Σύγχρονοι Έλληνες διηγηματογράφοι αντιμέτωποι με το Κακό.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Το διήγημα όχι μόνο ακμάζει αλλά και αφήνει εξαιρετικές εντυπώσεις, όχι μόνο έρχεται αψύ και δρομαίο αλλά και σφριγηλό, ποιητικό ή αφηγηματικό, συναισθηματικό ή εγκεφαλικό, να ανακλά βιώματα ή να ξεχειλίζει σκέψεις, να κρατά την ισορροπία ανάμεσα στη γλώσσα και στην ιστορία, να ανατρέπει ή να μυεί τον αναγνώστη. Κι ενώ καταπιάνεται με το μικρό και το βιωμένο, ίσως και χάρη σ’ αυτό, μπορεί να επικεντρωθεί στην καθημερινότητα του Κακού και να περιγράψει τη σκληρή πλευρά της ζωής, επισημαίνοντας τη βία, τον θάνατο, την οργή, την ενστικτώδη επιθετικότητα ως συμπτώματα της σημερινής (ελληνικής) πραγματικότητας.
Σ’ αυτό το πλαίσιο εστιάζω σε έξι συγγραφείς, όχι κατ’ ανάγκη νέους, που ξεκίνησαν να γράφουν μέσα στον 21ό αιώνα και μέσα σ’ αυτόν «ανδρώθηκαν», σταθεροποίησαν το στίγμα τους και καλλιέργησαν –αν όχι αποκλειστικά, σίγουρα με συνέπεια– τη μικρή φόρμα, κείμενα που σε λίγες σελίδες καταφέρνουν να ορθώσουν ανάστημα και να το ρίξουν με όλο το βάρος τους πάνω στον αναγνώστη. Κι αν συνυπολογίσουμε την κρίση που ενέσκηψε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια1, τότε ο προβληματισμός περί Κακού, η κοινωνική παθογένεια που το γεννά, η εξαθλίωση αλλά κι η ηθική έκλυση, το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, αλλά κυρίως ο ψυχισμός του ανθρώπου που φορτίζεται είναι παράμετροι οι οποίες καθορίζουν την έξαρση της παραβατικότητας, της ορμής και της εγκληματικής συμπεριφοράς.
Πρόκειται για τη Λένα Κιτσοπούλου (1971) με τις συλλογές Νυχτερίδες (Κέδρος, 2006), Μεγάλοι δρόμοι (Μεταίχμιο, 2010) και Το μάτι του ψαριού (Μεταίχμιο, 2015), τη Μαρία Κουγιουμτζή (1945) με το Άγριο βελούδο (Καστανιώτης, 2008), το Γιατί κάνει τόσο κρύο στο δωμάτιό σου; (Καστανιώτης, 2011) και το Όλα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα (Καστανιώτης, 2016), τον Γιάννη Παλαβό (1980) με το Αστείο (Νεφέλη, 2012) και κυρίως το Παιδί (Νεφέλη, 2019), τον Δημοσθένη Παπαμάρκο (1983) με τη Μεταποίηση (Κέδρος, 2012) και το Γκιακ (Αντίποδες, 2014/Πατάκης, 2020) και τέλος τη Βασιλική Ηλιοπούλου (1948) με Το τέρας στο μετρό (Πατάκης, 2017).
