Βαγγέλης Τασιόπουλος, «Ο ελεγκτής και άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα», διηγήματα, εκδ. ΑΩ, 2024. Ποιητική πρόζα που γεννά προσδοκίες.
Γράφει ο Παναγιώτης Γούτας
Από την ποίηση στην πεζογραφία
Πολλοί από τους πεζογράφους της γενιάς μου, αλλά και πολλοί μεγαλύτεροι ηλικιακά πεζογράφοι, ξεκίνησαν γράφοντας ποιήματα ή τυπώνοντας μία ή και δύο ποιητικές συλλογές. Γενικά, η δόκιμη πορεία της γραφής ήταν (και μάλλον παραμένει) αυτή: στην αρχή ποιήματα, κατόπιν σύντομα πεζά (διηγήματα ή αφηγήματα) και τέλος απάγκιο στο μυθιστόρημα. Αυτό, βέβαια, δεν αποτελεί κανόνα μιας συγγραφικής εξέλιξης ενός πεζογράφου, σε γενικές γραμμές, όμως, παραμένει η πεπατημένη οδός. Προσωπικά δεν γνωρίζω πεζογράφους που, ύστερα από πολύχρονη θητεία στον πεζό λόγο, να στράφηκαν με διάρκεια και επιτυχία στην ποίηση. Κι αν αυτό συνέβη ποτέ, θα επρόκειτο για κάποια παλιά λησμονημένη συλλογή ποιημάτων τους, που έσκασε σαν αναλαμπή, σαν πυροτέχνημα στο μεσοδιάστημα, στην ανάπαυλα της συγγραφής κάποιων μυθιστορημάτων τους, για ψυχική εκτόνωση. Γνωρίζω όμως ποιητές και ποιήτριες που ύστερα από μια γόνιμη και πολύχρονη τριβή με την ποίηση και την ποιητική φόρμα, το «γύρισαν» στην πεζογραφία. Κλασική περίπτωση ο Νίκος Δαββέτας, που ύστερα από μακρά θητεία στην ποίηση, με επτά ποιητικά βιβλία, αντιστάθμισε το συγγραφικό του ισοζύγιο με επτά καλογραμμένα πεζογραφικά βιβλία, στη συντριπτική τους πλειονότητα μυθιστορήματα, κατακτώντας επάξια και την ιδιότητα του πεζογράφου. Φυσικά υπάρχουν (ή υπήρχαν) πάντα και οι ποιητές-πεζογράφοι, που μοιράζουν (μοίραζαν) ισόποσα την τέχνη και το ενδιαφέρον τους και στα δύο αυτά λογοτεχνικά είδη, τυπώνοντας εναλλάξ ποίηση και πεζογραφία – ας αναφέρω, τελείως πρόχειρα και μόνο από τον βορειοελλαδίτικο χώρο, τις περιπτώσεις της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, του Τόλη Νικηφόρου, του Μάρκου Μέσκου και του Γιώργου Ιωάννου.
Ύστερα από πορεία σαράντα χρόνων στην ποίηση και με δέκα ποιητικά βιβλία στο γυλιό του, ο ποιητής αποφάσισε να εκτεθεί και στην πεζογραφία μέσα από την πρώτη συλλογή διηγημάτων του...
Η περίπτωση του ποιητή Βαγγέλη Τασιόπουλου (1959) παρουσιάζει ενδιαφέρον. Ύστερα από πορεία σαράντα χρόνων στην ποίηση και με δέκα ποιητικά βιβλία στο γυλιό του, ο ποιητής αποφάσισε να εκτεθεί και στην πεζογραφία μέσα από την πρώτη συλλογή διηγημάτων του Ο ελεγκτής και άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα, που τυπώθηκαν σε κομψή έκδοση από τις εκδόσεις ΑΩ, το 2024, και συνοδεύονται από δύο σκίτσα (εξώφυλλο, οπισθόφυλλο) του εικαστικού Ι. Α. Πρώιου. Για τον Τασιόπουλο δεν γνωρίζουμε ακόμη αν θα έχει διάρκεια και επιτυχία στο νέο του εγχείρημα. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως κρατάμε στα χέρια ένα άκρως ενδιαφέρον δείγμα-βιβλίο, που έχει όλες τις προδιαγραφές ώστε ο συγγραφέας του όχι μόνο να κατακτήσει μελλοντικά την ιδιότητα του πεζογράφου, αλλά να εξελιχθεί και σημαντικά αναφορικά μ’ αυτήν.
