Βρισκόμουν μακριά.
Στα χαλάσματα της εποχής,
αφύλαχτος κι ανεπαρκής·
αναζητούσα λέξεις για τον αβέβαιο κύκλο.
Η αλληλουχία μοιάζει
με τον αέρα που δροσερός καταλήγει
στα σπαραχτικά πρόσωπα.
Με ήλιο ακόμη, κι αντίθετα στο ρεύμα.
Το αφούγκρασμα της φωτιάς μην...
και η καταστροφή.
Είν' η αγάπη.
Όσο διακρίνω από μακριά, σβήνουν
τα σημάδια ενός θεού κακόβουλου,
που υλιστής κι εμπαθής επέβαλε απαιτητικά.
Τώρα θα καταδικαστεί, ως θνητός,
να μην γίνεται πιστευτός,
να χάσει την αδιάκοπη εύνοια.
[...]