Τη βλέπω στ' όνειρό μου κάθε τόσο,
χλωμή, ξερακιανή, αλλοπαρμένη,
με πρόσωπο ένα δίχτυ από ρυτίδες,
να σιδερώνει το φόρεμα του γάμου της.
Η θεία μου η Πανωραία, που δεν είχε ιδέα από ποιητικά (είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό), μιλούσε, χωρίς να το ξέρει, με γλώσσα ποιητική.
Αλλά μιλούσε και κανονικά. Έλεγε τα σύκα σύκα, το ψωμί ψωμί, τη σκάφη σκάφη, κάθε φορά που έπλενε τη στολή του αντρός της, που είχε βρει ηρωικό θάνατο στην Κορυτσά.
Ένα βράδυ ξαφνικά είπε: «Αρχίζουμε να πεθαίνουμε από τη στιγμή που γεννιόμαστε» - φράση που με τρόμαξε κι έκλαιγα μέρες (δεν έκανε τον κόπο να την εξηγήσει).
Θα την καταλάβαινα σαράντα χρόνια αργότερα διαβάζοντας την ίδια φράση σε μια συνέντευξη ενός περιώνυμου διανοητή, που ήταν, όπως έγραφαν πρόσφατα σε μια νεκρολογία του, «κάτι περισσότερο από φιλόσοφος».
Την κατάλαβα γιατί κατάλαβα πως αυτός δεν ήξερε τί ακριβώς ήθελε να πει με αυτή τη φράση.