Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα του Ramiro Quintana Οι εργάτες του κρύου (μτφρ. Ρομίνα Κηπουρίδου), που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Λένε ότι:
Ήταν σαν η καταχνιά, ένα μπερδεμένο υφάδι από περκάλι, να είχε αναμετρηθεί μαζί τους και, σαν τα πρόβατα, απελευθερώνοντας από το στόμα και τις ρινικές κοιλότητες μια δέσμη πορφυρού ατμού, να εξαφανίστηκαν δίχως να αφήσουν τίποτα πίσω, μήτε ίχνος μήτε σκιά, από τούτη τη φυγή.
Με μια παλινδρομική κίνηση, άναψαν τότε τα φώτα του χωριού. Όλο αυτό, παρά την αναταραχή, εξαπλώθηκε χωρίς την παραμικρή ένδειξη υποχώρησης, αναγκάζοντάς τους να παραδοθούν στην αγρύπνια. Ήδη όμως, τα πρόβατα, εκτός από ένα –αλίμονο!– δεν βρίσκονταν πια εκεί.
Με μια παλινδρομική κίνηση, άναψαν τότε τα φώτα του χωριού. Όλο αυτό, παρά την αναταραχή, εξαπλώθηκε χωρίς την παραμικρή ένδειξη υποχώρησης, αναγκάζοντάς τους να παραδοθούν στην αγρύπνια. Ήδη όμως, τα πρόβατα, εκτός από ένα –αλίμονο!– δεν βρίσκονταν πια εκεί.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία ο ήλιος, παραδόξως συνεπής –καθώς ανέτελλε και έδυε κατά βούληση, κυρίως το χειμώνα, έναν χειμώνα που, σαν να έπαιζε με το ημερολόγιο, έμοιαζε να διαρκεί όλο το χρόνο– μπλέχτηκε με τις ηλεκτρικές αντανακλάσεις, και οι άντρες, πολλοί εκ των οποίων, εξαιτίας προφανώς της επείγουσας κατάστασης και όχι από την επιθυμία να αψηφήσουν το κρύο, κινδυνεύοντας να βρεθούν με πνευμονίτιδα ή το λιγότερο με μια σοβαρή ψύξη, φορούσαν μόνο μακριά εσώρουχα, πουλόβερ ή πόντσο και αρβύλες, άρχισαν να κινούνται σαν μαγεμένα πιόνια στην εξοχή.
Ίσως για να γίνει αισθητός στο χωριό ο χειμώνας, ο οποίος είχε πια ξεδιπλωθεί, άρχισε να χιονίζει και διερευνούσαν τα ίχνη, καθώς έπεφταν ήδη οι πρώτες νιφάδες, ίχνη που, λόγω της πολυμορφίας τους, θα μπορούσαν να ανήκουν σε οποιαδήποτε αγέλη, ακόμα και σε ανθρώπων, έτσι όπως σχημάτιζαν μια σκοροφαγωμένη βεντάλια, και έσπρωχνε θορυβωδώς ο ένας τον άλλον κάνοντας υποθέσεις.
Στο μεταξύ, οι γυναίκες και τα παιδιά, ανεπαρκώς προφυλαγμένα στις ετοιμόρροπες καλύβες τους, παρατηρούσαν αγουροξυπνημένα, δίχως να κατανοούν, παρά μόνο με τη βοήθεια της φαντασίας τους, τα δρώμενα μέσα από τα παραθύρια. Το θέαμα δεν ήταν ενθαρρυντικό και έδειχναν να σκέφτονται: «Τα πάντα χάνονται, τίποτα δεν αλλάζει».
Ξαφνικά, οι άντρες διασκορπίστηκαν με σκοπό να χωριστούν σε δύο ομάδες που θα έφεραν εις πέρας είτε πεζή με τη συντροφιά ενός λυκόσκυλου είτε ιππεύοντας –την αποστολή. Αυτοί ωστόσο ήταν, μηδενός εξαιρουμένου, μυθιστορηματικά μαραμένοι, σαν σε κάποια άλλη ζωή, από την οποία δεν είχαν συνέλθει ακόμα και στην οποία, καθώς φαινόταν, δεν θα επέστρεφαν, να ήταν φορτωμένοι σαν εύρωστοι σαμουράι φορώντας πανοπλίες από σίδερο ή χαλκό· προς ενίσχυση αυτής της πλάνης, τα άλογα είχαν, ίσως ως εναπομένον σημάδι, σχιστά μάτια, αν βέβαια δεν ήταν εντελώς κλειστά, δίνοντας έτσι αυτή την αλλόκοτη εντύπωση στον παρατηρητή· η απροθυμία επίσης μπροστά σε οποιοδήποτε σωματικό ή λεκτικό ερέθισμα και στις ρυθμικές διαταγές τα καθιστούσαν μοναδικά, τουλάχιστον για εκείνη την περιοχή.
