Με αφορμή το βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη «Ιπποπόταμοι συντροφιάς» (εκδ. Εστία). Κεντρική εικόνα: © Τ. Φλιούκας.
Γράφει ο Κώστας Προμπονάς
«Όπου και να γυρίσεις στα Μαστιχοχώρια βλέπεις τακτοποιημένα και νοικοκυρεμένα χωράφια. Η μεταμόρφωση και η ανάπτυξη του Πρωτογενούς τομέα στο νησί μας ικανοποιεί όλους στην Ένωση. Η Μαστίχα και οι Άνθρωποι της, σκαπανείς ή μη, μέρα με την μέρα, κατακτούν υψηλούς στόχους, στον διεθνή στίβο και στερέωμα. Καμιά φορά μάλιστα, δυσανάλογους με τους πόρους που έχουν διαθέσιμους στο Βορειανατολικό άκρο του Ελληνικού Αρχιπελάγους».
Ο τόνος στην ανάρτηση του Προέδρου της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών την Άνοιξη του 2024 στο κοινωνικό δίκτυο Facebook είναι δικαιολογημένα διθυραμβικός. H μαστίχα είναι πολύτιμο εθνικό προϊόν, με αποδεδειγμένη φαρμακευτική χρήση και η καλλιέργειά της έχει ενταχθεί στην άυλη πολιτισμική κληρονομιά από την Ουνέσκο. Οι Ιπποπόταμοι συντροφιάς (εκδ. Εστία), η τελευταία νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη κατορθώνει να αναπαραστήσει ρεαλιστικά το έπος μιας επίμοχθης δραστηριότητας περιγράφοντας «τους δυσανάλογους πόρους» που υπονοεί ο Πρόεδρος Γιώργος Τούμπος, χωρίς να υποκύψει σε ηθικοπλαστικούς διδακτισμούς.
Δεν ήταν πάντα ρόδινα τα πράγματα. Υπάρχουν ασυνέχειες και καμπές στην ιστορία της μαστίχας, θρίαμβοι και καταστροφές. Γύρω στο 1935, ο άγγλος συγγραφέας Λώρενς Ντάρελ, ενώ βρισκόταν στην Κέρκυρα, αγόρασε ένα sloop, μονοκάταρτο ιστιοφόρο, το οποίο ονόμασε Van Norden από τον κεντρικό χαρακτήρα στον Τροπικό του Καρκίνου, βιβλίο του στενού του φίλου Ηenry Miller. Μαζί με τη σύζυγό του Νάνσυ έκαναν συχνά ταξίδια από την Κέρκυρα σε όλες τις Κυκλάδες φτάνοντας μέχρι τη Χίο. Αυτές οι περιπέτειες ενέπνευσαν αργότερα το βιβλίο του Τα ελληνικά νησιά, δίνοντας στις περιγραφές του μια ασυνήθιστη αυθεντικότητα:
«Tα Μαστιχοχώρια στα νότια του νησιού δεν παρουσιάζουν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το ποτό εξακολουθεί να είναι δυνατό, και ακόμη μπορείς να βρεις μαστίχα, παρόλο που το εμπόριό της δεν είναι πια αυτό που ήταν. Για το «υποβρύχιο» –αυτή την ανοησία που επινόησαν τα καφενεία για να προκαλούν ρίγη συγκίνησης στους νεώτερους πελάτες τους– έχω γράψει κάπου αλλού. Είναι μια κουταλιά γλυκό που βυθίζεται μέσα σ’ ένα ποτήρι κρύο νερό, και μάλιστα θα διακρίνεις μια πολύ αρχαιοελληνική έκφραση στα πρόσωπα των παιδιών καθώς γλείφουν τη λευκή πάστα απ’ το κουτάλι. Πηγή του σημερινού πλούτου του νησιού είναι μια εκπληκτική πράσινη πεδιάδα που λέγεται Κάμπος».
Η οικονομική θέση της μαστίχας άλλαξε δραματικά καθώς στο προσκήνιο προβάλλει, ακριβώς εκείνα τα χρόνια, ο Γιώργος Σταγκούλης με μια σειρά άρθρων του στην εφημερίδα «Ελευθερία». Ο «Ιατρός», όπως υπογράφει, υποστηρίζει ότι καλυτέρευση της τύχης του προϊόντος δεν μπορεί να υπάρξει αν το θέμα δεν το αναλάβουν οι ίδιοι οι παραγωγοί. Όσο υπάρχουν «ενδιάμεσοι», οι οποίοι λειτουργούν μονοπωλιακά, δεν πρόκειται να βελτιωθεί η κατάσταση.
Ο Γιώργος Σταγκούλης με τον Γεώργιο Παπανδρέου. |
Αντιλαμβάνεται βέβαια ο Γ. Σταγκούλης τους κινδύνους και τον δύσκολο αγώνα, λέγοντας: «Θα συναντήσωμεν δυσκολίας, αντίδρασιν και πείσμονα ισχύ εκ μέρους των ενδιαφερομένων εμπόρων.» Ο Ιατρός συγκροτεί σταδιακά την πρώτη ηγετική ομάδα της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών η οποία θα διαφοροποιηθεί από τη συντηρητική «Νομαρχιακή Επιτροπή διά τη σωτηρία της μαστίχης» στην οποία μετέχουν έμποροι, πολιτευτές του Λαϊκού, αντιβενιζελικού, κόμματος όπως ο Πολεμίδης και κομματάρχες της υπαίθρου στο νότο που διατηρούν σχέση πατρωνίας με τους πρώτους. Το αίτημα του Ιατρού υιοθετείται τελικά από τις μαστιχοκαλλιεργητικές κοινότητες «διά βοής» και λαμβάνεται η τελική απόφαση. Ο αναγκαστικός Συνεταιρισμός αναλαμβάνει και το εμπόριο της μαστίχας αλλά και τον καθαρισμό – κόντρα στον αρχικό σχεδιασμό της Επιτροπής. Η αντίδραση των εμπόρων θα είναι λυσσαλέα, προσπαθώντας σταθερά να καταργήσουν τον Αναγκαστικό Νόμο και συστήνοντας το 1939, λίγους μήνες μετά την ψήφισή του, τον «Σύνδεσμο Εμπόρων – Εξαγωγέων Μαστίχης Χίου».
Το σημαντικότερο σημείο καμπής στην ιστορία της μαστίχας ήταν ο δοσιλογισμός της περιόδου της Γερμανικής Κατοχής. Το κύριο χαρακτηριστικό της Γερμανικής Κατοχής ήταν ο αποκλεισμός της Ε.Μ.Χ από τη διαχείριση της μαστίχας και η συνεργασία των Γερμανών με εμπόρους όπως οι εξαγωγικοί Οίκοι Ζ. και Κ. αλλά και πρώην υπάλληλοί τους που ανέλαβαν, επί Κατοχής, την ηγεσία της Ε.Μ.Χ. [σ.σ: τα πλήρη στοιχεία τους στις εφημερίδες της εποχής, προσβάσιμες στην βιβλιοθήκη Κοραή].
Από την μεταπολεμική έκθεση του Επιθεωρητή Ελέγχου διαβάζουμε:
«Η εσοδεία 1941 εκβιαστικώς ανηρπάγη παρά των εμπόρων, αντί ευτελεστάτης τιμής. Οι Γερμανοί έδιδαν τας άδειας και επέβαλλον τας ευτελείς τιμάς μόνον εις τους μετ’ αυτών συνεργαζομένους εμπόρους, επί μεγίστη ζημία των μαστιχοπαραγωγών, πολλοί εκ των οποίων απέθαναν εκ της πείνης. Ενώ οι εν λόγω έμποροι ανελάμβανον υποχρέωσιν, ουδέν εκ τούτων επραγματοποίουν, διότι τα μεν τρόφιμα επώλουν εις τιμάς μαύρης αγοράς, το δε ποσόν το εκάλυπταν δι επιταγών, οπότε τα χρήματα ελάχιστην πλέον αξίαν είχον, λόγω της διαρκούς υποτιμήσεως».
Οι δοσίλογοι έθεσαν σε κίνηση τους τοπικούς συνεργαζόμενους παντοπώλες-κομματάρχες, τους «παλαιούς πράττες», να αγοράζουν από τους πενόμενους, δυστυχούντες παραγωγούς, «παρά νόμον, μίαν οκά μαστίχη αντί μιας οκάς σκουπόσπορου»...
