σπίτι της ερευνήτριας. Τη μετάφραση των κειμένων από τα αγγλικά υπογράφει η Γιώτα Γαλαζούλα. Στο επίκεντρο του βιβλίου βρίσκεται η διερεύνηση των επιστημολογικών πτυχών του έργου της Ρόουελ, της οποίας η επίμονη αμφισβήτηση κυρίαρχων θεωρητικών παραδειγμάτων οδήγησε σε ριζικά νέες αντιλήψεις για την κοινωνική ζωή των ζώων.
Στο πρώτο δοκίμιο, με τίτλο «Η ετεροδοξία της Θέλμα Ρόουελ» (2008), η Ντεπρέ προβαίνει σε μια ανάλυση της επιστημονικής διαδρομής της Ρόουελ, εξετάζοντας τον τρόπο με τον οποίο η παραγωγή επιστημονικής γνώσης επηρεάζεται όχι μόνο από τον πολιτισμικό ορίζοντα και τις επικρατούσες προσδοκίες, αλλά κυρίως από τις μεθοδολογικές πρακτικές του ερευνητή. Η Ρόουελ, μελετώντας στις αρχές της δεκαετίας του 1960 μια ομάδα ελαιόχρωμων μπαμπουίνων στο Εθνικό Πάρκο Κουίν Ελίζαμπεθ της Ουγκάντα, κατέγραψε κοινωνικές συμπεριφορές που απέκλιναν ριζικά από την τότε κυρίαρχη επιστημονική αφήγηση για τα πρωτεύοντα. Οι αρσενικοί δεν επιδείκνυαν επιθετικότητα ή ανταγωνιστικότητα, ενώ τα θηλυκά φαινόταν να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη συνοχή και την οργάνωση της ομάδας. Αντί για αυστηρή ιεραρχία, η κοινωνική ζωή των ζώων χαρακτηριζόταν από ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία. Οι παρατηρήσεις αυτές έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με το εδραιωμένο πρότυπο που είχε διαμορφωθεί ήδη από τη δεκαετία του 1930 μέσα από τις μελέτες του Σόλι Ζάκερμαν (Solly Zuckerman, 1904-1993), οι οποίες θεωρούσαν ότι η κοινωνική οργάνωση των πιθήκων βασίζεται σε αυστηρή αρσενική ιεραρχία, επιθετικότητα και σεξουαλικό ανταγωνισμό (σσ. 10-11).
Η Ρόουελ υποστήριξε μια ριζοσπαστική θέση: ότι η κυριαρχική ιεραρχία (dominance hierarchy) δεν αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό της ζωικής συμπεριφοράς, αλλά είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν της ίδιας της παρατήρησης. Σύμφωνα με την άποψή της, είτε στο φυσικό περιβάλλον είτε υπό συνθήκες αιχμαλωσίας, οι ιεραρχικές δομές εμφανίζονται όταν οι παρατηρητές διαμορφώνουν καταστάσεις άγχους ή ανταγωνισμού – όχι επειδή υπάρχουν εκ των προτέρων. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι η ρίψη τροφής από οχήματα, μια πρακτική που παράγει τεχνητά ανταγωνισμό μεταξύ των ζώων. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει: «Ο πειραματιστής θα αναφέρει ότι οι μελέτες του έδειξαν σχέσεις κυριαρχίας μεταξύ των πιθήκων, ενώ στην πραγματικότητα αυτές (οι μελέτες) την προκάλεσαν» (σ. 25).
Με άλλα λόγια, μετέτρεψε τους πιθήκους σε πρόσωπα, μια επιστημολογική χειρονομία καθοριστική για τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τόσο τη συμπεριφορά των ζώων όσο και την επιστήμη που τα μελετά.
Η Ντεπρέ θέτει το ερώτημα γιατί η Ρόουελ παρατήρησε κάτι τόσο διαφορετικό από ό,τι οι περισσότεροι συνάδελφοί της. Η απάντηση, όπως υποστηρίζει, βρίσκεται στις ίδιες τις ερευνητικές της πρακτικές. Η Ρόουελ παρέμεινε στο πεδίο για μεγάλο χρονικό διάστημα, περισσότερο απ’ ό,τι συνήθιζαν τότε οι άνδρες ερευνητές, και ανέπτυξε μακροχρόνια σχέση με τα ζώα που μελετούσε. Δεν τα αντιμετώπιζε ως απρόσωπα μέλη ενός είδους ή μιας αφηρημένης κοινωνικής δομής, αλλά ως διακριτά άτομα, γεγονός που της επέτρεψε να παρακολουθεί λεπτές και συχνά παραγνωρισμένες κοινωνικές δυναμικές. Με άλλα λόγια, μετέτρεψε τους πιθήκους σε πρόσωπα, μια επιστημολογική χειρονομία καθοριστική για τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τόσο τη συμπεριφορά των ζώων όσο και την επιστήμη που τα μελετά.
