Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Marilynne Robinson Λάιλα σε μετάφραση της Κατερίνας Σχινά, και με επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μεταίχμιο στις 11 Μαΐου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Αποκεί και πέρα, κάθε Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία, με το χέρι της περασμένο στο μπράτσο του αιδεσιμότατου. Κάθε Κυριακή ήταν λίγο πιο φουσκωμένη απ’ την προηγούμενη, κι ας σκεφτόταν ο κόσμος ό,τι ήθελε. Εκείνος φαινόταν ευχαριστημένος με τη σπορά του και συνάμα κάπως ντροπαλός. Ένας γέρος άνθρωπος σαν κι αυτόν, είπε, ήταν αναπόφευκτο να γίνει αντικείμενο σχολίων, είτε θετικών είτε αρνητικών. Ήταν καλός μαζί της με όλους τους τρόπους, πάντοτε προσπαθώντας ν’ ανακαλύψει τι της άρεσε και τι όχι, πάντοτε έτοιμος να την απαλλάξει από κάθε ενόχληση, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έβλεπε λιγότερο τον Μπάουτον. Να ένιωθε άραγε ενόχληση η Λάιλα πριν μάθει τι σήμαινε η λέξη; Είχε αισθανθεί ποτέ ότι είχε κι εκείνη ένα τέτοιο δικαίωμα; Της είχε εξηγήσει πως το γιατί τα πράγματα συμβαίνουν όπως συμβαίνουν είναι ουσιαστικά ένα θεολογικό, ή τουλάχιστον φιλοσοφικό ζήτημα, κι εκείνη είχε απαντήσει πως μάλλον είχε δίκιο, εκείνος ήξερε καλύτερα.
Μια φορά, όταν είχαν βγει για περίπατο, βλέποντάς την τόσο σιωπηλή, τη ρώτησε τι είχε στο μυαλό της, κι εκείνη απάντησε: «Τίποτα, αλήθεια. Την ύπαρξη», πράγμα που τον έκανε να γελάσει έκπληκτος και μετά να ζητήσει συγγνώμη επειδή γέλασε. Της είπε: «Θα με ενδιέφερε να μάθω τις απόψεις σου για το ζήτημα».
«Απλώς μερικές φορές δεν ξέρω τι να σκεφτώ για όλα αυτά».
Εκείνος κατένευσε. «Αν μη τι άλλο, είναι αξιοσημείωτο». Έπαιρνε μερικές πέτρες από τον δρόμο και τις εκτόξευε στους πασσάλους των περιφράξεων και πότε πότε τους πετύχαινε.
Έχει κάνει αξιοσημείωτη πρόοδο. Είχε αρχίσει να πιστεύει ότι, αν είχε περισσότερες λέξεις, θα μπορούσε να καταλάβει καλύτερα τα πράγματα. Και θα κέρδιζε χρόνο. «Θα πρέπει να με διδάξεις».
«Αξιοσημείωτο» είπε εκείνη, αναλογιζόμενη τη λέξη. Έχει κάνει αξιοσημείωτη πρόοδο. Είχε αρχίσει να πιστεύει ότι, αν είχε περισσότερες λέξεις, θα μπορούσε να καταλάβει καλύτερα τα πράγματα. Και θα κέρδιζε χρόνο. «Θα πρέπει να με διδάξεις».
«Φαντάζομαι ναι. Αν θέλεις».
Το καλαμπόκι είχε ψηλώσει· τα βαριά, σκονισμένα του φύλλα θρόιζαν και, τουλάχιστον για την ώρα, αυτό δεν την αφορούσε. Εκείνος ούτε τα πιάτα δεν την άφηνε να πλύνει καλά καλά.
«Ποτέ δεν θέλησα να μείνω αστοιχείωτη. Δεν ήταν στο χέρι μου όμως». Ήταν αλήθεια. Κι έτσι, ίσως θα είχαν και κάτι άλλο να συζητάνε πέρα απ’ το πώς αισθανόταν η Λάιλα από τη μια μέρα στην άλλη. Όπου να ’ναι θα άρχιζε να βγάζει διάφορα από το μυαλό της, για χάρη της συζήτησης και μόνο.
Εκείνος είπε: «Φαντάζομαι ότι έπρεπε να το αντιληφθώ. Όμως ούτε μια στιγμή δεν σε θεώρησα αστοιχείωτη, Λάιλα. Και να προσπαθούσα, δεν θα το κατάφερνα».
«Λοιπόν, όταν αρχίσεις να με διδάσκεις θα το διαπιστώσεις».
«Θα δούμε».
Εκείνη είπε: «Έπρεπε να μάθω αυτή τη λέξη, “ύπαρξη”. Μιλάς για δαύτην όλη την ώρα. Μου πήρε λίγο χρόνο να καταλάβω τι εννοείς».
Εκείνος κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι.
Εκείνη είπε: «Είναι πολλά που δεν έχω καταλάβει ακόμη. Σχεδόν τα πάντα».
Πήρε το χέρι της κι άρχισε να το ανεβοκατεβάζει καθώς περπατούσαν, ευτυχισμένος. «Νιώθω ακριβώς το ίδιο. Αλήθεια. Λοιπόν, αυτό θα είναι πολύ ενδιαφέρον» είπε. «Θα μου μιλήσεις. Θα ανακαλύψω τι σκέφτεσαι».