Ο έρωτας, το τελευταίο καταφύγιο
Η συλλογή περιλαμβάνει ένα εκτενές διήγημα (νουβέλα) κι άλλα δώδεκα διηγήματα μικρότερης έκτασης. Το ερωτικό στοιχείο διατρέχει το σύνολο αυτών των ιστοριών, ενώ στην πλειονότητα των κειμένων κάποια επαγγελματίας του έρωτα ή απλώς ερωτική γυναίκα στηρίζει, ικανοποιεί ή αναγεννά με ερωτικές υπηρεσίες της κάποιον τσακισμένο ή εξουθενωμένο από τη ζωή άντρα – δημόσιο υπάλληλο, μεσήλικα, φερέλπιδα δημοσιογράφο, φωτογράφο, οδοκαθαριστή ή υπάλληλο στα τρένα. Εδώ, βέβαια, τα όρια ανάμεσα στον πληρωμένο έρωτα και την εθελούσια ερωτική προσφορά δεν είναι ευδιάκριτα. Υπάρχουν δοτικές γυναίκες-ηρωίδες, που, ό,τι προσφέρουν, το προσφέρουν από περίσσιο ψυχής, από μοναξιά ή από εσωτερική ανάγκη. Επομένως, ο υπότιτλος της συλλογής «άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα» ας μην εκληφθεί απαραίτητα ως οικονομική ή συμφεροντολογικού τύπου συναλλαγή για κάποιες προσφερόμενες ερωτικές υπηρεσίες. Όπως και να έχει, ο έρωτας παντού και πάντα δεσπόζει ως ένα τελευταίο καταφύγιο, ως άμυνα σε μια ανάπηρη ζωή, όπου οι πίκρες και οι απογοητεύσεις πλεονάζουν, ενώ η προσωπική ή η συλλογική ευτυχία ολοένα και συρρικνώνονται ως έννοιες.
Ένας κόσμος ελλιπής, ρυπαρός και ανάπηρος, που περιμένει να ευπρεπιστεί, να καθαριστεί και να γιάνει από κάποιον νέο οδοκαθαριστή με κινητικά προβλήματα.
Στο διήγημα «Το άρωμα» (σελ. 62) γράφει ο Τασιόπουλος: «Σε λίγο ο οδοκαθαριστής, ένα παιδάκι είκοσι χρονών με εμφανή δυσκολία στην κίνηση, θα έφτανε για να αποκαταστήσει την τάξη στη γειτονιά». Και μόνο αυτή η πρόταση αρκεί για ν’ αντιληφθούμε το εφαλτήριο της σύνθεσης του συγκεκριμένου βιβλίου, το κίνητρο του συγγραφέα. Η ειρωνεία είναι οξύτατη και εμφανής. Ένας κόσμος ελλιπής, ρυπαρός και ανάπηρος, που περιμένει να ευπρεπιστεί, να καθαριστεί και να γιάνει από κάποιον νέο οδοκαθαριστή με κινητικά προβλήματα. Στο τέλος του διηγήματος, ο συγγραφέας θα ανταμείψει αυτόν τον φιλότιμο νεαρό με το να τον συγχρωτίσει με την Αϊσέ, τη νέα ερωμένη του ανθοπώλη Αχμέτ, ο οποίος νοιάζεται μόνο για υλικές απολαβές και όχι για συναισθήματα. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στο διήγημα «Ο ενθουσιώδης χαρταετός», όπου κυριαρχεί το τρίο: άνδρας με αναπηρία που δεν κατονομάζεται, η Χριστίνα που εκδίδεται από ανάγκη και ένας επαγγελματίας χορευτής, ο Λίο. Η Χριστίνα ικανοποιεί ερωτικά τον πρώτο από συμπόνια και αγάπη, ονειρεύεται όμως τον έρωτα με τον εντυπωσιακό και ευγενή Λίο, που, με την παρουσία του, έχει αναστατώσει τη γειτονιά. Σκόπιμα στάθηκα σ’ αυτά τα δύο διηγήματα για να επισημάνω την ιδιαίτερη ευαισθησία του Τασιόπουλου απέναντι στους ανθρώπους με ειδικές ικανότητες και κινητικά προβλήματα, λόγω και του επαγγέλματός του ως ειδικού παιδαγωγού, μια ευαισθησία που μεταποιήθηκε, στο παρελθόν, σε λογοτεχνία μέσα από ποιήματα ή διηγήματά του για παιδιά και εφήβους.
Στις περισσότερες ιστορίες του βιβλίου το τέλος είναι απρόβλεπτο ή αποκαλυπτικό. Κάποια μυστική σχέση των ηρώων υποβόσκει ή κάποιο γραμμάτιο του παρελθόντος, ανεκπλήρωτο, έρχεται στην επιφάνεια σαν αποκάλυψη, φωτίζοντας τον αναγνώστη.