Ταυτοχρόνως, σύμφωνα με την παραπάνω έκθεση, οι δοσίλογοι έθεσαν σε κίνηση τους τοπικούς συνεργαζόμενους παντοπώλες-κομματάρχες, τους «παλαιούς πράττες», να αγοράζουν από τους πενόμενους, δυστυχούντες παραγωγούς, «παρά νόμον, μίαν οκά μαστίχη αντί μιας οκάς σκουπόσπορου» ή κριθαριού και συνάμα να προπαγανδίζουν εναντίον της Ε.Μ.Χ ότι η Ένωση τους εγκατέλειψε, ότι «τους έφαγαν την μαστίχην, ότι εχρέωσαν την Ένωσιν με χιλιάδας λίρας και θα κατάσχει η τράπεζα τας περιουσίας των». Ο Γ. Σταγκούλης, προφανώς λόγω βενιζελικού και αντιφασιστικού προσανατολισμού, επέλεξε να μην ασκήσει διοίκηση την επίμαχη περίοδο προφασιζόμενος ασθένεια και επανήλθε αλώβητος, αμέσως μετά την απελευθέρωση. Μετά τα Δεκεμβριανά, όμως, το πολιτικό κλίμα πολώθηκε και η ευρύτερη κοινωνικο-οικονομική ανωμαλία καθώς και το κύμα διώξεων της περιόδου του Εμφυλίου συμπαρέσυρε την Ε.Μ.Χ.
Στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αρκετά από τα βασικά στελέχη της Ένωσης διώκονται και στέλνονται εξορία. Στη φιλογερμανική, κατοχικά, εφημερίδα «Πρόοδος» δημοσιεύεται προκήρυξη από δύο μεγάλους Συνεταιρισμούς, του Πυργίου και της Καλλιμασιάς και έναν τρίτο, πολύ μικρότερο, της Βέσσας. Η προκήρυξη ζητά την διάλυση των Συνεταιρισμών και την παραίτηση του Σταγκούλη, κοινοποιώντας του το έγγραφο με δικαστικό κλητήρα. Από την δημοκρατική εφημερίδα «Εμπρός» πληροφορούμαστε στις 9/3/45 ότι «σε όλα γενικά τα Μαστιχόχωρα παρατηρείται αναβρασμός και αιτία του είναι οι προσπάθειες που καταβάλλονται για τη διάλυση της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών. Η είδηση πως μαύροι άνθρωποι πλήρωσαν και δύο δικηγόρους για τη δουλειά αυτή, προκάλεσε την αγανάκτηση των χωρικών».
Αν και σήμερα η υποκινημένη από τρίτους ανταρσία γνωρίζουμε ότι έπληξε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’50 την ΕΜΧ, με τη διάθεση μαστίχας σε εμπόρους να παραμένει σε ιδιαίτερα ψηλά επίπεδα, η Ένωση μπόρεσε να αποφύγει τη διάλυση χάρη στην αυταπάρνηση των περισσότερων παραγωγών που δέχτηκαν πολύ χαμηλές, μη ανταγωνιστικές, μπροστά στις προσφερόμενες τιμές των εμπόρων προκαταβολές, αλλά και χάρη στην πρόνοια του προέδρου Σταγκούλη να προμηθευτεί υλικά συσκευασίας (καμπότ και χαρτί) που κρύφτηκαν σε αποθήκη του Συνεταιρισμού Καλλιμασιάς. Αργότερα, το 1973, ο Ιατρός υποστήριξε ότι η Ένωση μπόρεσε να επιβιώσει οικονομικά χάρη στην επένδυση, κατά τα πολεμικά χρόνια, σε υλικά.
Το αρχέτυπο του Μακριδάκη
Ο Μακριδάκης πλάθει την πρωταγωνίστρια της νουβέλας Παρή ως το αρχέτυπο της σύγχρονης Μαστιχοχωρούσενας τρίτης ηλικίας. Η Παρή, ανάμεσα στα 60 και τα 70 έχει κάποια χαρακτηριστικά τα οποία την καθιστούν μεταιχμιακή ή ακριβέστερα, τη φέρνουν στο κατώφλι μιας περιόδου κατά την οποία στην Ελλάδα συντελείται «μία ευρύτερη μεταβολή πολιτισμικού παραδείγματος», αν δεχτούμε την θεωρητική γραμμή του καθηγητή Δ. Τζιόβα. Αυτή η μεταβολή, που αρχίζει να εκδηλώνεται δειλά κατά τη δεκαετία του ’60 και λαμβάνει χώρα με ταχύτερους ρυθμούς από την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 και έπειτα, μπορεί να οριστεί επιγραμματικά από τη μετάβαση από έναν παραδοσιακό κοινοτικό τρόπο ζωής σε μια ατομικιστική νοοτροπία, που είναι απόρροια της εντεινόμενης αστικοποίησης και του σταδιακού εκδυτικισμού της ελληνικής κοινωνίας. Στην περίπτωση όμως της Παρής παρατηρούμε και την αντίστροφη πορεία, από το άστυ στην αναγκαστική επιστροφή στα Μαστιχοχώρια της «βαθιάς Ελλάδας»:
«…έπεσε έξω η εργολαβική εταιρία του Χαρίλαου στο Περιστέρι και αναγκαστήκανε να φύγουν άρον άρον από το διαμέρισμά τους το όμορφο, το φωτεινό, με τα μπαλκόνια τα τεράστια, απέναντι ακριβώς από τον Άγιο Ιερόθεο, και να επιστρέψουν καταχρεωμένοι και χιλιοκατασχεμένοι στο χωριό, να χωθούνε σαν κατατρεγμένοι από τη μοίρα μες στο πατρικό της σπίτι, το ανήλιο, το χωριάτικο. Που κλάνει ο διπλανός και τον ακούς, έτσι έλεγε η Παρή και δεν ήθελε ποτέ της να βρεθεί στην ανάγκη να ξαναμείνει στο χωριό» (σελ. 25)
Η επιστροφή στον γενέθλιο τόπο σημαίνει και νέα ιστορικά, κοινωνικά και οικονομικά συμφραζόμενα εντός των οποίων συγκροτείται η γυναικεία υποκειμενικότητα στα Μαστιχοχώρια και ο Μακριδάκης προβαίνει σε μια ευθεία αμφισβήτηση της δυϊστικής αντίληψης που ταυτίζει τη μητέρα με το ιδιωτικό και τον πατέρα με το δημόσιο, καθώς ο βασικός χώρος δράσης των γυναικών δεν είναι αποκλειστικά το σπίτι.
«…συνήθιζαν κάθε απόγευμα καλοκαιριού να βγάζουνε κατάδρομα καρέκλες και να καφενεδιάζουνε όλες μαζί οι γειτόνισσες, βλέποντας τους περαστικούς, μαθαίνοντας ποιοι ήρθανε και πότε απ’ την Αθήνα, πόσο θα κάτσουν στο χωριό και τα λοιπά. Γενικά, σχολιάζοντας της κάτω γης τα χώματα για όλους και για όλα, ευκαιρίας δοθείσης». (σελ. 10)
Η ανθρώπινη γεωγραφία της Παρής προβληματοποιεί τις κυρίαρχες και αποδεκτές αντιλήψεις για τη μητρότητα και, επιπλέον, αρνείται μια κανονιστική μυθοπλαστική απεικόνιση παρέχοντας στη θέση της ανατρεπτικές ανασημασιοδοτήσεις και αναθεωρήσεις της γυναικείας εμπειρίας. Όταν, στην ιστορία του Μακριδάκη, εμφανίζεται μια δεισιδαίμονας συγγενής που αποτρέπει την κόρη της Παρής από τη γενετήσια συνάφεια με σκοπό την σύλληψη παιδιού, η Παρή νουθετεί την κόρη:
«Άσε, παιδάκι μου, τη Φανή να λέει τις βλακείες της και μη την ακούς, χασκογέλασε η Παρή. Πρόσεξε καλά, μην πας απάνω και τον αγχώσεις τον άνθρωπο με όλες αυτές τις αηδίες, παρήγγειλε στην κόρη της. Κουβέντα δεν θα του κάνεις ποτέ σου για παιδί». (σελ. 59)
Φωτογραφία © Στρατής Βογιατζής |
Οι σχέσεις εξουσίας
Ο Μακριδάκης παρατηρεί ήρεμα ότι στα σύγχρονα Μαστιχοχώρια προκαθορισμένες σχέσεις εξουσίας στους κόλπους της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας φαίνεται να υπονομεύονται και, παρόλο που ο εγκλωβισμός της Παρής ως ασθενούς συζύγου παρουσιάζεται μοιραίος και αναπόδραστος, ταυτόχρονα η ηρωίδα ταυτίζεται με μια κρυφή εξουσία, την οποία ασκεί με την κοινωνική ταυτότητα μέσω του μητρικού της ρόλου αλλά κυρίως μέσω της ιδιότητάς της ως αυτόχθονα. Πρωτίστως όμως η κοινωνική ταυτότητα της Παρής είναι αυτής της διπλής εσωτερικής μετανάστριας.