Τεχνητές συνθήκες ανταγωνισμού
Η Ρόουελ απέφευγε να δημιουργεί τεχνητές συνθήκες ανταγωνισμού. Έτσι, παρατήρησε ότι πολλές εκδηλώσεις επιθετικότητας οφείλονταν σε τέτοιες εξωτερικές παρεμβάσεις και όχι σε κάποια «φυσική» τάση. Σχεδίαζε τα πειραματικά της περιβάλλοντα με στόχο να αναδείξει, και όχι να περιορίσει, την κοινωνική πολυπλοκότητα: φρόντιζε για την ύπαρξη εκτεταμένων περιφραγμένων χώρων, προέβλεπε δυνατότητες απομόνωσης και ιδιωτικότητας, μείωνε το στρες και εξασφάλιζε την αφθονία και τον καταμερισμό των πόρων με τη χρήση, π.χ., πολλαπλών σημείων σίτισης (σσ. 21-22). Αυτή η προσεκτική, σχεσιακή και φροντιστική μεθοδολογία τής επέτρεψε να δει όψεις της ζωικής ζωής που άλλοι ερευνητές είτε δεν μπορούσαν είτε δεν ήταν διατεθειμένοι να δουν.
Σύμφωνα με την Ντεπρέ, αυτή η στροφή προς τη μεταβλητότητα, αντί της σταθερότητας, υπονόμευσε την ιδέα ενός καθολικού, κανονικοποιημένου προτύπου κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο για δεκαετίες κυριαρχούσε στη μελέτη των πρωτευόντων.
Μέσα από τη συστηματική παρατήρηση και τον σχεδιασμό διαφοροποιημένων πειραματικών συνθηκών, η Ρόουελ έδειξε ότι η ζωική συμπεριφορά δεν είναι σταθερή ή προκαθορισμένη, αλλά μεταβαλλόμενη και εξαρτώμενη από το περιβάλλον ή το πλαίσιο (π.χ. αιχμαλωσία). Αντί να αναζητά γενικούς κανόνες, ανέδειξε την εσωτερική ποικιλομορφία, τόσο μεταξύ διαφορετικών ειδών, όπως οι πίθηκοι, τα πρόβατα και οι κατσίκες, όσο και εντός του ίδιου είδους, επισημαίνοντας τον ρόλο που διαδραματίζουν παράγοντες όπως η σύνθεση της ομάδας ή οι συνθήκες διαβίωσης στις κοινωνικές δυναμικές των ζώων. Σύμφωνα με την Ντεπρέ, αυτή η στροφή προς τη μεταβλητότητα, αντί της σταθερότητας, υπονόμευσε την ιδέα ενός καθολικού, κανονικοποιημένου προτύπου κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο για δεκαετίες κυριαρχούσε στη μελέτη των πρωτευόντων.
Η Ανν Μακόνελ (Anne McConnell) επισημαίνει ότι τόσο η Ρόουελ όσο και η Ντεπρέ αντιμετωπίζουν τα «ανώμαλα» ή αποκλίνοντα φαινόμενα, όπως οι ειρηνικές κοινωνικές δομές ορισμένων ομάδων μπαμπουίνων, όχι ως εξαιρέσεις που πρέπει να εξηγηθούν με αναγωγικά τεχνάσματα, αλλά ως ενδείξεις ότι το θεωρητικό πλαίσιο ίσως χρειάζεται αναθεώρηση. Όταν συμβαίνει κάτι διαφορετικό, δεν προσπαθούν να το εξηγήσουν ως απλό «τυχαίο» γεγονός, αλλά αναρωτιούνται μήπως η θεωρία χρειάζεται επανεξέταση.1
Η «θέση» της ερευνήτριας
Η Ντεπρέ εξετάζει τον ρόλο του φύλου των επιστημόνων στην ερμηνεία της φύσης, χωρίς όμως να καταφεύγει σε απλοϊκές ταυτίσεις ανάμεσα στο φύλο και το ύφος της παρατήρησης. Αντιθέτως, απορρίπτει ρητά κάθε ουσιοκρατική αντίληψη για τις γυναίκες και την επιστήμη. Αναγνωρίζει, όμως, ότι οι εμπειρίες των γυναικών σε πατριαρχικά περιβάλλοντα ενδέχεται να καλλιεργούν μια ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι σε έννοιες όπως η κυριαρχία και ο ανταγωνισμός, επισημαίνοντας ότι η κριτική στάση της Ρόουελ ίσως ενισχύθηκε από ένα τέτοιο «επιστημολογικό προνόμιο» (σ. 28). Ωστόσο, η Ντεπρέ προκρίνει μια πλουραλιστική προσέγγιση: ναι, το φύλο μπορεί να επηρεάζει την παραγωγή γνώσης, αλλά καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν και οι αξίες του ερευνητή, τα ερωτήματα που θέτει, καθώς και η διάρκεια και ποιότητα της παρατήρησης, στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη μεθοδολογική πρακτική της Ρόουελ. Σε υποσημείωση, η συγγραφέας ανακαλεί μια συνομιλία της με τη Ρόουελ σχετικά με την επιρροή του φεμινισμού στο έργο της. Η πρωτευοντολόγος απάντησε ότι το ενδιαφέρον της για τα θηλυκά ζώα δεν γεννήθηκε από κάποια φεμινιστική πρόθεση, αλλά αναδύθηκε μέσα από τη βιωματική παρατήρηση και την απόκλιση που διαπίστωσε ανάμεσα σε όσα έβλεπε και σε όσα είχε διδαχθεί. Την ίδια στιγμή, αναγνώρισε, όπως σημειώνει η Ντεπρέ, ότι «η ενσυναίσθηση μπορεί να οδηγήσει κάποιον να δώσει μεγαλύτερη προσοχή σε εκείνους με τους οποίους αισθάνεται πιο κοντά» (σ. 40, υποσημ. 4).
