«Το σφοδρό ρεύμα των γυναικείων διεκδικήσεων, που εγείρονται και ζητούν περισσότερα, και το κίνημα του #Metoo, έχουν φέρει στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια έναν «επιθετικό φεμινισμό» στον χώρο της πεζογραφίας, όπου η γυναίκα καταγγέλλει έμφυλες διακρίσεις και απαιτεί την αλλαγή νοοτροπίας. Τον ονομάζω «επιθετικό», με τις θετικές και αρνητικές σημασίες της λέξης...»
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Η αλήθεια είναι ότι, ακόμα και μετά από τρία ή τέσσερα κύματα φεμινισμού, δεν έχει επιτευχθεί στην πράξη πλήρης ισότητα των δύο φύλων. Ακόμα, είτε επικρατούν σεξιστικές αντιλήψεις είτε η μυϊκή δύναμη του αρσενικού αποβαίνει ενίοτε καταπιεστική ή και εγκληματική απέναντι στο «αδύναμο φύλο», όπως δείχνει η αύξηση των γυναικοκτονιών τα τελευταία χρόνια, είτε η εκμετάλλευση της γυναίκας σε ένα ανδροκρατούμενο κοινωνικό πλαίσιο σοβεί. Αλλά και σε σεξουαλικό επίπεδο η καταγγελία απρεπών συμπεριφορών, επιθετικού φλερτ, παρενόχλησης στον χώρο εργασίας ή και κακοποίησης κ.ά. έχει αναδείξει το θέμα της έμφυλης βίας και ανισότητας.
Στο λογοτεχνικό πεδίο, η γυναίκα συγγραφέας είναι πλέον καθεστώς και, ελπίζω, δεν αντιμετωπίζεται ως κατώτερο ον, ούτε καν όταν μιλάμε για εφήμερα ευπώλητα που απευθύνονται στο γυναικείο κοινό, αλλά γράφονται (πλέον) και από άντρες. Οι δόκιμες ποιήτριες και πεζογράφοι ξεχωρίζουν, αναγνωρίζονται, εκτιμώνται, βραβεύονται εξίσου με τους άνδρες συναδέλφους τους. Το φύλο δηλαδή στους χώρους των γραμμάτων μας δεν είναι κριτήριο διαχωρισμών, αν δεν κάνω κάποιο σοβαρό λάθος.
Το σφοδρό ρεύμα των γυναικείων διεκδικήσεων που εγείρονται και ζητούν περισσότερα, και το κίνημα του #Metoo, έχουν φέρει στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια έναν «επιθετικό φεμινισμό» στον χώρο της πεζογραφίας, όπου η γυναίκα καταγγέλλει έμφυλες διακρίσεις και απαιτεί την αλλαγή νοοτροπίας. Τον ονομάζω «επιθετικό», με τις θετικές και αρνητικές σημασίες της λέξης, γιατί πάνω στο στρώμα των γυναικείων αιτημάτων ορθώνει μέσα στα πεζά (και ποιητικά) κείμενα τρία τουλάχιστον εμφανή χαρακτηριστικά:
Αφενός, μια ορμητική γλώσσα που σπάει τις νόρμες της παγιωμένης ομιλίας, διακρίνεται από ειρωνεία και σαρκασμό, λέξεις με φορτισμένο περιεχόμενο, οξείες, κοφτερές, απειλητικές, σφοδρές, συχνά υβριστικές εκφράσεις, που δεν διστάζουν να ονομάσουν τη σεξουαλική πράξη ή μέλη του ανθρώπινου σώματος με όρους της αργκό ή με χυδαίες βρισιές, όπως μιλάνε πολλοί άνθρωποι στην καθημερινότητά τους, έξω από καθωσπρεπισμούς και στρογγυλεμένες γωνίες.
Μια ορμητική γλώσσα που σπάει τις νόρμες της παγιωμένης ομιλίας, διακρίνεται από ειρωνεία και σαρκασμό, λέξεις με φορτισμένο περιεχόμενο, οξείες, κοφτερές, απειλητικές, σφοδρές, συχνά υβριστικές εκφράσεις...
Η ιδιόλεκτος αυτή, που δεν γνωρίζει συστολές και politically correct πλαίσια, εκφράζει άμεσα την οργή, από τα ήπια όρια της αγανάκτησης μέχρι τα φλογισμένα κράσπεδα της έκρηξης. Η γυναίκα που υπέμεινε πολλά στο πέρασμα της ιστορίας βρίσκει τώρα την ευκαιρία να μιλήσει έξω από τα δόντια, να αποκτήσει βήμα στον δημόσιο λόγο χωρίς σιωπές, αποσιωπήσεις, δισταγμούς και ευπρέπειες, να πει τα πράγματα με το όνομά τους και να μην συγκρατήσει το κύμα θυμού και συναισθηματικού βρασμού το οποίο εκτοξεύει ελεύθερα προς το ανδρικό φύλο, την κοινωνία ολόκληρη αλλά και την Ιστορία.