Ο λογοτεχνικός φακός της νουβέλας ρίχνει άπλετο φως στα Μαστιχοχώρια του 21ου αιώνα, προλαβαίνοντας να αποκαλύψει, πριν ενσκήψει η επίσημη ιστοριογραφία και οι κοινωνικές επιστήμες, τις άρρητες δομές και τους αυστηρούς πολιτισμικούς περιορισμούς των κοινοτήτων στη Νότια Χίο και η εκτίμησή μου είναι πως θα επιδράσει στους μελλοντικούς ερευνητές όπως το μυθιστόρημα Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού στην αναθεωρητική ιστοριογραφία του 20ου αιώνα. Ας σημειώσω εδώ ότι οι τελευταίοι θα επωφεληθούν επίσης από τη διδακτορική διατριβή του Δημήτρη Τσούχλη «Πολιτικές του αγροτικού τοπίου στη Νότια Χίο», η οποία δυστυχώς δεν περιλαμβάνει τις τεκτονικές αλλαγές που επισυνέβησαν μετά το 1989 αλλά και από την ηθογραφική νουβέλα Τα δρίματα του αείμνηστου μαθηματικού Νίκου Λατουσάκη, κοινοτάρχη του Μαστιχοχωρίου των Ολύμπων.
Σε αυτό το σημείο, ας αποπειραθούμε να διαυγάσουμε την σημασία της μετακίνησης στην ύπαιθρο. Η οικονομική κρίση που αντιμετώπισε η Ελλάδα από το 2008 μετέτρεψε το φαινόμενο της εγκατάστασης στην ύπαιθρο σε έναν δυνητικά δυναμικό πυλώνα της εσωτερικής μετανάστευσης. Μελέτες σε μεγάλη χωρική κλίμακα που αφορούν στην εσωτερική μετανάστευση αναδεικνύουν τις τάσεις μετακίνησης του ελληνικού πληθυσμού από αστικές περιοχές στην ύπαιθρο ως φαινόμενο υπό εξέλιξη, ωστόσο περιορισμένης έντασης συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η εσωτερική μετανάστευση στην Ελλάδα είναι ένα φαινόμενο που δυστυχώς έχει μελετηθεί ελάχιστα κυρίως λόγω της έλλειψης διαθεσιμότητας των δεδομένων.
Σε αρκετές χώρες της Ε.Ε., δίνεται όλο και περισσότερο έμφαση σε αυτή τη μορφή μετανάστευσης, όπου η ύπαιθρος θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Η εσωτερική μετανάστευση στην Ελλάδα είναι ένα φαινόμενο που δυστυχώς έχει μελετηθεί ελάχιστα κυρίως λόγω της έλλειψης διαθεσιμότητας των δεδομένων. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, δεν υπάρχει συστηματική καταγραφή της εσωτερικής μετανάστευσης ανά έτος, ειδικά σε αρκετά μικρή χωρική κλίμακα. Ακόμα, δεν έχουν γίνει λεπτομερείς αναλύσεις διότι υποκρύπτονται διαφορετικά είδη μετακινήσεων, παραδείγματος χάριν μετακίνηση λόγω σπουδών, συνταξιοδότησης, κοινωνικής κινητικότητας και άλλα.
Προς το παρόν η Ελλάδα δε φαίνεται να παρουσιάζει τάσεις επιστροφής στην ύπαιθρο υπό τη μορφή της μετάβασης σε έναν «εναλλακτικό τρόπο ζωής», όσο λόγω των στενών δεσμών των μετακινούμενων με τον τόπο καταγωγής τους μια κατ’ ανάγκη, όπως της Παρής-Χαρίλαου και όχι εθελοντική επιστροφή. Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα όπου οι δεσμοί με τον τόπο καταγωγής παραμένουν ισχυροί, είναι πιθανό να είναι πιο εύκολη η λήψη της απόφασης για επιστροφή στον τόπο καταγωγής. Ως γνωστό, τα άτομα που αναχώρησαν στο παρελθόν από τα χωριά τους για εγκατάσταση στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, σπάνια πούλησαν την περιουσία τους (γη και πατρικό σπίτι) και διατήρησαν ισχυρούς δεσμούς με τον τόπο τους.
Φωτογραφία © Στρατής Βογιατζής, Δωμάτιο στο Πυργί. |
Η μετανάστευση στην ύπαιθρο
Η μετανάστευση στην ύπαιθρο δεν είναι μόνο μια μετακίνηση σε ένα διαφοροποιημένο φυσικό και οικονομικό χώρο. Θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτελέσει επίσης μια συνειδητή κοινωνική αποστασιοποίηση από τις μητροπολιτικές δομές εργασίας, τις καταναλωτικές συνήθειες και τον αστικό τρόπο ζωής γενικότερα. Ωστόσο, όπως δείχνει η νουβέλα «Ιπποπόταμοι συντροφιάς» οι νεοεισερχόμενοι κάτοικοι αντιλαμβάνονται διαφορετικά το αγροτικό περιβάλλον απ’ ό,τι οι γηγενείς αγρότες που εξασφαλίζουν τη διαβίωσή τους μόνο από το αγροτικό εισόδημα επιβεβαιώνοντας την ερευνητική πρόταση Ανθόπουλου και Γούσιου ότι «στην περίπτωση της Ελλάδας η υπαιθριακότητα (το ανήκειν στον κόσμο της υπαίθρου) είναι ισχυρότερη του υπαιθριωτισμού (ειδυλλιακότητα της ζωής στην ύπαιθρο)» (2007: 254):
«Η Παρή τους σκίνους δεν ήθελε ούτε να τους βλέπει, διότι από μικρό παιδί τα καλοκαίρια την ξυπνούσανε στις πέντε το πρωί οι γονείς και ο παππούς της για να πάνε στο κέντος. Μια ώρα ποδαρόδρομο… Δεν ήθελε λοιπόν ποτέ της να τους ξαναδεί τους σκίνους, και όταν έφτασε η στιγμή που αναγκάστηκε να επιστρέψει στο χωριό και είπε και αυτή την αδιανόητη κουβέντα [“πάλι καλά που έχουμε τους σκίνους”], ούτε τότε πήγε να τους ξαναδεί. Δεν είχε πάει ποτέ της τόσα χρόνια στα χωράφια».
Η παραπάνω πρακτική διαφοροποιείται δραματικά από τους εγκαθιδρυμένους κανόνες εργασίας που ισχύουν στον σύγχρονο Μαστιχοχωρούσικο πολιτισμό. Ο Νίκος Τσούχλης στην πρόσφατα εκδομένη διατριβή του (εκδ. Καστανιώτη, 2022) επαναλαμβάνει τους όρους του έμφυλου καταμερισμού εργασίας που ίσχυε για αιώνες έως πρόσφατα:
«Ο Ιούλιος, ο Αύγουστος και ο Σεπτέμβριος είναι οι μήνες της μαστίχας. Από τις εργασίες, η δουλειά στα χωράφια μοιράζεται σε καθημερινή βάση και με τους δύο να δουλεύουν σε αυτά τις ίδιες περίπου ώρες. Ευθύνη της γυναίκας είναι η φροντίδα των ζώων, το καθάρισμα της μαστίχας και το ζύμωμα του ψωμιού, ενώ ευθύνη του άνδρα είναι το πότισμα του κήπου, η συντήρηση του στάβλου και του κοτετσιού».