Το συνολικό επιχείρημα της Ντεπρέ είναι ότι η επιστημονική γνώση συγκροτείται μέσα από συγκεκριμένες πρακτικές: ο χρόνος παρατήρησης, η εγγύτητα, η φροντίδα και η επιλογή των ερωτημάτων έχουν καθοριστική σημασία. Η Ρόουελ δεν έδειξε απλώς ότι τα ζώα είναι διαφορετικά από ό,τι νομίζαμε· έδειξε ότι μπορούν να είναι διαφορετικά, αν τους επιτρέψουμε να είναι. Αυτό που αποκαλείται «φαινόμενο Θέλμα» (Thelma effect)2 δεν είναι απλώς επιστημονική καινοτομία· είναι η ικανότητα να σκέφτεσαι και να ρωτάς το αντίθετο από αυτό που όλοι θεωρούν αυτονόητο.
Έχουν άποψη τα πρόβατα;
Αργότερα, η Ρόουελ εφάρμοσε παρόμοιες μεθόδους και στα πρόβατα, αμφισβητώντας την παγιωμένη αντίληψη ότι στερούνται κοινωνικής ή γνωσιακής πολυπλοκότητας. Η ενασχόλησή της με αυτά αποτελεί το αντικείμενο του δεύτερου δοκιμίου της Ντεπρέ, με τίτλο «Τα πρόβατα έχουν άποψη». Εκεί, η συγγραφέας υπογραμμίζει ότι, από όλα τα ζώα, τα πρόβατα είναι ίσως εκείνα που έχουν λάβει τις λιγότερες ευκαιρίες να μελετηθούν ως κοινωνικά και νοητικά σύνθετα όντα. Συχνά αντιμετωπίζονται ως παθητικά, καθοδηγούμενα από ένστικτα, «απλά» ζώα που εκτιμώνται κυρίως για την οικονομική τους αξία (π.χ. για το μαλλί ή για το κρέας τους), και όχι για την κοινωνική τους ζωή ή την ατομικότητά τους.
Η Ντεπρέ υιοθετεί τον όρο της Θέλμα Ρόουελ «ιεραρχικό σκάνδαλο» για να περιγράψει την άνιση μεταχείριση των ζώων στην ηθολογική έρευνα.
Για τη συγγραφέα, η επιστημονική γνώση δεν κατανέμεται ισότιμα, αλλά διαμορφώνεται από πολιτισμικές παραδοχές που καθορίζουν ποια ζώα θεωρούνται «ενδιαφέροντα», «ευφυή» ή «οικεία προς τον άνθρωπο».
Ενώ πρωτεύοντα όπως οι χιμπαντζήδες και οι μπαμπουίνοι έχουν μελετηθεί εκτενώς ως κοινωνικά και νοητικά σύνθετα όντα, άλλα ζώα, όπως τα πρόβατα, έχουν αποτελέσει αντικείμενο μελετών που περιορίζονται κυρίως σε ζητήματα διατροφής ή ανταγωνισμού για πόρους. Σύμφωνα με την Ντεπρέ, η ευφυΐα και η κοινωνικότητα των πρωτευόντων επιβεβαιώνονται διαρκώς, επειδή η επιστημονική έρευνα τούς απευθύνει σύνθετα και ευρηματικά ερωτήματα, ικανά να αναδείξουν την πολυπλοκότητα της συμπεριφοράς τους. Αντιθέτως, η επιστημονική ματιά προς τα πρόβατα παραμένει εγκλωβισμένη σε απλοϊκά και στερεοτυπικά ερωτήματα, όπως «τι τρώνε;». Για τη συγγραφέα, η επιστημονική γνώση δεν κατανέμεται ισότιμα, αλλά διαμορφώνεται από πολιτισμικές παραδοχές που καθορίζουν ποια ζώα θεωρούνται «ενδιαφέροντα», «ευφυή» ή «οικεία προς τον άνθρωπο». Τα πρόβατα, επομένως, έχουν στερηθεί τη δυνατότητα να «μιλήσουν» ή να τα παρατηρήσουν με την ίδια προσοχή που αφιερώνεται στα πρωτεύοντα, κάτι που δεν αντανακλά μόνο ένα επιστημονικό κενό αλλά και μια ηθική και γνωσιακή αδικία (σ. 41).