Είναι τα διηγήματά τους, παιδιά της κρίσης μέχρις ενός σημείου, συγγενή ή αλλότρια, που εκφράζουν έναν βεβαρημένο ψυχισμό; Πώς το Κακό εκδηλώνεται, ποια αίτια το προκαλούν, πόσο δομημένο είναι σε έλλογες συνθήκες ή πόσο άλογο και παρορμητικό φαίνεται, καθώς αδυνατούμε να συλλάβουμε τα βαθύτερα ρεύματα που το αρδεύουν;
Έχουν αυτοί οι διαφορετικής ηλικίας και ύφους συγγραφείς κάτι κοινό; Είναι τα διηγήματά τους, παιδιά της κρίσης μέχρις ενός σημείου, συγγενή ή αλλότρια, που εκφράζουν έναν βεβαρημένο ψυχισμό; Πώς το Κακό εκδηλώνεται, ποια αίτια το προκαλούν, πόσο δομημένο είναι σε έλλογες συνθήκες ή πόσο άλογο και παρορμητικό φαίνεται, καθώς αδυνατούμε να συλλάβουμε τα βαθύτερα ρεύματα που το αρδεύουν; Τα ίδια τα κείμενα θα θέσουν τους προβληματισμούς και θα οδηγήσουν τον αναγνώστη να προσεγγίσει, έστω και διαισθητικά, τις απαντήσεις.
Η Λένα Κιτσοπούλου μπαίνει δυναμικά στη διηγηματική γραφή, κερδίζοντας με τη πρώτη συλλογή της Νυχτερίδες το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» το 2007. Ξεχωρίζει για τα συνταρακτικά θέματά της, που σοκάρουν, καθώς εστιάζουν στην ενδοοικογενειακή βία (στη βραχυκυκλωμένη εν γένει οικογένεια), στην ωμότητα και το αρρωστημένο σεξ, στην παραβατική συμπεριφορά μέσα στην καθημερινότητα και τις νοσηρές σκηνές της. Στην ουσία, η συγγραφέας σκιαγραφεί τα ψυχικά κίνητρα και τα άγρια ορμέμφυτα των ανθρώπων, ώστε να αναζητήσει το κακό μέσα στο καλό και τανάπαλιν, να διερευνήσει στους ακραίους χαρακτήρες της το ψυχικό επίκεντρο κάτω από την καθωσπρέπει επιφάνεια. Γι’ αυτό τα διηγήματά της διακρίνονται από το ανατρεπτικό τους τέλος, δουλεμένα με οξεία αφηγηματική σμίλη, και την προφορική τους γλώσσα, μινιμαλιστική όσο και ορμητική.
Στη δεύτερη συλλογή της Μεγάλοι δρόμοι, τέσσερα χρόνια μετά, η διηγηματογράφος συνεχίζει να δουλεύει το τσεκουράτο ύφος της. Η γλωσσική της ελευθεριότητα, η γλώσσα της –που άλλοτε σαν σάρωθρο κι άλλοτε σαν καταπέλτης οδηγεί τα θέματά της στο γυαλόχαρτο της λαϊκότροπης προφορικής γλώσσας των αφηγητών της– και το μαύρο χιούμορ παρασέρνουν τον αναγνώστη σε μια περιδινούμενη ανάγνωση. Σ’ αυτό συμβάλλει και η χειμαρρώδης απειθαρχία της, που είτε ως μειονέκτημα είτε ως σκόπιμη αναρχία, πετσοκόβει ήρωες και συναισθήματα. Έτσι, η διηγηματογράφος αποκαλύπτει τα ψυχικά ποτάμια των προσώπων της που σωματοποιούνται, που πάλλονται από το λάγνο ταμπεραμέντο τους κι εκβάλλουν σε επιθετικές κορυφώσεις. Η Λένα Κιτσοπούλου φαίνεται να έχει οριοθετήσει πιο συγκεκριμένα το πεδίο της, τη γυναικεία κατά βάση ψυχοσύνθεση. Σκληρή απέναντι στα πρόσωπά της, δεν καμουφλάρει τις αιμοβόρες ανθρώπινες σχέσεις, καθώς κάτω από το σαθρό τους έδαφος ακούγονται τα ορμητικά νερά υπόγειων ρευμάτων και σκληρών παρορμήσεων, συχνά ανελεύθερων και δεσμευτικών.