Ο Γιάννης Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 στη Χίο και σπούδασε μαθηματικά. Από το 1997, που ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών με σκοπό την έρευνα, αρχειοθέτηση, μελέτη και διάδοση των τεκμηρίων της Χίου, οργανώνει τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα του Κέντρου, επιμελείται τις εκδόσεις του και διευθύνει το τριμηνιαίο περιοδικό "Πελινναίο". |
Στη νουβέλα, ακόμα και το καθάρισμα της μαστίχας, που είναι μια συλλογική, γυναικεία, απασχόληση, πλούσια σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, αναλαμβάνεται από τον σύζυγο. Στο σημείο αυτό ας εξομολογηθώ ότι ως ερασιτέχνης μαστιχοπαραγωγός, αντέχω, προς το παρόν, τον κοπιώδη, κατά μόνας, καθαρισμό της μαστίχας μόνον ακούγοντας στο youtube αναγνώσεις κλασσικών λογοτεχνικών έργων αλλά στο παρελθόν είχα παρατηρήσει τα σπασμένα νεύρα «σώγαμπρων» σαν τον συμπαθή Χαρίλαο οι οποίοι αποπειρούνταν να καθαρίσουν μαστίχι μόνοι τους, ένα βασανιστήριο ακινησίας όπου μυοσκελετικοί πόνοι παραμονεύουν:
«Τα είχε αναλάβει όλα ο Χαρίλαος. Με τους εργάτες πλέον, αλλά αν δεν ήτανε ο ίδιος να οργανώνει τη δουλειά και φυσικά να καθαρίζει όλο τον χειμώνα σκυμμένος με τη λάμπα του πάνω στο τραπεζάκι, κούκουδο το κούκουδο, τη δαχτυλιδόπετρα και τις πίττες με τα μαχαιράκια του, δεν θα γινόταν τίποτε».
Στη ρεαλιστική απεικόνιση τυπικών ανθρώπινων χαρακτήρων της κοινωνίας του μαστιχιού οι Ιπποπόταμοι συντροφιάς μοιάζουν κυρίως με το Τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή μέσω της αυτόχρημα μαγνητοφωνικής πιστότητα του γλωσσικού ιδιώματος.
O Χαρίλαος των Ιπποποτάμων, αν και υποτιμάται συστηματικά από τη συμβία του («ο χαχαχούχα» σελ. 78), επιδεικνύει παροιμιώδη ανθεκτικότητα και ευελιξία, έχοντας προσαρμοστεί άριστα σε μια τοπική κοινωνία που η ιστορική τροχιά παρέχει ενδείξεις ενός πολωτικού κοινωνικού αποκλεισμού. Κατανοεί πρωτίστως ότι η ανδρική ενασχόληση με την μαστιχοκαλλιέργεια, για το κοινοτιστικό ερμηνευτικό πλαίσιο, επέχει θέση εργαστηρίου αρρενωπότητας. Για αυτό παρακολουθεί με έκδηλη υπερηφάνεια τον δικηγόρο γαμπρό του που υποπτευόταν ως άνδρα δεύτερης κατηγορίας να επιτελεί στο πλευρό του το μάζεμα της σοδειάς:
«Εκείνες όμως τις ημέρες που δουλέψανε παρέα στο μαστίχι, στα κοσκινίσματα και στα κουβαλήματα, κάπως σαν να ησύχασε ο Χαρίλαος από τις υποψίες του αυτές. Του φύγανε οι σκέψεις οι κακές διότι είχε τον Μάνο υπό παρακολούθηση στενή και έβλεπε προς μεγάλη του ικανοποίηση ότι ήτανε άντρας πράγματι, δυνατός και ικανός, όχι μόνο για τη θεωρία, όπως νόμιζε, αλλά και για την πράξη. Δεν είχε σημασία που δεν ήξερε από μπάλα. Την έπιανε την πέτρα και την έστυβε άμα ήθελε». (σελ. 147)
Φωτογραφία © Στρατής Βογιατζής |
Ρεαλιστική απεικόνιση
Στη ρεαλιστική απεικόνιση τυπικών ανθρώπινων χαρακτήρων της κοινωνίας του μαστιχιού οι Ιπποπόταμοι συντροφιάς μοιάζουν κυρίως με το Τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή μέσω της αυτόχρημα μαγνητοφωνικής πιστότητα του γλωσσικού ιδιώματος. Όμως οι διάλογοι των Ιπποπόταμων μαρτυρούν την σοβαρότητα –και όχι την ελαφρότητα, όπως ίσως στην περίπτωση του Τρίτου Στεφανιού– με την οποία ο Γιάννης Μακριδάκης αντικρίζει τη νεοελληνική ζωή και τις ιστορικές ή τις καθημερινές περιπέτειές της ελληνίδας. Η παντρεμένη με εργατολόγο κόρη της Νάγιας που ζει στην Αθήνα αναπαριστά τον γάμο της μητέρας της ως οικιακό βάλτο, στα ασάλευτα νερά του οποίου στωικοί και χοντρόπετσοι ιπποπόταμοι παίρνουν το λασπόλουτρό τους αλλά παράδοξα η συναισθηματικά ευφυής κόρη δείχνει να εθελοτυφλεί για τις γιγάντιες δυσκολίες σύναψης γάμου με ετερόχθονα, που συνιστά μια ανωμαλία στις έντονα ενδογαμικές κοινωνίες των Μαστιχοχωρίων:
«Είχε βλαστημήσει πολλές φορές την ώρα και τη στιγμή που παντρεύτηκε, από το πουθενά, κόρη μαστιχοπαραγωγού ο Χαρίλαος. Αυτός που πριν να τη γνωρίσει στην Αθήνα την Παρή, δεν γνώριζε ούτε πού πέφτει η Χίος. Από το Μεσολόγγι ήτανε και ήξερε άλλα πράγματα. Να φτιάχνει κοκορέτσι καταπληκτικό, προβατίνα στη σούβλα και χέλια ψητά, αλλά τον έφερε η ζωή στο νησί, να τρώει κάτι αίγες άνοστες, φτενές, και να κάνει μαστίχι. Όλα ανάποδα». (σελ. 49)
Η σχέση Χαρίλαου-Παρής στην ιστορία μπορεί να περιγραφεί ως «Συντροφική αγάπη» (Companionate love), καθώς, αν υιοθετήσουμε την «Τριγωνική Θεωρία της Αγάπης» (Triangular Theory of Love) του ψυχολόγου Sternberg (1986), συνυπάρχει η Εγγύτητα (Intimacy) και η Δέσμευση (Commitment). Η Εγγύτητα είναι παρούσα, αναδύονται συναισθήματα της οικειότητας καθώς και η αίσθηση ότι ο Χαρίλαος μοιράζεται κοινά ενδιαφέροντα και στόχους με τη σύντροφο. Το στοιχείο της Δέσμευσης πάλι περιλαμβάνεται στη συνειδητοποίηση του ζευγαριού ότι κάποτε υπήρξε ερωτευμένο («τα όμορφα που πέρασε» σελ. 45) και δεσμεύεται να διατηρήσει την σχέση του.