Η έμφαση στη διατροφή, σύμφωνα με την Ντεπρέ, αντανακλά τις οικονομικές προσδοκίες που προβάλλουμε στα πρόβατα: τα αντιμετωπίζουμε ως μηχανές που μετατρέπουν το γρασίδι σε κρέας. Κατά συνέπεια, η επιστήμη όχι μόνο ενισχύει αυτή τη στενά εργαλειακή εικόνα του προβάτου ως παραγωγικής μονάδας, αλλά και παραβλέπει τη γνωσιακή του πολυπλοκότητα και την υποκειμενικότητά του. Η στάση αυτή συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο πολιτισμικές, ιδεολογικές και οικονομικές αξίες διαμορφώνουν το τι λογαριάζεται ως «επιστημονικά σημαντικό».
Ως εκ τούτου, τα ερευνητικά μοντέλα επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στη μέτρηση της κυριαρχίας, του ανταγωνισμού, της πρόσβασης σε πόρους και της κατάταξης σε γραμμικές ιεραρχίες.
Η συγγραφέας ασκεί κριτική στο γεγονός ότι πολλές επιστημονικές μελέτες για τη συμπεριφορά των ζώων, των προβάτων συμπεριλαμβανομένων, βασίζονται στην προκατάληψη πως η ιεραρχία, δηλαδή το ποιος κυριαρχεί πάνω σε ποιον, αποτελεί το βασικό ή και μοναδικό κλειδί για την κατανόηση της κοινωνικής οργάνωσης (σ. 48). Ως εκ τούτου, τα ερευνητικά μοντέλα επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στη μέτρηση της κυριαρχίας, του ανταγωνισμού, της πρόσβασης σε πόρους και της κατάταξης σε γραμμικές ιεραρχίες. Μια τέτοια προσέγγιση αποκλείει εκ των προτέρων άλλες κρίσιμες διαστάσεις της κοινωνικής ζωής, όπως η συνεργασία, η φιλία, η αμοιβαία επιρροή, το παιχνίδι, η διαπραγμάτευση ή η συλλογική λήψη αποφάσεων. Κατά την Ντεπρέ, αυτή η μονοδιάστατη θεώρηση έχει τριπλό κόστος: Πρώτον, φτωχαίνει την κατανόησή μας για την κοινωνική ζωή των ζώων, ανάγοντάς τη σε ένα απλοϊκό σχήμα κυριαρχίας· δεύτερον, ενσωματώνει ιδεολογικές παραδοχές, όπως η ιδέα ότι η φύση είναι εκ φύσεως ανταγωνιστική, οι οποίες αντικατοπτρίζουν ανθρώπινα κοινωνικά συστήματα, όπως ο καπιταλισμός ή η πατριαρχία· και τρίτον, αποκλείει τη δυνατότητα αναγνώρισης εναλλακτικών μορφών κοινωνικής νοημοσύνης, ιδίως σε είδη όπως τα πρόβατα, που συχνά διαμορφώνουν λιγότερο επιθετικές σχέσεις, πιο ρευστές και συνεργατικές.
Υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι ορισμένες συμπεριφορές, ιδίως οι πιο σύνθετες ή απρόσμενες, μπορούν να εμφανιστούν μόνο μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες – κοινωνικές, συναισθηματικές, περιβαλλοντικές ή σχεσιακές.
Η παραδοσιακή επιστήμη αντιμετωπίζει τη συμπεριφορά ως μια μετρήσιμη μεταβλητή. Για παράδειγμα, «πόσο συχνά το πρόβατο εκδηλώνει τη συμπεριφορά x όταν εκτεθεί στο ερέθισμα ψ;». Αντιθέτως, η Ρόουελ, όπως και η Ντεπρέ, προτείνουν ένα ριζικά διαφορετικό ερώτημα: «Υπό ποιες συνθήκες μπορεί να αναδυθεί κάτι που μέχρι τώρα δεν είχε καν τη δυνατότητα να υπάρξει;». Η Ντεπρέ αμφισβητεί την αντίληψη ότι η συμπεριφορά υπάρχει ήδη «εκεί έξω» και απλώς περιμένει να την παρατηρήσουν αντικειμενικά. Υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι ορισμένες συμπεριφορές, ιδίως οι πιο σύνθετες ή απρόσμενες, μπορούν να εμφανιστούν μόνο μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες – κοινωνικές, συναισθηματικές, περιβαλλοντικές ή σχεσιακές. Ο παρατηρητής και το πλαίσιο δεν είναι ουδέτεροι· διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στο αν τέτοιες συμπεριφορές θα καταστούν ορατές ή θα παραμείνουν ανενεργές. Έτσι, αντί να ρωτάμε απλώς «Τι μπορούν να κάνουν τα πρόβατα;», η Ντεπρέ μας προτρέπει να ρωτήσουμε: «Ποιες συνθήκες χρειάζονται ώστε να μπορέσουν τα πρόβατα να μας δείξουν τι ενδέχεται να μπορούν να κάνουν;».