Η Λάιλα ανασήκωσε τους ώμους. «Ίσως». Και γέλασαν. Αν υπήρχε ένα πράγμα που θα ’θελε να κρατήσει απ’ όλα αυτά, ήταν το πώς ένιωθε όταν βάδιζε στο πλευρό του.
Εκείνος είπε: «Ξέρεις, υπάρχουν πράγματα που πιστεύω, πράγματα που δεν θα μπορούσα ποτέ να αποδείξω και τα πιστεύω όλη μέρα, κάθε μέρα. Μου φαίνεται ότι το μυαλό μου θα νεκρωνόταν αν δεν υπήρχαν. Κι όμως, όταν έχω απτή απόδειξη» –χτύπησε χαϊδευτικά το χέρι της– «όταν βαδίζω σε τούτο τον δρόμο που ξέρω από γεννησιμιού μου, που ξέρω τη θέση κάθε πέτρας και κάθε κούτσουρου, δεν μπορώ να το πιστέψω εντελώς. Ότι βρίσκομαι εδώ μαζί σου».
Εκείνη σκέφτηκε: Να ένας άλλος τρόπος για να πει ότι ο κόσμος δεν περίμενε απ’ αυτόν τέτοια πράγματα. Είχε ακούσει τη λέξη «απρεπής». Την κυρία Γκρέιαμ να μιλάει σε κάποιον άλλον για κάτι άλλο. Κανείς δεν είπε πως η κοιλιά της ήταν απρεπής, κανείς δεν είπε λέξη που ο γέρος συνέχιζε να ερωτοτροπεί μαζί της σαν έφηβος, την ώρα που εκείνη ήταν αδιαπέραστη και δύσπιστη και χαρούμενη μόνο και μόνο επειδή υπήρχε επιτέλους μια εποχή στη ζωή της οπόταν θα μπορούσε να ξεκουραστεί προκαταβολικά για όλα όσα μπορεί να της συνέβαιναν στη συνέχεια. Ήθελε να τον ρωτήσει γιατί δεν μπορούσε να δει πάνω της όσα έβλεπε όλη της τη ζωή ο καθένας. Αν όμως η ερώτησή της τον έκανε ν’ αρχίσει να τα βλέπει; Πρώτα έπρεπε να γεννήσει το μωρό. Μετά μπορεί και να του έκανε μερικές ερωτήσεις.
Μπορεί και να του έλεγε μερικά πράγματα, επίσης. Γιατί και πώς της πέρασε από το μυαλό να τον παντρευτεί. Μια φορά, η Ντολ ήθελε να την παντρέψει μ’ έναν άλλο γέρο. Τι θα σκεφτόταν ο παπάς γι’ αυτό; Η Ντολ είχε ακούσει κάπου για έναν χήρο που έψαχνε σύζυγο. Έστειλε τη Λάιλα στο σπίτι του, με κορδέλες στα μαλλιά. Οι καιροί ήταν πολύ δύσκολοι τότε και η Ντολ ήταν αδύνατον να μείνει κάπου πολύ, κι έτσι δεν μπορούσε να τον παντρευτεί η ίδια. Ο γέρος φορούσε καινούργια φόρμα δουλειάς, είχε χτενίσει τα μαλλιά του με χωρίστρα στο πλάι και καθόταν στη βεράντα περιμένοντάς την. Τα καλάμια του ήταν δυο λευκά κόκαλα με αραιές τρίχες να τα καλύπτουν και οι μπότες του ήταν μεγάλες και φθαρμένες και η μία όχι εντελώς όμοια με την άλλη. Της έφεραν στον νου δυο πολύ γέρικα σκυλιά από την ίδια μάνα. Της είπε ότι η γυναίκα του είχε πεθάνει και τα παιδιά του είχαν φύγει, ότι το σπίτι και λίγα στρέμματα γύρω γύρω τού ανήκαν και ότι θα ευχαριστιόταν πολύ αν είχε λίγη βοήθεια για το σπίτι και λίγη συντροφιά. Η Λάιλα δεν μπορούσε να πει λέξη. Ύστερα η φωνή του δυνάμωσε και είπε: «Δεν ήταν δική μου ιδέα. Είμαι αξιοπρεπής άνθρωπος. Όλη μου τη ζωή. Ρώτα όποιον θες. Εκείνη η γυναίκα με το σημάδι στο πρόσωπο. Κι αυτή το ξέρει. Έχει μιλήσει με τους γείτονες. Είπε πως δεν μπορούσε να σε φροντίζει άλλο. Έπρεπε από την πρώτη στιγμή να της πω πως ήταν γελοίο. Λοιπόν, περίμενε εδώ ένα λεπτό». Μπήκε στο σπίτι και ξαναγύρισε μ’ ένα ασημένιο δολάριο. Το έτεινε προς το μέρος της κι εκείνη το πήρε. «Και τώρα αντίο» της είπε. Ύστερα η Λάιλα πήγε να βρει την Ντολ. Είπε: «Κοίτα τι μου έδωσε». Δεν έκλαιγε. Η Ντολ είπε: «Δεν έπρεπε να το πάρεις». Κι ύστερα είπε: «Θα ήταν καλός μαζί σου. Αυτό έχει σημασία. Θα ’πρεπε να κάνεις το καλύτερο που μπορούσες και να νιώθεις ευγνωμοσύνη, ό,τι κι αν έβγαινε απ’ αυτό». Κι αφού την κοίταξε για ένα λεπτό, είπε μαλακά και λυπημένα: «Αν βέβαια έβγαινε κάτι για σένα».