Λείπει το τρίτο στοιχείο του πάθους (Passion) που περιλαμβάνει τη σεξουαλική επιθυμία, τις φαντασιώσεις, τη ρομαντική και τη σεξουαλική επαφή με το σύντροφο, άρα αποφεύγεται προγραμματικά από τον συγγραφέα να σχολιάσει μια περίπτωση «Μη αγάπης» (Nonlove), «Αγάπης αρέσκειας» (Liking), «Εμμονικού πάθους» (Infatuated love) ή «Ρομαντικής αγάπης» (Romantic love), αν και η σχέση της κόρης Νάγιας με τον σύζυγο Μάνο παρουσιάζει ορισμένα στοιχεία ώστε να καταχωριστεί ως «Ολοκληρωμένη αγάπη»:
«Είχανε κόψει προ πολλού το πλάγιασμα μαζί. Ιδίως όμως από τότε που αρρώστησε, δεν είχε πάει ποτέ να κοιμηθεί κοντά του στο κρεβάτι. Είχε βρει το γιατάκι της και την παρηγοριά της εκεί στον καναπέ της, στην κουζινοτραπεζαρία της, που ήταν η ζωή της» (σελ.44)
Φωτογραφία © Στρατής Βογιατζής |
Η νόσος της Παρής
Η συνθήκη που περιγράφει ο Μακριδάκης είναι μιας μετεμμηνοπαυσιακής γυναίκας η οποία αντιμετωπίζει ανίατη, συστηματική νόσο η οποία προσωρινά ελέγχεται με φαρμακευτική αγωγή η οποία έχει σοβαρές παρενέργειες, φροντίζοντας ταυτόχρονα μια ενήλικη κόρη, προστατευόμενο μέλος της οικογένειας ως έχουσα νοητική υστέρηση. Η Παρή στην πραγματικότητα δεν κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, δεν έχει καμιά αυταπάτη για την κατάληξη της ασθένειας αν και είναι αιχμάλωτη της παραδοσιακής αντίληψης που θέλει να αποκρύβονται δυσάρεστες ιατρικές πληροφορίες από όσους είναι σοβαρά άρρωστοι. Η κεντρική ηρωίδα της νουβέλας, παρόλες τις παραπάνω αντιξοότητες, αντιμετωπίζει με απαράμιλλη εγκαρτέρηση την συμφορά, στοχοπροσανατολισμένη στις υποχρεώσεις προς εαυτόν και αλλήλους κάθε καινούργιας μέρας, χωρίς να «έχει πια καμιά σκέψη για το αύριο» (σελ.45)
«Ήτανε μια γυναίκα δοτική σε όλους, η μάνα όλων, που τους φρόντιζε τα μικρά και τα ταπεινά, τη βάση τους. Να έχουνε το κάθετί τους έτοιμο για να φάνε και να είναι πλυμμένοι, σιδερωμένοι, καθαροί, ώστε να κάνουνε εκείνοι τα πιο μεγάλα έργα τους. Ήτανε συγκινητικοί τέτοιου είδους άνθρωποι…». (σελ. 124)
Τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της έμφυλης ανθρώπινης γεωγραφίας όπως παρουσιάζονται από την αρχετυπική, «μαστιχοχωρούσικη», φιγούρα της Παρής είναι:
— η φιλοξενία
«Διότι το είχε συνήθειο η Παρή να έχει το ψυγείο και τα ντουλάπια της πάντα πλήρη τροφίμων. Όχι μόνο για να μη της λειφτεί τίποτε τη στιγμή που το χρειάζεται, αλλά για να ‘χει και περίσσεια από κάθε τι. Διότι δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα λάχαινε να την επισκεφτεί απροειδοποίητα κάποιος άνθρωπος μια μέρα και δεν θα έχει να του βγάλει ένα κέρασμα, να του κάνει ένα τραπέζι. Θα ήτανε ντροπή μεγάλη. Θα πέφτανε τα μούτρα της. Δεν είχε μάθει έτσι από τη μάνα της η Παρή». (σελ. 97)
— η αποφασιστική διαχείριση του οικογενειακού ταμείου
«Εξάλλου, τον κρατούσε όμηρο διότι το πορτοφόλι το είχε αυτή. Εκείνος δεν είχε τίποτα. Όλα εκείνη τα έλεγχε και είχε πλήρη γνώση για το τι συνέβαινε παντού. Μέχρι και στα χωράφια. Αν και δεν είχε πατήσει ποτέ της να τα δει, απ’ τον καιρό που πήγαινε μαζί με τον παππού της, μισόν αιώνα πριν. Τον έβαζε όμως καθημερινά και της έδινε λεπτομερή αναφορά εργασιών τον Χαρίλαο… Ανέλαβε εκείνη. Έσοδα και έξοδα γραμμένα όλα στο κιτάπι της μέχρι το τελευταίο λεπτό του ευρώ». (σελ. 24)
— η κοινοτιστική φροντίδα – όχι απαραίτητα ανιδιοτελής, για τους ηλικιωμένους συγγενείς, μια «δανεική» αλληλεγγύη
«Και τα χωράφια πολλά. Η προίκα της Παρής από τον πατέρα της, για τον γάμο τους τότε, μα και άλλα που τα έλαβε κατόπιν, κληρονομιά από κάτι θειάδες άκληρες, που της τα γράψανε εκείνης διότι τις κοίταξε στα τελευταία τους πάρα πολύ καλά. Δεν το ‘κανε για την κληρονομιά η Παρή, προς Θεού. Πάνω απ’ όλα αξιοπρέπεια. Όπως είχε τη μάνα της, έτσι είχε κι εκείνες. Διότι, παρ’ όλα τα στραβά της και την αψάδα που έδειχνε, και παρ’ όλη τη γλώσσα της που τη φοβούνταν όλοι, ήταν στο βάθος της καλόψυχη και συμπονετικιά. Επίσης, πολύ παστρικιά. Νοικοκυρά απ’ τις πρώτες. Τις είχε στην πένα, μπριλάντι, τις κατάκοιτες γριές. Σαν μαστιχάκια λαμποκοπούσανε μέχρι την τελευταία τους στιγμή, που κλείσανε τα μάτια τους. Την ίδια ποιος θα την κοιτούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως, αυτό αναρωτιότανε συχνά. Κανένας, απαντούσε μόνη της, παρόλο που ήξερε καλά ότι όλα στη ζωή είναι δανεικά, και όλο και κάποιος θα βρεθεί». (σελ. 50)
Φωτογραφία © Στρατής Βογιατζής |
Παρόλο που πολλές έρευνες παρουσιάζουν τις αστικές περιοχές ως σαγηνευτικές που παρασύρουν τους κατοίκους της υπαίθρου σε πιο έντονους ρυθμούς ζωής, η πιο αποδεκτή εξήγηση για την αστικοποίηση υποκρύπτεται πίσω από άλλους παράγοντες που υποδηλώνονται σε μια παλιά, γερμανική παροιμία που υποστηρίζει ότι «στις πόλεις αναπνέει κανείς πιο ελεύθερα» Πρόκειται επίσης για την ριζική αβεβαιότητα του αγρότη για τις φυσικές καταστροφές και την απώλεια της σοδειάς, για τις ποικίλες δυσκολίες διαβίωσης στην ύπαιθρο, μπροστά στη λαμπερή ελκυστικότητα των καλύτερων συνθηκών διαβίωσης στις πόλεις, των ευκαιριών απασχόλησης και των ανώτερης ποιότητας κοινωνικών υπηρεσιών. Όμως η ελληνική αγροτική ύπαιθρος θα ήταν ουτοπικό να αντιμετωπιστεί ως «ενιαία» υπόσταση, ειδικά σήμερα, όπου υπάρχουν θώκοι μιας καταπληκτικής ανθρώπινης ανάπτυξης.