Μακροχρόνιοι δεσμοί
Η Ρόουελ καταδεικνύει ότι τα πρόβατα σχηματίζουν μακροχρόνιους δεσμούς, ιδιαίτερα μεταξύ μητέρας και κόρης, κάτι που συχνά παραβλέπεται από πειράματα με τεχνητές ομάδες. Με μακροπρόθεσμη παρατήρηση σε φυσικές συνθήκες, η ερευνήτρια αποκαλύπτει λεπτές δυναμικές προτίμησης, εγγύτητας και συνεργασίας, καταρρίπτοντας την ιδέα ότι τα πρόβατα είναι «ανιαρά» ή «απλά» από κοινωνική άποψη. Για παράδειγμα, ο ηγετικός ρόλος δεν ανήκει απαραίτητα στον πιο «ισχυρό» αλλά συνήθως στη γηραιότερη θηλυκή, η οποία οδηγεί το κοπάδι χωρίς εξαναγκασμό. Πρόκειται για μια μορφή ηγεσίας περισσότερο χαρισματική παρά ιεραρχική – μια δυναμική που έχει παρατηρηθεί και σε ορισμένα είδη πιθήκων.
Ένας νεαρός που «αντιμάχεται» συμβολικά έναν γηραιότερο δεν δηλώνει κατ’ ανάγκην πρόθεση ανατροπής· μπορεί να μαθαίνει, να εξασκείται ή απλώς να επιδεικνύεται.
Ένα ακόμη κομβικό σημείο της μελέτης αφορά την ερμηνεία των συγκρούσεων μεταξύ αρσενικών. Αντί να τις αντιμετωπίζει ως τυφλές μάχες για κυριαρχία, η Ρόουελ παρατηρεί φιλικές χειρονομίες πριν και μετά τις συμπλοκές, όπως το τρίψιμο των κεφαλιών, που παραπέμπουν σε συμφιλιωτικές ή «προ-συμφιλιωτικές» συμπεριφορές, γνωστές ήδη από τις παρατηρήσεις του Φρανς ντε Βάαλ (Frans de Waal) στους χιμπαντζήδες. Ορισμένα αρσενικά φαίνεται να εμπλέκονται σε συμβολικές συγκρούσεις, πλούσιες σε ήχους και κινήσεις, όχι για να επιβάλουν κυριαρχία, αλλά για να προσελκύσουν την προσοχή των θηλυκών ή να ενισχύσουν τη συνοχή της ομάδας. Ένας νεαρός που «αντιμάχεται» συμβολικά έναν γηραιότερο δεν δηλώνει κατ’ ανάγκην πρόθεση ανατροπής· μπορεί να μαθαίνει, να εξασκείται ή απλώς να επιδεικνύεται.
Για την Ντεπρέ, η προσέγγιση της Ρόουελ καταδεικνύει ότι η μεθοδολογία κάθε έρευνας δεν είναι ουδέτερη. Οι συνθήκες που διαμορφώνει ο ερευνητής επηρεάζουν καθοριστικά το τι μπορεί να παρατηρηθεί. Όταν τα ερωτήματα διατυπώνονται με τρόπο που προϋποθέτει ανταγωνισμό, αυτό είναι και το φαινόμενο που τείνουμε να εντοπίζουμε. Όταν δημιουργείται όμως χώρος για ελευθερία, ποικιλία και έκπληξη, τότε τα ζώα ενδέχεται να εκδηλώσουν συμπεριφορές και σχέσεις που δεν είχαμε καν φανταστεί.
Η παραδοσιακή ηθολογία πρόβαλλε τον ανταγωνισμό, την κυριαρχία, την επιθετικότητα και τις ιεραρχικές δομές ως βασικά γνωρίσματα των ζωικών κοινωνιών.
Η συγγραφέας μεταφέρει την παρατήρηση της Ρόουελ ότι η έμφαση στον ανταγωνισμό, η οποία κυριάρχησε στη μελέτη της ζωικής συμπεριφοράς, ιδίως στην ηθολογία των μέσων του 20ού αιώνα, αντανακλούσε ευρύτερες πολιτικές και ιδεολογικές παραδοχές της εποχής. Η παραδοσιακή ηθολογία πρόβαλλε τον ανταγωνισμό, την κυριαρχία, την επιθετικότητα και τις ιεραρχικές δομές ως βασικά γνωρίσματα των ζωικών κοινωνιών. Όπως επισημαίνουν τόσο η Ρόουελ όσο και η Ντεπρέ, αυτή η ερμηνευτική κατεύθυνση απηχούσε τις αξίες συντηρητικών, ατομοκεντρικών και νεοφιλελεύθερων κοινωνιών, στις οποίες ο ανταγωνισμός εκλαμβανόταν ως φυσικός και επιθυμητός νόμος (σ. 38). Η βασική θέση που αναδεικνύεται είναι ότι η επιστήμη δεν παράγεται σε ιδεολογικό κενό· επηρεάζεται από τις κοινωνικές και πολιτικές αντιλήψεις της εποχής, από τα πολιτισμικά φίλτρα που καθορίζουν ποιοι τύποι συμπεριφοράς θεωρούνται «φυσικοί» και αξιοπαρατήρητοι. Η Ντεπρέ δεν απορρίπτει την επιστήμη, τονίζει όμως την ανάγκη να αναγνωρίσουμε τα πολιτισμικά πλαίσια μέσα στα οποία διαμορφώνεται η γνώση. Η επίγνωση αυτών των πλαισίων, υποστηρίζει, μπορεί να οδηγήσει σε πιο ανοιχτές, δημιουργικές, συμπεριληπτικές και δίκαιες μορφές επιστημονικής πρακτικής.
