Για τη συλλογή διηγημάτων της Λουκίας Δέρβη «Ακούω φωνές» (εκδ. Μεταίχμιο).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Ο συγγραφέας ως αντηχείο ενός παλλόμενου κόσμου. Ο δημιουργός ως γόνιμος υποδοχέας γεγονότων, αδιαμόρφωτων κατά βάση, όπως είναι πάντα τα δεδομένα της ζωής, με σκοπό αυτό το βραδυφλεγές υλικό να το μετατρέψει σε κάτι που να αρθρώνει ένα νόημα, μια ουσία, ένα καταστάλαγμα.
Ένα χορωδιακό αμάλγαμα
Το Ακούω φωνές, η νέα συλλογή διηγημάτων της Λουκίας Δέρβη που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, ως σύλληψη, ιδέα και πραγμάτωση, όπως αποδεικνύεται, είναι ένα χορωδιακό αμάλγαμα.
Διάφορες φωνές, άρα και διαφορετικές τονικότητες, προερχόμενες από μια πλειάδα ηρώων που εγκαταβιώνουν μέσα στα είκοσι διηγήματα της συλλογής, συνάζονται από τη συγγραφέα, η οποία αποτελεί το συνδετικό κρίκο τους (διά της καταγραφής, φυσικά). Αποδεικνύεται, όμως, πως είναι μια «διευθύντρια» ορχήστρας που λειτουργεί περισσότερο με το ένστικτο (αναπαλλοτρίωτο προσόν για έναν συγγραφέα) και λιγότερο με τη γνώση των πάντων, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί, καθόσον από το χέρι της έχουν περάσει όλες οι ιστορίες.
[...] έχεις την αίσθηση διαβάζοντας τα διηγήματα, ακόμη και εκείνα που έχουν πρωτοπρόσωπη αφήγηση, πως η Δέρβη από κάπου τις μάζεψε αυτές τις ιστορίες για να μην χαθούν κάτω από τη σκόνη της καθημερινότητας.
Όλα τούτα, εξηγούν γιατί η συλλογή φέρει αυτόν τον τίτλο που δεν απαντάται σε κανένα διήγημα, κάτι πολύ συνηθισμένο σε συλλογές διηγημάτων όπου ένα εξ αυτών δίνει τον τόνο και τα άλλα ακολουθούν την προδιαγεγραμμένη πορεία. Εδώ, λοιπόν, το βάρος πέφτει περισσότερο στην συγγραφική πρόθεση και λιγότερο στο «ηχητικό» αποτέλεσμα. Στο κάτω κάτω, αυτό θα αναλυθεί αναγνωστικά από τον καθένα εξ ημών στη συνέχεια.
Σκηνοθετικώ τω τρόπω, έχεις την αίσθηση διαβάζοντας τα διηγήματα, ακόμη και εκείνα που έχουν πρωτοπρόσωπη αφήγηση, πως η Δέρβη από κάπου τις μάζεψε αυτές τις ιστορίες για να μην χαθούν κάτω από τη σκόνη της καθημερινότητας. Είναι αποτέλεσμα δικής της παρατήρησης, αλλά και παραχώρησης δικαιωμάτων από τους πρωταγωνιστές, αυτή η συλλογή. Είτε έτσι είτε αλλιώς το αποτέλεσμα είναι ένα: αυτές οι ιστορίες δεν σβήστηκαν, δεν βούτηξαν στα μαύρα νερά της λήθης, εντέλει διασώθηκαν.
Διηγήματα για όσα έμειναν στη μέση
Γιατί πρέπει να μας αφορούν; Διότι είναι ιστορίες που χρήζουν εντατικής μελέτης, όπως συμβαίνει πάντα για τα ανολοκλήρωτα των ανθρώπων. Αν μη τι άλλο, σε τούτα τα διηγήματα υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν ολοκληρώθηκαν, που έμειναν στη μέση, που ο πόθος πλαγιοπόδισε, η έμπνευση παραστράτησε, η παρουσία γλίστρησε σε απουσία, το αβίωτο παρελθόν ήρθε να ζητήσει το λόγο από το παρόν. Αυτές οι μεταστροφές, επί τα χείρω συνήθως, είναι που δίνουν τον τόνο στις ιστορίες και λειτουργούν ως απαραίτητη φλόγα για να αναφλεγεί το δράμα του ήρωα.