Αποφυγή της μονολιθικής απεικόνισης
Οι Ιπποπόταμοι συντροφιάς αποφεύγουν τη μονολιθική απεικόνιση της κοινοτιστικής εμπειρίας, κυρίως μέσα από την επιλεκτική αποσιώπηση σημαντικών εμπειριών, καταδεικνύοντας τη ρευστότητα και την πολλαπλότητα της ταυτότητας του εσωτερικού μετανάστη καθώς και τις ποικίλες αντιφάσεις που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση της ατομικής εμπειρίας με τις αντικειμενικές ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Γιατί έφυγε η Παρή από τα Μαστιχοχώρια;
Οι πληροφορητές στη διδακτορική διατριβή του Δ. Τσούχλη αποκαλύπτουν μόνο μία, όχι απαραίτητα όμως αναγκαία και επαρκή συνθήκη, για το εγχείρημα της μεταπολεμικής (για την ακρίβεια: μετεμφυλιακής) μετανάστευσης προς τα αστικά κέντρα: «Ο περίγυρος και οι μεγάλες αναδιαρθρώσεις σπρώχνουν ιδιαίτερα εκείνους που κατέχουν ελάχιστη γη, να την αποχωριστούν προς μετανάστευση ή μετοίκηση σε μεγάλες πόλεις ως εργατικό δυναμικό, μόνιμα, για κάποιο χρονικό διάστημα, ή εποχικά» παραδέχεται ο παραπάνω συμμετοχικός παρατηρητής. Όμως η Παρή διατηρούσε σημαντική κτηματική περιουσία. Ένας σημαντικός λόγος μετανάστευσης σε παρόμοιες περιπτώσεις ήταν η μόνιμη απειλή διωγμών, σωματικών κακοποιήσεων και κοινωνικού αποκλεισμού, ειδικά αν κάποιος συγγενής ανήκε στους ηττημένους της εμφύλιας σύρραξης. Στη νουβέλα ομολογείται αυτό το γεγονός, ταυτόχρονα με τη διαπίστωση ότι οι νικητές του εμφυλίου μένανε ατιμώρητοι ακόμα και όταν έκλεβαν μαστίχι:
«Η οικογένειά μας ήτανε πάντοτε με το Κάπα Κάπα, στο Παραπέτασμα απομείνανε τα κοκαλάκια του θείου μας του Αντώνη, που ‘χεις το όνομά του, εσύ τώρα τι δουλειά έχεις μ’ αυτούς, μου λες; Δίπλα σε ρουφιάνους και σ’ αυτούς που κάνουνε κοκκολόι σε ξένους σκίνους;» (σελ. 75)
Στην προσπάθειά μου να ανιχνεύσω ποιό μαστιχοχώρι θα ήταν υποψήφιο ως γενέθλιος τόπος της μυθιστορηματικής Παρής αναζήτησα προπολεμικά και μεταπολεμικά εκλογικά αποτελέσματα και κομμουνιστικούς πυρήνες και συσπειρώσεις. Σε αντίθεση με την αστική Χίο που επιλέγει ως εκλογική συμπεριφορά κεντρώους σχηματισμούς συνεχίζοντας την παράδοση που κρατούσε από την περίοδο του μεσοπολέμου κατά την οποία πλειοψηφούσαν τα βενιζελογενή κόμματα, οι κτηματίες της Νότιας Χίου ψηφίζουν συστηματικά υποψηφίους του Λαϊκού, βασιλικού κόμματος και κυρίως τον Α. Πολεμίδη.
Ένα μικρό παράδειγμα: Στο Δημοψήφισμα υπέρ της Βασιλείας, την 1η Σεπτεμβρίου του 1946 από τους 696 άνδρες ψηφοφόρους (δεν είχε επεκταθεί ακόμη η ψηφοφορία στις γυναίκες) του Πυργίου, υπέρ ψηφίζουν 465 και κατά 167, ενώ στο ναυτεργατικό 1ο τμήμα Βροντάδου των 570 ανδρών υπέρ ψηφίζουν 189 και κατά της Βασιλείας 394. Η αφετηρία μιας αντι-φασιστικής συνειδητοποίησης και η συγκατάνευση στο ριζοσπαστικό ΕΑΜικό πρόγραμμα αφορούσε πολύ συγκεκριμένα μαστιχοχώρια και όχι το σύνολο. Η κυριότερη αιτία φαίνεται να ήταν η αγανάκτηση για τον αναξιοκρατικό καταρτισμό των επισιτιστικών καταλόγων ο οποίος προκαλούσε, αδικίες και συνεπάγονταν υπεξαιρέσεις υλικού ανθρωπιστικής βοήθειας.
«Η Επιτροπή του επισιτισμού που διορίστηκε από τη διοίκηση αφού διώχτηκε η παλιά λαϊκή επιτροπή, μοιράζει τα τρόφιμα με το παλιό σύστημα. Οι φίλοι, οι συγγενείς, οι άνθρωποι της κλίκας και τα μέλη της επιτροπής παίρνουν τις κονσέρβες που έχουν κρέας», επισημαίνει ανταπόκριση από χωριό της Χίου.
Πρακτικές των χρόνων της Κατοχής με κλοπές προϊόντων τα οποία κατακρατούνταν από τοπικούς προύχοντες ως φόρος φαίνεται ότι συνεχίζονταν σταθερά, τουλάχιστον μέχρι τη λήξη του Εμφυλίου αν και η κατάσταση αυτή αμέσως μετά απελευθέρωση φάνηκε να διορθώνεται, προσωρινά, για ελάχιστο χρονικό διάστημα μέχρι τα Δεκεμβριανά. Καθώς η τιμωρία αυτών των δοσίλογων δεν ήρθε ποτέ, και οι αστυνομικές αρχές δεν επιλαμβάνονταν της κατάστασης, ξεκίνησαν εκ νέου οι ίδιες έκνομες δραστηριότητες. «Κλέβουν πια όλως διόλου ανοιχτά χωρίς να φοβούνται κανένα, κι όχι μόνο αυτό μα φοβερίζουν και τους αγωνιστές του λαού πως θα τους στείλουν στη Μάλτα» γράφει ένας ανταποκριτής χωριού στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ».
To Moυσείο Μαστίχας Χίου. |
Τα ιστορικά τεκμήρια
Τα ιστορικά τεκμήρια αποκαλύπτουν ότι οι σημαντικότεροι συνεργάτες των δοσίλογων ήταν μαυραγορίτες παντοπώλες της Νότιας Χίου οι οποίοι έπειθαν κομματάρχες να υπογράφουν παραποιημένες καταστάσεις δικαιούχων τροφίμων για να επωφελούνται αυτοί. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατάθεση του μάρτυρα Κ. Γ. Σ., παντοπώλη από το Νεοχώρι, που αποτελεί ένδειξη για τις πρακτικές που ακολουθούνταν γενικά εκείνη την περίοδο. Καταθέτει:
«Eγώ έκανα την διανομήν των φασολιών κανονικά και δεν υπήρξε περίσσευμα. Τις φασόλες πήγα και τις πήρα εγώ κατ’ ευθείαν από τη χώρα. Στις διανομές κατέβαιναν κι άλλοι παντοπώλες και έπαιρναν τρόφιμα. Σε πολλές είχαν βάλει περισσότερα άτομα επί όσα ήσαν πραγματικά, το δε υπόλοιπον το έπαιρναν αυτοί και το μοιράζανε».
Εν μέσω Εμφυλίου
Μεσούντος του Ελληνικού Εμφυλίου, αθωώνονται οι ελάχιστοι δοσίλογοι που παραπέμπονται σε δίκες όπως ο επί Κατοχής νομάρχης Χίου Γεώργιος Λ. Στο Εφετείο Αιγαίου τον Νοέμβριο του 1947 ο Λ. αθωώθηκε ενόσω οι εφημερίδες της εποχής συνεχώς δημοσίευαν αδιάσειστα στοιχεία με αναλυτικούς καταλόγους για τις «διατακτικές» που εξέδιδε προς όφελος ορισμένων προσώπων, για προϊόντα που προορίζονταν για διανομή στον πληθυσμό ή αποτελούσαν είδη φορολογίας των Γερμανών στη μαύρη αγορά. Ταυτοχρόνως ένας παρακρατικός μηχανισμός εξαπολύσει τρομοκρατικές πρακτικές με χαρακτηριστική της περιόδου την περίφημη επιστολή του ποιητή ψαρά Φώτη Αγγουλέ, προς τον δήμαρχο Χίου, όπου του ανακοινώνει ότι αδυνατεί να συντηρήσει τη λειτουργία του δημοτικού καφενείου, το οποίο του είχε εμπιστευτεί ο δήμαρχος, επειδή καθημερινά εισβάλλουν σ’ αυτό ακροδεξιά στοιχεία και απειλούν τους πελάτες.
Το μέρος των αδικημένων εργατών γης στη Νότια Χίο που στερήθηκαν τρόφιμα τα οποία μοιράστηκαν στην αστική Χίο πήρε ο Μητροπολίτης Χίου Ιωακείμ Στρουμπής. Σε μια από τις τελευταίες ομιλίες πριν την καθαίρεσή του λόγω συμμετοχής του στο προπολεμικό ΕΑΜ γράφει:
«Προ τριών ετών ωργανώθη και στη Χίο ο Ερυθρός Σταυρός. Με επανειλημμένες εγκυκλίους, παρεκαλέσαμε τους πλουσίους και όλους εκείνους που μπορούσαν με τα ίδια μέσα να συντηρήσουν τις οικογένειές των να μη εγγραφούν εις τους καταλόγους που εζήτα ο Ερυθρός Σταυρός για να μπόρεση ο φτωχός λαός που απέθενε απ’ την πείνα και από τη δυστυχία να πάρη κάτι τι παραπάνω. Δυστυχώς μόνον λίγοι που μετρούνται στα δάκτυλα έκαμαν αυτήν την χριστιανικήν χειρονομίαν, οι περισσότεροι απ’ αυτούς όχι μόνον εγραφτήκαν αλλά και προσεπάθησαν ασυνείδητοι να εγγράψουν και σε δύο ή τρεις καταλόγους και με μέσα αθέμιτα και ποταπά. Η ασυνειδησία αυτή και σκληρότης μερικών εκ των πλουσίων μας ηνάγκασε πλέον ως θρησκευτικόν Αρχηγόν να τους καυτηριάσωμεν [...] μολονότι εγνωρίζαμεν ότι ούτοι θα χολωθούν και θα κηρύξουν συκοφαντικόν πόλεμον εναντίον μας».