Η μελέτη και η ερμηνεία ως πολιτικές πράξεις
Για την Ντεπρέ, η μελέτη των ζώων, όπως και ο τρόπος με τον οποίο επιλέγουμε να τα προσεγγίσουμε και να τα ερμηνεύσουμε, αποτελεί μια βαθιά πολιτική πράξη. Κάθε τέτοια πράξη εμπεριέχει αποφάσεις για το ποια όντα αναγνωρίζονται ως μέλη ενός «συλλογικού» κόσμου (collective), ενός κόσμου που συνδιαμορφώνεται από ανθρώπινους και μη ανθρώπινους δρώντες (σσ. 55-56). Το «συλλογικό» δεν ταυτίζεται απλώς με την ανθρώπινη κοινωνία· αναφέρεται σε μια διευρυμένη κοινότητα ανθρώπων, ζώων, φυτών και άλλων όντων που συνυπάρχουν, αλληλεπιδρούν και συν-παράγουν νόημα. Στο πλαίσιο αυτό, η Ντεπρέ διατυπώνει ένα κρίσιμο ερώτημα: επιθυμούμε να ζούμε με πρόβατα που είναι υπάκουα, προβλέψιμα και επιβεβαιώνουν τις προσδοκίες μας ή με πρόβατα που είναι απρόβλεπτα, σύνθετα από κοινωνική άποψη και ικανά να αμφισβητήσουν τις παραδοχές μας; Το ερώτημα δεν είναι απλώς επιστημονικό, είναι ηθικοπολιτικό. Είμαστε πρόθυμοι να αναγνωρίσουμε μορφές νοημοσύνης και δράσης που δεν μοιάζουν με τις ανθρώπινες; Μπορούμε να επιτρέψουμε στα ζώα να αναδιαμορφώσουν τη δική μας έννοια της κοινωνικής ζωής, μέσα από τους δικούς τους τρόπους ύπαρξης;
Αυτό σημαίνει να πάψουμε να τα αντιμετωπίζουμε ως απλές παραγωγικές μονάδες και να τα αναγνωρίσουμε ως όντα με δική τους βούληση, ιδιαιτερότητα και συμμετοχή στη ζωή.
Για την Ντεπρέ, το ζητούμενο δεν είναι απλώς η αποκάλυψη μεθοδολογικών στρεβλώσεων (π.χ. «η ιεραρχία είναι εσφαλμένη» ή «οι επιστήμονες είναι μονόπλευροι») αλλά η επέκταση του συλλογικού: η ένταξη ζώων που μέχρι τώρα αποκλείονταν από την επιστημονική και ηθική προσοχή. Αυτό σημαίνει να πάψουμε να τα αντιμετωπίζουμε ως απλές παραγωγικές μονάδες και να τα αναγνωρίσουμε ως όντα με δική τους βούληση, ιδιαιτερότητα και συμμετοχή στη ζωή. Όταν η Ντεπρέ δηλώνει: «Πιστεύω ότι η συνεργασία παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον» (σ. 56), υπερασπίζεται μια εναλλακτική θεώρηση του κοινωνικού: όχι ως πεδίου κυριαρχίας, ελέγχου ή ανταγωνισμού, αλλά ως χώρου αλληλεπίδρασης, αμοιβαιότητας και συνεύρεσης.
Στο πλαίσιο αυτό, τα ζώα παύουν να είναι αντικείμενα παρατήρησης και γίνονται υποκείμενα σχέσης.
Η Ντεπρέ αναφέρεται σε μια διαφορετική μορφή ηθολογίας· σε μια ευαίσθητη, ηθικά προσεκτική ερμηνεία, που βλέπει τα ζώα ως δρώντα υποκείμενα, με επιθυμίες, προτιμήσεις και τρόπους επικοινωνίας. Μια ηθολογία που ενδιαφέρεται περισσότερο για τη σχέση παρά για τον έλεγχο, και που δεν θέτει ερωτήματα ερήμην των ζώων. Αυτού του είδους η ηθολογία δεν περιορίζεται στη συλλογή δεδομένων. Αναλαμβάνει την ευθύνη να επινοεί νέες μορφές σχέσης, να δρα με φαντασία, ηθική ευαισθησία και διανοητική γενναιοδωρία. Η Ντεπρέ υποστηρίζει ότι αυτή η νέα επιστημονική στάση αναζητά σεμνούς, ευγενικούς και προσεκτικούς τρόπους να σχετιστούμε με τα ζώα. «Ευγενικούς» με την έννοια του σεβασμού, της μη βίας και της διάθεσης να αποφύγουμε την κατασκευή γνώσης «πίσω από την πλάτη» αυτών που μελετούμε (σ. 39). Στο πλαίσιο αυτό, τα ζώα παύουν να είναι αντικείμενα παρατήρησης και γίνονται υποκείμενα σχέσης. Το να σχετιστούμε μαζί τους σημαίνει να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για εμπιστοσύνη, αναγνώριση και αμοιβαία ανταπόκριση. Μια συμμετρική αλληλεπίδραση που σέβεται τη διαφορετικότητα και αφήνει χώρο στο μη ανθρώπινο να εκφραστεί με τους δικούς του όρους.