Άντρες, γυναίκες, συγγραφείς πραγματικοί και επινοημένοι, ηρωίδες βιβλίων, εραστές, πεθαμένοι, ζώντες, τοξικομανείς, κλοσάρ και κάμποσοι άλλοι της ανθρώπινης πανίδας (αλλά και γάτες, μην το ξεχνάμε αυτό) αποκτούν ζωή, σώμα, φωνή. Μαθαίνουμε στοιχεία της προσωπικότητάς τους, πτυχές της ζωής τους, αποκτούμε πρόσβαση στις σκέψεις τους, γινόμαστε κοινωνοί των παθών τους. Ο τρόπος που η Δέρβη μάς μεταφέρει αυτές τις φωνές είναι ευθύς, επεξεργασμένος όσο πρέπει δίχως να χαθεί το αρχικό ηχόχρωμα και άμεσος. Τούτο βοηθάει σαφώς στο να οικειοποιηθούμε τα συμβάντα και να τα μεταστοιχειώσουμε σε δικά μας. Το λες και μηχανισμό ταύτισης όλο αυτό.
Αυτό που πρέπει, επίσης, να σημειωθεί είναι μια παιγνιώδης-πειραματική μορφή στην ανάπτυξη κάποιων διηγημάτων.
Εύκολα καταλαβαίνεις το δίλημμα μιας γυναίκας που αποφασίζει να κρυφτεί στη Σίκινο για να αποφασίσει τι θα κάνει με τον… λεγάμενο με το όνομα Λύκος («Πεντέμισι εβδομάδες») ή τον ντροπαλό έρωτα ενός άντρα προς μια τουρίστρια στη Σέριφο («Οκτάωρο στον ήλιο»).
Από το Ιλινόις έως το Πίσω Λιβάδι κι από το λιμάνι του Πειραιά έως τα γραφεία μιας εταιρίας, το καλειδοσκόπιο λειτουργεί με ακρίβεια και μας παραθέτει ιστορίες για έρωτες που δεν «τράβηξαν» ή που δεν ξεκίνησαν καν (X+B για πάντα»).
Για προσδοκίες μιας άλλης ζωής που μπορούν να στηριχθούν ακόμη και στο Big Brother («Hello, Big Brother»), για την αναβίωση ενός παρελθόντος και μιας απουσίας με παράδοξο τρόπο («Ξημερώματα στις Βρυξέλλες»), αλλά και για τον αγώνα που κάνει ένας πρώην χρήστης να περπατήσει «καθαρός» ξανά το διάσελο της ησυχίας («ΠαναγιώτηςΌπωςνομίζεις»).
Ήρωες βιβλίων, αλλά και συγγραφείς μπαίνουν με τη σειρά τους στο μικροσκόπιο όπως ο Τολστόι και ο ήρωάς του Ανατόλ Κουράγκιν («Ανατόλ»), η μητέρας της Οφηλίας που συνομιλεί με τον Σαίξπηρ («Η μητέρα της Οφηλίας»), αλλά και ο ήρωας ενός από τα παλαιότερα διηγήματα της Δέρβη που εδώ της στέλνει ένα γράμμα θέλοντας να υποκαταστήσει τη φήμη του, σε μια αρκούντως μεταμοντέρνα σύλληψη («Δημήτρη με λένε»).
Ακόμη και σε εκείνα τα διηγήματα που το τέλος μοιάζει κάπως αμήχανο, καταλήγεις πως έτσι αμήχανη είναι καμιά φορά η ζωή.