Η διαπραγμάτευση του σύγχρονου έπους της παραγωγής μαστίχας από το μοναδικό λογοτεχνικό βιβλίο ενός αυτόπτη μάρτυρα και μαχόμενου μαστιχοπαραγωγού (ο Μακριδάκης παρέδωσε 40 κιλά στην ΕΜΧ το 2023, περίπου η παραγωγή μιας οικογένειας προπολεμικά) είναι ειλικρινής αλλά περιορισμένη.
Τα δύο Μαστιχοχώρια για τα οποία διαπιστώσαμε σημαντικές κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες για την άδικη διανομή της επισιτιστικής βοήθειας είναι η Καλλιμασιά και τα Νένητα με αξιοσημείωτη, μεταπολεμικά, συσπείρωση γύρω από το αριστερογενές κόμμα της ΕΔΑ. Κρυφός μου πόθος όμως είναι το χωριό της Παρής να είναι το Πυργί με την εκκλησιά της Παναγιάς που μνημονεύεται στη νουβέλα. Από Πυργούσους τέταρτης ηλικίας κυκλοφορούν στο Λιβάδι, την πλατεία του χωριού, πολλές ανεκδοτολογικές μαρτυρίες για αντίστοιχες αδικίες και υπεξαιρέσεις οι οποίες οδήγησαν ορισμένους αγρότες στην κομματική επιλογή του Κ.Κ.Ε, όπως ο θρυλικός «Κότσινος», ιεροψάλτης ο οποίος κακοποιήθηκε σωματικά επειδή δεν έψαλλε το βασιλικό πολυχρόνιο στο πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου, στο Πορτανάτο. Στη φιλοβασιλική εφημερίδα «Πρόοδος» της εποχής άλλωστε διαβάζουμε:
«Στο χωριό Πυργί, πέντε Αριστεροί πολίτες επιτέθηκαν με ξύλα και πέτρες στον χωροφύλακα Γεώργιο Δημητρό, ο οποίος είχε βγει από το καφενείο, όπου δειπνούσε με φίλους του, για να ελέγξει τα στοιχεία «ύποπτου ατόμου». Μετά από έρευνες που διεξήγαγε η Χωροφυλακή, συνελήφθησαν οι Γιάννης και Αριστείδης Τσικής, Φ. Λαγούδης και Νίκος Λάσπης, ενώ ο πέμπτος της παρέας, Αργύρης Φυτίλης, διέφυγε τη σύλληψη.»
Η διαπραγμάτευση του σύγχρονου έπους της παραγωγής μαστίχας από το μοναδικό λογοτεχνικό βιβλίο ενός αυτόπτη μάρτυρα και μαχόμενου μαστιχοπαραγωγού (ο Μακριδάκης παρέδωσε 40 κιλά στην ΕΜΧ το 2023, περίπου η παραγωγή μιας οικογένειας προπολεμικά) είναι ειλικρινής αλλά περιορισμένη γιατί δραστηριοποιείται στο κατεξοχήν εκσυγχρονισμένο μαστιχοχώρι που είναι η ανοιχτή κοινωνία της Καλλιμασιάς, πατρίδα ποιητών, Πατριαρχών, ηρώων, τόπος καταγωγής του αγέρωχου στους ισχυρούς, θρυλικού Ιατρού Γ. Σταγκούλη.
Έλλειψη εργατικών χεριών
Στη νουβέλα γίνεται επανειλημμένα συζήτηση για την έλλειψη εργατικών χεριών και την εκτεταμένη χρήση ασιατών εργατών γης. Για την Παρή του Μακριδάκη «χρειάζεται ρουσφέτι προεκλογικό» για να είναι οι ξένοι εργάτες διαθέσιμοι τις κρίσιμες μέρες, πιθανώς δεν διαθέτουν την νεοελληνική αρετή του φιλότιμου («μα έχουνε άραγε φιλότιμο οι Πακιστανοί;» σελ. 140), είναι κλέφτες («είμαι σίγουρη ότι αυτοί οι Πακιστανοί, αυτοί θα πάνε νύχτα και θα σου κλέψουνε το μαστίχι» σελ. 135), βιαστές («κι αν έλθεις και με βρεις δεμένη χειροπόδαρα ή σφαγμένη, και βιασμένη τούτην;» σελ. 22).
Ο Μακριδάκης υποδεικνύει την έλλειψη εμπιστοσύνης («πού ξέρεις τι καπνό φουμάρουνε αυτοί, τους ξέρεις κι από χθες;» σελ. 22) της τοπικής κοινωνίας, η οποία δεν συνάδει με την εκπεφρασμένη βούληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια, έστω περιορισμένη, ένταξη τουλάχιστον των μόνιμων αλλοδαπών εργατών γης, ένα αδικαιολόγητο στερεότυπο, αν ρίξει κανείς μια ματιά στην στατιστική για την εγκληματικότητα στη Νότια Χίο. Η συναισθηματική της έξη είναι δικαιολογημένη λόγω της ευαλωτότητας από την μοιραία ασθένεια αλλά και γιατί οι εσωτερικοί μετανάστες είναι πιο ευεπίφοροι σε ρατσιστικές ιδεοληψίες, ευτυχώς ρηχές, από ό,τι οι μόνιμοι, εδώ και δεκαετίες, κάτοικοι οι οποίοι, διαχρονικά, ευεργετήθηκαν οικονομικά από την άφθονη εισροή φτηνών εργατικών χεριών τα οποία σήμερα είναι δυσεύρετα.
Μια δεύτερη, ανομολόγητη από τη νουβέλα, πραγματικότητα των Μαστιχοχωρίων επισκοτίζεται από την οικογενειακή στρατηγική που έχει προαποφασίσει η μεγάλη κόρη της Παρής κατά την οποία «είχανε συμφωνήσει με τον άντρα της να την έπαιρναν μαζί τους στην Αθήνα»
Η Παρή σκέφτεται, προς στιγμήν, να συνεργαστεί με Αλβανούς, αλλά αναγνωρίζει μελαγχολικά ότι «γίνανε πια αφεντικά, δεν καταδέχονται να δουλέψουνε μεροκάματο» (σελ. 62). Ο Μακριδάκης, στην παραπάνω περίπτωση, μόλις που ψηλαφεί την πραγματικότητα στους τόπους της πιο δυναμικής Μαστιχοκαλλιέργειας που είναι τα δυτικά Μαστιχοχώρια με τις τεράστιες εκτάσεις νεοφυτεμένων δενδρώνων όπου έχει ανανεωθεί δραματικά ο γεωργικός πληθυσμός, χάρη και στην εκτεταμένη επιγαμία με αποτέλεσμα πάνω από το 60% του μαθητικού πληθυσμού να έχει τουλάχιστον ένα γονέα αλλοδαπό τα τελευταία χρόνια.
Μια δεύτερη, ανομολόγητη από τη νουβέλα, πραγματικότητα των Μαστιχοχωρίων επισκοτίζεται από την οικογενειακή στρατηγική που έχει προαποφασίσει η μεγάλη κόρη της Παρής κατά την οποία «είχανε συμφωνήσει με τον άντρα της να την έπαιρναν μαζί τους στην Αθήνα» (σελ. 92).