Τέλος, ίσως και ως η υψηλότερη βαθμίδα στην ανιούσα κλίμακα αυτής της τριάδας, έρχεται η εκδίκηση. Στα κείμενα που έχω υπόψη μου η θυμική λάβα που προδιέγραψα, η αίσθηση της αδικίας και η ανάγκη των γυναικών να εκβάλουν αιώνια απωθημένα, να διεκδικήσουν το δίκιο τους και να αντιγυρίσουν στους άνδρες τις πράξεις των τελευταίων κάνουν τις ηρωίδες (αντιηρωίδες ή αρνητικούς χαρακτήρες) να ξεσπάσουν. Είτε μιλάμε για μια πράξη αυθόρμητη, στιγμιαία, που κορυφώνει μια εσωτερική έξαρση είτε για προμελετημένες ενέργειες, οι οποίες προετοιμάζονται καιρό και οδηγούν στην εξόντωση του ένοχου αρσενικού, η λογοτεχνία μας γεννά –ειδικά τα τελευταία χρόνια– επεισόδια αυτοδικίας από τους γυναικείους χαρακτήρες προς τους ανδρικούς.
Είτε μιλάμε για μια πράξη αυθόρμητη, στιγμιαία, που κορυφώνει μια εσωτερική έξαρση είτε για προμελετημένες ενέργειες, οι οποίες προετοιμάζονται καιρό και οδηγούν στην εξόντωση του ένοχου αρσενικού, η λογοτεχνία μας γεννά –ειδικά τα τελευταία χρόνια– επεισόδια αυτοδικίας από τους γυναικείους χαρακτήρες προς τους ανδρικούς.
Πρόδρομες γυναίκες που ξεπερνούν τα όρια της νομικής δικαιοσύνης και εκφράζουν ένα επιθετικό προφίλ στη λογοτεχνία είναι φυσικά η Μήδεια, που πρώτη –ελέω του «φεμινιστή», ή μισογύνη κατ’ άλλους, Ευριπίδη– αποφασίζει να εκδικηθεί τον σύζυγό της Ιάσονα, όχι όμως ξεσπώντας εναντίον του, αλλά αφανίζοντας την επόμενη σύζυγό του αλλά και τα ίδια τους τα παιδιά. Αιώνες μετά έρχεται η φόνισσα-εκδικήτρια και λυτρώτρια του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος το 2017 στα «Νέα» ονομάζει «πρώιμο επιθετικό φεμινισμό» τις πράξεις αυτής της αντιηρωίδας, γιατί «η Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη φτάνει στα άκρα της εγκληματικής λύσης το αφήγημα του φεμινισμού για τη θέση της γυναίκας εν γένει στην κοινωνία που ονομάστηκε βιομηχανική εποχή. Οι γυναίκες παγιδεύτηκαν από τις ανάγκες της μαζικής παραγωγής, βγήκαν στην αγορά και έγιναν υποκείμενα διπλής εκμετάλλευσης, νοικοκυρές, μάνες και εργάτριες. Μια νέα δουλεία. Από αυτήν τη σκοπιά η επανάσταση της Φραγκογιαννούς να σώσει τα θηλυκά από την κοινωνική μοίρα που τα περιμένει είναι θεμελιωμένη στην τρέχουσα, εκείνη την εποχή, φεμινιστική “επανάσταση”».
Γνήσια πρόδρομος του σημερινού «επιθετικού φεμινισμού», μολονότι η ίδια αρνούνταν ότι ανήκε σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι η Λιλή Ζωγράφου, η οποία διεκδίκησε στη ζωή της μια πρωτοποριακή για την εποχή της ανεξαρτησία και μετέφερε αυτό το credo στα έργα της. Π.χ. στο Επάγγελμα: Πόρνη (1978) ή στη Συβαρίτισσα (1987), μίλησε, με θάρρος, θράσος και αντισυμβατικότητα, απέναντι σε μια συντηρητική κοινωνία, απαιτώντας τη γυναικεία χειραφέτηση, ειδικά στον σεξουαλικό τομέα. Στο ομώνυμο διήγημα του πρώτου έργου η αφηγήτρια τολμά να δηλώσει επίσημα, εν μέσω δικτατορίας, «επάγγελμα πόρνη», ενώ στο δεύτερο η ηρωίδα μάχεται τόσο στον πόλεμο όσο και στον έρωτα με όπλο την προσωπική της ελευθερία, χωρίς συλλογικές δεσμεύσεις και ιδεολογικά, στενόχωρα, πλαίσια.
Πρώτη έκδοση |
Από τις σύγχρονες και σύγχρονους συγγραφείς καταγράφω τη Στέργια Κάββαλου, τη Βίβιαν Στεργίου, την Αλεξάνδρα Κ., τη Σίσσυ Δουτσίου και τον Λύο Καλοβυρνά, στα έργα των οποίων συναντώνται ύφος και οργή, επιθετική αύρα και διεκδίκηση μιας καλύτερης θέσης για το γυναικείο φύλο.
