Για το μυθιστόρημα της Αθηνάς Τσάκαλου «Η κόρη και η νύχτα» (εκδ. Τόπος).
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Πώς μπορεί μια κόρη να διεισδύσει στον απρόσιτο ψυχισμό της κακοποιημένης μάνας, να μάθει για τις παλιές πληγές που ακόμα χαίνουν και να ανακουφίσει τον πόνο της, όταν εκείνη υψώνει ένα τείχος προς όλους, ακόμη και προς τα ίδια της τα παιδιά; Θα βρει τρόπο η αγάπη να γεφυρώσει το χάσμα που υπάρχει ανάμεσά τους; Και ποια από τις δυο τους θα κουβαλήσει το πιο βαρύ φορτίο;
Η αναμέτρηση με τη σιωπή της μάνας
Η νεαρή Δήμητρα, μόλις πήρε το πτυχίο της στη Φιλολογία, και επιστρέφει στη γενέτειρά της, όχι τόσο για να ανακοινώσει τα ευχάριστα στην οικογένειά της, όσο κυρίως, για να δει τι θα κάνει σε σχέση με αυτό που υφίσταται η μητέρα της.
Ο πατέρας της, αυταρχικός και άγριος, πολύ συχνά και χωρίς ιδιαίτερο λόγο, κακοποιεί τη γυναίκα του, έχει φτάσει μάλιστα στο σημείο να της σπάσει το ένα της πόδι, και να την αφήσει κουτσή. Η Δήμητρα δεν μπορεί να καταλάβει γιατί ο πατέρας φέρεται με αυτό τον τρόπο, αλλά κυρίως απορεί με την παθητική στάση της μητέρας της. «Ποτέ καμία αντίσταση, καμία κραυγή, καμία προσπάθεια να προστατέψει το σώμα της, σαν να αποδέχεται για κάποιο λόγο την τιμωρία.» Σαν να μισεί και η ίδια το σώμα της. Αρνείται να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση για τη συμπεριφορά της, σωπαίνοντας σε κάθε ερώτηση. Σαν να υπάρχει ένα μυστικό, μια παλιά ιστορία, που να δικαιολογεί ως έναν βαθμό τη συμπεριφορά του πατέρα. Τον θυμό και τα ξεσπάσματά του. Βέβαια, τίποτα δεν δικαιολογεί τον θυμό προς τα παιδιά του. Προς τον γιο, επειδή είναι μαλακός κι ευαίσθητος και δεν διαθέτει την πυγμή που θα ήθελε ο πατέρας από κείνον, και προς τη Δήμητρα, επειδή πήγε να σπουδάσει και αρνήθηκε να αναλάβει τη στρωμένη οικογενειακή επιχείρηση με τους ροδώνες. Αποδέκτης του θυμού του πατέρα, είναι κάθε φορά η μάνα.
Δεν αργεί να γίνει μάρτυρας μιας σκηνής κακοποίησης, και πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι έγινε, ο πατέρας της βρίσκεται αιμόφυρτος στο έδαφος και μετά από λίγο πεθαίνει.
Η Δήμητρα όμως τώρα είναι εδώ, και είναι αποφασισμένη να πάρει θέση για όσα συμβαίνουν μέσα στο σπίτι. Δεν αργεί να γίνει μάρτυρας μιας σκηνής κακοποίησης, και πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι έγινε, ο πατέρας της βρίσκεται αιμόφυρτος στο έδαφος και μετά από λίγο πεθαίνει. Είναι εκείνη που πάτησε τη σκανδάλη, ή έγινε από μόνο του την ώρα που ο πατέρας της πήγε να της πάρει το όπλο; Γιατί έχει την αίσθηση ότι το θύμα ήταν σαν να επιθυμούσε τον θάνατό του; Αν το έκανε εκείνη, δεν ήταν δικαιολογημένη, αφού το μόνο που ήθελε ήταν να προστατέψει τη μητέρα της; Και πώς θα συνεχίσει τη ζωή της κουβαλώντας στους ώμους της το βάρος ενός φόνου; Πώς θα αλλάξει την τάση που έχει κι εκείνη να επιλέγει την απομόνωση, όπως και η μητέρα της;
Η Αθηνά Τσάκαλου γεννήθηκε στην Τρυγόνα Καλαμπάκας το 1955. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έργα της: Το Γέλιο του νερού (2015), μικρά κείμενα από την ομάδα «Συγγενείς-Φίλοι κρατουμένων και διωκόμενων αγωνιστών» και το μυθιστόρημα Οι λεηλάτες του μεσημεριού (2018, εκδ. των Συναδέλφων). Από τις εκδόσεις Τόπος κυκλοφορεί το βιβλίο της Τι χορούς να χορέψω (2019). |
Πρωταγωνιστής το χιόνι
Η συγγραφέας ξεκινά την αφήγηση με μια πολύ δυνατή εικόνα: την περιγραφή ενός ονείρου της πρωταγωνίστριας, στο οποίο τη βλέπουμε να ακολουθεί τη μάνα της στην κορυφή ενός καταρράκτη. Φοβάται μήπως η μάνα πέσει στον γκρεμό, αλλά εκείνη θέλει απλά να πετάξει κάτι που τη βαραίνει.