Η ξένη οικιακή βοηθός
Σε ένα σημαντικό βαθμό οι ίδιοι οι ηλικιωμένοι, ειδικά όσοι είναι εύποροι ή κτηματίες, επιλέγουν σήμερα τη λύση μιας ξένης οικιακής βοηθού της οποίας συχνότατα οι κατιόντες συγγενείς της εγκαταβιούν στο ίδιο οικισμό των Μαστιχοχωρίων, τόπο εργασίας και κατοικίας αλλοδαπών νοικοκυριών από Γεωργία, Βουλγαρία, Αίγυπτο, Μπαγκλαντές κ.α, με αξιοσημείωτη ποικιλομορφία ένταξης (Ας σημειώσουμε εδώ ότι τα τοπικά σχολεία Α/θμιας Εκπαίδευσης, λειτουργούν ακόμα με στοιχειώδη στελέχωση σε εκπαιδευτικό προσωπικό ενώ κατά το τρέχον σχολικό έτος 2023-24 δεν λειτούργησε το τμήμα Ένταξης του Νηπιαγωγείου).
Οι Ιπποπόταμοι συντροφιάς ορθά εντοπίζουν την πρόκληση για την πολύτιμη αγροτική περιοχή των Μαστιχοχωρίων, ότι «υπάρχει ακόμη μια γενιά ηλικιωμένων που ζουν ανάμεσα σε ηλικιωμένους. Έχει χαθεί η ενδιάμεση γενιά που θα μπορούσε να τους υποστηρίζει και να τους φροντίζει. Η πρόκληση είναι να δημιουργήσουμε μια ισορροπία μεταξύ των γενεών, ώστε να μπορούν να γεράσουν στους τόπους όπου γεννήθηκαν κι έζησαν και να μην έχουμε ένα νέο ρεύμα μετανάστευσης πολύ ηλικιωμένων ανθρώπων επειδή δεν μπορούν να ζήσουν με αξιοπρέπεια στις ιδιαίτερες πατρίδες τους», όπως γράφει για τον αγροτικό Ισπανικό νότο η γεωγράφος Μαρία Ντολόρες Πούγκα.
Φωτογραφία © Στρατής Βογιατζής |
Μείωση της παραγωγής
Τα παραπάνω χωριά ήταν και τα μόνα στα οποία δεν μειώθηκε φέτος η παραγωγή μαστίχας που έφθασε τους 197 τόνους, μειωμένη δηλαδή κατά 14 τόνους σε σχέση με πέρυσι. Η μείωση αυτή, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ε.Μ.Χ Γιώργο Τούμπο, αποδίδεται κυρίως στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Σε όλα τα χωριά καταγράφηκε μείωση στην παραγωγή τους, με εξαίρεση τον Πυργί και τα Μεστά και ο λόγος είναι η συνεχιζόμενη εξάπλωση της μαστιχοκαλιέργειας σε αγρολειβαδικές εκτάσεις- «γκουφίζονται βουνά με τις μπουλντόζες που κανείς δεν τα έχει ξαναντικρύσει φυτεμένα» έλεγε στον γράφοντα ο εφημέριος της Πάνω Παναγιάς Πυργίου και δεινός μαστιχοπαραγωγός π. Γεώργιος Κολόμβος.
Ίσως η μόνη εναλλακτική στο να κερδηθεί το στοίχημα για ηλικιακή ανανέωση του γεωργικού αυτόχθονα πληθυσμού είναι τα Ευρωπαϊκά προγράμματα νέων αγροτών, χαμένο στοίχημα μέχρι σήμερα αφού σημαντικό ποσοστό των νέων γεωργών δεν είναι οι ίδιοι αρχηγοί των γεωργικών τους εκμεταλλεύσεων, δεν απασχολούνται στη γεωργία και μπορούν μόνο «κατ’ όνομα» να χαρακτηριστούν ως νέοι γεωργοί ενώ πλασματική είναι και η ζητούμενη ελκυστικότητα από την Ε.Ε. της γυναικείας συμμετοχής καθώς οι περισσότερες γυναίκες εντάσσονται στα προγράμματα νέων αγροτών από τα πελατειακά, κομματοκεντρικά συστήματα πατρωνίας χωρίς στην πραγματικότητα να είναι μάχιμες αγρότισσες.
Ο συγγραφέας της νουβέλας Ιπποπόταμοι συντροφιάς, φυσικός καλλιεργητής, ενεργός ακτιβιστής αυτό το καλοκαίρι κατά της εξόρυξης αντιμονίου στη Χίο, δεν συμφωνεί με φαραωνικές εξελίξεις μηχανικής του τοπίου,
Ο συγγραφέας της νουβέλας Ιπποπόταμοι συντροφιάς, φυσικός καλλιεργητής, ενεργός ακτιβιστής αυτό το καλοκαίρι κατά της εξόρυξης αντιμονίου στη Χίο, δεν συμφωνεί με φαραωνικές εξελίξεις μηχανικής του τοπίου, αλλιώς δεν θα διαβάζαμε για τον Χαρίλαο που τρέχει να ποτίσει μέσα στον καύσωνα τα πυξαράκια – μια κίνηση όμως που θωρακίζει μακροπρόθεσμα το εισόδημα στη νότια Χίο, σύμφωνα με την ηγετική ομάδα σήμερα της ΕΜΧ. Όμως ο Γιάννης Μακριδάκης μεταξύ του μπαξέ και των διαδηλώσεων στην Κέραμο του αντιμονίου, σταθερά μας εκπλήσσει, όχι μόνο με τη δύναμη της γραφής αλλά και με τα γεμάτα χυμούς, βιολογικής καλλιέργειας, μπαξεβανικά του τα οποία ζηλεύουμε όλοι εμείς οι υπόλοιποι που καλλιεργούμε με συμβατικό τρόπο:
«Λέμε όλα οφείλονται στην κλιματική αλλαγή και ξεμπερδεύουμε. Τίποτε όμως δεν έρχεται χωρίς να το φέρουμε εμείς. Ο καθένας μας με την συμβολή του και τις δυνάμεις του τραβάει το σκοινί κατά κει που έχει ταχθεί να τραβάει. Δημοσιεύω λοιπόν εδώ τα αγγούρια, τα κολοκύθια, τις μελιτζάνες, τα ρεβίθια, τις αγκινάρες, τις ντομάτες, το μαστίχι και όλα όσα από λίγα ως πιο πολλά παράγω εγώ ο αδαής και όχι τόσο συστηματικός σε σχέση με τόσους άλλους κηπουρός και μαστιχοπαραγωγός, μήπως εμπνεύσω κι άλλους ανθρώπους και γίνουν κι αυτοί φυσικές συνιστώσες και σύμμαχοι, και αρχίσουμε να τραβάμε το σκοινί από την ίδια μπάντα». Από πρόσφατη ανάρτησή του στο κοινωνικό δίκτυο του facebook.
*Ο ΚΩΣΤΑΣ ΠΡΟΜΠΟΝΑΣ είναι αρθογράφος και συγγραφέας.
Βιβλιογραφία
Γλύκας Αντώνης, «Αναµνήσεις από τον αγώνα κατά της Γερµανικής Κατοχής», Χιακή Επιθεώρηση, τχ 12 (1966)
Θεοτοκάς Νίκος, «Η Χίος της αντίστασης και του Εµφυλίου», Αρχειοτάξιο, τχ. 4 (Μάιος 2002)
Κοκκάλης Παντελής, «Εκλογικά Χίου», Χιακή Επιθεώρησις, τχ. 37 (1975)
Μαγγανάς ∆ηµήτρης «Το χρονικό της Κατοχής» Χιακή επιθεώρηση, τχ 9 (1965).
Μιχαηλίδης Ανδρέας, Ο µητροπολίτης Χίου Ιωακείµ Στρουµπής. Η κοινωνική του δράση στη Χίο και η δίωξή του, Άλφα Πι, Χίος, 2009
Παλιατσάρας Στρατής, «Οι Χιώτες στα ηρωικά χρόνια, η αποστολή στη Χίο», Χιακή, τχ. 18 (Απρίλιος 1990).
Χαρτουλάρης Νίκος, Η Χίος στα χρόνια της Κατοχής και του Εµφύλιου, τυπ. Ν. Γεωργούλης – Ν. Συρρής, Χίος, 2001
Εφημερίδες: ΕΜΠΡΟΣ, Όργανο Περιφερειακής Επιτροπής Χίου (ΚΚΕ)
Η ΠΡΟΟ∆ΟΣ Ηµερήσια Χιακή Εφηµερίς
Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ Επίσηµο Όργανο του Αγροτικού Κόµµατος Ελλάδος (Περιφέρεια Χίου)