Τέλος, στο Μάτι του ψαριού (2015) η διηγηματογράφος δεν παύει να μιλάει καταγγελτικά και σκωπτικά, με κωμικές και τραγικές πινελιές, για την κοινωνική και ηθική σήψη αλλά και για την οικογενειακή ζούγκλα. Ωστόσο, εδώ δεν κατηγορεί γενικά και αόριστα, αλλά στηλιτεύει τον βολεμένο μικροαστό, συχνά και τον ίδιο τον αφηγητή/αφηγήτρια, με έντονο αυτοσαρκασμό. Ο καθένας μας, που βλέπει και κατακρίνει τον διπλανό, που έχει εύκολο τον ψόγο, είναι κι ο ίδιος φαύλος ή κομπλεξικός. Κι όλα αυτά με τη γνώριμη αλλά δουλεμένη γραφή της, αυτή που περιλαμβάνει τη γρήγορη αφήγηση, τη σάτιρα, το άμεσο ή έμμεσο γέλιο, το καρναβαλικό αναποδογύρισμα της ομαλής πραγματικότητας, την έντεχνη σκηνοθεσία των σεναρίων της, την απόκρυψη της ταυτότητας του αφηγητή, τον σεξοθηρικό χαρακτήρα μερικών ιστοριών της, τον καλπάζοντα ρυθμό, τον χειμαρρώδη μονόλογο και την πολύκροτη εκπυρσοκρότηση των ανατροπών της.
Η Μαρία Κουγιουμτζή, από την άλλη, κατεβαίνει αργά στη λογοτεχνική κονίστρα, στα εξήντα τρία της χρόνια, αλλά είναι τόσο ώριμη που γρήγορα καθιερώνεται. Ήδη η πρώτη της συλλογή Άγριο βελούδο κερδίζει το βραβείο διηγήματος του περιοδικού «Διαβάζω» το 2009 και το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 2010. Παρά την προχωρημένη ηλικία της η συγγραφέας κατέρχεται με απρόσμενη ορμή και πάθος. Στα κείμενά της αναδεικνύεται ένας έντονος κοινωνικός προβληματισμός, αλλά δεν λείπει η ψυχολογική εμβάθυνση κι η υπόρρητη υπαρξιακή αγωνία. Ο οξύς ρεαλισμός της ενίοτε συνοδεύεται από μεταφυσικές νότες, για να αποδοθεί η νοσηρή παθογένεια κι οι περιθωριακοί της χαρακτήρες. Η γερή αφηγηματική βάση κάθε διηγήματος συναιρεί εις το αυτό τη διπλή θερμοκρασία της αγριότητας και του βελούδου, της σκληρότητας και της τρυφερότητας, της αγνότητας και της απανθρωπιάς, αφού κάτω από την επιφάνεια της καθημερινότητας παραμονεύει το τραγικό και το παράλογο.
Το ίδιο σκληρή είναι η Μαρία Κουγιουμτζή και στην επόμενη συλλογή της Γιατί κάνει τόσο κρύο στο δωμάτιό σου; που δημοσιεύτηκε τρία χρόνια μετά. Εδώ το άλογο διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο, καθώς οι χαρακτήρες οδηγούνται σε ενστικτώδεις, ορμέμφυτες, παράλογες ή αψυχολόγητες κινήσεις, που απορρέουν από τις βίαιες παρορμήσεις της ψυχής και τα υποσυνείδητα απωθημένα των ανθρώπων. Γενικότερα, η διηγηματογράφος επιμένει στα αποτελέσματα των υπόγειων συναισθημάτων και παθών, που συχνά οδηγούν στον θάνατο, θέμα το οποίο αποτελεί το οδυνηρό απότοκο αλλά και τη λυδία λίθο των ανθρώπινων πράξεων. Ο θάνατος μάλιστα ενίοτε συναιρείται με τον έρωτα, η τραγωδία έγκειται στη σύγκρουση του ανθρώπου με τον εαυτό του, η θριλερική ατμόσφαιρα υποδεικνύει με υποβλητικό τρόπο βαθύτερα τραύματα… Η τεχνική της συγγραφέως στηρίζεται στο διογκωμένο κύμα της αφήγησης, που πέφτει πάνω στον αναγνώστη, και στον μεταφορικό λόγο με αποκλίσεις προς τον ποιητικό, ο οποίος θέτει εν αμφιβόλω τον ωμό ρεαλισμό.