Αμφισβητεί την ανακήρυξη του ανθρώπου σε «κορυφή» της εξέλιξης, επισημαίνοντας πόσο επιλεκτικά χρησιμοποιούνται τα επιστημονικά δεδομένα για να υποστηρίξουν αυτή τη θέση.
Η ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συνέντευξη της Ρόουελ στον Κώστα Αλεξίου δεν επικεντρώνεται πρωτίστως σε αυστηρά επιστημολογικά ερωτήματα σχετικά με τη μελέτη των ζώων, αλλά αναδεικνύει μέσα από την εμπειρική παρατήρηση πτυχές της κοινωνικής συμπεριφοράς των προβάτων. Η Ρόουελ, αξιοποιώντας τις μεθόδους που είχε χρησιμοποιήσει στην έρευνά της για τα πρωτεύοντα, καταγράφει με λεπτομέρεια τις κοινωνικές δυναμικές, τις ατομικές προτιμήσεις και τις μορφές αλληλεπίδρασης μεταξύ των ζώων. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, αμφισβητεί έμμεσα στερεότυπα που παρουσιάζουν τα πρόβατα ως παθητικά ή απλοϊκά όντα και επανεξετάζει τις ανθρωποκεντρικές υποθέσεις που συχνά διέπουν την επιστημονική μελέτη της ζωικής συμπεριφοράς. Παράλληλα, ασκεί κριτική στην ανθρωπομορφική μεροληψία που βλέπει στα πρωτεύοντα τον «καθρέφτη» του ανθρώπου, εις βάρος της κατανόησης της κοινωνικής πολυπλοκότητας άλλων ειδών όπως τα πρόβατα, οι φάλαινες ή οι ύαινες. Αμφισβητεί την ανακήρυξη του ανθρώπου σε «κορυφή» της εξέλιξης, επισημαίνοντας πόσο επιλεκτικά χρησιμοποιούνται τα επιστημονικά δεδομένα για να υποστηρίξουν αυτή τη θέση. Αναφέρεται ενδεικτικά στη δουλειά της ανθρωπολόγου Άιριν Πέπερμπεργκ (Irene Pepperberg) με αφρικανικούς γκρίζους παπαγάλους, η οποία για χρόνια απορρίφθηκε από την επιστημονική κοινότητα, επειδή δεν συμβάδιζε με το κυρίαρχο αφήγημα που ήθελε τα πουλιά να θεωρούνται «χαζά» λόγω του μικρού τους εγκεφάλου (σσ. 66-67).
Η Ρόουελ παίρνει θέση υπέρ της θεωρίας της επιλογής σε επίπεδο ομάδων (group selection), σε αντιδιαστολή με τη θεωρία της ατομικής επιλογής (individual selection), τονίζοντας ότι η κοινωνική αλληλεπίδραση μέσα στις ομάδες παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιβίωση. Δίνει παραδείγματα από την εμπειρία της με πρωτεύοντα και μελέτες σε ακραία περιβάλλοντα, όπου η ομαδική συμπεριφορά επηρεάζει την πιθανότητα επιβίωσης απέναντι σε θηρευτές. Όπως σημειώνει: «Κάποιες ομάδες θα ευημερήσουν και θα αναπτυχθούν, ενώ άλλες θα φθίνουν και πιθανώς θα εξαφανιστούν. Δεν υπάρχει δηλαδή κάτι στην ατομική συμπεριφορά που θα λειτουργήσει καθοριστικά, αλλά στην ομαδική» (σ. 68). Η θέση αυτή υπογραμμίζει τον ρόλο της συλλογικής δράσης στην επιβίωση και την προσαρμογή των ζωικών πληθυσμών, μια παρατήρηση που, αν και προέρχεται από τη μελέτη άλλων ειδών, βρίσκει απήχηση και στην ανθρώπινη περίπτωση. Παρά τον έντονο ατομικισμό που διαπνέει τη σύγχρονη πολιτισμική και οικονομική σκέψη, η ιστορία του ανθρώπινου είδους μαρτυρά ότι η επιβίωση, η καινοτομία και η πρόοδος υπήρξαν πρωτίστως καρπός συνεργασίας, κοινωνικής συνοχής και συλλογικής προσαρμογής. Έτσι, η παρατήρηση της Ρόουελ καθιστά φανερή την ανάγκη για αναθεώρηση της έμφασης που δίνεται στην ατομική επιλογή, τόσο στη βιολογική θεωρία όσο και στις κοινωνικά κυρίαρχες αντιλήψεις.