Ήταν φυσικό να σκέφτονται μια φυγή των προβάτων· θα μπορούσαν να σκεφτούν οτιδήποτε για τα πρόβατα. Αλλά εκείνοι περιορίζονταν σε αυτό: ορισμένοι ζωοκλέφτες τα είχαν οσμιστεί, καθώς ξεδιπλώνονταν και αναδιπλώνονταν, σε διπλανές στάνες, και οι υποψίες που έπεφταν πάνω τους ήταν τόσες, που μπορούσαν να χάνονται μέσα σε ομιχλώδη νέφη και νοητές κατασκευές.
Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να αντέξουν, από τη στιγμή που ποτέ δεν είχαν επιδείξει ούτε ιδιαίτερο θάρρος αλλά ούτε και αμελή ολιγωρία, μια τόσο μεγάλη περιπλάνηση;
Στις στάνες:
Σκηνικό εγκατάλειψης, χαλασμένα συρματοπλέγματα, και μια ετοιμόρροπη πόρτα. Με ύφος που έμοιαζε νεογέννητου, ένα τρεμάμενο πρόβατο, με μάτια γεμάτα ακόμα από νύχτα, έδειχνε τα μαβιά του ούλα και μια ασυνεχή σειρά από δόντια. Ο Πανταλεόν το πλησίασε λες και το πρόβατο, από τη μια στιγμή στην άλλη, –ακόμα και αν δεν μιλούσε– επρόκειτο να εξαλείψει τηλεπαθητικά κάθε αμφιβολία. «Τι συνέβη εκεί;» το ρώτησε τελικά μπροστά στους σαστισμένους και άφωνους συντρόφους του που δεν γνώριζαν αυτή του τη συνήθεια.
Μέσα σε όλα αυτά, κι ενώ ήταν δεδομένο ότι το πρόβατο δεν του έδωσε καμία απάντηση, εκείνος θεώρησε ότι την έλαβε και αναφέρθηκε σε μια αγέλη λύκων, ακριβώς στην ηλικία της ανάπτυξης, που έπειτα από μια νύχτα μάταιου κυνηγιού, –ματαιότητα η οποία οφειλόταν περισσότερο στην αφέλεια και την απειρία τους παρά στην επιδεξιότητα των ζώων του δάσους–, εισέβαλε (ή επιχείρησε να εισβάλλει) στη στάνη με μόνο όπλο την αγνή γενναιότητα των λύκων. Μια θεωρία που δεν ήταν εύκολο να στηριχθεί, όχι επειδή προερχόταν εκ στόματος του Πανταλεόν, ενός άντρα που συνομιλούσε καθώς φαινόταν, με τα πρόβατα, αλλά επειδή δεν υπήρχαν ίχνη αίματος, ούτε μέσα στη στάνη αλλά ούτε και στην πόρτα η οποία , αν και ετοιμόρροπη, δεν έφερε σημάδια εισβολής.
Δείχνοντάς του το φυσίγγι της σφαίρας που είχε περιμαζέψει, ο Ινταλέσιο, δίχως να αλλάξει τον τόνο της φωνής του, είπε αστειευόμενος: «Αυτή είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, κύριοι. Πείτε μου, πού οδεύουμε; Ακόμα και οι λύκοι έχουν όπλα».
Δείχνοντάς του το φυσίγγι της σφαίρας που είχε περιμαζέψει, ο Ινταλέσιο, δίχως να αλλάξει τον τόνο της φωνής του, είπε αστειευόμενος: «Αυτή είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, κύριοι. Πείτε μου, πού οδεύουμε; Ακόμα και οι λύκοι έχουν όπλα». Αφού καθάρισε τη φωνή του, ή αφού την ξαναβρήκε, ο Πανταλεόν του απάντησε ότι, δεδομένων των συνθηκών, δεν θα τους έδινε την πολυτέλεια να τους απαλλάξει και ότι, γιατί να το κρατήσει κρυφό, το πρόβατο το διαβεβαίωνε.
Μπορούσες να διακρίνεις στα μάτια όσων τον περιστοίχιζαν το σάστισμα, την ενόχληση, τη νευρικότητα και την αυθάδεια· έλεγαν για παράδειγμα: «Άφησα το γάλα στη φωτιά» ή «θα αργήσω στη δουλειά». Εξαίρεση αποτελούσε όμως ο Τεόφιλο, που είχε χάσει το ένα από τα μάτια του, το αριστερό συγκεκριμένα, στο οποίο φορούσε ένα επίθεμα εξαιρετικής ποιότητας. Και, σα να μην έφτανε αυτό, στο δεξί, μόλις την προηγούμενη μέρα, εμφανίστηκε ένα χαλάζιο, ένα εξόγκωμα στο βλέφαρο– και ευχαριστούσε από μέσα του που δεν τον είχαν ρωτήσει, αν είχε προσπαθήσει να το αντιμετωπίσει, βάζοντας τη ζεστή του βέρα επάνω, μια βέρα που δεν είχε καταφέρει να ξεχάσει, αλλά είχε καταφέρει να πουλήσει.