Το Κακό πρωταγωνιστεί και στην τελευταία συλλογή της Όλα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα (2016), που απέσπασε το Κρατικό Βραβείο διηγήματος το 2017. Η αλυσίδα των διηγημάτων της συγγραφέως, σαν να έχουν βγει από την ίδια μήτρα, ακολουθεί κι εδώ τον δρόμο της βίας και της ζοφερής πραγματικότητας. Προχωρά όμως σε έναν συνδυασμό του νατουραλιστικού και του συμβολικού, όπου οι τερατογενέσεις έχουν κοινωνικό και ψυχικό χαρακτήρα. Ο θάνατος είναι πάντα παρών με την αψιά του κόψη, η αγριότητα κυριαρχεί, έστω κι αν συνοδεύεται ενίοτε με τη συγκίνηση, και το κακό αναβλύζει από ποικίλες εκδοχές της ανθρώπινης δράσης.
«Ποια ακριβώς είναι η πηγή που τρέφει το Κακό;» αναρωτιέται ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου. «Ο χαλασμένος κοινωνικός περίγυρος που μετατρέπει ένα ήδη σαθρό εσωτερικό έδαφος σε κόλαση της καθημερινότητας; Το βεβαρημένο οικογενειακό περιβάλλον που κληροδοτεί στους νεότερους γόνους τα σκοτεινά πάθη του παρελθόντος; Η εγγενής προδιάθεση για καταστροφή που σπάει κάποια στιγμή την κλειδωνιά του κελιού μέσα στο οποίο έχει κλειστεί για να σκορπίσει τον πανικό και τον θάνατο;»2. Αυτά τα ερωτήματα προκύπτουν τόσο από τα διηγήματα της Μαρίας Κουγιουμτζή όσο κι από αυτά της Λένας Κιτσοπούλου.
Τα διηγήματα της τελευταίας συλλογής του Γιάννη Παλαβού μεταφέρουν το κακό σε μια φυσική πραγματικότητα, αλλά, απ’ ό,τι έχει ήδη επισημάνει ο Γιώργος Αράγης, το ίδιο σκληρό ήταν και το προηγούμενο βιβλίο του, το Αστείο (2012), που συγγενεύει τόσο με τα έργα της Μαρίας Κουγιουμτζή όσο κυρίως με αυτά της Λένας Κιτσοπούλου: «ἡ διηγηματογραφία τοῦ Παλαβοῦ ἀνήκει στήν κατηγορία τῆς “σκληρῆς λογοτεχνίας”. Ἄν κοιτάξουμε πίσω θά δοῦμε, μεταξύ ἄλλων, τόν Φ. Βιγιόν, τόν Ε.Α. Πόε, τόν Λωτρεαμόν, τόν Α. Ρεμπώ, τόν Α. Ζαρρύ, τόν Σ. Μπέκεττ, τόν Τ. Ὄσμπορν (Ὀργισμένα νιάτα). Περισσότερο ὅμως βρίσκεται κοντά στό κλίμα τῶν Ἀμερικανῶν μπίτ, τοῦ Τ. Μπουκόφσκι καί ἄλλων. Στά δικά μας θαρρῶ πώς “σκληρή λογοτεχνία” κάποιου βαθμοῦ συναντοῦμε στόν Φ. Κόντογλου, στόν Μ. Καραγάτση, στόν Ν. Κάσδαγλη καί στούς νεότερους Σ. Δημητρίου καί Μ. Κουγιουμτζή. Πιό κοντά στήν διηγηματογραφία τοῦ Παλαβοῦ βρίσκεται ὡστόσο ἡ κατά ἐννιά χρόνια μεγαλύτερή του Λένα Κιτσοπούλου»3.
