
Για το μυθιστόρημα της Φωτεινής Τσαλίκογλου «Ο Ιωσήφ ήρθε μετά» (εκδ. Καστανιώτη). Εικόνα: Από την ταινία «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν» (2011) της Λιν Ράμσεϊ (Lynne Ramsay).
Γράφει ο Σόλωνας Παπαγεωργίου
«Επέζησα. Θα μπορούσα να είχα γίνει ολοκαύτωμα, θα μπορούσε να ήμουν η Τρεμπλίνκα, το Νταχάου, το Άουσβιτς, η Γάζα, ένας τόπος μαρτυρίου. Όμως, εγώ κουβαλάω μια απλή ιστορία στο περιθώριο της Ιστορίας».
Ποια φιγούρα μπορεί να ενσαρκώσει καταλληλότερα το Κακό; Κάποιος δικτάτορας, ο ιθύνων νους μιας γενοκτονίας, ο Χίτλερ ή μήπως ο Άιχμαν; Ίσως δεν χρειάζεται να ψάξουμε μακριά – πόσα άτομα αποδίδουν την ιδιότητα του Κακού στην οικογένειά τους; Πόσα τραύματα προκαλούνται από τη γέννηση, την ανατροφή και τη διαδικασία της ενηλικίωσης; Πώς αντιμετωπίζεται η ψυχική νόσος και ποιο μερίδιο για την εκδήλωση και την εξέλιξή της αντιστοιχεί στον γονέα και την κοινωνία; Με αυτά τα μεγάλα ερωτήματα καταπιάνεται το σύντομο, αλλά πολυστρωματικό μυθιστόρημα της Φωτεινής Τσαλίκογλου Ο Ιωσήφ ήρθε μετά (εκδ. Καστανιώτη).
Ο Ιωσήφ, σπόρος της οικογενειακής «κατάρας»
Πρωταγωνίστρια και κεντρική αφηγήτρια, η Θάλεια Βεργωτή. Στις πρώτες σελίδες, ταξιδεύει με τη μνήμη της πίσω στην ημέρα που η μητέρα της απέβαλε αφού «κάθισε στον μπιντέ κι έφυγε από μέσα της ένα κομμάτι συκώτι με αίμα», το «καφετί πράγμα» ή αλλιώς, το «αδερφάκι» της. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, η Ανθή Βεργωτή δηλώνει αποφασισμένη να γεννήσει έναν νέο αδερφό για τη Θάλεια, για να μπαλωθεί ο εμβρυικός θάνατος. Ο Ιωσήφ καταφτάνει το 1965 και αποδεικνύεται μπελάς στην αρχή και ύστερα δυνάστης. Όταν η Θάλεια τον πλησιάζει για να τον φιλήσει, κλαίει λες και τον μαχαιρώνουν. Όταν γίνεται τεσσάρων, χτυπά μανιασμένα το τόπι του φωνάζοντας: «Κακό!» Αργότερα, χτυπά τη μητέρα του και την κλειδώνει στο δωμάτιό του. Όταν η Ανθή επιστρέφει από τη νοσηλεία της σε ψυχιατρική κλινική, της πετά μια μπάλα του τένις κατακέφαλα. Η Ανθή αυτοκτονεί βουτώντας στο κενό και ο Ιωσήφ καίει το τελευταίο σημείωμά της τραγουδώντας. Κάποια χρόνια αργότερα, δολοφονεί τον σύζυγο της ερωμένης του και κλείνεται σε ίδρυμα.
Στα μάτια της αδερφής του, ο Ιωσήφ είναι τέρας. Πώς κατασκευάστηκε; Καθώς η Θάλεια αφηγείται, φανερώνεται ένας πατέρας, καθηγητής φυσικής σε απομακρυσμένες περιοχές και αριστερός που πολέμησε στον Εμφύλιο, καταδόθηκε από τον ίδιο του τον αδερφό και αναγκάστηκε να μετανοήσει. Ενώ τα παιδιά στο περιβάλλον της Θάλειας μεγαλώνουν σε μια σχετική, όσο επιτρέπει η Χούντα, ανεμελιά, ο Μάρκος φορτώνει στην κόρη του τα τραύματα και τα βάρη της Ιστορίας.