Η ιστορία λαμβάνει χώρα κάπου στην επαρχία, μερικές δεκαετίες πριν. Σε ένα σπίτι στην κορυφή ενός λόφου, δίπλα στον παλιό ανεμόμυλο. Σε κείνο τον τόπο, χιονίζει για μέρες και νύχτες. Ένα χιόνι πυκνό και βαρύ. Που αγκαλιάζει τα πάντα και που η σιωπή του είναι εκκωφαντική. Σαν τη σιωπή των γυναικών που δεν θέλουν να μάθει κανένας τα μυστικά του σπιτιού τους. Που δεν μοιράζονται ούτε τη χαρά ούτε τον πόνο τους. Το χιόνι υπάρχει στις περισσότερες σκηνές της δράσης, είναι το κυρίαρχο στοιχείο, στο οποίο οφείλεται και η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του βιβλίου. Η Δήμητρα αγαπάει το χιόνι, γιατί το χιόνι σε κάνει να σκέφτεσαι καλύτερα. Είναι ο πιο καλός συνένοχος και ο πιο καλός δικαστής.
Σε κείνη την κλειστή κοινωνία, «οι γυναίκες είναι σαν πικραμένα γλυκά πρόβατα, που δουλεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ, και μπορούν να χαίρονται πολύ λίγο. Είναι σκιές που νομίζουν ότι είναι ζωντανές, αλλά έχουν παραδοθεί στον θάνατο». Το κρύο του χιονιού κυλάει στις φλέβες τους.
Η συγγραφέας εφαρμόζει μια παράξενη τεχνική, τοποθετώντας το ρήμα τις περισσότερες φορές στο τέλος της πρότασης, πράγμα το οποίο προσδίδει στο κείμενο ένα ξεχωριστό προσωπικό ύφος, μια ποιητική χροιά κι έναν πολύ ωραίο ρυθμό. Οι περιγραφές της φύσης, ο ήχος του νερού, η σιωπή του χιονιού, το άρωμα των τριαντάφυλλων, οι πέτρες του μύλου που γυρνάνε και σταματούν συνοδεύοντας τις σκέψεις ή τη δράση των πρωταγωνιστών, οι αρχαίες τελετές εξαγνισμού που συνεχίζουν να πραγματοποιούνται, οι γριές γυναίκες του χωριού που μυρίζουν ζωή και θάνατο μαζί, ο πόνος και η μοναξιά, οι λέξεις που για χρόνια δεν ειπώθηκαν, τα χέρια που ακόμα διστάζουν να αγγίξουν, η αγάπη που δεν χαρίστηκε, το δίκιο που δεν ξέρει σε ποιον ανήκει, η εξιλέωση που αμφισβητείται, η παράξενη συμπεριφορά της πρωταγωνίστριας και ο μοναχικός κόσμος στον οποίο έχει αποκλειστεί, όλα αυτά αποτελούν στοιχεία ενός μυθιστορήματος πολύ ατμοσφαιρικού, το οποίο διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Ένα βιβλίο για την κακοποίηση, την ενοχή και την εξιλέωση, για τη δύναμη της αγάπης και τη θεραπευτική λειτουργία της συντροφικότητας και της επαφής με τη φύση. Η συγγραφέας παραθέτει τα γεγονότα κι αφήνει τον αναγνώστη να αποφασίσει τι είναι ηθικό και τι ανήθικο, να κρίνει ποιος είναι αθώος και ποιος ένοχος, κι αν κάποιος μπορεί να έχει ένα, μικρό έστω, ελαφρυντικό, για πράξεις αντικειμενικά καταδικαστέες.
Ο αναγνώστης καλείται να μπει σε έναν σκοτεινό, κλειστό κόσμο, να τον εξερευνήσει, να αφουγκραστεί τη σιωπή, να νιώσει την παγωνιά του χιονιού, να μυρίσει την ευωδιά των τριαντάφυλλων, να παρασυρθεί από τα σαράντα κύματα από τα οποία περνάει η σχέση μάνας-κόρης, και να μάθει αν η πρωταγωνίστρια θα καταφέρει τελικά να βγει από την απομόνωση και «να μπει στις γιορτές και στις λύπες του κόσμου».
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Γίνονται παράξενες οι γυναίκες όταν αγαπάνε. Κι όταν ζουν σ’ ένα τέτοιο δάσος, όταν δίπλα τους κυλάει ένα τέτοιο ποτάμι, γίνονται λύκαινες κι αποφασίζουν αυτές για τα αδύναμα μικρά τους, μόνο που ετούτες οι λύκαινες παίζουν μαζί τους μέχρι τα βαθιά τους γεράματα, μέχρι που τα πόδια τους να μπορούν να τις οδηγούν σε τούτες τις όχθες, κι έχουν πάνω στα κόκκινα παπούτσια τους τα πόδια των αγαπημένων εγγονών που δεν μεγαλώνουν ποτέ και παίζοντας πέφτουν μαζί τους στο ποτάμι που αγαπάνε, κι αυτό τις σκεπάζει με τα βαριά του νερά.»