Στην ίδια γραμμή το Αστείο και το Παιδί (2019) ξεκινάνε από την ελληνική βορειοελλαδική ύπαιθρο, όπου ο άνθρωπος ζει σε αρμονία και αντίστιξη με τη φύση. Έτσι, ο διηγηματογράφος αναμειγνύει το ρεαλιστικό με το φανταστικό, το καθημερινό με το μαύρο χιούμορ, και αναδεικνύει το απίστευτα φυσικό αλλά και ζοφερό κλίμα, απ’ όπου ξεμυτίζει η βία, ο θάνατος, κι η τυχαιότητα της ζωής· η σκληρή μάλιστα και αιματηρή φύση αλληλοκαθρεφτίζεται με τον άνθρωπο. Ειδικά στο Παιδί το ορισμένο ως κακό από την κοινωνία παρουσιάζεται στη φύση ως νομοτελειακή κατάσταση, ως φυσική βία και ως αναγκαίος μοχλός της εναλλαγής της ζωής με τον θάνατο.
Με τον Γιάννη Παλαβό μοιάζει –παρά τις διαφορές τους– ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, που άρχισε να διακρίνεται με τη Μεταποίηση (2012). Εκεί η παράδοση, που δεσπόζει, επαναφέρει ένα είδος νεο-ηθογραφίας, παρόμοιο με το κλίμα στον Βελβεντό των προηγούμενων παλάβειων συλλογών. Ο θάνατος σε ποικίλες εκφάνσεις του, ως φόνος ή ως αυτοκτονία, ως απώλεια ή ως προϊόν εκδίκησης, στίζει τα διηγήματα και ορίζει με τη σκληρότητά του την πορεία των ανθρώπων και της αφήγησης. Έτσι, ενώ τα κείμενα της Μεταποίησης φαίνονται μικρές ιστορίες σκοτεινού κλίματος, στην ουσία είναι φιλοσοφικές συνθέσεις, δείγματα υπαρξιακής αγωνίας, στοχαστικές συλλήψεις της ζωής και της ανθρώπινης μοίρας.
Ακόμα περισσότερο εξαρτημένη από την παράδοση, την παράδοση της αρβανίτικης Μαλεσίνας, είναι η επόμενη, βραβευμένη (Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας του περιοδικού oanagnostis.gr και Βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) συλλογή, το Γκιακ (2014), η οποία μάλιστα διαφέρει από τις προαναφερθείσες, επειδή διαδραματίζεται στο ιστορικό παρελθόν και συγκεκριμένα στα χρόνια της Μικρασιατικής Εκστρατείας και καταστροφής. Έτσι, ο συγγραφέας, αξιοποιώντας τόσο το ιστορικό συγκείμενο όσο και την τοπική κουλτούρα, που την αποδίδει μέσα από τις μονοφωνικές αφηγήσεις στην αρβανίτικη διάλεκτο, ορθώνει ένα δίκτυο ιστοριών αίματος. Το αίμα εκφράζει τη συγγένεια, την εκδίκηση, την τιμή, τον πόλεμο και τις θηριωδίες του, με φόντο τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ο αναγνώστης νιώθει σφίξιμο αλλά και ντροπή, ενώ ο ίδιος ο πεζογράφος επιρρίπτει κατηγορίες στις εφησυχασμένες κοινωνίες που στέλνουν στον πόλεμο τα παιδιά τους και μετά καταδικάζουν τα έκτροπα, αφού ο πόλεμος είναι η κατεξοχήν μορφή βίας και απανθρωπιάς. «Οι ιστορίες μου, λοιπόν, απευθύνουν έμμεσα και ένα “κατηγορώ” προς τις “κοινωνίες των πολιτών” που στέκονται ψύχραιμες, με τεντωμένο δάχτυλο προς εκείνους που άθελά τους αναλαμβάνουν τις βρόμικες δουλειές τους, από τους πολέμους έως την κατάφωρη εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας για λογαριασμό μεγάλων βιομηχανιών που παράγουν ψηφιακές συσκευές κ.λπ.»4. Κάτω από το αίμα της Ιστορίας ρέει το αίμα των μικρών ιστοριών της εκδίκησης, αφού η βία φέρνει βία.