«Οι γονείς κληροδοτούν στα παιδιά τους το χρώμα των ματιών τους, τα χείλη, τα μαλλιά, το σχήμα των χεριών τους. Τι άλλο; Ο μπαμπάς έχει γαλανά μάτια, η μαμά καστανά. Ο Ιωσήφ έχει γαλανά μάτια, εγώ έχω γαλανά μάτια. Τι άλλο κουβαλάμε από τα γονίδιά του;» διερωτάται η Θάλεια κι αυτό γιατί, από την πλευρά του πατέρα της, έχουν σημειωθεί κι άλλες αυτοκτονίες στην οικογένεια: η μητέρα του Μάρκου, συνονόματη της Θάλειας, και η αδερφή του η Μοσχούλα απαγχονίστηκαν, η πρώτη ύστερα από τους απανωτούς θανάτους δύο παιδιών της, η δεύτερη εξαιτίας ενός «απαγορευμένου» έρωτα, θύμα των ταξικών διαχωρισμών της εποχής της.
Το στοιχείο της ψυχικής νόσου και της ψυχιατρικής
Η κατάθεση της Θάλειας είναι έντονα δραματική, εστιάζοντας από πολλές πλευρές στο τραύμα, όπως θα συνέβαινε σε μια ψυχαναλυτική συνεδρία. Οι μέθοδοι της ψυχιατρικής βρίσκονται στον πυρήνα της ιστορίας -η μητέρα δέχεται ηλεκτροσπασμοθεραπεία, ο Ιωσήφ επισκέπτεται σε πολύ νεαρή ηλικία ψυχίατρο, κατόπιν νοσηλεύεται καταναγκαστικά- και μάλιστα, σε σημεία καθορίζουν τη μορφή της αφήγησης, όπως όταν απευθύνονται ερωτήσεις ευθέως στη Θάλεια, παρακινώντας τη να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τις λέξεις («Τι σου φέρνει στον νου;», σελ. 22). Ακόμα κι η ταξινόμηση σε κεφάλαια με τίτλους και η μη γραμμική σύνδεση μεταξύ τους, μοιάζει να συνδέονται με αυτό το χαρακτηριστικό.
Εκεί, αγγίζοντας μια τριανταφυλλιά, ματώνει το χέρι του και ύστερα, ακούει πυροβολισμούς, άλογα, στρατιώτες – μια μάχη και έπειτα μια εισβολή εκτυλίσσονται.
Σε όλο το μυθιστόρημα, ο Ιωσήφ παραμένει ένα μυστήριο, ορισμένες πλευρές του οποίου φωτίζονται. Η επιθυμία του να εισπράξει μια απόλυτη, άνευ όρων αποδοχή από τους γονείς του είναι σαφής. Κομβικό φαίνεται να είναι το κεφάλαιο «Ο Ιωσήφ ονειρεύεται», όπου στον ύπνο του βλέπει τον εαυτό του στον κήπο της μητέρας του, στο μπαλκόνι του πατρικού, στα σύνορα δηλαδή με τον έξω κόσμο. Εκεί, αγγίζοντας μια τριανταφυλλιά, ματώνει το χέρι του και ύστερα, ακούει πυροβολισμούς, άλογα, στρατιώτες – μια μάχη και έπειτα μια εισβολή εκτυλίσσονται. Σε αυτό το σκηνικό, ο Ιωσήφ ανησυχεί για τη μητέρα του και στη συνέχεια, κουλουριάζεται στην αγκαλιά της, επιστρέφοντας στην ασφάλεια που του προσφέρει το σώμα της.