Στις περισσότερες ιστορίες του βιβλίου το τέλος είναι απρόβλεπτο ή αποκαλυπτικό. Κάποια μυστική σχέση των ηρώων υποβόσκει ή κάποιο γραμμάτιο του παρελθόντος, ανεκπλήρωτο, έρχεται στην επιφάνεια σαν αποκάλυψη, φωτίζοντας τον αναγνώστη. Οι ερωτικές περιπτύξεις των πρωταγωνιστών έχουν κάτι το κατανυκτικό και το λυτρωτικό. Οι εκδιδόμενες γυναίκες εξαγνίζονται, οι πράξεις τους αποβαίνουν κατευναστικές, ζωογόνες. Η ματιά του συγγραφέα πάνω σ’ αυτές τις γυναίκες είναι τρυφερή και συμπονετική. Παρότι η θέση του Τασιόπουλου στο να αποδώσει –κάποιες φορές– τον τρόπο ζωής αυτών των γυναικών και τις επιλογές τους στην κοινωνική ασπλαχνία και σκληρότητα ενέχει τον κίνδυνο μιας ιδιότυπης κοινωνικής κατήχησης, οι ηρωίδες των ιστοριών του πείθουν και γοητεύουν με τη δοτικότητα, την αποφασιστικότητα και την ανθρωπιά τους.
Επιρροές-σκέψεις
Στο πρώτο πεζογραφικό βιβλίο ενός έμπειρου ποιητή, έχει ενδιαφέρον να εντοπίσει κανείς κάποιες λογοτεχνικές επιρροές και επιδράσεις. Να αναρωτηθεί, δηλαδή, ποιους λογοτέχνες είχε ενδεχομένως ο συγγραφέας στο μυαλό του όταν έγραφε, ποια ευαίσθητα και αισθαντικά λογοτεχνικά βλέμματα τον συντρόφευαν στη συγγραφή των ιστοριών του. Στον Τασιόπουλο αυτό δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο, ίσως γιατί το ύφος και η γραφή του είναι απόλυτα προσωπικά και η φωνή του ευδιάκριτη και καθαρή. Διέκρινα ωστόσο στη νουβέλα «Ο ελεγκτής» εκλεκτική συγγένεια με τον Σαμαράκη, όσον αφορά τη σχέση των ηρώων με τα τρένα –αγαπημένο θέμα του Σαμαράκη– αλλά και την ευαίσθητη κοινωνική ματιά του τελευταίου, ενώ στο διήγημα «Λήθη», το σκληρό και τραυματικό γεγονός που υπέστη στο παρελθόν ο ήρωας αλλά και η όλη δομή και το στήσιμο της ιστορίας με παρέπεμψαν στη διηγηματογραφία της Μαρίας Κουγιουμτζή – δύο συγγραφείς που γνωρίζω πως εκτιμά ο Τασιόπουλος και διαβάζει. Σημασία έχει πως στον Τ. η μετάβαση από την ποίηση στην πεζογραφία έγινε ομαλά και πετυχημένα. Το βιβλίο μοιάζει σαν συνέχεια του προηγούμενου έργου του. Ο ποιητής διοχετεύει και προβάλει, πλέον, το ποιητικό του υπόβαθρο μέσα από διηγήματα, πολλά από τα οποία εντάσσονται στην κατηγορία της ποιητικής πρόζας. Μακάρι όλο αυτό να μη μείνει ως ένα ευκαιριακού τύπου πείραμα εκ μέρους του συγγραφέα, ως ένα αναζωογονητικό διάλειμμα από τη βάσανο της ποιητική γραφής, αλλά η όλη σκέψη και απόφαση να αποκτήσει διάρκεια και πρόθεση εξέλιξης σε κάτι καινούριο και διαφορετικό.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Λίο είναι επαγγελματίας χορευτής από τα βάθη της Ανατολής. Με την προσωρινή άδεια παραμονής που του εξασφάλισε ένας επιτήδειος ατζέντης κατάφερε να ορθοποδήσει κάπως. Δεν ανήκει στους πεσόντες. Μένει εδώ και κάποιους μήνες σ’ ένα μικρό διαμέρισμα Κονίτσης κι Ασπροποτάμου. Το ξεχωριστό παρουσιαστικό του προκαλεί εντύπωση, όπως και η ευγένειά του. Τα σπασμένα ελληνικά του μάλλον γοητεία ασκούν παρά το γέλιο. Ο ιδιαίτερος τρόπος να συναναστρέφεται και να συναλλάσσεται στον μικρόκοσμο της γειτονιάς τον ανέδειξαν ως κορυφαίο και συλλογικό πόθο των κοριτσιών και των στερημένων νοικοκυρών». (σελ. 57)