Το μυθιστόρημα του Αντρέα Φραγκιά «Λοιμός» και ο αναγνώστης του 21ου αιώνα. Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε ξανά πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Ποταμός.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Το ερώτημα του τίτλου δεν είναι πυροτέχνημα. Όταν ένα βιβλίο που κυκλοφορεί σε παλιότερη εποχή, επανεκδίδεται πενήντα, εβδομήντα ή εκατό χρόνια μετά, όλοι αναρωτιόμαστε αν είναι συμβατό με το σήμερα και αν, πέρα από την αξία του μέσα στην Ιστορία της λογοτεχνίας (μας), έχει και μια διαχρονική επικαιρότητα, μια επίμονη κλασικότητα.
Ο Λοιμός εκδίδεται το 1972, εν μέσω Δικτατορίας, καταφέρνοντας μάλιστα να περάσει τους μηχανισμούς της λογοκρισίας. Παρόλο που δεν δηλώνει τοπωνύμια, ονόματα και ιστορικά γεγονότα, φωνάζει μέσα στην αλληγορία του ότι αναφέρεται στις συνθήκες ζωής σε ένα στρατόπεδο και μάλιστα –αν το προσδιορίσει κανείς με βάση τη βιογραφία του Αντρέα Φραγκιά– στη Μακρόνησο. Το τοπίο, ο εγκλεισμός, οι δεσμώτες, οι ποινές, οι σκληρές συνθήκες εργασίας, η στρατοκρατική νοοτροπία και ιεραρχία, τα βασανιστήρια, οι απρόοπτοι θάνατοι, η αναμορφωτική διάθεση, ώστε να ανανήψουν οι κρατούμενοι κ.λπ., χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας του στρατοπέδου, ορθώνουν ένα ξεκάθαρο πλαίσιο αναφοράς.

Έτσι, ο πρώτος λόγος για τον οποίο αξίζει κανείς να διαβάσει το μυθιστόρημα σήμερα –αξίζει και πρέπει, θα έλεγα εγώ– είναι ακριβώς η αίσθηση και η μετάδοση μιας τέτοιας εμπειρίας ζωής, που στιγμάτισε όχι μόνο τους ίδιους τους δεσμώτες ή τις οικογένειές τους, αλλά και ευρύτερα την Αριστερά, μα και όλη την Ελλάδα, που για πολλές δεκαετίες, από τον μεσοπόλεμο έως το 1974, λειτουργούσε σαν ένα τεράστιο πεδίο πειθαρχίας και επιβολής σε όσους αντιφρονούντες δεν υπάκουαν στον δεξιό αυταρχισμό ή στον χουντικό ολοκληρωτισμό. Η καταπίεση, η αδικία, η πυγμή της εξουσίας αλλά και η φρίκη της απάνθρωπης σκληρότητας που καταπατά κάθε αξιοπρέπεια έρχονται στην επιφάνεια κάθε λίγο και λιγάκι σε ένα έργο που σαρώνει με τις σκηνές του όλες τις μορφές βίας και επιβολής.
Ο δεύτερος λόγος είναι η μεταμοντέρνα, σύμφωνα με τον Δημήτρη Τζιόβα (1993), τεχνική του, καθώς το ρεαλιστικό εξαϋλώνεται σε ένα αλληγορικό επίπεδο. Οι πραγματικές συνθήκες του στρατοπέδου αποκτούν αφαιρετικές διαστάσεις, αφού οι χαρακτήρες παρουσιάζονται ανώνυμα και παίρνουν την ονομασία τους από το πιο βασικό χαρακτηριστικό τους («περιδεής», «αυτόχειρας», «εκκρεμής» κ.λπ.), με αποτέλεσμα το συγκεκριμένο να ανάγεται στο καθολικό, και το ιστορικό συγκείμενο να γίνεται πανανθρώπινα διαχρονικό.
Αυτή η αφαιρετική αλληγορία δίνει στη δυστοπία του Αντρέα Φραγκιά μεγαλύτερη λογοτεχνική και αναγνωστική αξία, αφού συνδυάζει την καφκική αιωρούμενη κατηγορία (Ραυτόπουλος 2000) με το «συλλογικό μυθιστόρημα», όπως το προσδιορίζει ο Bart Soethaert (Η στροφή προς το παρ<ελθ>όν. Ορίζοντες του ιστορικού μυθιστορήματος (1935-1950) στην Ελλάδα, εκδ. Romiosini, Βερολίνο 2018). Αυτό το είδος μυθιστορήματος απομακρύνεται από έναν κεντρικό ήρωα και εστιάζει σε ένα πλήθος φωνών και προσώπων, χωρίς συγγενικούς δεσμούς, τα οποία –στενότερα ή χαλαρότερα– έχουν έναν κοινό παρονομαστή (τοπικό, επαγγελματικό, θρησκευτικό κ.λπ.) που τα συνδέει.