Είναι εν μέρει τα άλογα και οι μορφές του έξω κόσμου, που στη συνέχεια συμπυκνώνονται φτιάχνοντας ένα αλλόκοτο υβρίδιο, μια εικονοποίηση του φόβου, της ορμής και της επιθετικότητας του ίδιου του Ιωσήφ; Σε κάθε περίπτωση, στο όνειρο φαίνεται να εκδηλώνονται οι ενοχές που αισθάνεται, καθώς ξεφεύγουν από τη λογοκρισία της συνείδησης.
Οι γυναίκες και το Κακό
Πέραν, όμως, από τον Ιωσήφ και το αίνιγμα του φάσματος των ψυχικών νόσων, η ιστορία πραγματεύεται και τη γυναικεία ματιά σε ένα πατριαρχικό περιβάλλον, με τολμηρό, ριζοσπαστικό και βίαιο τρόπο. Η οικογενειακή «κατάρα» φαίνεται να έχει τις ρίζες της στη γιαγιά Θάλεια – με το που μαθαίνει για τον θάνατο του γιου της που σπουδάζει στην Αθήνα, τον πέμπτο θάνατο ενός παιδιού της, έχοντας ορκιστεί στον άντρα της να μην ουρλιάξει μόλις μάθει την αλήθεια, για να μην τρομάξουν τα υπόλοιπα παιδιά, εσωτερικεύει το τραύμα, βαθιά μέσα της, με τρόπο που φαντάζει οριακά μεταφυσικός:
«Τόσο το έσφιξε το στόμα της, τόσο, μα τόσο πολύ, που δεν άνοιγε. Τα χείλη έσμιξαν και δεν ξεκολλούσαν. Μια αόρατη τανάλια τα κρατούσε ενωμένα. Και πέρασε τη νύχτα όλη με σφραγισμένο στόμα. Κι όταν χάραξε η μέρα, το στόμα της ήταν μαγκωμένο και δεν άνοιγε».
Η γιαγιά Θάλεια, γυναίκα μιας άλλης εποχής, προορισμένη για να γίνεται μάνα, χάνει τη φωνή της μετά τις συνεχείς απώλειες των παιδιών της. Ένα οικιακό αντικείμενο, ένα περίεργο μανταλάκι, χρησιμεύει για να «ανοίξει» το στόμα της και να μπορέσει να τραφεί – να μπορέσει, δηλαδή, να συνεχίσει να υπάρχει φυτοζωώντας. Η περίπτωση της Θάλειας, λοιπόν, συνδέεται με τον Μάρκο, τον γιο της, αλλά και τη νύφη της, την Ανθή, με την εναρκτήρια σκηνή της αποβολής και της αυτόματης υπόσχεσης για αναπλήρωση του χαμένου εμβρύου, που οδηγεί στη γέννηση του Ιωσήφ.
Η «λύση»
Η δόμησης μιας αφήγησης, της αφήγησης της Θάλειας, μπορεί να δώσει μία λύση. Σε έναν κόσμο που η αυτοκτονία της Μοσχούλας, της αδερφής του Μάρκου, αποδίδεται στη βιολογία, στο ότι δεν της ερχόταν περίοδος και ο οργανισμός της γέμιζε τοξίνες, παρά στις κοινωνικές αδικίες που την κράτησαν μακριά από τον αγαπημένο της, η υποστήριξη της αντίθετης εκδοχής, μιας εκδοχής που προσεγγίζει περισσότερο την αλήθεια, είναι σωτήρια. Όπως και η σημασία της «ιδιοκτησίας» των ιστοριών, την οποία οι χαρακτήρες αναλαμβάνουν ενίοτε απρόθυμα: «Μου φανέρωσες την ιστορία της οικογένειάς σου. Πώς μπορώ τώρα να σου την επιστρέψω;», αναρωτιέται η Θάλεια.