Στο Φαμιλιάλ (Μελάνι 2014) η Στέργια Κάββαλου, με ύφος που αποπνέει επαναστατικότητα και ειρωνεία, με πλάγιες ματιές που ραπίζουν την καθημερινότητα, κλονίζουν πάγιες αντιλήψεις και διασαλεύουν το ορατό με μαστιγώσεις από το αλλόκοτο και το αντικομφορμιστικό, θέτει στο στόχαστρο την οικογένεια και το ασφυκτικό της πλαίσιο. Το ίδιο κάνει και η Βίβιαν Στεργίου στο Μπλε υγρό (Πόλις 2017), στο οποίο με ορμή και τσαγανό παρασέρνει τον αναγνώστη, ξιφουλκεί και μαίνεται κατά των οικογενειακών μορφών καταπίεσης, κατά των συντηρητικών επιφυλάξεων έως αντιδράσεων απέναντι στις επιλογές των ομοφυλόφιλων και κατά του μικροαστισμού.
Τη χρονιά που φεύγει τρία βιβλία πυροβολούν κατά ριπάς, με σφοδρό αέρα, ορμή και αντιφαλλοκρατική διάθεση. Όπως έγραψα στην κριτική μου, η Αλεξάνδρα Κ* στη συλλογή διηγημάτων της Πράγματα που σκέφτεται η παρθένος Μαρία καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο (Πατάκης 2023) σαρκάζει ανηλεώς, σκιαγραφεί με κινήσεις καράτε τη θέση της γυναίκας, την εγκυμοσύνη, τις έμφυλες συμβάσεις, την υποκρισία, τον ξενέρωτο έρωτα κ.λπ., αλλά ταυτόχρονα αγκαλιάζει με στοργή τα μυθοπλαστικά της θύματα.
Και ο Λυό Καλοβυρνάς στο μυθιστόρημά του Όλες μας (Gutenberg 2023) προκρίνει την εκδίκηση και τη δολοφονία των ανδρών θυτών, καθώς εμπλέκει τις ηρωίδες του σε ένα κληρονομικό δίκτυο που τις εξοπλίζει με υπερφυσικές δυνάμεις, ώστε να μπορούν να παρεμβαίνουν μέσα στον ονειροχώρο και να βοηθούν ανυπεράσπιστες γυναίκες, που πέφτουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας.
Το ίδιο ορμητική, εκδικητική και διεκδικητική στη γραφή της είναι η Σίσσυ Δουτσίου στα τέσσερα διηγήματα της συλλογής της Οι αδερφές του Κάιν (Καστανιώτης 2023). «Οι τρεις γυναίκες από το Τούσον της Αριζόνας» αποφασίζουν να σκοτώσουν τους συζύγους τους επειδή αυτοί τις βλέπουν σαν σεξουαλικά υποκείμενα· ο «Μαύρος Αχινός» είναι μια μικρή μαύρη που βασανιζόταν στη Νότια Αφρική από το λευκό αφεντικό της κι έτσι τον σκοτώνει βασανιστικά, με αποτέλεσμα να εγκλειστεί στη φυλακή, χωρίς ποτέ να το μετανιώσει· «Το φάντασμα στο προσκήνιο» εξιστορεί τη φυγή και την απόκρυψη μιας ηθοποιού δολοφόνου μέσα στα άδεια θέατρα της Νέας Υόρκης, η οποία σκότωσε τον σκηνοθέτη και επίδοξο βιαστή της· τέλος η «Ladyboy» είναι συγγραφέας-ηρωίδα φαντάζεται μια τρανσέξουαλ ιερόδουλη να σκοτώνει έναν άνδρα και να γνωρίζει ένα ladyboy.
Η Σ. Δούτσιου χρησιμοποιεί μια γλώσσα επιθετική, γεμάτη ωμές εκφράσεις και υβρεολόγιο, σαν να φτύνει την ανδρική κυριαρχία κατά πρόσωπο. Συνδυάζει τη γυναικεία καταπίεση με τον φυλετικό ρατσισμό, ορθώνει την εκδίκηση ως βασικό μοχλό ανατροπής των πατριαρχικών νοοτροπιών, επαναστατεί με όπλο τον λόγο, τον φόνο, τον θυμό.
Ο «Επιθετικός φεμινισμός» δεν είναι απλώς μια λογοτεχνική τάση διαμαρτυρίας. Κατά βάση πιστεύει ότι η έννομη οδός, η καταγγελία, ακόμα και η ένδικη τιμωρία των ανδρών, που κακοποιούν, καταπιέζουν και εκμεταλλεύονται –κυρίως σεξουαλικά– τις γυναίκες, δεν αρκούν, αλλά χρειάζεται ένα χέρι τιμωρού που να εξοντώσει όποιον καταφέρεται. Αυτή η εκδικητική ορμή τυλίγεται σε μια γλώσσα εξίσου βίαιη, ωμή, ξιφομάχο, που ξεπερνά την πολιτική ορθότητα και την αστική ευγένεια, ώστε να τσεκουρώσει κάθε επαναπαυμένη νοοτροπία και να ξεσηκώσει τον αναγνώστη.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).