Αυτό που πρέπει, επίσης, να σημειωθεί είναι μια παιγνιώδης-πειραματική μορφή στην ανάπτυξη κάποιων διηγημάτων. Αίφνης, το διήγημα «Ελεύθερη πτώση» αρθρώνεται ως ανάποδη πυραμίδα μιας και μόνης φράσης-κλειδί για την κατανόηση του προκείμενου. Επίσης, η αποσπασματικότητα του διηγήματος «Ο κήπος έξω» μοιάζει να ακολουθεί τα ελάχιστα βήματα που κάνει μια γυναίκα μέσα στο σπίτι της, σχεδόν εγκλωβισμένη σε μια πνιγηρή καθημερινότητα. Ημερολογιακές καταγραφές και διάλογοι που συγκροτούν το σώμα ενός διηγήματος, συμπληρώνουν τη διάθεση της Δέρβη να πειραματιστεί.
Αυτή είναι η τρίτη συλλογή διηγημάτων της σε σύνολο έξι βιβλίων που συνθέτουν την έως τώρα εργογραφία της. Κάτι που δείχνει έμπρακτα το ενδιαφέρον της για το είδος, το οποίο αν μη τι άλλο της ταιριάζει. Ο πυκνός λόγος της, η προδιάθεση να ασχοληθεί εντατικά μ’ έναν ήρωα και να τον κυκλώσει από παντού, καθώς και η ορθή χρήση των ορίων που θέτει εξαρχής το διήγημα, όλα τούτα καταδεικνύουν πως ορθώς ασχολείται με τη διηγηματογραφία. Όπως και στις προηγούμενες δύο απόπειρες, έτσι και τώρα, το αποτέλεσμα ακολουθεί σωστή πορεία. Ενδεικτικά αναφέρω το διήγημα «Μονοπλάνο» που είναι ένα εξαίρετο δείγμα μικρής φόρμας που μοιάζει με ταινία μικρού μήκους.
Ακόμη και σε εκείνα τα διηγήματα που το τέλος μοιάζει κάπως αμήχανο, καταλήγεις πως έτσι αμήχανη είναι καμιά φορά η ζωή. Δεν ξέρεις πώς και γιατί έκλεισε ένας κύκλος, πώς ένα χέρι έμεινε να αιωρείται στον αέρα λες και ξέφυγε από το υπόλοιπο σώμα ή μια κουβέντα πλανήθηκε στον αέρα σαν μπαλόνι με κατεύθυνση στο πουθενά. Σάμπως και υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή μας που ολοκληρώθηκαν με γόνιμο τρόπο; Φευ, ελάχιστα.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Θα βάλω τα ψηλά τακούνα (τα δωδεκάποντα), τη μαύρη μίνι φούστα και το μαύρο πουκάμισο με τα κορδόνια στην πλάτη – το άχαστο. Θα τηλεφωνήσω στον δόκτορα να έρθει να με πάρει από την ταβέρνα απέναντι (δεν θέλω να ξέρει πού μένω) και θα επιβιβαστώ σαν κυρία στο αυτοκίνητο.
Μόλις φτάσουμε στο Γκάζι, θα του πω να παρκάρει μπροστά στο Μοντάζ. Θέλω όλοι να δούμε τη Lexus του, μαύρη και γυαλιστερή σαν κορακίσια χαίτη, και κυρίως θέλω να τη δει ο Κλέων, ο πορτιέρης.
Θα αποβιβαστώ σαν κυρία από το αυτοκίνητο, αφού ο δόκτωρ μού ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού, και θα χαιρετήσω τον Κλέωνα ψυχρά, θα πω ένα σκέτο «γεια» χωρίς να δείξω πολλές οικειότητες. Μέχρι ο Κλέων να πει τα μαντάτα στον Βαγγέλη, θα έχω καθίσει στο καλύτερο τραπέζι και θα έχω παραγγείλει το πιο ακριβό πιάτο και το πιο ακριβό κρασί. Θα σαχλογελάω με τις αερολογίες του καβαλιέρου μου , θα είμαι πολύ ευχάριστη και γελαστή, θα πουδράρω τη μύτη μου, θα ανανεώνω το κραγιόν και θα ισιώνω το μαλλί με τις παλάμες. Μπορεί και να το πετάω προς τα πίσω.»
(«Μονοπλάνο»)