Τα ετερόκλιτα πρόσωπα που χάνονται μέσα στο πλήθος προσδίδουν στο έργο αποσπασματικότητα, καθώς με τη χρήση κινηματογραφικών τεχνικών (cut και μοντάζ) προβάλλονται τα πρόσωπα σε ασύνδετες σκηνές. Η συλλογικότητα, έστω και πλαστή, δηλώνεται με τα ονόματα στον πληθυντικό αριθμό («κουβαλητές», «μεταφορείς», «κάτοικοι»), που αφορούν τους δεσμώτες, αλλά και άλλα για τους επιβλέποντες («όργανα», «άσπρες μπλούζες», «χειροκροτητές»). Οι πρώτοι δεν διακρίνονται από αλληλεγγύη, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αλλά είναι βουτηγμένοι σε έναν υποβολιμαίο ανταγωνισμό, που τους φέρνει συχνά σε αντιπαράθεση μεταξύ τους. Οι δεύτεροι δεν είναι απλώς δράστες, αλλά συχνά μετατρέπονται σε θύματα του συστήματος, ενίοτε χάνουν τη θέση τους και εντέλει είναι κι αυτοί θλιβερά υποχείρια ενός στυγνού μηχανισμού (Παππάς, 2016: 209-210).
Στον Λοιμό όλες οι μεμονωμένες σκηνές δένονται μεταξύ τους πάνω στο νήμα της αυταρχικής καταπίεσης και του εξευτελισμού, που επικρέμαται πάνω από όλους, οι οποίοι σαν άλλοι καφκικοί ήρωες στοχοποιούνται με ανυπόστατες κατηγορίες και τραγελαφικές μομφές...
Στον Λοιμό όλες οι μεμονωμένες σκηνές δένονται μεταξύ τους πάνω στο νήμα της αυταρχικής καταπίεσης και του εξευτελισμού, που επικρέμαται πάνω από όλους, οι οποίοι σαν άλλοι καφκικοί ήρωες στοχοποιούνται με ανυπόστατες κατηγορίες και τραγελαφικές μομφές (Σταυροπούλου, 2001: 152), χωρίς ούτε οι ίδιοι να μπορούν να αντιληφθούν το γιατί και το πώς. Έτσι, ξαφνικά ο καθένας μπορεί να βρει τον μπελά του, να κατηγορηθεί γιατί είναι ράθυμος και την επόμενη στιγμή γιατί είναι υπερδραστήριος, παράλογες δηλαδή αιτιάσεις σε μια άλογη οργάνωση και πειθαρχία.
Αυτή η πειθαρχία δεν έχει άλλο σκοπό παρά μόνο την αναμόρφωση των κρατουμένων και στην ουσία παίρνει σάρκα και οστά μέσω της δημόσιας διαπόμπευσης και της αναίτιας εργασίας (Κοτζιάς, 1972), όπως με την κατασκευή μιας γέφυρας, χωρίς να υπάρχει ποτάμι από κάτω! Αυτό το εκκρεμές της καταναγκαστικής εργασίας και της υποβάθμισης της αξιοπρέπειας εκτινάσσεται με ένα εύρημα που βάζει τους ανθρώπους ανάμεσα στις μύγες και τα ποντίκια (Σταυροπούλου, 2001: 157): να κυνηγάνε έναν συγκεκριμένο αριθμό μυγών κάθε μέρα. Τα τρωκτικά είναι όντως πραγματική απειλή, αφού τρώνε ό,τι βρουν, από ρούχα έως δέρμα και σάρκα, αλλά η εξόντωσή τους, η οποία θα είχε ουσιαστικό αντίκρυσμα, δεν επιδιώκεται εξαρχής και επίμονα. Αντίθετα, το κυνήγι των μυγών (είκοσι ο καθένας τη μέρα) γίνεται παράπλευρος σκοπός (κι ενίοτε αυτοσκοπός), θεωρείται πατριωτική πράξη και ανάγεται σε βασικό μέλημα, με ποινές για όποιον δεν το επιτελέσει. Έτσι, η συγκέντρωση αυτών των βδελυρών εντόμων γίνεται όνειρο, στόχος, απωθημένο, αποκτά σταδιακά αξία χρήματος, αφού ανταλλάσσεται και πωλείται στη μαύρη αγορά, και εντέλει μετατρέπει τον άνθρωπο από κυνηγό σε θύμα μιας άλογης διαδικασίας (Ραυτόπουλος, 2000).
Το καλογραμμένο επίμετρο του Δημήτρη Χριστόπουλου συγκρεντρώνει ποικίλες πτυχές του πολυεπίπεδου μυθιστορήματος και τις συστεγάζει κάτω από την έννοια της βιοπολιτικής, βοηθώντας τον αναγνώστη να συλλάβει βαθύτερες πλευρές της λογοτεχνίας των στρατοπέδων.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε –σε δική του επιμέλεια– ο πρώτος τόμος της σειράς «Ιστορίες του 21ου αιώνα», μια συλλογή 12 διηγημάτων με τίτλο «Από το τοπικό στο παγκόσμιο» (εκδ. Διόπτρα).