Με τις γυναίκες απούσες, κυριολεκτικά φιμωμένες και σκοτωμένες, οι άντρες παρουσιάζουν τις δικές τους εκδοχές: για τον Μάρκο είναι «ντροπή» και «ενοχή εγκλήματος» μια γυναίκα να μην έχει περίοδο. Η κόρη του, προσπαθώντας να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά, αντιστέκεται επαναστατικά, με την εξής αφήγηση:
«Είσαι η ιστορία σου, Θάλεια. Η γραφή σώζει από τον οριστικό χαμό. Θα αγκαλιαστείς. Θα διαβαστείς. Η ιστορία σου θα μείνει. Θα κρατήσεις στα χέρια σου το βιβλίο».
Στο τέλος, το μυθιστόρημα ακολουθεί μια σκοτεινή πορεία: με ένα ιατρικό μανταλάκι, επαναφέροντας το σύμβολο που κράτησε τη γιαγιά της εν ζωή, η Θάλεια δένει τις σάλπιγγές της, καταφεύγοντας σε μια μορφή μόνιμης στείρωσης. Όταν μετά από χρόνια την επισκέπτεται ο Ιωσήφ, η Θάλεια φιλοξενεί τη Μάρσια, ένα εννιάχρονο κορίτσι που μιλά σπαστά ελληνικά. Στην ερώτηση του αδερφού της, αν σκοπεύει να γίνει «μαμά της», η Θάλεια δεν απαντά. Η επιλογή της, αποτέλεσμα αυτοτιμωρίας, πένθους, αλλά και διάθεσης φυγής από την κοινωνική και βιολογική «κατάρα», και η στροφή, με ριζοσπαστικό τρόπο, προς ένα διαφορετικό κοινωνικό μοντέλο, κλείνει το μυθιστόρημα.
Την ίδια ώρα που η τηλεόραση μεταδίδει εικόνες της κλιματικής κρίσης και των μετά μουσικής απελάσεων των μεταναστών, καθώς ακούγεται το τραγούδι «Goodbye». Σε αυτό το σημείο, τα δυο αδέρφια έρχονται κοντά, ψιθυρίζοντας τον σκοπό και ανατριχιάζοντας συγχρόνως – μια μακάβρια υπενθύμιση, τόσο της βιαιότητας του πολιτισμού μας, αλλά και των τρομακτικών ενίοτε αντανακλαστικών του ανθρώπου.
* Ο ΣΟΛΩΝΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι συγγραφέας και ομότιμη καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο οποίο διετέλεσε Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης με καθηγητή τον Ζαν Πιαζέ και ειδικεύτηκε στην Κλινική Ψυχολογία.
Έχει γράψει μυθιστορήματα, όπως Η κόρη της Ανθής Αλκαίου, Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ, Έρως φαρμακοποιός, Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά, To χάρισμα της Βέρθας, Η μετακόμιση, και το διαλογικό έργο Μήπως; με τη Μαργαρίτα Καραπάνου. Βιβλία της έχουν ανέβει στο θέατρο, έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και κυκλοφορούν στην Ευρώπη και την Αμερική.

Το μυθιστόρημα 8 ώρες και 35 λεπτά (The secret sister, Europa Editions) διακρίθηκε από το World Literature Today ως ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα μεταφρασμένα βιβλία του 2015 στην Αμερική. Η ιταλική του μετάφραση (La sorella segreta) από τον Μαουρίτσιο ντε Ρόζα τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης Έργου Ελληνικής Λογοτεχνίας σε Ξένη Γλώσσα. Έχει επιμεληθεί σειρές εκπομπών στην τηλεόραση, όπως Το Μαγικό των Ανθρώπων (ΕΡΤ2).
Τελευταία της έργα που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη: Ο Έλληνας ασθενής, Οι παράξενες ιστορίες της κυρίας Φι, Με βλέπεις; (με την Τασούλα Επτακοίλη), Ο Αζόρ και ο κύριος των εννιά.