Κλείνω με το Τέρας στο μετρό (2017) της Βασιλικής Ηλιοπούλου, το οποίο, παρά τις στιγμές αλτρουισμού και ευαισθησίας, βρίθει από πράξεις βίας και επιθετικότητας. Πρόκειται για μια τοιχογραφία της καθημερινότητας, όπου κάτω από την αθωότητα φιδοσέρνεται η οργή, κάτω από την καθημερινότητα η ορμέμφυτη βία, κάτω από την ομαλότητα εκκολάπτονται τερατογενέσεις, οι οποίες οφείλονται στις κοινωνικές συνθήκες που κυοφορούν και γεννούν τέρατα. Το Κακό παίρνει τη μορφή της εκδίκησης και της αντικοινωνικότητας, καθώς άνθρωποι της διπλανής πόρτας με εγκαιροφλεγή χαρακτηριστικά, είναι έτοιμοι για το καλύτερο και για το χειρότερο, για το ανθρώπινο και το απάνθρωπο, είναι ικανοί να γίνουν θύτες αλλά και θύματα. Σίγουρα τα διηγήματα της συγγραφέως κυοφορήθηκαν στον καιρό της κρίσης που προκάλεσε ακραίες αντιδράσεις κι ανέδειξε ένστικτα άμυνας που ενίοτε γίνονταν επιθετικά.
✻ ✻ ✻
Το διήγημα, σε αντίθεση με το μυθιστόρημα που πλάθει έναν ολόκληρο κόσμο, εστιάζει στο ιδιαίτερο, το καθημερινό, το μικρό. Συχνά βέβαια, όταν ολόκληρη η συλλογή αποτελεί ένα καλειδοσκόπιο ομόθεμων διηγημάτων, το Κακό πολιορκείται από ποικίλες πλευρές και παρουσιάζεται στις ποικίλες όψεις του. Στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, έχουμε συνηθίσει το Κακό στην αστυνομική λογοτεχνία, η οποία ξεδιπλώνει επιφαινόμενα εγκλήματα και βαθύτερα αίτια, προσωπικά πάθη αλλά και κοινωνικά υποστρώματα, φυσικούς αλλά και ηθικούς αυτουργούς. Στις συλλογές που επέλεξα, αντιπροσωπευτικές ανάμεσα σε άλλες, το εκδηλωμένο Κακό άπτεται δύο παραμέτρων, οι οποίες πιθανότατα συνδέονται μεταξύ τους και αλληλοτροφοδοτούνται.
Από τη μία, οι χαρακτήρες δείχνουν μια ακραία συμπεριφορά που εμφανώς οφείλεται σε έναν διαταραγμένο ψυχικό κόσμο. Τα πρόσωπα φαίνονται να λειτουργούν πολλές φορές υπό την ώθηση εσωτερικών κραδασμών, υποθαλάσσιων τεκτονικών πλακών και ενστικτωδών πιέσεων. Εξωτερικά εμφανίζονται φυσιολογικά, ενταγμένα με ομαλό τρόπο στην κοινωνία, συμφιλιωμένα με τον εαυτό τους και τους γύρω τους. Όταν όμως ανοίξει η βαλβίδα και εκραγεί η συσσωρευμένη ένταση, αυτή η αίσθηση επαναξιολογείται, και μπορεί ο αναγνώστης να καταλάβει ότι μέσα στην ψυχή τους τα πράγματα είναι πιο ταραγμένα, ανασφαλή και οργισμένα απ’ ό,τι φαίνεται.