Μικρή χρήσιμη βιβλιογραφία
- Κοτζιάς, Αλέξανδρος (1972): «Λοιμός, 1972)», εφ. Το Βήμα, 31.3.1972 [αναδημ. στο Μεταπολεμικοί πεζογράφοι. Κριτικά κείμενα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1982, σελ. 175-180].
- Καζαντζής Τόλης (1973): «Το βιβλίο. Αντρέας Φραγκιάς», περ. Διαγώνιος, τεύχ. 4, Ιανουάριος - Απρίλιος 1973, σελ. 68-70.
- Μιχαήλ Κ. (1973): «Αντρέας Φραγκιάς, Λοιμός, μυθιστόρημα», περ. Νέα Πορεία, τόμ. 19, τεύχ. 215-218, Ιανουάριος - Απρίλιος 1973, σ. 45.
- Σαχίνης Απόστολος (1978): «Αντρέα Φραγκιά, Λοιμός (από τα Τετράδια κριτικής)», περ. Νέα Πορεία, τόμ. 24, τεύχ. 280-283, Ιούνιος - Σεπτέμβριος 1978, σ. 55.
- Καρβέλης, Τάκης (1988): «Αντρέας Φραγκιάς», στο Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τόμ. Η΄, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα, σελ. 8-36.
- Τζιόβας, Δημήτρης (1993): Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, σελ. 254-257.
- Σταυροπούλου, Έρη (2001): «Το πραγματικό, το φανταστικό και το παράλογο στο Λοιμό του Αντρέα Φραγκιά», Προτάσεις ανάγνωσης για την πεζογραφία μιας εποχής, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 2001, σελ. 149-175. [Πρώτη δημοσίευση στο Ιστορική πραγματικότητα και νεοελληνική πεζογραφία (1945-1995), Εταιρία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα, σελ. 147-192].
- Ραυτόπουλος, Δημήτρης (2000): «Από το λαό στο πλήθος», περ. αντί, τεύχ. 714, 26.5.2000, σελ. 21. [αναδημ. στο Εμφύλιος και λογοτεχνία, εκδ. Πατάκης, Αθήνα 2012, σελ. 91-105].
- Μαγκλίνης, Ηλίας (2002): «Ο Λοιμός άλλοτε και τώρα», περ. Διαβάζω, τεύχ. 426, Φεβρουάριος 2002, σελ. 104-106.
- Ραυτόπουλος, Δημήτρης (2000): «Η σκοτεινή αλληγορία του ολοκληρωτισμού στον Λοιμό», περ. Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχ. 40, Ιανουάριος-Απρίλιος 2009, σελ. [αναδημ. στο Εμφύλιος και λογοτεχνία, εκδ. Πατάκης, Αθήνα 2012, σελ. 106-116].
- Σχινά, Κατερίνα (2002): «Λοιμός, Αντρέας Φραγκιάς. Αθήνα: Κέδρος, 1998», περ. Ithaca, τεύχ. 18, Σεπτέμβριος 2002
- Παπανικολάου, Δημήτρης (2004): «Το νησί ως ουτοπία, δυστοπία, μύθος και γραφή στον Λοιμό του Αντρέα Φραγκιά», στο Αστ. Αργυρίου (επιμ.), Πρακτικά του Β΄ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών, Ρέθυμνο 10-12 Μαΐου 2002. Η Ελλάδα των νησιών από τη Φραγκοκρατία ως σήμερα, τόμ. Α΄, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2004, σελ 629 -639].
- Αγγελάτος, Δημήτρης (2009): «Οι μηχανισμοί (ανα)παράστασης της (“δύστροπης”) πραγματικότητας στο αφηγηματικό σύμπαν του Λοιμού», περ. Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχ. 40, Ιανουάριος - Απρίλιος 2009, σελ. 124-135.
- Καρατάσου, Κατερίνα (2009): «Η “αγωγή της σιωπής” και το “πανεποπτικό βλέμμα” στο Λοιμό ή το μυθιστόρημα και η πειθάρχηση», περ. Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχ. 40, Ιανουάριος - Απρίλιος 2009, σελ. 173-187.
- Καρατάσου, Κατερίνα (2011): «Άτομα και πρόσωπα. Το ζήτημα της ταυτότητας στο Λοιμό του Αντρέα Φραγκιά», στο Κ.Α. Δημάδης (επομ.), Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα), τόμ. Α΄, Πρακτικά Δ΄ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών (9-12 Σεπτεμβρίου 2010, Γρανάδα), Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, Αθήνα, σελ. 695-710.
- Παππάς, Γιάννης Η. (2016): Αντρέας Φραγκιάς. Ιδεολογία και αφήγηση, εκδ. Διαπολιτισμός, Πάτρα, σελ. 59-63 και 191-259.
- Μίγγα, Νίκη (2021): «Ο χώρος του εγκλεισμού στον χρόνο του “Λοιμού”», περ. φρέαρ, 23.1.2021
- Μπουκάλας, Παντελής (2025): «Ο χρονοάντοχος “Λοιμός” του Αντρέα Φραγκιά», εφ. Η Καθημερινή, 11.5.2025.






