Αναφέρεται σε παραδείγματα από την Ανατολική Αφρική, όπου η εισαγωγή ασθενειών από τους αποικιοκράτες, όπως η πανώλη των βοοειδών, οδήγησε στον αφανισμό της άγριας ζωής και των νομαδικών κοπαδιών
Η ερευνήτρια εκφράζει έντονη ευαισθησία απέναντι στις συνέπειες της ανθρώπινης παρέμβασης στα οικοσυστήματα. Αναφέρεται σε παραδείγματα από την Ανατολική Αφρική, όπου η εισαγωγή ασθενειών από τους αποικιοκράτες, όπως η πανώλη των βοοειδών, οδήγησε στον αφανισμό της άγριας ζωής και των νομαδικών κοπαδιών, προκαλώντας την κατάρρευση πολλών τοπικών κοινοτήτων. Η Ρόουελ καταδικάζει την αποικιοκρατική και ρατσιστική ερμηνεία αυτής της κατάρρευσης ως δήθεν απόδειξη «κατωτερότητας» των συγκεκριμένων πληθυσμών (σ. 76). Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι η μελέτη των ζώων σε περιβάλλοντα που έχουν ήδη αλλοιωθεί από την ανθρώπινη παρουσία δεν μπορεί να θεωρείται ουδέτερη ή αντικειμενική. Οφείλουμε, τονίζει, να αναγνωρίζουμε πως η άγρια ζωή συμπεριφέρεται διαφορετικά υπό συνθήκες πίεσης, διατάραξης ή καταστροφής (σσ. 76–77).
Η ίδια η Ρόουελ μοιράζεται προσωπικές εμπειρίες σεξισμού στον ακαδημαϊκό χώρο. Αναφέρει ότι, στην αρχή της καριέρας της, επέλεξε να υπογράφει ως «T. Rowell», αποκρύπτοντας το φύλο της, καθώς πολλοί δεν θεωρούσαν πιθανό μια γυναίκα να είναι σοβαρή επιστήμονας. Όταν η ταυτότητά της αποκαλύφθηκε, βρέθηκε αντιμέτωπη με αποκλεισμούς, ακόμα και από επιστημονικά δείπνα. Παρότι αφηγείται τα καθέκαστα με χιούμορ, δεν παραλείπει να επισημάνει την παρωχημένη και πατριαρχική νοοτροπία που κυριαρχούσε στον χώρο της επιστήμης (σ. 67).
Το Τα πρόβατα έχουν άποψη είναι ένα εξαιρετικά πρωτότυπο και στοχαστικό βιβλίο που αμφισβητεί βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις για τη φύση, την επιστήμη και τα ζώα. Μέσα από την κριτική και τρυφερή ανάγνωση του έργου της Θέλμα Ρόουελ, η Βενσιάν Ντεπρέ μας προσκαλεί να επανεξετάσουμε όχι μόνο το πώς μελετάμε τα ζώα, αλλά και το ποια ζώα επιλέγουμε να παρατηρούμε, με ποια ερωτήματα και μέσα σε ποιες σχέσεις. Συνδυάζοντας φιλοσοφική οξυδέρκεια με ηθική ευαισθησία, το βιβλίο προτείνει μια επιστήμη περισσότερο προσεκτική, ενσυναίσθητη και ανοιχτή στην απρόβλεπτη πολυπλοκότητα του ζωικού κόσμου και, μέσα από αυτή, στην αναθεώρηση του δικού μας ανθρώπινου βλέμματος.
*Ο ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΑΚΟΛΥΡΗΣ διδάσκει σύγχρονη ηπειρωτική φιλοσοφία στο Τμήμα Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ. Τελευταίο του βιβλίο, η έκδοση Jacques Derrida on the aporias of hospitality (εκδ. Palgrave Macmillan, 2024).
1 Anne McConnell, «A Is for Anecdotes, Amateurs, and Anomalies: Vinciane Despret’s Case for Exceptional Interspecies Relations», Humanities, τόμ. 11, τχ. 1, 2022, σσ. 1-12, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: https://www.mdpi.com/2076-0787/11/1/20.
2 Η Σέρλι Στραμ περιγράφει το «φαινόμενο Θέλμα» ως έναν τρόπο σκέψης που αντιβαίνει στις καθιερωμένες αντιλήψεις (Shirley C. Strum, «Science encounters», στο Shirley C. Strum & Linda Marie Fedigan (επιμ.), Primate Encounters: Models of Science, Gender, and Society, University of Chicago Press, Σικάγο 2000, σ. 484).
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Vinciane Despret (γεν. 1959) είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης. Σπούδασε φιλοσοφία και ψυχολογία, και συνέβαλε στην καθιέρωση των σπουδών περί ζώων.

Στις εργασίες της καταπιάνεται με τη σχέση ανθρώπων και ζώων, και ακολουθεί μια διεπιστημονική προσέγγιση που συνδυάζει τη φιλοσοφία της επιστήμης με την επιστημολογία και τον συμπεριφορισμό. Είναι η συγγραφέας 12 βιβλίων και έχει συνεπιμεληθεί άλλα έξι.
