Oι χαρακτήρες δείχνουν μια ακραία συμπεριφορά που εμφανώς οφείλεται σε έναν διαταραγμένο ψυχικό κόσμο. Τα πρόσωπα φαίνονται να λειτουργούν πολλές φορές υπό την ώθηση εσωτερικών κραδασμών, υποθαλάσσιων τεκτονικών πλακών και ενστικτωδών πιέσεων.
Από την άλλη, αυτές οι ψυχοδιαταραχές εξαρτώνται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, από την κοινωνία και τη νοοτροπία της, από το περιβάλλον που ωθεί σε αντικοινωνικές ενέργειες. Ο άλλος γίνεται εχθρός και ο εαυτός μετουσιώνεται σε τέρας. Η ομαλότητα διαρρηγνύεται και η κοινωνία εμφανίζει δαιμονικά όντα, μικρούς εγκληματίες, αφανείς χαρακτήρες που ωθούνται στη βία και τη βαναυσότητα. Ο άνθρωπος, κατά πολλές φιλοσοφικές θεωρίες, είτε γεννιέται δεκτικός τόσο στο καλό όσο και στο κακό, είτε γεννιέται αθώος και δέχεται τις αρνητικές επιρροές της κοινωνίας, είναι επιρρεπής στο πλαίσιο μέσα στο οποίο μεγαλώνει. Τα διηγήματα που σχολίασα αφήνουν πόρτες προς όλες αυτές τις ερμηνείες, με πρωτεύουσα την κοινωνική διάσταση.
Η έννοια του Κακού απασχολεί, όπως έδειξα, ολόκληρες συλλογές διηγημάτων, που καταπιάνονται με τις ποικίλες πτυχές του. Το ίδιο έγινε πιο συγκροτημένα στην ανθολογία νέων διηγημάτων που επιμελήθηκε ο Γιώργος Βαϊλάκης το 2009 με τίτλο Το βιβλίο του Κακού (εκδ. Το μαγικό κουτί). Σ’ αυτό συμμετέχει βέβαια μόνη από τους παραπάνω η Λένα Κιτσοπούλου, αλλά παίρνουν μέρος και πολλοί άλλοι νέοι συγγραφείς της σύγχρονης σκηνής που προβληματίστηκαν για το Κακό και τις διαστάσεις αλλά και τα αίτιά του.
Εκ πρώτης όψεως, η βία και η εκδικητικότητα, ο φόβος και ο φθόνος, η οργή και η επιθετικότητα προκύπτουν από έναν ταραγμένο ψυχισμό, ένα υπόγειο ρεύμα αγανάκτησης, μανίας και έντασης. Η λογοτεχνία δεν αναζητά τη μακραίωνη αρχή του κακού σε φιλοσοφικές ή θεολογικές βάσεις, ούτε όμως προτρέπει άμεσα στην πράξη της αποφυγής του5. Περισσότερο σκιαγραφεί την κοινωνία, τον άνθρωπο και τις πράξεις του και υποδεικνύει δρόμους για να δει ο αναγνώστης τόσο το ειδικό όσο και το γενικό. Έτσι, θα μπορέσει να προβληματιστεί προς τα πού οδεύει το Κακό τόσο στην ανθρωπότητα, όσο –πιο πολύ– στην ελλαδική κοινωνία του 21ου αιώνα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (Καστανιώτης 2020).
1. Ο Jean Baudrillard (Η διαφάνεια του κακού, μτφρ. Β. Πατσογιάννης, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2019, σελ. 120) επισημαίνει ότι το Κακό συχνά αναπτύσσεται σε «μια μεταβατική γιγαντιαία φάση σ’ ένα ανθρώπινο σύστημα που βρίσκεται σε ανισορροπία». Έτσι, σε μια φάση εντροπίας η ομαλότητα διαταράσσεται πιο εύκολα κι εκλύονται δυνάμεις που κλονίζουν την ισορροπία της κοινωνίας.
→ Στην κεντρική εικόνα ο Ντίνος Ηλιόπουλος από τον «Δράκο» (1956) του Νίκου Κούνδουρου.